Μερικά ακόμα για τις ετυμολογίες και μετά δε θα ανοίξω το στόμα μου άλλο, το υπόσχομαι!
Ξεφύλλισα την πολύτιμη βιβλιογραφία του Κώστα Βλησίδη, και βρήκα μία περιληπτική αναφορά στο άρθρο του Μουρράη-Βελλούδιου (έτσι αναφέρεται στη βιβλιογραφία). Παραθέτω τι γράφει στο λήμμα 1333:
Μουρράης-Βελλούδιος, Θάνος "Επιτηδειγμή πυρριχίου εις 9/8 ή “αρτοζηνός” δηλαδή “ζεϋμπέκικον”, Ηως (μηναία εικονογραφημένη επιθεώρησις) τχ. 98-102 (1966):σ. 116-125
(Αναδημοσιεύθηκε με φραστικές μικροαλλαγές και άλλη εικονογράφηση, με τίτλο “Ζεϋμπέκικος” (Από τη Μουσική Ελληνική Σουίτα: Κοντσερτο Μεσογειακό, πέραν του καλού και του κακού") Οδός Πανός, τχ. 2 (Μαίος 1981): σ. 52-62. Στην ύστερη αυτή μορφή συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο του “Ευγονία και άλλα τινά”, Αθήνα, ʼγρα 1991:σ. 131-157). Εδώ για πρώτη φορά δημοσιεύονται οι απόψεις του πρωτοπόρου αεροπόρου και λαογράφου-“ελληνευρέτη”, τις οποίες είχε εκθέσει στο ζεύγος Σικελιανού το 1926, εν όψει παρουσίασης Πυρρίχιου χορού στις Δελφικές Εορτές του 1927. Κατά τον Βελλούδιο ο ζεϊμπέκικος προέρχεται κατά το πρώτο συνθετικό από τον Δία (Ζεϋ) και κατά το δεύτερο από τη λέξη μπέκος ή βέκος, που σημαίνει “άρτος” κατά τον Ηρόδοτο. Σαν ολοκληρωμένος μαλίστα “συμβολικός και θρησκευτικός χορός εξυπηρετεί και ανακουφίζει εξαιρετικά το Πνεύμα, την Ψυχή και το Σώμα του ανθρώπου”, ο δε χορευτής επιτυγχάνει “τη χαλάρωση του Καθόλου Είναι του, και την απαλλαγή του από κάθε καταθλιπτικό σύμπλεγμα που μπορεί ίσως να τον καταπιέζει”. Στη συνέχεια αναφέρεται ότι ο “μάγκας” προέρχεται “από το λατινικό Magnus, από το Βυζαντινό Μάγνας, δηλαδή εκείνος που περνά τη ζωή του με νοοτροπία μεγίστανα (grande)”, το δε μπουζούκι είναι “ο μικρός Πυθαγόρειος Κανόνας με τα διαστήματά του, εφοδιασμένος με χορδές και ένα ανάλογο ηχείο. Το λένε “μπουζούκι” που σημαίνει “το σπασμένο” με μικρή δόση αυτοειρωνίας, που και αυτή υπογραμμίζει την υψηλόφρονη έφεση και τον χαρακτήρα, καθώς και τη φιλοσοφική ενόραση και το στιχουργικό κλίμα των ανεμπόδιστων τύπων που χορεύουν”. τέλος του αποσπάσματος…
Βέβαια, αυτη η περίληψη δε φανερώνει σε τι πηγές βασίζεται ο Βελλούδιος όταν κάνει τις ετυμολογίες του, ή με τι συλλογισμό-σκεπτικό φτάνει στα συμπεράσματά του. Όμως, αφού το βιβλίο του εκδόθηκε πρόσφατα, μπορεί κανείς να ανατρέξει σ’ αυτό για περισσότερες πληροφορίες. Και για να αποφύγουμε τις παρεξηγήσεις…αν διακρίνεται κάποια δόση ειρωνείας στην παραπάνω περίληψη του Βλησίδη, είναι σαφώς δικιά του και όχι δικιά μου…εγώ απλώς καταγραφώ τι λέει!
Μέσα στο ίδιο πνέυμα κινείται και ένα άλλο κείμενο, που επίσης αναφέρεται στην ετυμολογία του ζεϊμπέκικου:
1850 Σκαβάντζος, Κοσμάς, “Ο αρχαιοελληνικός ρυθμός του Ζεϊμπέκικου”, Δαυλός, τχ. 185 (Μαίος 1997) σ. 11402-11405.
Ο ζεϊμπέκικος θεωρείται ότι δεν έχει τούρκικη αλλά αρχαία θρακική καταγωγή. Ο ρυθμός του λοιπόν πρέπει να μετρηθεί όχι με τον δυτικό τρόπο, αλλά σύμφωνα με την αρχαία μετρική, η δε ετυμολόγηση της λέξης επιχειρείται από τον αρθρογράφο κατά δυο εκδοχές (α: Ζευ+μπέκοι από το Ζευ+βέσσοι, δηλ. Βέσσοι ιερείς του Διός β: Σαβάζιος Ζευς Βάγιος Ζευβάγιος Ζεϋμπέκικος. Συμπερασματικά ο ζεϊμπέκικος θεωρείται “ρυθμός ύμνου προς τιμήν του Διός ή του Σαβαζίου χορευόμενου από τους ιερείς των αρχαίων Βεσσών”
Φαίνεται πως ακόμα αυτοί που θέλουν τις ρίζες του χορού στην αρχαιότητα δεν είναι απόλυτα σύμφωνοι! Οι θέσεις του Σκαβάντζου αμφισβητήθηκαν από κάποιον Βασδέκη, αλλά δεν θα παραθέσω την απάντησή του, γιατί έγινα ήδη υπερβολικά σχολαστική!
Τέλος, για τη Μάρθα. Στο βίβλιο του Κοσμά Πολίτη “Στου Χατζηφράγκου” υπάρχουν πάρα πολλές ωραίες σκηνές από τη λαϊκή ζωη της Σμύρνης στις αρχές του αιώνα. Μεταξύ άλλων υπάρχει μια περιγραφή του ζεϊμπέκικου. Ο χορευτής είναι “το Βαγγελάκι”, που μάλλον θα πρέπει να ήταν νταβατζής…όπως λέει ο Πολίτης “νταρβεριζότανε με αρτίστες και εξυπηρετούσε ξένους και ντόπιους παραλήδες”. Η σκήνη είναι κάποιο “μπαλάκι” στην Αγία Τριάδα, την ημέρα του πανηγυριού:
Τα παιχνίδια πιάσαν έναν χασάπικο, μα κανένας δε σηκώθηκε να τον χορέψει. Πάνω στην ώρα, μπαίνει στη σάλα το Βαγγελάκι, μονάχος του, δίχως παρέα. Κουστουμιά εντάξει, καφετιά με άσπρες τρίχες, μαύρες μποτίνες, τραβηχτές, με λάστιχο στα πλάγια.
Η Αντριάνα κέρωσε. Οι παιχνιδιάτοροι κοιταχτήκανε αναμεταξύ τους και κάτι μουρμουρίσανε.
Πέρασε βαρύς, δίχως να κοιτάζει γύρω του, πήγε σ ένα παράμερο τραπέζι και κάθισε. Παράγγειλε ένα καφεδάκι και όσο κράταγε ο χασάπικος κουτσόπινε. Ύστερα σηκώθηκε, ζύγωσε το σαντουρτζή και λέει:
-Βάρα ένα ζεϊμπέκικο, και του κολλάει μια λίρα.
Στάθηκε καταμεσής της σάλας, δίπλωσε προς τα μέσα το κάτω μέρος του σακακιού του, και προς τα όξω τις άκρες των μανικιών του-έτσι το θέλει αυτός ο χορός-λύγισε μια τα γόνατά του σα να χαιρέταγε τα όργανα, και ρίχτηκε στο στριφογύρισμα, μια γονατίζοντας σχεδόν και μια ψηλοπηδώντας και χτυπώντας με το χέρι τα τακούνια του. Όλα τα μάτια καρφωμένα πάνω του. Στιγμές στιγμές, λες και χανότανε από μπροστά τους, γινότανε αερικό.
Εύα