Οι ζεϊμπέκηδες στην Ελλάδα

Μερικά ακόμα για τις ετυμολογίες και μετά δε θα ανοίξω το στόμα μου άλλο, το υπόσχομαι!

Ξεφύλλισα την πολύτιμη βιβλιογραφία του Κώστα Βλησίδη, και βρήκα μία περιληπτική αναφορά στο άρθρο του Μουρράη-Βελλούδιου (έτσι αναφέρεται στη βιβλιογραφία). Παραθέτω τι γράφει στο λήμμα 1333:

Μουρράης-Βελλούδιος, Θάνος "Επιτηδειγμή πυρριχίου εις 9/8 ή “αρτοζηνός” δηλαδή “ζεϋμπέκικον”, Ηως (μηναία εικονογραφημένη επιθεώρησις) τχ. 98-102 (1966):σ. 116-125

(Αναδημοσιεύθηκε με φραστικές μικροαλλαγές και άλλη εικονογράφηση, με τίτλο “Ζεϋμπέκικος” (Από τη Μουσική Ελληνική Σουίτα: Κοντσερτο Μεσογειακό, πέραν του καλού και του κακού") Οδός Πανός, τχ. 2 (Μαίος 1981): σ. 52-62. Στην ύστερη αυτή μορφή συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο του “Ευγονία και άλλα τινά”, Αθήνα, ʼγρα 1991:σ. 131-157). Εδώ για πρώτη φορά δημοσιεύονται οι απόψεις του πρωτοπόρου αεροπόρου και λαογράφου-“ελληνευρέτη”, τις οποίες είχε εκθέσει στο ζεύγος Σικελιανού το 1926, εν όψει παρουσίασης Πυρρίχιου χορού στις Δελφικές Εορτές του 1927. Κατά τον Βελλούδιο ο ζεϊμπέκικος προέρχεται κατά το πρώτο συνθετικό από τον Δία (Ζεϋ) και κατά το δεύτερο από τη λέξη μπέκος ή βέκος, που σημαίνει “άρτος” κατά τον Ηρόδοτο. Σαν ολοκληρωμένος μαλίστα “συμβολικός και θρησκευτικός χορός εξυπηρετεί και ανακουφίζει εξαιρετικά το Πνεύμα, την Ψυχή και το Σώμα του ανθρώπου”, ο δε χορευτής επιτυγχάνει “τη χαλάρωση του Καθόλου Είναι του, και την απαλλαγή του από κάθε καταθλιπτικό σύμπλεγμα που μπορεί ίσως να τον καταπιέζει”. Στη συνέχεια αναφέρεται ότι ο “μάγκας” προέρχεται “από το λατινικό Magnus, από το Βυζαντινό Μάγνας, δηλαδή εκείνος που περνά τη ζωή του με νοοτροπία μεγίστανα (grande)”, το δε μπουζούκι είναι “ο μικρός Πυθαγόρειος Κανόνας με τα διαστήματά του, εφοδιασμένος με χορδές και ένα ανάλογο ηχείο. Το λένε “μπουζούκι” που σημαίνει “το σπασμένο” με μικρή δόση αυτοειρωνίας, που και αυτή υπογραμμίζει την υψηλόφρονη έφεση και τον χαρακτήρα, καθώς και τη φιλοσοφική ενόραση και το στιχουργικό κλίμα των ανεμπόδιστων τύπων που χορεύουν”. τέλος του αποσπάσματος…

Βέβαια, αυτη η περίληψη δε φανερώνει σε τι πηγές βασίζεται ο Βελλούδιος όταν κάνει τις ετυμολογίες του, ή με τι συλλογισμό-σκεπτικό φτάνει στα συμπεράσματά του. Όμως, αφού το βιβλίο του εκδόθηκε πρόσφατα, μπορεί κανείς να ανατρέξει σ’ αυτό για περισσότερες πληροφορίες. Και για να αποφύγουμε τις παρεξηγήσεις…αν διακρίνεται κάποια δόση ειρωνείας στην παραπάνω περίληψη του Βλησίδη, είναι σαφώς δικιά του και όχι δικιά μου…εγώ απλώς καταγραφώ τι λέει!

Μέσα στο ίδιο πνέυμα κινείται και ένα άλλο κείμενο, που επίσης αναφέρεται στην ετυμολογία του ζεϊμπέκικου:

1850 Σκαβάντζος, Κοσμάς, “Ο αρχαιοελληνικός ρυθμός του Ζεϊμπέκικου”, Δαυλός, τχ. 185 (Μαίος 1997) σ. 11402-11405.

Ο ζεϊμπέκικος θεωρείται ότι δεν έχει τούρκικη αλλά αρχαία θρακική καταγωγή. Ο ρυθμός του λοιπόν πρέπει να μετρηθεί όχι με τον δυτικό τρόπο, αλλά σύμφωνα με την αρχαία μετρική, η δε ετυμολόγηση της λέξης επιχειρείται από τον αρθρογράφο κατά δυο εκδοχές (α: Ζευ+μπέκοι από το Ζευ+βέσσοι, δηλ. Βέσσοι ιερείς του Διός β: Σαβάζιος Ζευς Βάγιος Ζευβάγιος Ζεϋμπέκικος. Συμπερασματικά ο ζεϊμπέκικος θεωρείται “ρυθμός ύμνου προς τιμήν του Διός ή του Σαβαζίου χορευόμενου από τους ιερείς των αρχαίων Βεσσών”

Φαίνεται πως ακόμα αυτοί που θέλουν τις ρίζες του χορού στην αρχαιότητα δεν είναι απόλυτα σύμφωνοι! Οι θέσεις του Σκαβάντζου αμφισβητήθηκαν από κάποιον Βασδέκη, αλλά δεν θα παραθέσω την απάντησή του, γιατί έγινα ήδη υπερβολικά σχολαστική!

Τέλος, για τη Μάρθα. Στο βίβλιο του Κοσμά Πολίτη “Στου Χατζηφράγκου” υπάρχουν πάρα πολλές ωραίες σκηνές από τη λαϊκή ζωη της Σμύρνης στις αρχές του αιώνα. Μεταξύ άλλων υπάρχει μια περιγραφή του ζεϊμπέκικου. Ο χορευτής είναι “το Βαγγελάκι”, που μάλλον θα πρέπει να ήταν νταβατζής…όπως λέει ο Πολίτης “νταρβεριζότανε με αρτίστες και εξυπηρετούσε ξένους και ντόπιους παραλήδες”. Η σκήνη είναι κάποιο “μπαλάκι” στην Αγία Τριάδα, την ημέρα του πανηγυριού:

Τα παιχνίδια πιάσαν έναν χασάπικο, μα κανένας δε σηκώθηκε να τον χορέψει. Πάνω στην ώρα, μπαίνει στη σάλα το Βαγγελάκι, μονάχος του, δίχως παρέα. Κουστουμιά εντάξει, καφετιά με άσπρες τρίχες, μαύρες μποτίνες, τραβηχτές, με λάστιχο στα πλάγια.
Η Αντριάνα κέρωσε. Οι παιχνιδιάτοροι κοιταχτήκανε αναμεταξύ τους και κάτι μουρμουρίσανε.
Πέρασε βαρύς, δίχως να κοιτάζει γύρω του, πήγε σ’ ένα παράμερο τραπέζι και κάθισε. Παράγγειλε ένα καφεδάκι και όσο κράταγε ο χασάπικος κουτσόπινε. Ύστερα σηκώθηκε, ζύγωσε το σαντουρτζή και λέει:
-Βάρα ένα ζεϊμπέκικο, και του κολλάει μια λίρα.
Στάθηκε καταμεσής της σάλας, δίπλωσε προς τα μέσα το κάτω μέρος του σακακιού του, και προς τα όξω τις άκρες των μανικιών του-έτσι το θέλει αυτός ο χορός-λύγισε μια τα γόνατά του σα να χαιρέταγε τα όργανα, και ρίχτηκε στο στριφογύρισμα, μια γονατίζοντας σχεδόν και μια ψηλοπηδώντας και χτυπώντας με το χέρι τα τακούνια του. Όλα τα μάτια καρφωμένα πάνω του. Στιγμές στιγμές, λες και χανότανε από μπροστά τους, γινότανε αερικό.

Εύα

Είδες λοιπόν πως με υπομονή όλα λύνονται;
Λοιπόν, γιά να σχολιάσω δυό-τρία πράγματα σ’ όλα αυτά που σχολιάζουμε χρόνια τώρα -τον Βελούδιο τον είδαμε ακόμα και σε τηλεοπτική συνέντευξη, και του Πολίτη το βιβλίο το ανέφερε κατά κόρον ο Σπύρος Παπαϊωάννου στις 200 τόσες εκπομπές του.

Κατ’ αρχήν γιά τη Μάρθα, κάτι που ξέχασα. Ο ζωγράφος ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ είναι ο μεγαλύτερος ζωγράφος που έβγαλε η Ελλάδα τον 20ό αιώνα. Αλλά όχι μόνο αυτό. Ήταν ένας εξαιρετικός πνευματικός άνθρωπος, που αποκάλυψε στους Έλληνες τον Θεόφιλο, ήταν από τους πρώτους που μιλήσανε γιά το ρεμπέτικο, και χόρευε ο ίδιος ένα (δικό του, ιδιότυπο) ζεϊμπέκικο. Είχα την τιμή να συνεργαστώ μαζί του επανειλημμένα, και να μου χαρίσει (το… 1953) μιά μακέτα σκηνικού γιά δική μου θεατρική παράσταση. Υπήρξε τέλος οδηγός μου γιά το γράψιμο του “666”, όπου και συμμετέχει ο ίψιος.

Όσο γιά τον Βελούδιο, ΕΓΩ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ (αλλά και πολύ άλλοι, θα συμφωνήσω μόνο στο 1/6 από τις τρεις προτάσεις του. Στο ζεϊμπέκικο δηλαδή, όπου το πρώτο συνθετικό πρέπει να είναι Ζεύς, Ζειν, Ζωή, κ.λ. κ.λ. Το δεύτερο συνθετικό, κατά τη γνώμη μου, είναι Βάκχος και Βακχεία.

Γιά τη Μάγκα και Μαγκία, υπάρχουν πολλές-πολλές απόψεις. Εμένα μ’ αρέσει περισσότερο εκείνη που αναφέρεται στη λέξη Μάνγκαρ, που στα Μαροκινά σημαίνει σπηλιά και καταφύγιο παρανόμων.

Όσο γιά τό μπουζούκι, είναι περσο-αραβική λέξη, από το Μπούζουκ, που είναι “μακρύκανο” όργανο μεταξύ ταμπουρά (πανδουρίδας) και του δικο΄τυ μας μπουζουκιού.

Επίσης έχει ενδιαφέρον να πω πως το ταξίμι προέρχεται από το Αραβικό ταξίμ, και σημαίνει “κοφτό”. Προφέρεται μάλιστα με …λόξιγκα στην προφορά, δηλαδή ΤΑ’ ΣΙΜ, στον πληθυντικό ΤΑΚΑΣΙΜ. Ας θυμηθούμε εδώ τον κοφτό τρόπο που το παίζει ο Μάρκος στο “Ταξίμ ζεϊμπέκικο”, που είναι γνήσιος αραβικός τρόπος στο ούτι.

ʼλλο ένα παράδειγμα παρεξηγήσεων, “Στου Χατζηφράγκο” του Κοσμά Πολίτη, υπάρχει μιά καταπληκτική περιγραφή του Τεκέ στη Σμύρνη. Τον περιγράψει σχεδόν ως πολυτελή. Επίσης, όπως λέει ο Μπάτης (και το προγενέστερο ανώνυμο), “Μπουφετζής θα πα να γίνω σε Σμυρνέϊκο τεκέ”. Δηλαδή, οι τεκέδες είχαν μπουφέδες με γλυκίσματα (γιά την υπολειφεμία) και σερμπέτια, αλλά και γκομενίτσες έμορφες και χανουμάκια… Οι τεκέδες του Πειραιά (και όχι μόνο) όμως γιά τους οποίους μιλάμε σε σχέση με το ρεμπέτικο, είναι κάποιες παράγκες, ή καταγώγια, ή καμιά φορά η… σπηλιά του Δράκου (νάτηνε και πάλι η μάνγκαρ).

Σε σχέση με τον τεκέ της Σμύρνης, φαίνεται καλύτερα πως μπορεί να πήγαν να ηχογραφήσουν σε “μπορντέλλο” ή ¨μπορνετλλο-τεκέ", που είχε ακόμα και μουσικούς και τον Ψαμματιανό να τραγουδάει…

1 «Μου αρέσει»

Προς τον Κώστα Φέρρη και σχετικά με το ζωγράφο Τσαρούχη
Δύστυχώς έχω μόνο ένα απόσπασμα και μια μικρή ερμηνεία του κειμενόυ του στα γερμανικά. Λέει περίπου> “νίωθα τόν έρο, μια αντρικότητα και σύγχρόνα τα μακρινά χνώτα του θανάτου…” Ουφ! Μου αρέσουν πάρα πολύ αυτά τα διανοούμενα κείμενα, με αυτά κάνουν προσέγγηση οι Έλληνες στο χορό αυτό, και πάντα σας ζηλεύω για τό το ωραίο πράγμα που έχετε. Τελικά τέτοια λόγια δε βοηθάνε, και αναρώτιέμαι τι να πιστέψω τώρα? Μου είπες ότι αποκλείεται να έχει γράψει αυτός ο Τσαρούχης για τους (τουρκικές) ζειμπέκηδες το 1934 που τον έκαναν καλή έμπνευση. Έπρεπε να ήταν Τούρκοι γιατί λέει ότι ένας απ’ αυτούς μίλησε λίγο ελληνικά. Στην αλλη πλευρά ο αρθρογράφος έχει ένα όνομα και πρέπει να το ξέρει.

Να γιατί δεν μπορώ να βρω άκρη!

Εύα, εσένα σ΄ευχαριστώ πολύ για το ωραίο κείμενο! Δίνει μια καλή εντύπωση και χάρηκα πολύ.

1 «Μου αρέσει»

Να προσθέσω κι’ εγώ στα γραφόμενα του Κώστα Φέρρη για τον Στάθη Γκώντλετ (Stathis Gauntlett) πως:

  • Είναι γεννημένος και μεγαλομένος στην Αυστραλία, όπου ζει μόνιμα στη Μελβούρνη.
  • Από πιτσιρίκι μεγάλωσε ακούγοντας τους ρεμπέτικους δίσκους γραμμοφώνου (ένα μπαούλο γεμάτο!, απ’ ότι άκουσα) που του άφησε ο Έλληνας παππούς του (ο πατέρας της μάνας του). “Κολλημένος” και τρελλαμένος με τα ρεμπέτικα.
  • Αν δεν κάνω λάθος και δεν με απατά η μνήμη μου, είναι φιλόλογος Καθηγητής του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης, Αυστραλίας, στην έδρα Νεοελληνικής Φιλολογίας.
  • Η διδακτορική του εργασία είχε ως θέμα το Ρεμπέτικο Τραγούδι. Οπότε πρέπει να θεωρείται ότι είναι “εξ’ απαλών ονύχων” ρεμπετο-ερευνητής και θεωρείται από τους σπουδαιότερους συλλέκτες δίσκων.

Προσωπικά, δεν είχα την τιμή να τον γνωρίσω από κοντά, παρ’ όλο που παρέμεινα στη Μελβούρνη 7 χρόνια. Τον “γνώρισα” αργότερα, μέσα από κείμενα, μετά την επιστροφή μου το 1980 στην Ελλάδα. Ίσως κάποτε να τον γνωρίσω και από κοντά, αφού -κυρίως- έχουμε κοινά μουσικά γούστα και ενδιαφέροντα.
Αν μας παρακολουθεί, ας ρίξει μήνυμα.

Σ.Π.

1 «Μου αρέσει»

Δυστυχώς, δε μας παρακολουθεί Σάκη, είναι πολυάσχολος με την έδρα του στο Πανεπιστήμιο.
Η συλλογή του σε δίσκους, περιλαμβάνει και πάμπολλες (άγνωστες σε μας) φωνογραφίσεις της Αυστραλίας. Ο ίδιος ισχυρίζεται πως αυτές δεν είναι τόσο σημαντικές όσο οι Αμερικάνικες, αλλά υπάρχουν και κάποια σπάνια κομμάτια, αλλά το ενδιαφέρον είναι πως παίζουν και τραγουδούν άγνωστοι σε μας Αυστραλο-Έλληνες μπουζουξήδες.
Επίσης, ετοιμάζει (χρόνια τώρα) μιά μεγάλη εγκυκλοπαίδεια, που την ονομάζει CORPUS REMBETIKORUM.

Ελπίζω να τον ξαναδούμε σύντομα στην Αθήνα, με την ευκαιρία κάποιου συνέδριου…

Προς Αδμίνορες: Διάβασα τα περί “ζεϊμπέκιηδων” (αξιοσημείωτη η ορθογραφία…) αλλά δεν θα τα σχολιάσω (ακόμα). Μία απορία μόνο: το πρώτο μήνυμα εμφανίζεται με ημερομηνία 1η Ιαν. 1970 (διαδίκτυο δεν υπήρχε τότε) και όλα τα άλλα από τις 20 Νοε. 2004, 1.04 μμ. Μπορεί να γίνει κάτι να διορθωθούν οι ημερομηνίες; έχουν και αυτές τη σημασία τους.

1 «Μου αρέσει»

Η ορθογραφία είναι της Μάρθας η οποία τυγχάνει γερμανίδα.
Φυσικά και δεν υπήρχε διαδίκτυο το 70 , η χρονολόγηση του μηνύματος είναι κάτι στο οποίο δεν μπορούμε να παρέμβουμε γιατί γίνεται αυτόματα απο το λογισμικό.
Υπάρχει και εδώ ο γνωστός δαίμων του τυπογραφείου.

Κε Νικο τις προαλλες ξαναπεκτησα -μετα απο δανεισμο- το βιβλιο του
Διονυση Μανιατη “ΟΙ ΦΩΝΟΓΡΑΦΗΤΖΗΔΕΣ” που ειναι απο το αγαπημενα μου.
“Ακαδημαϊκα” δεν ειναι αψογο -παιρνει θεσεις οχι
παντα τεκμηριωμενα- αλλα εκτος απο οτι εχει καταπληκτικα αρχεια
και πληροφοριες εχει αποψη και προσθετει στην καταγραφη και ερευνα του Ρ.
Εχει μεταξυ των αλλων συσχετιση του Ζειμπεκικου
με το χορο “γέρανο” που χορεψε ο Θησεας και
αλλα ωραια …

Λεπτομερέστατη, εμπεριστατωμένη, σοβαρή και ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ “ιστορική και λαογραφική μελέτη” επί του θέματος κυκλοφορεί εδώ και ένα χρόνο περίπου από τις εκδόσεις Άγρα : “Οι Ζειμπεκοι της Μικράς Ασίας”, του Θωμά Κοροβίνη. Παντελώς απαλλαγμένη από εθνικές φορτίσεις και μεροληψίες, με το καθαρό βλέμμα ενός ανθρώπου προφανώς υπεράνω φυλής-ράτσας-μάρκας…

Το σίγουρο πάντως είναι, όσον αφορά τα παραπάνω, ότι κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος για την προέλευση του ονόματος, ότι ο εν λόγω ζωγράφος είναι ο Τσαρούχης, ότι οι Ζειμπέκοι δεν ήταν τάγματα γενίτσαρων, ότι έχουν σαφέστατη σχέση με τον Ζειμπέκικο χορό και ότι η ημιμάθεια είναι χειρότερη απ’ την αμάθεια… Όσοι ενδιαφέρεστε για το θέμα αναζητήστε το βιβλίο άμεσα!

Εκεί είναι το πρόβλημα ντέ! Το αναζητώ και δεν το βρίσκω το έρμο το βιβλίο όχι άμεσα, εδώ και δύο μήνες το λιγότερο. Κάπου έχει παραπέσει και δεν μιλάει, βέβαια. Φοβάμαι ότι πρέπει να το ξαναγοράσω…

Ο Κοροβίνης πράγματι έχει προσφέρει ένα πολύ καλό και άριστα τεκμηριωμένο εργαλείο σε όσους ασχολούνται με το θέμα. Κάνει όμως κάποιο λάθος, έστω ατολμία: αφού παραθέτει ακόμα και την πιό ηλίθια ή ανεδαφική άποψη και καλά κάνει, πρέπει να τα γνωρίζουμε όλα, ακόμα και το τι χαζομάρες λέγονται σε συνέδρια (καλοπροαίρετα το λέω, ντέ), ο ίδιος δεν παίρνει θέση, δεν προχωράει δηλαδή στη σύνθεση.

Και βλέποντας μετά από πολύ καιρό ένα παλαιότερο μήνυμά μου, πιό πάνω, όπου επιφυλασσόμουν να σχολιάσω αργότερα και δεν το έκανα, κάλλιο αργά παρά ποτέ:

Προτείνω τη μετονομασία του χορού Ζεϊμπέκικος σε Ζευμπέκικος (προφέρεται Ζεφμπέκικος) ώστε να ταιριάζει η λέξη με την ετυμολογία της. Ή μάλλον, Ζευμπούκικος ή Ζευμπάκχικος καλύτερα.

Σήμερα έχω όρεξη: Άκουγα κάποτε στο ραδιόφωνο αποσπάσματα από το Κοράνι. Ο Αλλάχ μοίραζε εκείνη τη φορά τις κακές ανθρώπινες ιδιότητες στους λαούς. Έπαιρνε λοιπόν μία τέτοια ιδιότητα ο Αλλάχ και αφού τη χώριζε σε δέκα κομμάτια, μοίραζε το ένα σε όλους τους λαούς και τα εννέα τα έδινε σέ ένα συγκεκριμένο λαό τη φορά. Με θυμοσοφία αξιοζήλευτη κα με χιούμορ, ο Μωάμεθ έσφαζε έτσι με το μπαμπάκι όλους τους λαούς της εποχής. Τα περισσότερα τα ξέχασα, θυμάμαι μόνο ότι τα εννέα δέκατα της φιλαργυρίας τα πήραν οι Εβραίοι. Και η σειρά μας: Πήρε ο Αλλάχ την Αλαζονία (ή την υπεροψία ή κάτι τέτοιο) και την έκοψε σε δέκα κομμάτια. Μοίρασε το ένα σε όλους τους λαούς και ότι περίσσεψε το έδοσε στους Έλληνες.

2 «Μου αρέσει»

Νίκο, εννοείς ότι δεν παίρνει θέση πάνω στην ετυμολογία του ονόματος. Εγώ νομίζω ότι το κάνει εμμέσως, πλην σαφώς. Παραθέτει είκοσι σελίδες κειμένου σχετικά με τις απόψεις-εικασίες-προτάσεις διαφόρων - λιγότερο ή περισσότερο σοβαρών - σχετικά με την προέλευση του ονόματος, μέσα από τη διαφορετικότητα των οποίων διαφαίνεται το ουσιώδες: ότι η περιοχή της Βαλκανικής και της Ανατολίας υπήρξε για αιώνες ο τόπος συνύπαρξης και αλληλεπίδρασης διαφόρων φυλών-εθνοτήτων των οποίων τα χρώματα, τα γονίδια, η κουλτούρες και οι ρίζες έμπλεξαν αξεδιάλυτα και ανεπανόρθωτα!

Τώρα, βέβαια, είμαστε πια καθαροί και ανόθευτοι και κάποιοι θέλουν να μας πείσουν ότι έτσι ήμασταν πάντα. Αλλά όταν πάμε να “χτενίσουμε” τις ρίζες μας, πέφτουμε πάνω σ’ έναν κόμπο, τον οποίο, ο καθένας από τους λαούς που τον απαρτίζουν, σπάει με το δικό του σπαθί εθνοκεντρικής αυθαιρεσίας. Νομίζω ότι το συμπέρασμα του Κοροβίνη αυτό είναι: ο κόμπος, το ανακάτεμα, το πάντρεμα. Που ατύχησε και κάποιοι ψάχνουν να βρουν τί ανήκει σε ποιόν μετά από χιλιετίες, πράγμα αδύνατο. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να τα μιλήσουν, να τα συμφωνήσουν, να μοιράσουν μουσικές-χορούς-παραδόσεις, να τα ανακυρήξουν αποκλειστικά εθνικά προιόντα και να τα εκμεταλλευτούν καταλλήλως, όσοι ενδιαφέρονται…

(Νίκος Κυριαζής)
Παρακολουθω με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τη κουβεντα σας, ομως νομίζω οτι πλέον παίρνει μια τροπή για να κυλήσει. Θεωρώ σαφές και βέβαιο το γεγονός πως όπως ομορφα διατύπωσε η Εύα “…την Ανατολική Μεσόγειο, που ήδη από την αρχαιότητα έγινε χωνευτήριο τόσων λαών, θρησκειών και παραδόσεων…”, ομως απέχει μακρά απο το να μη ξεχωρίσουμε την εθνολογική μελέτη σε καθε παράδοση αλλα να φορτώνεται αυτό το βάρος ενα νεφελώδες και πολύ γενικο “πάντρεμα”. Η μελέτη και η έρευνα που θέλει να δει το πραγματικό, ωφείλει να δεί το καθετι στη ζωή του… ήτοι ωφείλει να συγκρίνει ολες τις θωριές του, να τις λειτουργεί σαν δεμένες, αλλα να μπορεί σε κάθε στάδιο να ξεχωρίσει (οπου αυτο είναι δυνατον) σε διάφορους τομεις: οπως είναι και ο εθνολογικός.

Διστυχώς μετα το μοντέλο του συγχρονου αστικού κράτους, αυτος ο τομέας νοθεύεται κάθε φορά απο τα διάφορα “καθαρα”-εθνικα προτυπα, που σκοπό έχουν να βάλουν στο κρεββατι του προκρουστη την οποιαδήποτε παράδοση καθώς και έκφραση του οποιουδήποτε λαου - φυλής - γένους - ομαδας, ή ο,τι αλλο.

Το ίδιο δε συμβαίνει και με τη δημοτική μας παράδοση, η οποία πέρα απο τη στενή της σχέση με αλλα μουσικα συστήματα, συγγενεύει πολλάκις και στο εσωτερικο; παρολα αυτα, και για λογους μελετης, ξεχωρίζουμε τα Κρητικα απο τα Ηπειρότικα, με τη σειρα τους απο τα νησιωτικά(που παλι διαφοροποιούντε απο συμπλεγμα σε συμπλεγμα), απο τα Θρακιώτικα, τα Ποντιακά, τα Επτανησιακά ή τα Σμυρναίικα, Πολίτικα κ.ο.κ.

Φυσικά ολα αυτα δημιουργούνται και παντρεύονται συγχρόνως, ιδίως δε στα αστικά κέντρα και λιμάνια, εως τα σήμερα σε όλη την επικράτεια αλλα και ακομη παραέξω καθώς αυτο επιτρέπουν τα συγχρονα μέσα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του περασμένου αιώνα το παραδοσιακό νησιώτικο τραγούδι “Και γιατι δε μας το λές” που στη διασκευή του Γ.Κατσαρού γίνεται Ρεμπέτικο στην αλλη όχθη του Ατλαντικού(δε νομίζω οι μελετητές του μέλλοντος να το καταγράψουν στα παραδοσιακα Αμερικάνικα τραγουδια!!).

Θεωρω πως για μια ακομη φορα και περίπτωση η διαλεκτική μελέτη και έρευνα είναι εκείνη που με σαφήνεια μπορεί να δώσει απαντήσεις αξιοποιώντας με ζήλο κάθε φορα τις καινουριες πληροφορίες.

Και εγώ έχω διαβάσει αυτό το βιβλίο. Εμένα μου έκανε λίγο απογοήτευση γιατί ο Κοροβίνης δεν είπε καθόλου τη δική του γνώμη, το είχα περίμενει. Ξεφύλλησα λίγο για να μπώ στο θέμα και θυμήθηκα κάτι που μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρον> πρόκειται για τη σχέση “levend” και “ζείμπέκης”.
Πολύ θα ήθελα να μάθω το πως ο ορισμό “λεβέντης” έγινε τόσο σημαντικό στον ελληνικό πολιτισμό? Δεν είμαι σίγουρη αν αυτός ο ορισμός προέρχεται από τους ναύτες αυτές (δηλαδή πειράτες) ή υπήρχε και παλαιότερα?

Κώστα, όχι μόνο στην ετυμολογία αλλά και σε άλλα σημαντικά θέματα όπως προέλευση κλπ. δεν παίρνει θέση. Αυτά που λές εσύ, είναι δικά σου συμπεράσματα (και δικά μου) αλλά ένα πραγματιστικό βιβλίο δεν είναι αφηρημένο εικαστικό έργο να το ερμηνεύει ο καθένας όπως υποκειμενικά νομίζει. Ένας ερευνητής πρέπει αφού πρώτα αναφέρει, τεκμηριώσει και αναλύσει τις πηγές του (που αυτό ο Κοροβίνης το έχει κάνει πολύ καλά) να προχωρήσει και σε σύνθεση (επαναλαμβάνομαι αλλά τι να γίνει!) παράγοντας καινούργια γνώση. Και όπου βεβαίως η υπάρχουσα τεκμηρίωση δεν είναι αρκετή για σίγουρα συμπεράσματα, εκεί η θέση που θα πάρει θα είναι αντίστοιχα προσεκτική, φτάνοντας αν δεν γίνεται αλλοιώς και στη συνειδητή και αιτιολογημένη άρνηση τοποθετήσεως. Αλλά σε θέματα τόσο προφανώς αφελή όπως ο Ζεύς και η μπουκιά ή ο Βάκχος, οφείλει να επισημάνει την αποστασιοποίησή του, αν βέβαια αυτή υπάρχει. Αλλοιώς, εκτελεί έργο βιβλιοθηκάριου και όχι συγγραφέως πρωτογενούς γνώσης. Και εδώ είμαστε, μετά, για κριτική εποικοδομητική και σκληρή, αν υπάρξουν διαφωνίες. Και αυτό ζύμωση θα φέρει και περαιτέρω σύνθεση.

Ότι η περιοχή μας υπήρξε χώρος χωρίς φυλετικά, πολιτιστικά, γεωγραφικά σύνορα στο παρελθόν, ήταν γνωστό και προ Κοροβίνη. Ο προοδευτικός σημερινός ερευνητής οφείλει (κατά τη γνώμη μου, φυσικά) να υπερβή (με την αναγκαιούσα τόλμη) το επίπεδο της εθνοκεντρικής θεώρησης οπότε αυτόματα θα υποχωρήσουν και οι λόγοι για τους οποίους προγενέστεροι «στοχαστές» εφεύρισκαν ως Ελληνευρέτες ετυμολογίες και δικαιολογίες που υπηρετούσαν τους τότε σκοπούς. Έτσι ίσως κάποτε μπορέσουμε να καταφέρουμε μία κοινωνία πολυπολιτισμική εκ των ένδον, ωστε νεώτερες γενιές να μην πληρώσουν νέα βαρύτατα τιμήματα της εθνοκάθαρσης, όπως τα πλήρωσαν οι πρόσφυγες και οι ένθεν και εκείθεν ανταλλαγέντες του 22, ή πρόσφατα χιλιάδες αν όχι εκστομμύρια στην πρώην Γιουγκοσλαβία.

1 «Μου αρέσει»

Νίκο Κυριαζή, συμφωνώ, η μελέτη και η έρευνα καλείται να δώσει απαντήσεις και να διαλύσει το νέφος -στο βαθμό που είναι δυνατό, απλά το “πάντρεμα”, το “ανακάτεμα” είναι δεδομένο που απαραίτητα πρέπει να λαμβάνει υπόψη, γιατί αλλιώς είναι είτε αφελής, είτε πονηρή και οπωσδήποτε λανθασμένη.

Νίκο Πολίτη, έχεις δίκιο για τη γενικότερη αποστασιοποίηση του Κοροβίνη στο βιβλίο. Εγώ, πάντως, θεωρώ ότι είναι ηθελημένη, ότι ίσως να μην ήθελε να προσθέσει άλλη μία άποψη-εικασία στις τόσες που παραθέτει. Ίσως συνειδητά να ανέλαβε έργο “βιβλιοθηκάριου”, με την έννοια της συγκέντρωσης του υλικού που υπάρχει για το θέμα και το οποίο είναι διάσπαρτο και αντιθετικό, ένα έργο καθόλου εύκολο ή μικρό. Έτσι, π.χ. έρχονται αντιμέτωπες στην ίδια σελίδα απόψεις προφανώς μεροληπτικές, “χρωματισμένες”, από αντίθετες όμως πλευρές, οι οποίες αλληλοεξουδετερώνονται και αλληλοεκτίθενται. Την (όποια δυνατή) σύνθεση καλέιται να την κάνει ο αναγνώστης, έχοντας μπροστά του τις διάφορες απόψεις και πληροφορίες επί του θέματος. 'Ετσι κι αλλιώς, το όποιο συμπέρασμα ψιλοαυθαίρετο θα είναι, οπότε υπεισέρχεται και η φαντασία του καθενός, καθώς και οι απόψεις του για τη ζωή και τον άνθρωπο!

Η όποια σύνθεση επιχειρηθεί από αναγνώστη θα είναι για τον εαυτό του και το πολύ την παρέα του. Ουσιαστικά το βιβλίο παραμένει ένα πολύ καλό εργαλείο.

Τι ξερουμε για τους ζεϊμπέκους;
Απο πού προηλθε η ετυμολογια της λεξης αυτης; Ευπροσδεκτες ολες οι πληροφορίες σας για τα προηγούμενα αλλα και για τον ζεϊμπεκικο χορό.

Πολλές και διαφορετικές απόψεις - μερικές με εθνοκεντρική και μεροληπτική διάθεση - συναντάμε για τους Ζεϊμπέκους.
Πάντως, το α΄συνθετικό της λέξης απαντά σε λέξεις και ονόματα στη γλώσσα των Θρακών, από την αρχαιότητα. Το β΄συνθετικό, μπέκος ή βέκος αναφέρεται από τον Ηρόδοτο και σήμαινε «άρτος». Απαντά και στα αλβανικά, μπουκ= ψωμί, ενώ η ίδια ρίζα δίνει τις αντίστοιχες λέξεις στα αγγλικά και γερμανικά.
Ο Θάνος Βελλούδιος υποστηρίζει ότι η λέξη ζεϊμπέκος έχει ελληνοφρυγική καταγωγή και ότι ο Δίας ονομαζόταν στα φρυγικά Ζεϋ-μπέκος, αρτος-ζην, στα ελληνικά…
Άλλοι υποστηρίζουν ότι το πρώτο συνθετικό παραπέμπει στο πνεύμα και το δεύτερο στο σώμα.
Ζεϊμπέκοι, ως φυλή, αναφέρονται για πρώτη φορά το 12ο αιώνα, ο Χλωρός δίνει μια πληροφορία ότι Ζεϊβέκοι ήταν φυλή εξισλαμισμένη που κατοικούσε στα περίχωρα Σμύρνης και Προύσσας.
Κάποιοι Τούρκοι λαογράφοι συνδέουν το β΄συνθετικό της λέξης με το Βάκχο.
Και στα αραβικά απαντά η λέξη, ζεϊμπάκ ή ζεϊμπέκ σημαίνει άνθρωπος ατίθασος, ανυπόταχτος.
Και σήμερα, στη Λέσβο, έχω ακούσει να λένε οι γεροντότεροι «ζεϊμπέκη» χαϊδευτικά το μικρό αγόρι.
Στην Τουρκία με την ίδια λέξη αποκαλούν… τα ζόρικα και ανυπόταχτα σκυλιά.

Ζεϊμπέκηδες ήταν οι επαγγελματίες στρατιώτες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και υπήρχαν 3 βαθμοί στην ιεραρχία τους: ο κατώτερος - το Κιζάνι, ο μεσαίος - ο Ζεϊμπέκης και ο ανώτερος - ο Εφές.

συνεχίζεται…

1 «Μου αρέσει»

Κατατοπιστικό και το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη, για περαιτέρω μελέτη

Μεταφέρω από το www.biblionet.gr:
Εκδόσεις Άγρα
(2005)
436 σελ.
ISBN 960-325-559-9
Τιμή ?22,00

“H ιστορική και λαογραφική μελέτη “Oι Ζεϊμπέκοι της Mικράς Aσίας” αναφέρεται στην ιστορία και τον πολιτισμό ομάδων ανθρώπων με ιδιότυπα κοινωνικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά, που έζησαν για αρκετούς αιώνες στις κεντροδυτικές περιοχές της αιγαιακής Mικρασίας και αφομοιώθηκαν, χωρίς να αφήσουν επιβιώματα, στις αρχές του 20ού αιώνα, μέσα στο πολυεθνικό χαρμάνι της οθωμανοτουρκικής επικράτειας. Πιθανός καρπός επιμειξίας Θρακών μεταναστών και κατοίκων της Φρυγίας, οι Ζεϊμπέκοι αγωνίστηκαν πεισματικά για τη διατήρηση της ελευθερίας και της αυτονομίας τους, ανέπτυξαν δυναμική ληστρική -και συχνά επαναστατική- δράση και έγιναν γνωστοί ως οι σημαντικότεροι εκφραστές της κοινωνικής ληστείας στην Aνατολία. Oρκισμένοι εχθροί της οθωμανικής εξουσίας, που επεδίωκε την καταστολή των εξεγέρσεων και την καθυπόταξή τους, σκοπό τους είχαν την αποκατάσταση της κοινωνικής αδικίας και απέκτησαν θρυλική φήμη (ιδίως οι αρχηγοί τους, οι Eφέδες, με κορυφαίο τον Tσακιτζή-Eφέ, τον επονομαζόμενο Pομπέν της Aνατολής), που οφείλεται στην παλικαριά, την ντομπροσύνη και τη γοητεία τους. H ζωή και η δράση τους τροφοδότησε τη λαϊκή καλλιτεχνική φαντασία, τη λογοτεχνία, τη μουσική, τη ζωγραφική, τον κινηματογράφο, το θέατρο, την τέχνη της φωτογραφίας, τη δημοσιογραφία, τόσο στην Tουρκία όσο και στην Eλλάδα αλλά και στην Eυρώπη.
O συγγραφέας Θωμάς Kοροβίνης, έπειτα από πολυετή έρευνα, ανακάλυψη και μετάφραση των πηγών, μελέτησε και παρουσιάζει τα στοιχεία που αφορούν την ιστορία και τη λαογραφία των Ζεϊμπέκων, δημοσιεύοντας ταυτόχρονα το πλουσιότατο φωτογραφικό και δημοσιογραφικό υλικό που συνέλεξε.”

1 «Μου αρέσει»

Ο Θωμάς Κοροβίνης δεν πέφτει στην παγίδα, όπως πολλοί ξένοι συγγραφείς, να προσφέρει άλλη μια φολκλορική εικόνα των ζεϊμπέκων, μια και ο οριενταλισμός έχει γίνει μόδα. Κάνει μια σοβαρή έρευνα πάνω στο θέμα του.

Οι Ζεϊμπέκοι της Μ. Ασίας έχουν μερικά κοινά σημεία με το τμήμα εκείνο του ελληνικού πληθυσμού που γέννησε το ρεμπέτικο: ζουν ριψοκίνδυνη ζωή, υπάρχει μεταξύ τους αλληλεγγύη, χαρακτηρίζονται από ντομπροσύνη, σβελτοσύνη… αλλά το κοινό στοιχείο κυρίως είναι η αντικρατική και αντιεξουσιαστική τους συμπεριφορά.
Οι ζεϊμπέκοι, βέβαια, προχωρούν σε ανοικτή σύγκρουση με την Οθωμανική αυτοκρατορία, είναι οι “κοινωνικοί ληστές”, αλλά αποτυχαίνουν, όπως όλες οι μεμονωμένες λαϊκές εξεγέρσεις, που είναι ανοργάνωτες, τοπικής εμβέλειας η δράση και η απήχησή τους και χωρίς συγκεκριμένη ιδεολογία.

Πάντως, και όταν επιστρέφουν στην κοινωνική ζωή, οι ίδιοι κώδικες αξιών ισχύουν και κερδίζουν την υπόληψη των άλλων, λειτουργώντας και ως παράδειγμα προς μίμηση.
Είχαν πλούσια μουσική και τραγουδιστική παράδοση. Τα τραγούδια τους ύμνησαν τη θρυλοποιημένη δράση Εφέδων και ζεϊμπέκηδων.

1 «Μου αρέσει»