Παραθέτω τους συνδέσμους για τα δυο μέρη συνέντευξης του Κώστα Καλδάρα στον “Ριζοσπάστη”:
Το πρώτο μέρος
Το δεύτερο μέρος
Μιλά μεταξύ άλλων για τον Απόστολο Καλδάρα, και ανάμεσα σε όλα αναφέρεται και στην -πλέον γνωστή σε αρκετούς εδώ- ιστορία για το πώς γράφτηκε το “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι”, με τα λόγια του Απόστολου Καλδάρα:
Ημουν στη Θεσσαλονίκη, με την πρώτη κυβέρνηση του Οκτώβρη του 1944. Μετά τον Δεκέμβρη άρχισαν οι πρώτες συλλήψεις των αριστερών, των κομμουνιστών, που τους έπιαναν και τους έκλειναν στο Γεντί Κουλέ. Εγώ τότε είχα έναν φίλο με τον οποίο συνεργαζόμαστε, στα διάφορα κουτούκια της Θεσσαλονίκης, τον Χρήστο Μίγκο. Αυτός καθόταν στην Ακρόπολη, κάτω από το Γεντί Κουλέ και πήγαινα τακτικά στο σπίτι του να πιούμε κανένα ουζάκι και να μιλήσουμε για τη δουλειά. Κάποια μέρα που φεύγαμε από το σπίτι του Χρήστου, εκεί που περπατούσαμε, το βλέπω… δεν ξέρω… κι άλλες φορές το κοιτούσα, αλλά εκείνη τη μέρα μου ‘κανε μεγάλη εντύπωση. Ηταν σούρουπο, η βραδιά διαφορετική, ποιος ξέρει… και βλέπω μπροστά μου τη σιλουέτα του Επταπυργίου, των τειχών, εκεί που ήταν οι φυλακές. - Κοίτα, τώρα λέω στον φίλο μου, εκεί μέσα πίσω απ’ τα τείχη αυτά είναι οι φυλακές. Και 'κει μαζεύουν αυτούς τους ανθρώπους και τους κλείνουν φυλακή. Κι έτσι αυτή η εικόνα μου 'δωσε την έμπνευση να γράψω το τραγούδι αυτό …: Νύχτωσε και στο Γεντί, το σκοτάδι είναι βαθύ, κι όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί. / Αραγε τι περιμένει, όλη νύχτα ως το πρωί, στο στενό το παραθύρι, που φωτίζει το κελί. / Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, μα διπλό είναι το κλειδί, τι έχει κάνει και το 'ρίξαν το παιδί στη φυλακή.
Έναν λόγο παραπάνω για την ανάρτηση αποτέλεσε η επικαιρότητα του τραγουδιού λόγω της πρόσφατης ανακάλυψης, στο πάρκο της Εθνικής Αντίστασης Συκεών, των ομαδικών τάφων 33 εκτελεσμένων κομμουνιστών του Γεντί Κουλέ, από όπου και η παραπάνω φωτογραφία, τραβηγμένη από την αρχαιολόγο Σταυρούλα Τζερβένη.
Ο σύνδεσμός, επίσης, που ακολουθεί οδηγεί σε ένα σχετικό δημοσίευμα, στην ίδια εφημερίδα, του δημοσιογράφου και συγγραφέα Σπύρου Κουζινόπουλου:
Ο τόπος των εκτελέσεων πίσω από το Γεντί Κουλέ
Εδώ μεταξύ άλλων διαβάζουμε:
O συγγραφέας Ηλίας Πετρόπουλος, που νεαρός τότε είχε επισκεφθεί αρκετές φορές τον χώρο όπου κροτάλιζαν τα όπλα του εκτελεστικού αποσπάσματος και θάβονταν επιτόπου οι εκτελεσμένοι, θα γράψει τον Μάιο του 1988 από το Παρίσι όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του:
«Οι εκτελέσεις γινόντουσαν πίσω από το Γεντί Κουλέ. Τα πτώματα τα έθαβαν επιτόπου. Εκείνη την εποχή πίσω από το Γεντί Κουλέ ήταν μια απέραντη ερημιά. (…) Η επιφάνεια της κακοτράχαλης γης (της γεμάτης μπάζα από κάποιο παλιό βαρόσι) σχημάτιζε πολλές-πολλές καμπουρίτσες: ήσανε οι τάφοι των τουφεκισμένων. Αυτοί οι τάφοι δεν είχανε μήτε πλάκα, μήτε σταυρό, μήτε τίποτα. Η κάθε μάνα ήξερε τον τάφο του παιδιού της από ένα μικρό σημάδι (παλουκάκι, τούβλο, κονσερβοκούτι κ.λπ.). Κάπου-κάπου ερχότανε στο επισήμως ανύπαρκτο νεκροταφείο των τουφεκισμένων μια χαροκαμένη και σιγόκλαιγε, ενώ από την πίσω σκοπιά της φυλακής ο χωροφύλακας κοίταγε με περιέργεια.
Αυτή ήταν η κατάσταση στο νεκροταφειάκι από το καλοκαίρι του 1949, που κάπως κοπάσανε οι τουφεκισμοί, μέχρι τη νίκη του Πλαστήρα. Με την κυβέρνηση Πλαστήρα οι μανάδες ξεθάρρεψαν και έχτισαν μέσα σε χρόνο ρεκόρ, όλους τους τάφους. Αυτήν τη φορά ο τυχόν επισκέπτης βρισκότανε μπροστά σ’ ένα πραγματικό νεκροταφείο.
Μόλις όμως έπεσε ο Πλαστήρας, ο διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού (το γουρούνι) έστειλε την μπουλντόζα που κατέστρεψε δια παντός το σεπτό νεκροταφείο των τουφεκισμένων κομμουνιστών. Και σαν να μην έφτανε αυτό, διέταξε (το ίδιο γουρούνι) να σπείρουν πάνω στους τάφους κριθάρι».
Τελευταίος σύνδεσμος: “Τα ονόματα 375 αλύγιστων που εκτελέστηκαν στο Επταπύργιο την περίοδο 1946-1954”, ανθρώπων που γι’ αυτούς γράφτηκε το τραγούδι.