Με πολλή χαρά σας παρουσιάζουμε μια δουλειά που κάναμε πριν λίγο καιρό.
Ένας δίσκος αφιερωμένος στα ντουζένια των τρίχορδων οργάνων και τα παλαιά μουρμούρικα κομμάτια, με σκοπό να βάλουμε λίγα ακόμα κομμάτια στη συλλογή των λίγων αυτών των τραγουδιών.
Οι ηχογραφήσεις έγιναν live στο Studio Αρκαδικόν, στη Θεσσαλονίκη. Το αφιερώνουμε στη μνήμη του Στέλιου Βαμβακάρη καθώς και στο Σταύρο Κουρούση, του οποίου κείμενο ακολουθεί!
Συμμετέχει ο μουσικός και οργανοποιός Γιάννης Αλεξανδρής με την κιθάρα του.
Ευχαριστούμε θερμά τον Αριστογείτονα Κώτσα, για την ευγενική και μερακλίδικη χορηγία του.
Ελπίζουμε να το χαρείτε και σε λίγες μέρες θα ανέβει εντελώς δωρεάν στο Youtube.
Σταύρος Κουρούσης
Τα ντουζένια-κουρδίσματα και η πρώιμη εποχή του μπουζουκιού
Τα κουρδίσματα του μπουζουκιού αποτελούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα ένα από τα μυστήρια γύρω από απότην διελευκαμση τους, που είχε σαφώς άμεση σχεση την προϊστορία του οργάνου και τις γνήσιες ρίζες του ρεμπέτικου τραγουδιού. Η φυλακή και ο τεκές είναι οι δύο πυλωνες ένος ιδιαίτερου μουσικού είδους. Τραγούδια της φυλακής συναντωνται σε διάφορες χώρες ανά την υφήλιο, όπου καταγράφονται με ιδιαίτερη πάντα δύναμικη, τα πάθη και τα βιώματα των κρατουμένων. Έτσι και στον Ελλαδικό χώρο μετά την ίδρυση του νεοσύστατου ελληνικού κρατους μεσα απο το πάντρεμα της δημοτικής με την μικρασιάτικη παράδοση προβαλει ένα ιδιαίτερο άκουσμα, διαφορετικό ηχητικά, πρωτότυπο αλλά και ιδιαίτερα βιωματικό. Τα ακούσματα του κοινωνικού περιθωρίου περνούν σταδιακά και έξω από τον χώρο της φυλακής, στη ‘‘πιάτσα’’, σε τεκέδες καφενεία και στέκια των περιοχων του Πειραιά, του Ψυρρή, στο Μοναστηράκι, στην πλατεία Κουμουνδούρου, στο Γκαζοχώρι κλπ, ενώ παράλληλα, στα μέσα του 19ου αιώνα έχουμε και την εμφάνιση μιας ομάδας-συμμορίας, των γνωστών Κουτσαβάκηδων, που επανδρώνει την παρουσία του ειδους στην ελληνική κοινωνία της πρωτεύουσας και των γύρω περιοχών.
Τα κουρδίσματα του πρώιμου μπουζουκιού προέρχονταν από τον άμεσο του πρόγονο, τον ταμπουρά. Πολλά από αυτά τα κουρδισματα συναντάμε σε χρήση στους ταμπουράδες των Οθωμανών κατακτητών των οποίων αναπόφευκτα η νεότερη Ελλάδα φέρει σημεία επιρροής. Κοινά βρίσκουμε και σε άλλους γείτονες λαούς των Βαλκανίων, όμως η Ανατολή είναι το κυρίως έδαφος στο οποίο στηρίχτηκε και γαλουχήθηκε η απαρχή αυτής της παράδοσης των κουρδισμάτων και η φιλοσοφία τους. Τα όργανα που απαντούμε καταγεγραμμένα στην οικογενεία του ταμπουρά, το τσιβούρι το γιογκάρι, το μπουζούκι, ο μπαγλαμάς κ.α, περιγράφονται στα απομνημονεύματα των ελλήνων ηρώων του 1821.
Οι πρώτες ηχητικές καταγραφές κουρδισμάτων έγιναν από τον μπουζουξή Μανώλη Καραπιπέρη από την Σάμο, ο οποίος το 1929 ηχογράφησε στην Νέα Υόρκη 6 τραγούδια κανωντας χρήση διαφόρων κουρδισμάτων, όλα επηρεασμένα από τον ταμπουρά, έχοντας ως βάση την νότα λα στην πρώτη χορδή. Ο Καραπιπέρης αν και κατά μεγάλη πιθανοτητα υπήρξε χρήστης του τσιβουριού στην Σάμο (το πιο διαδεδομένο έγχορδο στην περιοχή αυτή), χρησιμοποιεί για τις ηχογραφήσεις ένα σύγχρονο μαντολινοειδης κατασκευής μπουζούκι κατασκευη του μουσικού Γιώργου Γκρετση, που είναι ένδειξη πως ο ταμπουράς πλέον έχει ξεκινήσει να μπαίνει στο περιθώριο χάρη στην επικράτηση του μπουζουκιου.
Παράλληλα στον Πειραιά και στην Αθήνα επικρατεί πιθανόν από τα τέλη του 19ου αιώνα, η τακτική κατά την οποία οι μουσικοί της εποχής χρησιμοποιούν στο σύγχρονο μπουζούκι τα κουρδίσματα του ταμπουρά έχοντας σε τρανσπόρτο (μετατροπή τονικότητας) τα παλαιά κουρδίσματα, με βάση πλέον την νότα ρε στην πρώτη χορδή αντί της νότας λα.
Τα πιο ονομαστά ντουζένια ήταν το Καραντουζένι, το Ανοιχτό, το Αραμπιέν, το Ράστι, το Συριανό και το Ισπανικό, ενώ ακολουθούν πληθώρα ακόμα ντουζενιών. Η σύγχρονη έρευνα από τον υπογράφοντα έχει καταγράψει μέχρι συνολικά στιγμης 33 κουρδίσματα, με βάση πάντα τις πρώτες αυθεντικές πηγές.
Η χρήση αυτών των κουρδισμάτων είναι συνυφασμένη απόλυτα με το πρώιμο ρεπερτόριο του είδους, που δυστυχώς απαντάται σε ελάχιστα ηχογραφημένα παραδείγματα. Το πρωινό ρεμπετικο καθεαυτού έχει ρίζες πάντα στην ανώνυμη δημιουργία, όπου
χρησιμοποιούνται αδέσποτες η παραλλαγμένες μελωδίες της παράδοσης με σκόρπιους στίχους, κυρίως δίστιχα, άλλοτε αυτοσχέδια ή παραδοσιακά.
Το πιο τρανό παράδειγμα ειναι ο Γιώργος Μπάτης, ο οποίος αποτελεί την γνήσια εικόνα αυτής της πρώιμης κατάστασης και ο οποίος με τις καταγραφές του στον μπαγλαμά μας δίνει αρκετά από τα κουρδίσματα και ακούσματα της πρώιμης εποχής του ρεμπέτικου της φυλακής και του τεκέ. Ο Μπάτης, χωρίς να είναι ουσιαστικά συνθέτης, αποτελεί την γνήσια εικονα του ρεμπέτη μουσικου της ανώνυμης δημιουργιας που χρησιμοποιει αποκλειστικά την παράδοση ως βάση του υλικού του. Ακολουθείται η πάγια τακτική πριν την εμφάνιση της δισκογραφίας, ότι η γέννηση μιας μελωδίας σημαίνει και τον θάνατο μιας παλαιότερης. Ο Μπάτης παρέμεινε ως γνήσιος πρεσβευτής του αυθεντικού ρεμπέτικου έως το τέλος της ζωής του, όπου ακόμα και σήμερα κάποιοι τελευταίοι, τον θυμούνται να γυρνάει στα στέκια του Πειραιά και να λέει χαρακτηριστικά στο κοινό του «…βάλτε λόγια…»· αυτό ουσιαστικά αποτελεί και την πεμπτουσία του ρεμπέτικου ως ομαδικό είδος.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης έχοντας ξεκινήσει με παρομοια τακτική, σταδιακά λόγω της τεράστιας συνθετικής του ιδιοσυγκρασίας και ταλέντου του, διαφοροποιείται, ίσως βέβαια και με τη υπόδειξη των δισκογραφικων εταιρειών. Στην πορεία ο Μάρκος λειτούργησε περισσότερο ως πρωτότυπος συνθέτης και λιγότερο σαν αγωγός παράδοσης, ενώ εισάγει στο ρεμπέτικο τραγούδι τον χασάπικο χορό (Ο χαρμάνης 1933) ο οποίος ήταν άγνωστος στους χώρους του τεκέ και της φυλακής, όπου τα γνήσια όργανα του είδους (ο μπαγλαμάς και το μπουζούκι) χρησιμοποιούνταν σε ένα μόνο χορό, τον ζεϊμπέκικο. Η σταδιακή προσέγγιση του είδους απο συνθετικής και εξελικτικής αντίληψης, αλλά και το κερδοσκοπικό κίνητρο, φέρνει ουσιαστικά τον θάνατο του μέσω της δισκογραφίας γραμμοφώνου, όπου αντιμετωπίζεται έντεχνα για να απομακρυνθεί στην πορεία από τον πρωταρχικό του χαρακτήρα. Το μετέπειτα αποτέλεσμα είναι που δοξάζει σήμερα στα μάτια του σημερινού ακροατή χάρη στο απίστευτο ταλέντο των πρώτων αυτών ατόμων, που αποτελούν σημαντικό πυρήνα της ελληνικής λαϊκής μουσικης.
Τα στοιχεία εκτέλεσης του είδους, το παίξιμο με τις ανοιχτές χορδές, αποτελούσε αποκλειστικό τρόπο στην εκτέλεση των κουρδισμάτων, σώζεται στις πρώτες ηχογραφήσεις του Μάρκου, του Μπάτη, του Δελιά, του Μπαγιαντέρα, του Ζουριδάκη, του Κερομύτη, του Γενίτσαρη αλλά και του Τσιτσάνη.Το αυθεντικό τραγούδι της φυλακής και του τεκέ που είναι άρρηκτα συνυφασμένο με τα κουρδίσματα, μένει όμως χωρίς καταγραφή αφού οι πρώτοι καταγεγραμέννοι μπουζουξήδες όπως ο Μιμίκος Μπογιατζής, ο Νίκος Σκριβάνος, ο Χαρίλαος Κερομύτης, ο Απόστολος Ζυμαρίτης και πολλοί ακόμη που έκαναν αποκλειστικά χρήση των κουρδισμάτων, δεν ηχογραφήθηκαν ποτέ.
Παραδείγματα που καλύπτουν αυτό κενό αποτελούν ο Γιώργος Μπάτης, ο Μανώλης Καραπιπέρης, λιγοστές ηχογραφήσεις του Μάρκου Βαμβακάρη και ελαχιστα ζωντανά ηχογραφήματα του Στέλιου Κερομύτη, του Μιχάλη Γενίτσαρη, του Γιάννη Παπαϊωάννου, του Δημήτρη Γκόγκου ή Μπαγιαντέρα και του Κάρολου Μιλάνου, τα οποία μας δίνουν μια εικόνα του είδους πριν την δισκογράφηση του. Σε αυτά ρεπερτοριακά έρχονται να προστεθούν οι καταγραφές των επαγγελματιών τραγουδιστών της δισκογραφίας, όπως η Κα Κούλα, ο Κωνσταντίνος Μαύρος, ο Γιώργος Κατσαρος.Ο Κώστας Δούσας, Μαρίκα Παπαγκίκα, η Αμαλία Βάκα, ο Πέτρος Ζουναράκης, ο Αντώνης Νταλγκάς, ο Κώστας Καρίπης κ.α., οι οποίοι ηχογράφησαν μερικά από τα
αδέσποτα τραγούδια του περιθωρίου, χωρίς την χρήση ομως των αυθεντικών οργάνων του είδους (του μπουζουκιού ή του μπαγλαμά). Σε κάποιες από αυτές τις εκτέλεσεις παρατηρειται μια σμιξη του αλά τούρκα τρόπου εκτέλεσης στο τραγούδι, με τον μουρμούρικο-μπερμπάντικο τρόπο εκτέλεσης που ήταν ο αυθεντικός.
Μαρτυρίες όπως του Μάρκου Βαμβακάρη, μας πληροφορούν πως το καθιερωμένο κούρδισμα ρε-λα-ρε απαντάται στην προπολεμική περίοδο πριν το 1932 σε λίγους μπουζουξήδες όπως ο Θανάσης Μανέτας εκ των κύριων εκπροσωπων της Αθηναϊκής σχολής μπουζουκιου. Η μαρτυρία αυτή ανάμεσα σε αρκετές, αποδεικνύει και την αποκλειστική σχεδόν χρήση και διάδοση των ντουζενιών στα πρώτα χρόνια του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Η προσπάθεια στην παρούσα έκδοση είναι να έρθουμε ως κοινό κοντά στην φιλοσοφία των ακουσμάτων των πρώιμων μπουζουκιών και του ρεμπέτικου είδους πριν την δισκογράφηση του, μέσω της χρήσης των κουρδισμάτων-ντουζενιων.