Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε ανθρώπους που από χρόνια έχουν ξεπεράσει την αρχική πρόσληψη και τις πρώτες αντιδράσεις.
Πρίν ακόμα βρεθώ στην Ύδρα το 2004 για την τρίτη «μάζωξη» φίλων του ρεμπέτικου που οργάνωνε (και οργανώνει ακόμα…) ο Ed Emery, το είχε φέρει η τύχη να γνωρίσω αλλοδαπούς (στην πλειοψηφία τους Ευρωπαίους) που όχι μόνο τους άρεσε να ακούν ρεμπέτικο, αλλά έπαιζαν και τραγουδούσαν και οι ίδιοι. Οι επανειλημμένες, για σειρά ετών, εμπειρίες μου από την Ύδρα, μου έδωσαν την ευκαιρία να γνωρίσω πάρα πολλούς ακόμα ξένους / -ες που παίζουν / τραγουδούν ρεμπέτικο. Πολλοί απ’ αυτούς δεν καταλαβαίνουν καθόλου Ελληνικά, άλλοι καταλαβαίνουν αρκετά και κάποιοι, λίγοι φυσικά, μιλάν πολύ καλά. Βέβαια πάντα ενδιαφερόμουν και ρώταγα, πώς γνώρισαν το ρεμπέτικο, πώς έμαθαν να το παίζουν και πώς έφτασαν να φτιάξουν και «σχήματα». Μετά από δεκαετίες, πλέον, νομίζω ότι σήμερα μπορώ να συνοψίσω και συγκεράσω τις απαντήσεις που πήρα. Η συντριπτική πλειοψηφία των ξένων αυτών ενδιαφέρθηκε για το ρεμπέτικο ψάχνοντας μίαν εναλλακτική πρόταση για μουσική, που θα φεύγει μακριά από το λεγόμενο mainstream music που κατακλύζει, τις τελευταίες δεκαετίες, ολόκληρη την Ευρώπη (φαντάζομαι και την Αμερική, αλλά δεν έχω από εκεί εμπειρίες) μουσική που όλοι τους «καταγγέλλουν» ως επιφανειακή προσέγγιση χωρίς κανένα ειδικό ενδιαφέρον. Ναι, στην αρχή, όλοι ακούν με ενδιαφέρον τα ρεμπέτικα εντοπίζοντας σ’ αυτά κάποια στοιχεία από εκείνα που τους έμαθαν να τα προσδιορίζουν ως «εξωτικά». Σύντομα όμως, αρχίζουν να διαβάζουν στίχους τραγουδιών και εντυπωσιάζονται πάρα πολύ και απρόσμενα από την πλήρη αντίθεση του περιεχομένου τους προς εκείνο που αυτοί ξέρουν ως «λαϊκή μουσική», δηλαδή τις ωραία ζωγραφισμένες λαϊκές εικόνες με ωραία τραγουδάκια, ωραία στιχάκια και ωραία πηδηματάκια των κοριτσιών που τα χορεύουν. Όποιος διαβάσει τη μετάφραση των στίχων του (τυχαία μου ήρθε, εκατοντάδες όμοιες περιπτώσεις υπάρχουν) «Μπρός στο ρημαγμένο σπίτι», το πρώτο που ρωτάει είναι: - Μα πώς, με τέτοιο στίχο, ο άλλος θα γράψει μουσική για ένα τραγούδι που θα παιχτεί στην ταβέρνα και κάποιος θαμώνας θα σηκωθεί να χορέψει, γλεντώντας κατά την άποψή του; Συνειδητοποιούν λοιπόν ότι δεν είναι μόνο η μουσική «εξωτική», το όλο στήσιμο μουσικής, λόγου και χορού είναι κάτι που ξεφεύγει πλήρως από αυτό που έχουν μάθει να βλέπουν ως «μουσική για βραδυνή διασκέδαση». Και βεβαίως, αυτό τους ιντριγκάρει ακόμα περισσότερο και πλέον, εκτός από τα «εξωτικά» στοιχεία αρχίζουν να ενδιαφέρονται και για κοινωνικές κλπ. κλπ. προεκτάσεις.
Για να ξανάρθουμε όμως στους «ψαγμένους» όπως το παράδειγμα του #1, αυτοί έχουν από καιρό ξεφύγει από την εξωτική προσέγγιση, τις κοινωνικές προεκτάσεις τις έχουν ψάξει αρκετά και δεν τους απασχολεί η διαφοροποίηση που σωστά επισημαίνεις, Περικλή, μεταξύ κοινής νεοελληνικής και ρεμπέτικης αργκό. Ξέρουν καλά τη διαφορά, αλλά η επαφή τους με τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα είναι τόσο συχνή που δεν τους δημιουργείται πρόβλημα. Έχω φίλο Σουηδό, υψηλόβαθμο στέλεχος του σουηδικού δικαστικού σώματος και έμπειρο ακορντεονίστα του ρεμπέτικου, που ξέροντας λίγα μόνο ελληνικά μπορεί να καταλάβει ωραιότατα τη διαφορά μεταξύ «στέκομαι να τους δώ» και «στέκομαι να τους μπανίσω» ή ότι το ρήμα «σακουλεύομαι» δεν έχει καμμία σχέση με σάκο ή σακούλα.