Ενδιαφέρον φαίνεται. Βέβαια δεν είμαι σίγουρος κατά πόσον τα καινούργια και ενδιαφέροντα, καταπώς δείχνει, στοιχεία είναι απαραίτητο να συνοδεύονται και από τους στίχους όλων των κομματιών, τα δισκογραφικά τους στοιχεία κλπ. - δεν είναι δα και παρθένο έδαφος, μπορεί πλέον κανείς να ξεκινάει κατευθείαν με το καινούργιο χωρίς γενική εισαγωγή από το μηδέν.
Κάτι που μου έκανε εντύπωση από την παρουσίαση:
Τέλος, κάτι εξίσου σημαντικό για την παρούσα κυκλοφορία σε σχέση με τη σύγχρονη ψηφιακή εποχή είναι και το QR code που περιέχεται. Ο αναγνώστης μπορεί μέσω του QR code να δει και να ακούσει μια σειρά από σπάνια οπτικά και ηχητικά ντοκουμέντα.
Δεν ξέρω αν είναι κάτι στάνταρ. Εγώ δεν το είχα ξαναπετύχει, ούτε και το είχα σκεφτεί. Πράγματι, στην εποχή μας είναι αδιανόητο να συζητάς ορισμένα θέματα χωρίς ηχητική και βιντεϊκή τεκμηρίωση, αλλά από την άλλη πλευρά για καθαρό γραπτό κείμενο το βιβλίο (σε σχέση με μία διαδικτυακή δημοσίευση) παραμένει αναντικατάστατο σε πολλές περιπτώσεις. Πώς συνδυάζονται αυτά τα δύο;
Ε να λοιπόν πώς.
(Μόνο που το βιβλίο, όποιος το προσέξει, μπορεί να το έχει για πολλές ζωές. Τα λινκ που ανοίγει το QR code, για πόσο θα κρατήσουν;…)
Να παραθέσω εδώ ένα άρθρο της Καθημερινής σημερινό!
Από τον Μάρκο Βαμβακάρη στις γειτονιές της Σύρου: Η ζωντανή παράδοση του ρεμπέτικου | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Νομίζω ότι δεν είναι ακριβές πως:
Το ρεμπέτικο υπάρχει ακόμη στη Σύρο του Μάρκου Βαμβακάρη. Σε σχολές και ταβερνάκια, σε γκαράζ και πλατύσκαλα, οι πενιές στα τρίχορδα συνεχίζονται
Καλά, εκτός από το ότι ο Μάρκος δεν έπαιζε στη Σϋρα, αλλά ας πούμε ότι έπαιαν άλλοι στον καιρό του. Όμως δεν υπήρξε συνέχεια, πρόσφατη αναβίωση υπήρξε. Έχω την αίσθηση ότι ακριβέστερος είναι ο υπαινιγμός σ’ ένα άλλο σημείο:
Έκτοτε, ερχόταν [ο Βαμβακάρης στη Σύρα] κάθε λίγα χρόνια και οι Συριανοί «τον περίμεναν πώς και πώς». Οι μισοί τουλάχιστον. Οι άλλοι μισοί δεν ήθελαν ούτε να ακούν το όνομά του – για τους αστούς της Ερμούπολης ήταν ο αλήτης, ο χασικλής. Μια ηχώ που φαίνεται αμυδρά να ακούγεται μέχρι σήμερα, παρά την καθολική αναγνώρισή του ως «πατριάρχη του ρεμπέτικου», αφού όταν πριν από δύο χρόνια τοποθετήθηκε στην παραλία της Ερμούπολης το άγαλμά του, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που εναντιώθηκαν.
Να μην ξεχνάμε ότι άλλοι άνθρωποι είναι οι Ερμουπολίτες κι άλλοι όλοι οι υπόλοιποι Συριανοί. Η Ερμούπολη ιδρύθηκε εκ του μη όντος και εποικίστηκε αποκλειστικά με ανθρώπους από εκτός Σύρας (Χιώτες, Σμυρνιούς κλπ.).Όλοι οι Ερμουπολίτες είναι φερτοί, και όλοι Ορθόδοξοι. Όλοι οι υπόλοιποι έχουν κοινή καταγωγή, ντόπιοι Συριανοί, και κοινή τη θρησκευτική ιδιαιτερότητα (Καθολικοί). Στα χρόνια που μεγάλωνε ο Βαμβακάρης ο διαχωρισμός αυτός ήταν ακόμη πολύ έντονος. Σήμερα έχει αμβλυνθεί, αλλά δεν έχει σβήσει και τελείως.
Επομένως, είναι λογικό ότι για τους Ερμουπολίτες ο Βαμβακάρης δεν είναι «δικός τους». Τίποτε από τον λαϊκό πολιτισμό της Σύρας δεν είναι δικό τους. Με μια μικρή δόση υπερβολής, όλα αυτά είναι κάποιων άλλων ανθρώπων (των Φραγκοσυριανών) που απλώς τυχαίνει να περιβρέχονται από την ίδια θάλασσα.
Θα μου πεις, πρέπει δηλαδή να είναι δικός σου για να τον τιμήσεις; Όχι. Ένας σημαντικός λαϊκός δημιουργός θα μπορούσε να τιμηθεί οπουδήποτε. Όταν όμως μιλάμε για την ιδιαίτερη πατρίδα του, εκεί προφανώς παίζει ρόλο και η εντοπιότητα. Ε, σε σχέση με την Ερμούπολη δεν ήταν ντόπιος, ξένος ήταν. (Φυσικά η οπτική των Φραγκοσυριανών και του ίδιου του Βαμβακάρη ήταν ότι οι άλλοι είναι οι ξένοι. Ντάξει, λογικό, αλλά κι εκείνοι -οι Ερμουπολίτες εννοώ- είχαν ήδη 3-4 γενιές που γεννιούνταν εκεί. Μες στην Επανάσταση ιδρύθηκε η πόλη.)