Νάση Τουμπακάρη: «Μινόρε Μανές»

Η παρουσίαση του βιβλίου έγινε στον ΙΑΝΟ στις 17 Ιουνίου.
Εδώ όλη η εκδήλωση. Υπενθυμίζεται ότι η Νάση Τουμπακάρη έγραψε τον μονόλογο “Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης” που παρουσίασε ο Θανάσης Παπαγεωργίου και παρακολουθήσαμε παρέα μερικοί από μας πριν μερικά χρόνια.

2 «Μου αρέσει»

Ας ξαναβάλουμε και την ηχογράφηση εκείνη του Μινόρε Μανέ όπου ίσως παίζει βιολί ο ίδιος ο Γιοβανίκας:

Έτσι τουλάχιστον λέει στο ΥΤ. Δεν το διασταυρώνει το Σίλαμπς, που λέει απλώς ότι παίζει η Σμυρναίικη Εστουδιαντίνα.

Όσα ξέρουμε και δεν ξέρουμε στο φόρουμ για τον Γιοβανίκα βρίσκονται συγκεντρωμένα εδώ, με παραπομπές στις πηγές, οι οποίες βρίσκονται κυρίως στο σάιτ του Αρχείου Κουνάδη.

Τέλος, εδώ αναφέρεται μια εκδήλωση που έγινε το 2016 για τον Γιοβανίκα, με μια ομάδα από μουσικάρες. Έχω την εντύπωση ότι έκτοτε πρέπει να ξαναέκαναν την ίδια παρουσίαση και στην τηλεόραση, γιατί σαν να θυμάμαι να το έχω δει στο ΥΤ.

1 «Μου αρέσει»

Νάνση, τότε…

Στο βιβλίο πάντως Νάση λέει. Το ίδιο και στο λινκ της Πολιτείας (#1). Αλλά είναι η ίδια που έκανε και τον Μάρκο.

Σε παλαιότερο βιβλίο της, έλεγε Νάνση.

Λοιπόν, μπορώ να πω παιδιά ότι είναι καλό βιβλίο!

Άργησα να πειστώ γι’ αυτό. Το θέμα του το κάνει φυσικά ενδιαφέρον για όσους… ενδιαφέρονται για τέτοια θέματα. :wink: Ο ήρωας, ένας νεαρός που ο πατέρας του φτιάχνει όργανα, μεγαλώνει μέσα στην πολυπολιτισμική και μουσικότατη Σμύρνη, αναπτύσσει μεράκι για τη μουσική, πάει να μαθητεύσει στου Γιοβανίκα, καθ’ οδόν συνδέεται ή απλώς διασταυρώνεται με άλλα υπαρκτά πρόσωπα όπως ο Νούρος, ο γέρο-Ογδόντας (πατέρας του Ογδοντάκη) και η Κιορ-Κατίγκω, και μέσα από τις περιπέτειές του γνωρίζουμε την πόλη και την εποχή, με κέντρο βέβαια τη μουσική της ζωή αλλά και με άλλες προεκτάσεις.

Διάβαζα λοιπόν και είχα αρχίσει να σκέφτομαι: ωραία που αντί για εγκυκλοπαιδικά άρθρα τα βλέπουμε όλα αυτά να ζωντανεύουν στο πλαίσιο μιας ιστορίας ενηλικίωσης, αλλά… κάτι λείπει ρε παιδί μου. Είπαμε να διαβάσουμε λογοτεχνία: καλά υλικά έχει η συνταγή, αλλά πού είναι η μαστοριά του μαγείρου;

Για χάρη του θέματος όμως προχώρησα και το τελείωσα. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι τελικά δικαιώθηκα, γιατί και του μαγείρου (της μαγείρισσας εν προκειμένω) η μαστοριά δεν άργησε να φανερωθεί. Ιδιαίτερα όταν φτάσαμε στην Καταστροφή, παρόλο που είναι δύσκολο θέμα γιατί το έχουν ήδη καλύψει δυνατές πένες εδώ και τρεις γενιές, ωστόσο το βιβλίο αποδείχτηκε δυνατό.

Οπωσδήποτε παραμένω με το ερωτηματικό που ήδη ανέφερα και αλλού, ότι δεν ξέρω ποιες λεπτομέρειες μπορώ να τις λάβω υπόψη μου και εγκυκλοπαιδικά (ότι π.χ. η σχολή του Γιοβανίκα λειτουργούσε έτσι όπως περιγράφεται, ή πώς έφυγε ο Νούρος από τη Σμύρνη, νύχτα καταζητούμενος, κλπ.), πού δηλαδή σταματάει η τεκμηριωμένη, από την έρευνα της συγγραφέως, πληροφορία και πού αρχίζει η μυθοπλασία.

Μα αν το ερωτηματικό αυτό δεν έφυγε αποφασιστικά απ’ τη μέση, το βιβλίο ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ (κατά τη δική μου φυσικά γνώμη) να θεωρηθεί καλό.

Δε συμφωνώ. Να προσπαθήσω να το εξηγήσω λίγο καλύτερα:

Έστω ότι στο βιβλίο ο ήρωας ακούει τον Νούρο να τραγουδάει την τάδε χρονιά στο τάδε μαγαζί μαζί με τα τάδε όργανα. Αυτα θα μπορούσαν να έχουν όντως συμβεί, θα μπορούσαν να είναι και φανταστικά. Δε νομίζω ότι είναι υποχρέωση της συγγραφέως να το διευκρινίζει κάθε φορά. Τις πηγές της έρευνάς της τις δίνει στο τέλος, αλλά φυσικά το κείμενο δεν είναι φορτωμένο με παραπομπές για κάθε «πληροφορία» όπως ένα επιστημονικό κείμενο.

Αν πιάσω μία μία τις πηγές από τη βιβλιογραφία και τις μελετήσω, θα μπορέσω ενδεχομένως να διαλευκάνω αν όντως τεκμηριώνεται να έπαιζε ο Νούρος εκείνη τη χρονιά σ’ εκείνο το μαγαζί, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα.

Υλικά και μαστοριά του μάγειρα φαίνονται εντάξει, αλλά το φαγητό πρέπει να το φάμε, αν θέλουμε να μάθουμε κάτι για τα ρεμπέτικα της Σμύρνης, δεν είναι ζωγραφιά. Για να το φάμε, τα υλικά πρέπει να υπάρχουν, οι ζωγραφιές δεν τρώγονται. Αν ο Νούρος δεν είχε σχολή, το βιβλίο για μένα δεν είναι καλό.

Δέχομαι ένα μυθιστόρημα και βεβαίως, στην παγκόσμια και στην ελληνική γραμματεία υπάρχουν μυθιστορήματα που είναι πράγματι αριστουργήματα και τα έχω ευχαριστηθεί. Αυτό που εμένα δεν μου αρέσει είναι, να μην ξέρω πού σταματάει η ιστορία και αρχίζει η μυθοπλασία ενός συγγραφέα. Δεν θα διάβαζα ποτέ μυθιστόρημα βασισμένο στην Ιλιάδα ή την Οδύσσεια, όποιο μεγαθήριο και να τό ΄χε γράψει.

(βέβαια μύθος είναι και η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, αλλά ο Όμηρος είναι από αρκετές χιλιετίες δεδομένος…)

Μα αυτό σημαίνει ιστορικό μυθιστόρημα! Στηρίζεται στην ιστορική αλήθεια, αλλά η ιστορική αλήθεια δεν παραδίδεται από τις πηγές με κάθε εξαντλητική λεπτομέρεια, π.χ. πότε ακριβώς πήγε ο Ουΐνστον Τσώρτσιλ στην τουαλέτα και πόση ώρα έμεινε εκεί, οπότε ο μυθιστοριογράφος συμπληρώνει με τη φαντασία του πράγματα που θα μπορούσαν να έχουν συμβεί αλλά δεν παραδίδεται ότι συνέβησαν.

Δεν τα διαβάζουμε για να μάθουμε, απλώς επ’ ευκαιρία μαθαίνουμε κιόλας.

Αν ο Νούρος δεν είχε σχολή, τότε νομίζουμε ότι μαθαίνουμε ενώ στην πραγματικότητα διαβάζουμε παραπληροφόρηση και, το χειρότερο, δεν το ξέρουμε.

Τι συζητάμε τώρα; Δεν ξέρω αν νοείται καν η έννοια της παραπληροφόρησης στα μυθιστορήματα.

Αν βγεί μυθιστόρημα όπου ο Τσώρτσιλ εμφανίζεται να έχει επισκεφτεί τον Χίτλερ πριν αρχίσει ο πόλεμος, αυτό είναι παραπληροφόρηση.

Και για να μη θεωρητικολογούμε, ιδού η συγκεκριμένη περίπτωση ενός αναγνώστη (του εαυτού μου):

Σου φαίνεται Νίκο να πλανήθηκα πουθενά εξ υπαιτιότητος της συγγραφέως; Ξέρω ξεκάθαρα -αφού είναι δηλωμένο ήδη από τον υπότιτλο- ότι οι πληροφορίες δε μου δίνονται για να πληροφορηθώ αλλά για να χαρώ το μυθιστόρημα. Τώρα, κάποιες από αυτές θα τύχει να είναι και αληθινές.

Όχι βέβαια, αλλά εγώ δεν μπορώ να χαρώ μυθιστόρημα που παραποιεί γεγονότα. Για τον 2ο παγκόσμιο ξέρω ότι ο Τσ. δεν επισκέφτηκε τον Χ. οπότε δεν θα παραπληροφορηθώ, αλλά δεν θα χαρώ κιόλας διαβάζοντας τα της επίσκεψης, επειδή είναι ωραία γραμμένα.

Υπήρξε τάχα κάποιος συγκεκριμένος ηγεμών στη Δυτική Λιβύη τέτοιος όπως τον περιγράφει ο Καβάφης στο ομώνυμο ποίημα (και με όνομα μάλιστα: Αριστομένης, υιός του Μενελάου), ή κι αυτό παραπληροφόρηση είναι; Διότι πάντως δεν είναι και πολύ άσχημα γραμμένο…

Αριστομένης εκ δυτικής Λιβύης απλά δεν υπήρξε καθόλου και αυτό το ξέρουν όλοι, οπότε το παράδειγμα δεν είναι ενδεδειγμένο. Γιοβανίκας στη Σμύρνη, υπήρξε.

Συγγνώμη αλλά εγώ δεν το ξέρω. Δεν έχω ψάξει τις σχετικές πηγές.

Αυτόν τον ξέρω ότι υπήρξε, αλλά αναφέρονται και άλλοι που δεν τους έχω ακουστά. Ούτε γι’ αυτούς ξέρω ποιοι είναι πραγματικά πρόσωπα και ποιοι φανταστικά.

Κάθε Αλεξανδρινός της εποχής του Καβάφη ήξερε όμως…

Περικλή, αρκετά, δεν νομίζεις; Δεν χρωστάνε τίποτα οι συμφορουμίτες μας, τέτοιαν ώρα… Εγώ σταματάω.

Από πού κι ως πού;

…Τέλος πάντων, δε βλέπω το νόημα.

Υπάρχει μια μικρή κατηγορία μυθοπλαστικών έργων που τοποθετούνται έξω από κάθε πραγματικό τόπο και χρόνο, π.χ. σε υποθετικές πολιτείες του μέλλοντος. Για κάθε άλλο έργο, ένα μίνιμουμ ιστορικού πλαισίου πάντα υπάρχει. Σου λέει π.χ. «Παρίσι» κι εσύ ξέρεις (ή έχεις τη δυνατότητα να ξέρεις) ότι πράγματι υπάρχει τέτοια πόλη και είναι πρωτεύουσα της Γαλλίας. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει στο Παρίσι να συνέβησαν αυτά που εξιστορεί το έργο για να μην το θεωρήσουμε παραπληροφόρηση;

Συγγνώμη αλλά το βρίσκω εντελώς παράλογο.

(Το είδα εκ των υστέρων)
Καλά, οκέι.

1 «Μου αρέσει»