Άκουσα κάποιες σκόρπιες ώρες μέσα στην ημέρα. (Δυστυχώς οι μόνες φάσεις πλέον όπου μπορώ να ακούω ενεργά μουσική, αν δε στήσω ολόκληρο κανόνισμα γι’ αυτό, είναι όταν οδηγάω.)
Έτυχα κυρίως σε εκπομπές με διασκευές. Σκέτα του Μάλαμα και Ιμάμ Μπαϊλντί δεν είναι κάτι που είχα διψάσει να το ακούσω, ούτε που μ’ άφησε σημαντικά πλουσιότερο με το ξανάκουσμα. Άλλες όμως ήταν αποκαλυπτικές:
Σε μία εκπομπή όλο με τέτοια σαν το παραπάνω, το σχόλιο της παρουσιάστριας ήταν «το θέμα δεν είναι η ποιότητα των διασκευών, είναι το πόσο διαφορετικοί μουσικοί άντλησαν έμπνευση από τις συνθέσεις του Τσιτσάνη». Αυτή η κουβέντα όντως με κατέστησε πλουσιότερο και θα την κρατήσω.
Το αγαπημένο μου είδος διασκευών: όταν το τραγούδι παρουσιάζεται μ’ ένα περίβλημα που του πηγαίνει τόσο ώστε, αν δεν ξέρεις ότι είναι διασκευή, λες «αποκλείεται να μη γράφτηκε έτσι». (Εννοώ κυρίως τη μουσική βέβαια, γιατί οι στίχοι σαφώς δεν είναι μπλουζ.)
Μια άλλη εκπληκτική διασκευή ήταν το Βάρκα γιαλό σε οργανικό από Tom Pickering Barrelhouse gang, που δε φαίνεται να υπάρχει στο ΥΤ. Δεν ήξερα τον όρο Barrelhouse, το στυλ που άκουσα θα το ονόμαζα μάλλον παραδοσιακή τζαζ Νέας Ορλεάνης (η παλιά-παλιά τζαζ, χορευτική, φίλγκουντ και καθόλου εξεζητημένη ή πολύπλοκη σε ρυθμούς και αρμονίες). Άμα θέλει κανείς να φανταστεί πώς περίπου έμοιαζε η διασκευή, ας τσεκάρει την μπάντα. Η παρουσιάστρια το ανακάλυψε σ’ ένα σπάνιο 45άρι, όπως μας πληροφόρησε με ξεκάθαρο καμάρι και ενθουσιασμό.
Από ορίτζιναλ τσιτσανιές ξεχώρισα:
Θα μου πεις: σώπα ρε, τώρα το ανακάλυψες;
Όχι βέβαια. Όπως οι περισσότεροι, το ήξερα πολύ πριν ενδιαφερθώ να το μάθω. Δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι ότι εμένα ο κλασικός Τσιτσάνης δεν είναι της φάσης μου. Ποτέ δε θα αποζητούσα ν’ ακούσω το Αντιλαλούνε τα βουνά, που είναι απολύτως αντιπροσωπευτικό. Αλλά ενώ τα γούστα είναι του κάθε ανθρώπου, το ίδιο το τραγούδι (στίχος, μουσική, ερμηνεία, ενορχήστρωση, εκτέλεση από τον κάθε μουσικό, όλα!) δε μου αφήνει περιθώριο να παραβλέψω ότι πρόκειται για συγκλονιστικό αριστούργημα. Παίρνει τον καημό ενός φουκαρά ερωτευμένου και απογοητευμένου, δηλαδή ό,τι πιο κλισέ υπάρχει στο παγκόσμιο τραγούδι (δεν ξέρω πόση βάση πρέπει να δώσουμε σε «δεύτερες αναγνώσεις» και κρυφά νοήματα), και του δίνει διαστάσεις συμπαντικές. Τι μπορεί να ένιωσαν οι πρώτοι που το άκουσαν μόλις πρωτοβγήκε;…
Ακούσαμε επίσης συνεντεύξεις του Τσιτσάνη, καθώς και μία εκπομπή αρχείου (τηλεοπτική πρέπει να ήταν, γιατί έδειχναν και φωτογραφίες, αλλά φυσικά στο ράδιο μόνο ήχο ακούγαμε) με καλεσμένους τον Τσιτσάνη και την Μπέλου: λακωνική συνέντευξη Τσιτσάνη, μερικά τραγούδια λάιβ με τον ίδιο και τον Δέδε (κιθάρα), και δυστυχώς μόλις ήρθε η Μπέλου (έκπληξη, ο Τσιτσάνης δεν το ήξερε υποτίθεται) είχα παρκάρει κι έπρεπε να βγω…