Συμφωνώ απολύτως.
Προφανώς και σ’ αυτό συμφωνώ, αφού το υποστήριξα τόσο επίμονα. Να δούμε όμως λίγο κι αυτό που λέει ο Σακκαλής:
Εννοώ ιδιαίτερα την πτυχή «γλέντι στο σπίτι».
Ας γίνει πρώτα σαφές πως όσο εξειδικευμένη τέχνη είναι να πεις μανέ, άλλο τόσο είναι και να τον ακούς. Μπορεί να 'χω ακούσει πολλούς μανέδες μέσα σε διάστημα πολλών χρόνων, και όμως να μην έχω μάθει να τον ακούω.
Λοιπόν:
Μανέδες λέγονται και σήμερα. Υπάρχουν περιοχές της Ελλάδας όπου ο μανές αποτελεί ακόμη ζωντανή παράδοση, και επομένως λέγεται και από απλούς μερακλήδες -όχι μουσικούς- σε γλέντια στο σπίτι. Στις γενιές που ανέφερε ο Κώστας ο Νεαπολιώτης, υποθέτω πως αυτό θα ήταν ακόμη πιο διαδεδομένο.
Παρ’ ότι έχω τύχει σε τέτοιες περιστάσεις, δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι ξέρω πώς γίνεται, αν π.χ. είναι μανέδες βάσει σχεδίου ή τυχαίοι αυτοσχεδιασμοί ή τι τέλος πάντων. Δεν έχω άποψη διότι, ενώ έχω ακούσει μερικές φορές, ωστόσο τότε που συνέβη αυτό δεν είχα μάθει ακόμη ν’ ακούω μανέ. Τα πιο τελευταία χρόνια ασχολήθηκα περισσότερο, και πλέον μπορώ να πω όχι βέβαια πως έχω μάθει κανονικά, ξεσκολισμένα, ν’ ακούω τον μανέ αλλά πάντως ότι το έχω εξελίξει λίγο περισσότερο απ’ ό,τι πιο παλιά.
Έχω δει όμως μερικά στο ΥΤ, για τα οποία μπορώ -πλέον- να έχω άποψη. Αν δε βαριέστε, απολαύστε αυτό το 17λεπτο βίντεο: ένας γερός μερακλής, ο (πρόσφατα μακαρίτης) Αντωνάκης Ζουλός από την Τζια, γλεντάει με παρέα σε συνθήκες εντελώς ανεπίσημες και, αφού έχει παίξει βιολί, έχει πασάρει το βιολί σε άλλον για να χορέψει, έχει χορτάσει χορό με μια δροσερή νέα κοπέλα, και γενικώς έχει χορτάσει μεράκλωμα, ρίχνει κι έναν μανέ στο τέλος ως επιστέγασμα:
Κανείς δεν μπορεί να το δει αυτό και να αμφισβητήσει ότι ο μανές του βγαίνει κατευθείαν από την ψυχή.
Όμως, άλλο το αν ο μανές βγαίνει από την ψυχή ή όχι, και άλλο το αν στηρίζεται σε κάποια γνώση ή φτιάχνεται έτσι μόνος του με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Αντωνάκης όχι απλώς ακολουθεί κανόνες, κάνει κάτι ακόμη πιο «περιοριστικό» ας το πούμε: δεν αυτοσχεδιάζει ολωσδιόλου! Η μελωδία που τραγουδάει είναι δεδομένη, την έχει ξανατραγουδήσει εκατοντάδες φορές (μερικές υπάρχουν επίσης στο ΥΤ προς σύγκριση), και πριν από αυτόν την είχαν τραγουδήσει γενεές γενεών. Στις 78 στροφές υπάρχουν δεκάδες ηχογραφήσεις της ίδιας μελωδίας, με τίτλο άλλοτε «Μανές Φα Ματζόρε», αν είναι σκέτος, και άλλοτε «Μπάλος μανές» ή «Σμυρναίικος μπάλος» ή κάτι τέτοιο, αν είναι με μπάλο.
Ο Αντωνάκης (δεν είναι χαϊδευτικό, έτσι τον φώναζαν όλοι) ήταν μια σπάνια περίπτωση μερακλή. Είχα το προνόμιο να τον γνωρίσω, αλλά δεν έτυχε ποτέ να τον ρωτήσω με τι διαδικασία τον λέει τον μανέ. Ξέροντας ότι δεν είναι θεωρητικός τύπος,μπορώ να υποθέσω ότι πιθανότατα θα έδινε μια απάντηση σαν τη γνωστή του Σόλωνα Λέκκα: «ο αμανές είναι σαν την πορδή: άμα σου 'ρθει, δεν μπορείς να τον κρατήσεις. Άμα δε σου 'ρθει, όσο και να το ζορίζεις πάλι δε θα σου βγει».
Και θα συμπέραινα: ο άνθρωπος αυτοσχεδιάζει από ψυχής.
Και ο άνθρωπος θα εννοούσε τελείως άλλο πράγμα: ότι το κέφι της στιγμής δεν έχει κανόνες, ότι τα λόγια τα αυτοσχεδιάζει, όχι όμως ότι η μελωδία δεν έχει κανόνες ή είναι της στιγμής.
Να προσθέσω ότι, από την εμπειρία μου διάφορων τοπικών παραδόσεων, όπου υπάρχει περισσότερος αυτοσχεδιασμός υπάρχουν και περισσότεροι κανόνες. Και όσο περισσότεροι συναυτοσχεδιάζουν, ακόμη περισσότερο μπαίνουν στη μέση οι κανόνες. Διότι αλλιώς δε γίνεται, απλούστατα!
Σε γλέντια με μερικές δεκάδες μερακλήδες που ο καθένας κάποια στιγμή αναλαμβάνει τον ρόλο του μπροστάρη και αυτοσχεδιάζει, αν ένας «εξωτερικός » παρατηρητής ρωτήσει πώς τα κατεφέρνουν και δεν εκτραχηλίζεται όλος αυτός ο αυτοσχεδιασμός σε χάος, και του εξηγήσουν όλους τους κανόνες, θα σαστίσει με το πόσα πολλά οφείλει να προσέχει κανείς. Είναι πιο περίπλοκο από τον Κ.Ο.Κ.! Και λες, μα πού χωράει σ’ όλο αυτό τον λαβύρινθο κανόνων και κανονισμών το κέφι και το μερακλήκι; Και όμως, μόλις κάποιος παραβεί τους κανόνες η παρέα ξενερώνει. Με τους κανόνες, η παρέα διευκολύνεται να γλεντίσει.