Μέτρα και σταθμά στην δημιουργία ενός αμανέ

Πολύ στενότερα και αυστηρότερα παρά για άλλα είδη κομματιών. Όπως άλλωστε είναι λογικό για έναν αυτοσχεδιασμό: αν οι κανόνες ήταν «κάνε ό,τι σου 'ρθει», θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να σου 'ρθει κάτι συγκεκριμένο και μάλιστα να είναι και πρωτότυπο και, επιπλέον, και καλό, κι αποπάνω να είναι και όντως αμανές κι όχι απλώς μία καλή πρωτότυπη συγκεκριμένη μελωδία απροσδιορίστου είδους.

(Σα να σου λένε: «ξέρεις την τάδε γλώσσα; πες μου κάτι!» Ε πώς να σου πω «κάτι»;!! Όταν έχουμε ένα θέμα να μιλήσουμε, θα βρω να σου πω πολλά!)

Γενικά μιλώντας.

Συγκεκριμένα τώρα γι’ αυτό εδώ, μου δίνει την εντύπωση ότι αν ήμουν μπροστά τη στιγμή της ζωντανής εκτέλεσης θα με είχε ταξιδέψει. Με την απόσταση όμως που δημιουργεί το βίντεο, βλέπω μάλλον ότι οι δύο παράλληλοι αυτοσχεδιασμοί, φωνή και μπουζούκι, λίγο στριμώχνουν και εμποδίζουν ο ένας τον άλλο.

3 «Μου αρέσει»

Με ολο το συμπάθειο,χωρίς να εχω διαβάσει και να ξέρω πολλά,αλλά κάτι μου λέει ,οτι αυτοι οι παλιοί που εφτιαχναν τους αμανέδες,δεν ειχαν μπροστά τους κανένα χαρτί με οδηγίες,που θα μπει η μουσικη και που η φωνή κα πως πρέπει να κλείσει το κιομμάτι…Ο Πατέρας μου θυμάμαι εκανε αμανέδες χωρις μουσικη, οταν ειχε τα ντέρτια του…Το αμάν που εβγαζε ,ηταν η ψυχή του… Αυτο εγω το λεω Αμανέ…
Κι ο ανθρωπος δεν ειχε ιδέα απο μουσική …
Το ιδιο εκανε και η γιαγιά μου…Ακόμα θυμάμαι στις γιορτές που σταμάταγαν ολοι να μιλούν και ξεκίναγε τον αμανέ…Χωρίς μουσική και χωρίς τίποτα… “Μανές ειναι αυτός τζιέρι μου”, μου ελεγε…

Πάντως μπορει να κάνω και λάθος .Εντάξει δεν ειμαι και κανενας επαγγελματίας.Το ντέρτι μου βγάζω με αυτα που φτιάχνω και τίποτα αλλο.Καθε κριτική ειναι και καλοδεχούμενη…

Με την ευκαιρία θέλω να πω για αυτο που εφτιαξα ειναι οτι, δεν εκανα πολλές πρόβες ,ουτε και ειχα σχεδιαγράμματα μπροστά μου για να τα ακολουθήσω …
Ενα δίστιχο ειχα στο μυαλό μου και αφησα τα αισθηματά μου ελεύθερα …
Τα δάχτυλα ακολουθούν και ζωγραφίζουν τον πόνο πουκρύβουν τα λόγια μου…
Το περασα κάνα δυο φορές,και κάθε φορά εβγαινε και διαφορετικό…Αυτό που μου αρεσε, αυτο και ανέβασα…

1 «Μου αρέσει»

Το είχαν μέσα τους.

Δεν ξέρω βέβαια τι έκαναν οι δικοί σου που δεν τους έχω ακούσει, αλλά το καλοκαίρι που έκανα εκείνη τη μελέτη (που έχει μείνει στη μέση) άκουσα αρκετές δεκάδες μανέδες σε παλιές ηχογραφήσεις, και επιβεβαίωσα πέρα από κάθε αμφιβολία αυτό που έτσι κι αλλιώς ήταν γνωστό: την ύπαρξη πολύ συγκεκριμένων κανόνων για τον μανέ.

Δε σημαίνει ότι ο καθένας που εφήρμοζε τους κανόνες τούς ήξερε κιόλας. Οι κανόνες δεν είναι για να μαθαίνουν αυτοί που ξέρουν ήδη. Παράδειγμα:

Διάβασες πουθενά Κώστα ότι τα λόγια του μανέ πρέπει να είναι σε 15σύλλαβο ιαμβικό ομοιοκατάληκτο δίστιχο; Βάζω στοίχημα πως όχι, αλλά αυτό ακριβώς έκανες, γιατί η εμπειρία σου σε οδηγεί έτσι ώστε να μη σου περάσει καν από το μυαλό να βάλεις άλλο είδος στίχου. Και φυσικά αυτό δε σε εμπόδισε να βγάλεις την ψυχή σου: μάλλον ίσα ίσα σε διευκόλυνε, αφού τον δρόμο που πήρες τώρα μόνος σου τον ήξερες ήδη ακολουθώντας (=ακούγοντας) άλλους που τον ήξεραν από παλιότερα.

4 «Μου αρέσει»

Σχετικά με τις ηχογραφήσεις θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας αυτό που συζητάμε χρόνια τώρα. Άλλο η ηχογράφηση, άλλο το πάλκο, άλλο το γλέντι στο σπιτι. Οι πλάκες γραμμοφώνου είχανε πολύ συγκεκριμένο διάρκεια (3 και 35 αν θυμάμαι καλά). Αυτό λογικά πρέπει να είχε συνέπεια να κόψει την διάρκεια σε μεγάλα τραγούδια (η και να τα επιταχύνει) για να χωρεσουνε, αλλά και να μεγαλώσει τα μικρά με κάποιον τρόπο (προσθετωντας ισως κάτι ή επιβραδυνοντας τα) για να γεμίσει η πλάκα. Μακροπροθεσμα αυτό επηρέασε και το αυτί μας και το γούστο μας. Ο αμανές δεν ήταν παρά ένα δίστιχο που πόσο πια να το μακρύνεις για να πιάσει την επιθυμητή διάρκεια. Δεν είμαι επομένως σίγουρος πόσο κανόνας είναι το γρήγορο κομμάτι στο κλείσιμο. Τέλος, θυμάμαι την γιαγιά μου (ήρθε το '22 δεκαοχτώ χρόνων πρόσφυγας) να λέει αμανέδες στα τουρκικά και να τραγουδάει για πολύ ώρα στο ίδιο τέμπο. Άλλωστε νομίζω πως κρίνοντας με κριτήριο τις τεράστιες φωνές του Νταλγκα, του Νουρου του Ρουκουνα, της Ροζας κλπ χάνουμε το νόημα που πρέπει να έχει το τραγούδι. Δικαίωμα στο μεράκι και στο τραγούδι έχουμε όλοι και τα “αηδονια” αλλά και εμείς οι κοινοί θνητοί. Ο μάνες του Κώστα μπορεί να μην ήτανε τεχνικός είχε όμως συναίσθημα και ψυχή και αυτό είναι η ουσία κατ’εμε.

Όλα τα παραπάνω χωρίς καμία διάθεση για αντιπαράθεση.

Εγώ πιστεύω ακριβώς το αντίθετο. Ο αμανές σε πραγματικές συνθήκες τραβάει πολύ παραπάνω από τρεισήμισι λεπτά. Άλλες από τις παλιές ηχογραφήσεις τον έχουν συμπιέσει λίγο, ώστε να βγουν στοιχειωδώς τα διάφορα μέρη τόσο του καθαυτό αμανέ όσο και των ταξιμιών, και άλλες τον έχουν συμπιέσει περισσότερο, ώστε να χωρέσει και το γύρισμα σε γρήγορο σκοπό.

Σύγχρονοι αμανετζήδες, που τους ξέρουμε (και) από ηχογραφήσεις οι οποίες όμως δεν έχουν περιορισμούς χρόνου, τραβάνε το δίστιχο 6 ή 8 ή μπορεί και 10 λεπτά.

Την εποχή της ακμής του δισκογραφικού μανέ, δηλαδή από τις αρχές της δισκογραφίας μέχρι τον Μεταξά, κανείς απ’ όσο ξέρω δεν έγραψε τη θεωρία του μανέ. Όλα τα θεωρητικά κείμενα είναι εκ των υστέρων αναλύσεις: κάποιος έκατσε και άκουσε αναλυτικά ηχογραφήσεις, πολλές ηχογραφήσεις, και προσπάθησε, πέρα από το να θαυμάσει φωνάρες και ταξιμάρες, να εντοπίσει τι παραμένει σταθερό πίσω από όλες αυτές τις εκτελέσεις. Κι έτσι, λιθαράκι ο ένας αναλυτής, λιθαράκι ο άλλος, φτάσαμε σήμερα να ξέρουμε περίπου τους κανόνες που εφάρμοζαν τότε.

Το αν τότε τους ήξεραν συνειδητά ή απλώς τους εφήρμοζαν εμπειρικά δεν το ξέρω, ούτε για τους επαγγελματίες ούτε για τους απλούς μερακλήδες της παρέας. Για τους δεύτερους, θεωρώ πιθανότερο να τους ήξεραν μόνο εμπειρικά. Το να μην τους ήξεραν όμως ούτε καν εμπειρικά δεν το πολυπιστεύω.

Δηλαδή, σκεφτείτε λίγο ρε παιδιά:

Είναι δυνατόν να παίζεις ζεϊμπέκικο και να μην ξέρεις τι σημαίνει εννιά όγδοα; Ναι, είναι δυνατόν. Έχεις ακούσει/χορέψει/τραγουδήσει/παίξει πολλά ζεϊμπέκικα κι έχεις αποκτήσει αλάνθαστη αίσθηση του ρυθμού.

Είναι όμως δυνατόν να μην ξέρεις ούτε εμπειρικά τα εννιά όγδοα; Δηλαδή να παίζεις ζεϊμπέκικα χωρίς να κρατάς σωστό ρυθμό; (Και να λες κι αποπάνω «εμείς δεν πάμε με το βιβλίο, το ζεϊμπέκικο είναι της ψυχής»; Αστεία πράγματα.)

3 «Μου αρέσει»

Καλά έκανες Χρήστο και διαχώρισες το θέμα.
Έχω σοβαρή ένσταση στο “οτι αυτοι οι παλιοί που εφτιαχναν τους αμανέδες,δεν ειχαν μπροστά τους κανένα χαρτί με οδηγίες,που θα μπει η μουσικη και που η φωνή κα πως πρέπει να κλείσει το κιομμάτι”, που λέει ο Κώστας, αλλά δεν θεώρησα σωστό να γίνει τέτοια κουβέντα στον χώρο της προσωπικής του δημιουργίας.
Για μένα οι αμανέδες δεν είναι απλοϊκές μουσικές δημιουργίες. Ίσα ίσα που τις θεωρώ από τις πιο δύσκολες και στο να φτιαχτούν αλλά και στο να αποδοθούν.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι αμανετζήδες ήταν οι πιο καταρτισμένοι μουσικά και τεχνικά μουσικοί. Σαν απόδειξη αν θέλεις σε αυτό είναι ότι η πειραιώτικη σχολή δεν κατάφερε ποτέ να πλησιάσει το επίπεδο των μικρασιατών ερμηνευτών σε αυτό το είδος, παρότι έγιναν απόπειρες.
Η γνώση πολλές φορές μπορεί να είναι εμπειρική από ακούσματα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ακολουθεί κανόνες. Κανόνες που δεν είναι συνειδητοί αλλά μέσα από αυτά τα ακούσματα έχουν παγιωθεί στην αισθητική. Αυτό εξηγεί την έκφραση το “είχαν μέσα τους”.

4 «Μου αρέσει»

συμφωνώ με τον λουκά, ευτυχώς που η έρευνα του περικλή (και του νίκου πολίτη επίσης) ανέδειξε την δομή και την ιστορία των αμανέδων. αυτό όμως δεν εμπόδισε τον μπάτη τον μάρκο και τον δελιά να κάνουν τις απόπειρές τους (λόγω μόδας ίσως; δεν ήταν και οι πιο επιτυχημένες). και σίγουρα δεν εμποδίζει τον κώτσο ή τον οποιονδήποτε σήμερα να κάνει έναν αμανέ άμα του έρθει.

4 «Μου αρέσει»

Συμφωνώ απολύτως.

Προφανώς και σ’ αυτό συμφωνώ, αφού το υποστήριξα τόσο επίμονα. Να δούμε όμως λίγο κι αυτό που λέει ο Σακκαλής:

Εννοώ ιδιαίτερα την πτυχή «γλέντι στο σπίτι».

Ας γίνει πρώτα σαφές πως όσο εξειδικευμένη τέχνη είναι να πεις μανέ, άλλο τόσο είναι και να τον ακούς. Μπορεί να 'χω ακούσει πολλούς μανέδες μέσα σε διάστημα πολλών χρόνων, και όμως να μην έχω μάθει να τον ακούω.

Λοιπόν:

Μανέδες λέγονται και σήμερα. Υπάρχουν περιοχές της Ελλάδας όπου ο μανές αποτελεί ακόμη ζωντανή παράδοση, και επομένως λέγεται και από απλούς μερακλήδες -όχι μουσικούς- σε γλέντια στο σπίτι. Στις γενιές που ανέφερε ο Κώστας ο Νεαπολιώτης, υποθέτω πως αυτό θα ήταν ακόμη πιο διαδεδομένο.

Παρ’ ότι έχω τύχει σε τέτοιες περιστάσεις, δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι ξέρω πώς γίνεται, αν π.χ. είναι μανέδες βάσει σχεδίου ή τυχαίοι αυτοσχεδιασμοί ή τι τέλος πάντων. Δεν έχω άποψη διότι, ενώ έχω ακούσει μερικές φορές, ωστόσο τότε που συνέβη αυτό δεν είχα μάθει ακόμη ν’ ακούω μανέ. Τα πιο τελευταία χρόνια ασχολήθηκα περισσότερο, και πλέον μπορώ να πω όχι βέβαια πως έχω μάθει κανονικά, ξεσκολισμένα, ν’ ακούω τον μανέ αλλά πάντως ότι το έχω εξελίξει λίγο περισσότερο απ’ ό,τι πιο παλιά.

Έχω δει όμως μερικά στο ΥΤ, για τα οποία μπορώ -πλέον- να έχω άποψη. Αν δε βαριέστε, απολαύστε αυτό το 17λεπτο βίντεο: ένας γερός μερακλής, ο (πρόσφατα μακαρίτης) Αντωνάκης Ζουλός από την Τζια, γλεντάει με παρέα σε συνθήκες εντελώς ανεπίσημες και, αφού έχει παίξει βιολί, έχει πασάρει το βιολί σε άλλον για να χορέψει, έχει χορτάσει χορό με μια δροσερή νέα κοπέλα, και γενικώς έχει χορτάσει μεράκλωμα, ρίχνει κι έναν μανέ στο τέλος ως επιστέγασμα:

Κανείς δεν μπορεί να το δει αυτό και να αμφισβητήσει ότι ο μανές του βγαίνει κατευθείαν από την ψυχή.

Όμως, άλλο το αν ο μανές βγαίνει από την ψυχή ή όχι, και άλλο το αν στηρίζεται σε κάποια γνώση ή φτιάχνεται έτσι μόνος του με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Αντωνάκης όχι απλώς ακολουθεί κανόνες, κάνει κάτι ακόμη πιο «περιοριστικό» ας το πούμε: δεν αυτοσχεδιάζει ολωσδιόλου! Η μελωδία που τραγουδάει είναι δεδομένη, την έχει ξανατραγουδήσει εκατοντάδες φορές (μερικές υπάρχουν επίσης στο ΥΤ προς σύγκριση), και πριν από αυτόν την είχαν τραγουδήσει γενεές γενεών. Στις 78 στροφές υπάρχουν δεκάδες ηχογραφήσεις της ίδιας μελωδίας, με τίτλο άλλοτε «Μανές Φα Ματζόρε», αν είναι σκέτος, και άλλοτε «Μπάλος μανές» ή «Σμυρναίικος μπάλος» ή κάτι τέτοιο, αν είναι με μπάλο.

Ο Αντωνάκης (δεν είναι χαϊδευτικό, έτσι τον φώναζαν όλοι) ήταν μια σπάνια περίπτωση μερακλή. Είχα το προνόμιο να τον γνωρίσω, αλλά δεν έτυχε ποτέ να τον ρωτήσω με τι διαδικασία τον λέει τον μανέ. Ξέροντας ότι δεν είναι θεωρητικός τύπος,μπορώ να υποθέσω ότι πιθανότατα θα έδινε μια απάντηση σαν τη γνωστή του Σόλωνα Λέκκα: «ο αμανές είναι σαν την πορδή: άμα σου 'ρθει, δεν μπορείς να τον κρατήσεις. Άμα δε σου 'ρθει, όσο και να το ζορίζεις πάλι δε θα σου βγει».

Και θα συμπέραινα: ο άνθρωπος αυτοσχεδιάζει από ψυχής.

Και ο άνθρωπος θα εννοούσε τελείως άλλο πράγμα: ότι το κέφι της στιγμής δεν έχει κανόνες, ότι τα λόγια τα αυτοσχεδιάζει, όχι όμως ότι η μελωδία δεν έχει κανόνες ή είναι της στιγμής.


Να προσθέσω ότι, από την εμπειρία μου διάφορων τοπικών παραδόσεων, όπου υπάρχει περισσότερος αυτοσχεδιασμός υπάρχουν και περισσότεροι κανόνες. Και όσο περισσότεροι συναυτοσχεδιάζουν, ακόμη περισσότερο μπαίνουν στη μέση οι κανόνες. Διότι αλλιώς δε γίνεται, απλούστατα!

Σε γλέντια με μερικές δεκάδες μερακλήδες που ο καθένας κάποια στιγμή αναλαμβάνει τον ρόλο του μπροστάρη και αυτοσχεδιάζει, αν ένας «εξωτερικός » παρατηρητής ρωτήσει πώς τα κατεφέρνουν και δεν εκτραχηλίζεται όλος αυτός ο αυτοσχεδιασμός σε χάος, και του εξηγήσουν όλους τους κανόνες, θα σαστίσει με το πόσα πολλά οφείλει να προσέχει κανείς. Είναι πιο περίπλοκο από τον Κ.Ο.Κ.! Και λες, μα πού χωράει σ’ όλο αυτό τον λαβύρινθο κανόνων και κανονισμών το κέφι και το μερακλήκι; Και όμως, μόλις κάποιος παραβεί τους κανόνες η παρέα ξενερώνει. Με τους κανόνες, η παρέα διευκολύνεται να γλεντίσει.

3 «Μου αρέσει»

Χωρίς να είμαι ειδικός, ο αμανές του Neapoliotis μού έφερε στο νου τον αμανέ του Μάρκου, Πειραιώτικος (“Είναι πικρός ο θάνατος…”). Στο θέμα “τυποποιημένοι αμανέδες”, ο Πέπε τον σχολιάζει* και φαίνεται ότι του προκαλεί τουλάχιστον ερωτηματικά ο τρόπος που αναπτύσσεται. Τον χαρακτηρίζει, δε, και ατυχή. Γενικά, διαπιστώνεται δυσκολία στην ανάλυση της κατηγορίας του Πειραιώτικου μανέ, ενώ στις άλλες κατηγορίες η ανάλυση δείχνει να βγαίνει πιο αβίαστα.

Ακούγοντας και τους υπόλοιπους που έχουν τον χαρακτηρισμό Πειραιώτικος, η γενική μου πρώτη εντύπωση είναι ότι όλοι κινούνται πάνω κάτω στο ίδιο στυλ με το Μάρκο. Το στυλ αυτό διαφέρει αισθητά από τις άλλες κατηγορίες. Η αίσθηση αυτή μπορεί να οφείλεται στο ότι είναι σε “Πειραιώτικο δρόμο”; Δεν ξέρω. Δυστυχώς, δεν έχω τις γνώσεις για να γίνω πιο συγκεκριμένος. Ένα χαρακτηριστικό που βρίσκω σχεδόν σε όλους είναι ότι στο τέλος δεν υπάρχει η μετάβαση σε κάτι πιο γρήγορο, όπως δεν το κάνει και ο Neapoliotis.

Τι γνωρίζουμε για την ιστορία του Πειραιώτικου μανέ; Μήπως ήταν μια πρόσφατη εξέλιξη της εποχής εκείνης (δεκαετία 20-30, λίγο πριν τη δισκογραφία) που ξεκίνησε στο περιβάλλον του τότε Πειραιά, διαφοροποιούμενος από τις άλλες καθιερωμένες μικρασιάτικες μορφές, και που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί (ώστε να διαμορφωθούν τυποποιημένοι κανόνες) λόγω των εξελίξεων (απαγόρευση Μεταξά αλλά και γενικότερη παρακμή του είδους);

Στο ίδιο στυλ με τον αμανέ του μακαρίτη του Ζουλού,** υπάρχουν βιντεάκια από άλλα νησιά (Θερμιά) όπου αυτός που τραγουδάει τον αμανέ χορεύει κιόλας (μπάλλο). Διαφορετικό περιβάλλον από το Πειραιώτικο.

*Παρεμπιπτόντως, το “Βαμβακάρης” γράφεται “Μαβακάρης” εκεί (μην. #61).
**Γενική του “Ζουλός”, για να μην παρεξηγούμαστε.

Κι εμένα. Παρέλειψα να το αναφέρω.

Μπα, συμπτωματικό. Το γύρισμα σε γρήγορο δεν είναι υποχρεωτικό, και θα έλεγα ότι δεν είναι ακριβώς μέρος του μανέ αλλά κάτι που συνηθίζεται ως επόμενο. Κι ο Νίκος, που είχε γράψει «γιατί δεν το γύρισες και σε γρήγορο μετά;», δε νομίζω ότι εννοούσε πως έγινε παράλειψη, απλώς ότι του φαινόταν φυσικό να περιμένει κάτι τέτοιο μετά από όλο το βάρος του μανέ.

Γενικά στην παράδοση συνηθίζονται τα γυρίσματα από κάτι πιο αργό σε κάτι πιο γρήγορο, από κάτι άρρυθμο σε κάτι ρυθμικό κλπ… Αυτά είναι πράγματα που είτε ακολουθούν τη ροή του γλεντιού είτε τη ρυθμίζουν, και επομένως δεν υπόκεινται σε άκαμπτους κανόνες: πάνε κατά περίσταση, απλώς η συνήθεια έχει βρει μερικές στάνταρ επιλογές για το κάθε επόμενο ώστε να αποφεύγονται οι αμηχανίες του τύπου «και τώρα τι;».

Γενικά ο μανές, είτε τον λες είτε τον ακούς, σε βυθίζει σ’ ένα πάθος που γυρεύει λύτρωση. Και μόνο που τον είπες όμως, ή τον άκουσες, είναι κι αυτό μια λύτρωση, αφού το 'βγαλες από μέσα σου, είναι μια κάθαρση, οπότε μετά νιώθεις -ή θέλεις να νιώσεις- ξαλαφρωμένος. Εκεί εξυπηρετεί το γύρισμα σε γρήγορο.

Όπως καταλαβαίνει κανείς, το γύρισμα είναι κάτι εύλογο να γίνεται αλλά σε καμία περίπτωση υποχρεωτικό.

Έχω παραπέμψει κι άλλες φορές στην καταπληκτική περιγραφή ενός μικρασιάτικου γλεντιού στο διήγημα «Του Κουτσουρά τα γρόσια» του Κώστα Καλατζή. Χωρίς καμία απολύτως προαπαιτούμενη μουσική γνώση εκ μέρους του αναγνώστη, η περιγραφή του περιπαθούς ταξιμιού ενός βιολατόρου που είχε βυθίσει τους ακροατές του στα τάρταρα και, μετά την εκτόνωση όλου του καημού, τους τίναξε στα ουράνια μ’ ένα αλέγρο, πείθει απόλυτα ότι δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς.

Αλλά δεν είναι όλες οι στιγμές ίδιες.

Μια φορά έπαιζαν καρπάθικα σ’ ένα μαγαζί στην Αθήνα. Πολλοί από το κοινό ήταν Καρπάθιοι και παρενέβαιναν με μαντινάδες, οπότε το «πρόγραμμα» σύντομα έγινε συμμετοχικό γλέντι. Έπαιζε τσαμπούνα ένας νεαρός που έχει χάσει τη μάνα του. Κάποια στιγμή λοιπόν, που δεν έπαιζε η τσαμπούνα αλλά μόνο η λύρα με το λαούτο, οι συχωριανοί τον βάλανε μπροστά με μαντινάδες «να 'ταν εδώ η μανούλα σου να σε καμάρωνε» και τέτοια. Όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιστάσεις, δεν υπήρχε κανένας οίκτος. Τον χτύπησαν μέχρι να βγάλει στην επιφάνεια όλο το πένθος που τον βάραινε. Ο τύπος στην αρχή απλώς είχε σκύψει το κεφάλι, σταδιακά δάκρυσε, μετά συγκλονιζόταν από αναφυλλητά. Αυτοί εκεί. Στο τέλος σηκώθηκε τρέχοντας και πήγε στο μπάνιο. Μετά από 5-10 λεπτά γύρισε, ολόβρεχτος και καραπραϋμένος, άρπαξε την τσαμπούνα, και δε θα ξεχάσω ποτέ το γρήγορο που έπαιξε (πάνω χορό): έβλεπες φωτιές, άκουγες πυροβολισμούς, δεν έχω ακούσει κάτι πιο εκρηκτικά κεφάτο!

Δεν υπάρχει κανένας κανόνας ότι αυτά «πρέπει» να γίνονται έτσι, αφού κανένας κανόνας δε ρυθμίζει τη σειρά όλων των συναισθηματικών ανεβοκατεβασμάτων σ’ ένα γλέντι. Όμως οι καθιερωμένες συνήθειες του τύπου «μετά από αυτό εκείνο» βοηθούν στην έγκαιρη, καίρια έκφραση των συναισθημάτων που βιάζονται να βγον έξω: αν χασομερήσεις ψάχνοντας τον δρόμο προς τα έξω, …πάει, χάθηκε η στιγμή.

Θα ηθελα να διευκρινήσω κάτι.
Απάντησα στον Ν.Πολίτη και αναφέρθηκα για μέτρα και σταθμά επειδή ,ΠΡΩΤΟΝ είπε για ενα, οργανικό κλεισιματάκι στο τέλος του αμανέ,γι ανα κρατηθεί η παράδοση.
Αυτό εγω δεν το βλέπω αναγκαστικό,χωρίς να εννοώ και οτι οπωςδήποτε ετσι το ενοούσε και ο Νίκος .
Και με την ευκαιρία η γνώμη μου είναι οτι σε πολλούς αμανέδες με χαλάει στο τέλος το κλείσιμο που κάνουν.
Δηλαδή να σε σφάζει που λέμε ο αμανές,που μιλάει Π.Χ για ξενιτειά,θάνατο,κ.λ.π.και στο τέλος να το γυρνάει σε χασαποσέρπικο και τσιφτετέλι,δεν μου κάθεται καλά…Ειναι εκτός θέματος για μένα.Αλλά αυτη είναι η προσωπική μου γνώμη πάντα.
Και ΔΕΥΤΕΡΟΝ γιατι απλά αυτος που εφτιαξα, δεν εχει ενα ρυθμό.Εχω ακουσει αμανέ σε τσιφτετέλι,εχω ακούσει αμανέ σε μπάλο.
Και φυσικά δεν μπορείς να φύγεις απο τον ρυθμό σε κάτι τέτοιο Περικλή.
Εκει εισαι αναγκασμένος να τηρήσεις τα μέτρα και τα σταθμά.Οπως και στο ζειμπέκικο οπως ειπες .
Αλλά οταν σκέφτομαι τον Πειραιώτικο του Μάρκου,δεν εχει ρυθμό ουτε κι αυτός.Ουτε μπορεί να χορευτεί.
Αρα υπάρχουν αμανέδες ,και μπορεί να φτιαχτούν χωρίς αυτά τα μέτρα και τα σταθμά.
Αυτό εννοούσα και τίποτα αλλο.

Ο Λουκάς εγραψε οτι η Πειραιώτικη σχολή δεν κατάφερε ποτέ να πλησιάσει το επίπεδο των μικρασιατικών ερμηνευτών στους αμανέδες,παρότι εγιναν προσπάθειες ,και αυτο ειναι η απόδειξη οτι οι Μικρασιάτες ηταν πιο καταστισμένοι μουσικοί.

Δεν συμφωνώ καθόλου σε αυτό…
Η Πειραιωτικη σχολή ειναι για αλλο είδος τραγουδιών και μουσικής γνωστή,και οχι για τους λίγους αμανέδες που ειπαν μερικοί.
Αλλη σχολή η μία αλλη η αλλη…Και η μία δεν αφαιρεί την αλλη…
Αλλά οχι οτι ειναι και καλύτεροι μουσικοί επειδή εχουν καλύτερους αμανέδες…

Πάντως ο Στράτος μέλος της Τετράδος ηταν ,και οταν ακούς το Μινόρε του κόβεις φλέβες…
Ο Μάρκος εφτιαξε την Σκύλλα και ο αμανές που φτιάχνει με το ταξίμι του σε σφάζει κι ακόμα τρέχεις…:wink:

Κώστα, συμφωνώ μαζί σου αλλά δε νομίζω ότι ο Λουκάς είπε κάτι τόσο αντίθετο. Οι Σμυρνιοί ήταν πιο καταρτισμένοι, δηλαδή οι γνώσεις τους ήταν πιο συστηματοποιημένες, ξέραν θεωρία, νότες… Αυτό δεν σημαίνει ότι οι γνώσεις τους ήταν περισσότερες ή ανώτερες από των Πειραιωτών, που ήταν πιο εμπειρικοί.


Ο μανές σε μπάλο είναι μια ειδική περίπτωση. Φυσικά, είναι για να χορεύεται. Ο μανές σε τσιφτετέλι δεν ξέρω αν χορευόταν - στις παλιές ηχογραφήσεις η ρυθμική υπόκρουση είναι ιδιαίτερα διακριτική και χαλαρή - θα το κράταγα σαν ένα ερωτηματικό το αν ήταν χορευτικοί ή όχι.

Αλλά, φυσικά και μπορείς να ξεφύγεις από τον ρυθμό: ο μπάλος με μανέ παραδοσιακά γυρίζει σε πιο γρήγορο μπάλο, ο μανές χωρίς ρυθμό συχνά γυρίζει σ’ αυτά τα αλέγρα που δε σ’ αρέσουν (ενίοτε και σε ζεϊμπέκικο ή κάτι άλλο), όσο για τον μανέ σε τσιφτετέλι, δε θυμάμαι παραδείγματα αλλά νομίζω ότι κι αυτός κάποτε γυρίζει σε κάτι με άλλο ρυθμό.

Καθώς κατά παράδοση δεν παίζουν ένα κομμάτι - κλείσιμο - παύση - επόμενο κομμάτι αλλά πολλά συνεχόμενα ενωμένα, δεν είναι εύκολο να πεις αν το πιο γρήγορο γύρισμα ανήκει στο ίδιο κομμάτι ή είναι το επόμενο.

Αυτά είναι προφανώς πράγματα που οι σύντομοι δίσκοι 78στρ. δεν μπορούν να μας τα μεταφέρουν, παρά μόνο, κάποιες λιγοστές φορές, ως υπαινιγμό στην κανονική ζωντανή πράξη. Τα γυρίσματα των μανέδων τέτοια περίπτωση τα θεωρώ.

2 «Μου αρέσει»

Κώστα, οι αμανετζήδες τραγουδιστές και οργανοπαίκτες ξεχώριζαν και ανάμεσα στους μικρασιάτες. Ήταν οι πιο ονομαστοί και αυτό δεν ήταν τυχαίο.
Ο Στράτος μέλος της τετράδος ήταν αλλά πρώτα ήταν μικρασιάτης. Δεν ήταν πειραιώτης. Τραγουδούσε και πριν την τετράδα όπως φυσικά και μετά. Είχε τα ακούσματα και ήξερε πολύ καλά τους αμανέδες.
Αλλά από πλευράς μου δεν ήταν θέμα σύγκρισης γενικά και αόριστα. Η σύγκριση έγινε πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα του αμανέ, και εκεί όσο και να τους θαυμάζουμε δεν έφτασαν στο επίπεδο των μικρασιατών, και για μένα αυτό δεν ήταν θέμα απλά γνώσης και τεχνικής αν θέλεις. Ο αμανές ήρθε από εκεί. Ήταν δικό τους βίωμα και εκεί βρίσκεται η διαφορά.
Ίσως γι αυτό και το στυλ τους ήταν διαφορετικό. Ίσως αν εξελισσόταν και δεν σταμάταγε απότομα λόγω των γνωστών λόγων να είχαμε μια ανάπτυξη διαφορετική. Αλλά αυτό είναι απλά υπόθεση.
Και για να είμαι σαφής. Η κατάρτιση δεν σε κάνει απαραίτητα καλύτερο μουσικό. Το ότι οι μικρασιάτες ήταν πιο καταρτισμένοι αυτό είναι αναμφισβήτητο. Το παραδέχονται όλοι οι παλιοί ρεμπέτες. Το δέος που ένιωθε ο Μάρκος απέναντι στον Περιστέρη και στον Τούντα πχ, υποδηλώνει έναν αληθινό σεβασμό. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Μάρκος ήταν υποδεέστερος μουσικός.

Συμπλήρωση: Θα συμφωνήσω με τον Κώστα στο θέμα του ρυθμού στον αμανέ. Αλλά θα διαφωνήσω γενικά στα μέτρα και στα σταθμά. Για παράδειγμα θα φέρω ότι όντως ο ρυθμός μπορεί να υπάρχει ή όχι, αλλά ο δρόμος που πάνω του θα τραγουδηθεί ο αμανές ή οι δρόμοι είναι κανόνες που τον καθορίζουν. Και αυτό δεν το προσπερνάς εύκολα.

2 «Μου αρέσει»

Ο αμανές πιστεύω είχε πολλές εκδοχές. Θα μπορούσε να είναι αυτούσιος ένα ολοκληρωμένο κομμάτι και σαν αυτόσχεδιασμος, σαν ένα ταξιμι πριν, ενδιαμεσα η και στο κλείσιμο του τραγουδιού. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ενδιαμέσου αμανέ είναι το “σε ένα τεκε σκαρωσανε”. Προσωπικά είναι από τα αγαπημένα μου κι απόλυτα δεμενο μέσα στο κλίμα του τραγουδιού. Πειραιωτικης σχολής δεν θα το λέγαμε αυτό το τραγούδι;

Αντίθετα με τον sakkalis εγώ δεν θεωρώ ότι ο αμανές είχε πολλές εκδοχές.
Ο αμανές είναι φωνητικός αυτοσχεδιασμός πάνω σε λαϊκό - ρεμπέτικο δρόμο και όχι μόνο. Για να μην πιάσουμε μακάμια και τα λοιπά.
Ο αμανές λοιπόν είναι κάτι συγκεκριμένο. Τώρα το αν μπορεί να ενταχθεί ως μέρος ενός τραγουδιού ή να σταθεί μόνος του είναι άλλο πράγμα.
Τα τραγούδια που έχουν ενδιάμεσους αμανέδες δεν τα λέμε αμανέδες.
Αν τραβήξουμε την λογική αυτή, ότι ο αμανές έχει πολλές εκδοχές, τότε και το περίφημο Ααααα του Καζαντζίδη θα μπορούσε κάποιος να πει ότι είναι αμανές.(Που δεν είναι).

1 «Μου αρέσει»

Περικλή (καλά δε θυμάμαι το όνομα σου Pepe?), οι αμανέδες αλά Τουρκα όπως τους λέγανε δεν είχανε διαφορετική τεχνική; Οι αμανέ δες στα δημοτικα δεν διαφέρουν από τα σμυρνεικα; Ακόμα και στα κρητικά έχει αμανέδες η κάνω λάθος.; Παραλλαγές δεν είναι όλα αυτά του αμανέ;

Λοιπόν:

α) Ο κυρίως μανές είναι αλά τούρκα. Πατάει σ’ ένα μακάμι, όχι λαϊκό δρόμο. Η κάπως ειδική περίπτωση των μανέδων σε πειραιώτικο (που υπάρχει μόνο ως λαϊκός δρόμος) εντάσσονται κι αυτοί εδώ, με μια κάπως διασταλτική ερμηνεία των εννοιών «μακάμι» και «αλά τούρκα».

Παραδοσιακά θεωρούνται αυτοσχεδιασμοί που στηρίζονται σε μια σειρά ειδικών κανόνων. Ειδικών εννοώ κάτι στενότερο από τους γενικούς κανόνες του κάθε μακάμ: σ’ έναν μανέ ραστ δεν μπορείς να κάνεις όλα όσα θα έκανες σ’ ένα ταξίμι ραστ ή σε μιά κανονική σύνθεση ραστ, αλλά μόνο ορισμένα, σε ορισμένη σειρά.

Παρά ταύτα εγώ τείνω να πιστέψω ότι αυτοί οι μανέδες στην πραγματικότητα δεν ήταν αυτοσχέδιοι αλλά προσυντεθειμένοι. Στη σχετική συζήτηση (τυποποιημένοι μανέδες) εξηγώ το γιατί. Περιληπτικά: έχω βρει τόσους μανέδες που ανά δύο ή περισσότεροι μοιράζονται την ίδια μελωδία, και επομένως είναι ξεκάθαρα μη-αυτοσχέδιοι, ώστε τελικά μάλλον μένει να αποδειχτεί ότι οι υπόλοιποι είναι αυτοσχέδιοι.

Αν και αλά τούρκα, ο μανές αυτός είναι αποκλειστιά ελληνικό είδος. Οτιδήποτε παρόμοιο ή συγγενικό στην τούρκικη ή άλλες μουσικές είναι απλά παρόμοιο ή συγγενικό, όχι το ίδιο σε άλλη γλώσσα.

β) Παράλληλα υπάρχει μια ομάδα αμανεδοειδών τραγουδιών με ελεύθερο στίχο (δηλαδή άλλο στίχο σε κάθε εκτέλεση) που είναι ξεκάθαρα και δηλωμένα προσυντεθειμένοι. Τέτοια είναι το Σμυρναίικο Μινόρε, ο Ματζόρε μανές (που δεν είναι ματζόρε αλλά χιτζάζ), ο Φα Ματζόρε μανές, το Τζιβαέρι και μπορεί καμιά δεκαριά άλλα. Αυτά ακολουθούν την ίδια βασική δομή του μανέ, με μικροπαραλλαγές που έτσι κι αλλιώς προβλέπονται, αλλά με κύρια διαφορά ότι δεν είναι μακαμίστικοι, αλλά σ’ ένα στυλ που κυμαίνεται από το έντονα επηρεασμένο από τη δυτική μουσική έως το καθαρά δυτικό.

γ) Μανές στα δημοτικά δεν ξέρω ποιος είναι. Ίσως κανονικός μανές που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε κομμάτια δημοτικού ρεπερτορίου;

Πάντως ο μπάλος με μανέ είναι κλασική περίπτωση. Ξεκινάει μάλλον από τη Σμύρνη και διαδίδεται λίγο πολύ σ’ όλο το Αιγαίο. Οι μανέδες που λέγονται στον μπάλο ανήκουν στην κατηγορία β, και κατά πολύ μεγάλη πλειοψηφία είναι μια συγκεκριμένη μελωδία, ο Μανές Φα Ματζόρε (σπανιότερα το Σμ. Μινόρε ή άλλοι). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό που παρέθεσα στο βίντεο με τον Αντωνάκη Ζουλό.

δ) Στα κρητικά υπάρχουν ορισμένα τραγούδια που απλώς ονομάζονται μανέδες, χωρίς να είναι, π.χ. ο Χαλεπιανός μανές: κανονικός έρρυθμος σκοπός για ποικίλα δίστιχα, που βρίσκεται και στις 78 στροφές, όχι από Κρητικούς αλλά από τους γνωστούς της ευρύτερης Σμυρναίικης σχολής, πάλι με τίτλο Μανές (+ένα επίθετο που αυτή τη στιγμή μου διαφεύγει: όχι Ταμπαχανιώτικος, όχι Μελεμενιός, κάτι παρόμοιο…).

1 «Μου αρέσει»

Περικλή, ως προς τη σύνθεση του αμανέ σε αντιπαράθεση με τον αυτοσχεδιασμό, αυτό που εγώ θεωρώ ότι είναι μεγάλη πιθανότητα να συνέβη είναι το εξής.
Οπωσδήποτε ο αρχικός εκτελεστής - συνθέτης είχε γνώση των μακαμιών. Άρα ο αυτοσχεδιασμός του πάταγε πολύ συγκεκριμένα. Μετά θεωρώ ότι ακολουθήθηκε η ίδια διαδικασία όπως με τα αδέσποτα τραγούδια. Τα πήραν οι επόμενοι και τα λείαναν μέχρι που απόκτησαν μια πιο συγκεκριμένη μορφή. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα όρια ήταν ασφυκτικά. Ο εκάστοτε εκτελεστής πατούσε σε συγκεκριμένη πλέον μελωδία και αν είχε τις γνώσεις και το ταλέντο μπορούσε να “ξεφύγει” από αυτήν ή να την παραλλάξει ή να την εμπλουτίσει.

Λογικά μιλώντας για αμανέ μιλάμε για αυτοσχεδιασμό που προφανώς πατάει κάπου, δρόμο, μελωδία κλπ. Άλλωστε κάτι τέτοιο δεν συμβαινει και στην τζαζ. Περνούν μια μελωδία, πατάνε πάνω σε αυτή και δημιουργούνε. Πόσα διαφορετικά summertime υπαρχουνε; Άλλες φορές μπορεί να αλλάζουνε το ρυθμό, άλλες το τέμπο αλλά τελικά αυτό που προκύπτει έχει κάτι αναγνωρίσιμο. Αν θυμάμαι καλά η Αγγελική Παπαζογλου αναφέρεται στο σμυρνεικο μινορε και πόσες διαφορετικές παραλλαγές είχε. Δεν έχω πρόχειρο το βιβλίο να μεταφέρω το απόσπασμα. Αλωστε μην παραβλεπουμε πως ουσιαστικά μέχρι το '30 οτι μεταφέρονταν ήταν με την προφορική παράδοση και όχι πίστη αντιγραφή. Οι ίδιοι οι δημιουργοί αλλιώς παίζανε στο πάλκο αλλιώς τα γράφανε. Δείτε ζωντανές ηχογραφήσεις του Τσιτσάνης, του Μάρκου… Το ίδιο πιστεύω και με τον αμανέ. Σίγουρα υπήρχαν κανόνες για να έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά ώστε να χαρακτηρίζονται αμανέδες και όχι κάτι άλλο, αλλά δεν νομίζω πως είχανε τόσο αυστηρά πλαίσια. Κρίνοντας από τις ηχογραφήσεις, που σίγουρα έχουνε περάσει κοσκινισμα μεγάλο από συγκεκριμένους ανθρώπους, μπορεί να χάνουμε την μεγάλη εικόνα της προφορική παράδοσης που μέχρι και το 30,40 ήτανε ανεπηρέαστη από τη δισκογραφία. Ήδη στη δεκαετία του '50 η επιρροή της δισκογραφίας και της θεωρητικής προσέγγισης άρχισε να αλώνει την παράδοση μας μέσω των σπουδαγμενων δασκάλων μέχρι και το πιο μακρινό χωριό. Κάποια προσπάθεια για καταγραφή απευθείας στις πηγές (βλ. Σίμωνας Καρρας με ότι λάθη και προτιμήσεις μπορεί να έκανε και αυτος ) μπόρεσε να περισωσει τουλάχιστον αρχειακα αρκετό υλικό).

1 «Μου αρέσει»

Σ’ αυτή τη λογική, ότι μια σύνθεση (π.χ. το Summertime) είναι συγκεκριμένη, αναγνωρίσιμη, αλλά αποδίδεται κάθε φορά αλλιώς και με πολλές από τις διαφορές να είναι αυτοσχεδιαστικές, στηρίζονται το Σμ. Μινόρε και οι υπόλοιποι «όχι-ακριβώς-μανέδες» που στο μήνυμα #17 τους έβαλα στο β.

Το θέμα είναι τι γίνεται με τους μανέδες της κατηγορίας α.

Γενικά γίνεται δεκτό ότι είναι αυτοσχεδιασμοί, όπως τα ταξίμια, αλλά βασισμένοι σε κάποιους περιοριστικούς κανόνες, όπως φερ’ ειπείν:
-ότι έχουν τρία κύρια μέρη: στο πρώτο λέγεται ο πρώτος στίχος, στο δεύτερο επαναλαμβάνεται το δεύτερο ημιστίχιο αυτού του στίχου, στο τρίτο λέγεται ο δεύτερος στίχος.
-ότι στο πρώτο γίνεται η βασική παρουσίαση του μακάμ, στο δεύτερο η κίνηση φτάνει στα ψηλότερα σημεία της, και στο τρίτο γίνεται κάτι σαν μελωδικός επίλογος.
-ότι όλα τα μελίσματα και γενικώς η μελωδική δουλειά γίνεται κατά κύριο λόγο στα επιφωνήματα, αμάν, μεντέτ κλπ., ενώ τα κυρίως λόγια λέγονται σε λίγες και σύντομες νότες.
-κλπ…

Αναλυτικά αυτούς τους κανόνες τούς έχει ο Νίκος ο Πολίτης στο άρθρο του που έχει δημοσιευτεί κι εδώ στο φόρουμ. Νομίζω ωστόσο ότι τους έχω διαβάσει και αλλού. Όποιος κάτσει ν’ ακούσει προσεκτικά κάμποσους μανέδες, θα διαπιστώσει τόσο ότι σε γενικές γραμμές αυτοί οι κανόνες τηρούνται πιστά, όσο και τι περαιτέρω παραλλαγές επιτρέπουν και ποιες από αυτές είναι οι συνηθέστερες.

Όμως, όταν έπιασα να μελετώ τους τυποποιημένους μανέδες (προσωρινός τίτλος για την κατηγορία β, που πλέον σαφώς χρειάζεται αντικατάσταση), διαπίστωσα ότι πολλοί από τους μανέδες της κατηγορίας α είναι κι αυτοί τυποποιημένοι. Δηλαδή, εφαρμόζουν μεν αυτούς τους κανόνες, αλλά όχι ως βάση για αυτοσχεδιασμό, παρά ως βάση για συγεριμένη σύνθεση. Δηλαδή, πρακτικά: ότι ανάμεσα στους διάφορους Μανέδες Ραστ υπάρχει ένας που έχει ξαναηχογραφηθεί πολλές φορές, με διαφορετικούς στίχους και μικροδιαφορές (όπως στο Summertime) στην κάθε εκτέλεση, αλλά βασικά με μια συγκεκριμένη μελωδία. Και το ίδιο ένας άλλος μανές Ραστ, κι ένας μανές Ουσάκ, κι ένας δεύτερος μανές Ουσάκ και ούτω καθεξής.

Οπότε, τελικά, μόνο για όσους δεν εντοπίζονται σε δεύτερη ηχογράφηση παραμένει ακόμη η πιθανότητα να είναι όντως αυτοσχέδιοι, δηλαδή χωρίς δεδομένη σύνθεση παρά μόνο με τους γενικούς κανόνες που αφορούν όλους τους μανέδες. Αλλά και πάλι, απλώς και μόνο επειδή δεν έχει βρεθεί χειροπιαστή απόδειξη ότι δεν είναι (=δεύτερη ηχογράφηση). Που μπορεί και να υπάρχει και απλώς να μην την έχω εντοπίσει.

Θέλω να τονίσω ότι όλα αυτά προκύπτουν μόνο μετά από πολύ προσεκτική, αναλυτική ακρόαση, με σημειώσεις κλπ… Αν ακούσεις έτσι απλώς έναν αμανέ, είναι σχεδόν αδύνατο να διαπιστώσεις αν ταυτίζεται με κάποιον άλλο στο ίδιο μακάμι ανάμεσα στους δεκάδες που μπορεί να έχεις ακούσει άλλες στιγμές στη ζωή σου.

Αυτά αφορούν τους μανέδες που ηχογραφήθηκαν στις 78 στροφές από Σμυρνιούς καλλιτέχνες. Οι λιγοστοί από πειραιώτες είναι απλώς ένα σπασμένο τηλέφωνο, προσπάθεια μίμησης ενός είδους που δεν το είχαν καταλάβει. Όσο για τη μετέπειτα προφορική εξέλιξη του μανέ, γνωρίζω τα λίγα που έγραψα πιο πάνω. Τέλος, για την προφορική του εξέλιξη όχι μετέπειτα αλλά τότε (μεσοπόλεμο) και πιο πριν, προφανώς δε γνωρίζω τίποτε.

1 «Μου αρέσει»