ΚΛΕΦΤΙΚΑ & ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΤΑΒΛΑΣ

Γεια σας! Μ αρεσει παρα πολυ ν ακουω και να μαθαινω στίχους απο τραγουδια της τάβλας κλέφτικα κτλ. με τις διάφορες παραλαγες απο τόπο σε τόπο και την ίστορία τους.
Σήμερα πέρα απ τα καθιερωμένα είναι πολύ δύσκολο να βρείς συγκεντρωμένο τέτοιο υλικο.
νομιζω ανοίγωντας αυτό το θέμα μπορούμε να κάνουμε μια προσπάθεια!!!

ξεκινάω λοιπόν!

χρυσός αητός επέταγε
βαριά χαμηλωμένος
φτερούγες είχε κρεμαστές και ποδια λαβωμένα
Εφυγε πριν την ώρα του
δε θα βλεπ αλλη ράχη ,

δάκρια χρυσά κυλίσανε
στα μάτια του τ αητήσια
σαν το κορμί του θα πεφτε
σε χώματα καμπήσια

Άρη, δεν γράφεις και τον τίτλο, τη περιοχή κι ό,τι άλλο γνωρίζεις για το τραγούδι

χρυσός αητός λέγεται οι στοίχοι που παραθέτω πρέπει να είναι τροποποιημένοι από παλιόταιρο αντάρτικο τραγούδι
δυστυχώς μόνο αύτα ξέρω αλλά μ αρέσει πολύ το συγκεκριμένο:)

Πάντως, τα δημοτικά τραγούδια ποτέ δεν είχαν “τίτλο” όπως αυτός ορίζεται και καταχωρείται στην ΑΕΠΙ σήμερα. Γιαυτό και οι μελετητές έβρισκαν διάφορα κόλπα για την απαραίτητη ταξινόμηση, όπως η χρήση αγκυλών, π.χ. [του Μπουκουβάλα], [το κιβούρι του Κλέφτη], [της Λιογέννητης] κλπ.

Κάποιες πληροφορίες, πάντως, για την περιοχή, τις πέρνουμε από το ύφος της μουσικής, από την ερμηνεία (αν πρόκειται για καθαρά δημοτικούς τραγουδιστές) και σε πολλές περιπτώσεις και από το θέμα του τραγουδιού.

ΚΑΝΕΝΑ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΣΤΙΧΟ ΕΧΕΙ ΚΑΝΕΙΣ?

Όταν λες μυστήριο στίχο?

Υ.Γ. Απόφευγε τα κεφαλαία αν θες.

Aρη,
ρίξε και μια ματια στη σελίδα εδώ.

Πήγαινε στο “Παραμύθι” και μετά κάπου στη μέση “Παύλια Αρκαδίας”.
Εδώ θα βρείς κάμποσα τραγούδια της Τάβλας…

Μία παρατήρηση. Δεν είναι τραγούδια της περιοχής, τουλάχιστον όχι όλα. Κάποια είναι ηπειρώτικα και κάποια ρουμελιώτικα (μια ματιά που έριξα στα γρήγορα).

Ε! όχι και κάμποσα. Δεν θυμάμαι ακριβώς, αλλά μάλλον 3-4 είχε. Θα το ξαναδώ αργότερα…ώρα για θάλασσα τώρα!!

ευχαριστω αλλα εκει είχε γενικά δημοτικά ελεγα κανένα πιο ψαγμένο!!

[LEFT]
Βασικα το θέμα το άνοιξα περισσοτερο για να τα γράφουμε εδω ότι εχει υπ οψην ο καθένας!

[/LEFT]

ΜΙΑ ΚΟΡΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ; ή καπως αλλιώς;

Μια κόρη αποφάσισε να πάει με τους κλέφτες
Βάζει φωτιά, κι αμάν, οχ αμάν, βάζει φωτιά στον αργαλειό
Βάζει φωτιά στον αργαλειό, στο φιλντισένιο χτένι
Και τ’ άρματα, κι αμάν, οχ αμάν, και τ’ άρματά της άρπαξε
Και τ’ άρματά της άρπαξε και πάει με τους κλέφτες
Δώδεκα χρό- κι αμάν, οχ αμάν, δώδεκα χρόνους έκανε
Δώδεκα χρόνους έκανε μ’ αρματολούς και κλέφτες
Κανείς δεν την- κι αμάν, οχ αμάν, κανείς δεν την εγνώρισε
Κανείς δεν την εγνώρισε πως ήταν κορασίδα
Παρά μι’ αυγή, κι αμάν, οχ αμάν, παρά μι’ αυγή μια Κυριακή
Παρά μι’ αυγή μια Κυριακή, μια ‘πίσημη ημέρα
Βγήκαν να παί- κι αμάν, οχ αμάν, βγήκαν να παίξουν το σπαθί
Βγήκαν να παίξουν το σπαθί, να ρίξουν το λιθάρι
Κι εκόπη τ’ α- κι αμάν, οχ αμάν, κι εκόπη τ’ αργυρόκουμπο
Κι εκόπη τ’ αργυρόκουμπο κι εφάνηκε ο λαιμός της
Κανείς δεν την- κι αμάν, οχ αμάν, κανείς δεν την ελόγιασε

Έχει και άλλους στίχους, αντιγράφω από τα του ριξίματος του λιθαριού:

Το ρίχνουν τα κλεφτόπουλα, το πάν σαράντα χνάρια
Το ρίχνει και η κορασιά, το πάει σαρανταπέντε
Κι από το σείσμα το πολύ, κι από το λύγισμά της
εκόπη τʼ αργυρό κουμπί κι εφάνη, κάτι εφάνη
Κι άλλοι το λένε μάλαμα, κι άλλοι το λέν ασήμι,
κείνο δεν είναι μάλαμα, κείνο δεν είνʼ ασήμι
μονʼ είνʼ της κόρης το βυζί.

Φίλε νίκο πιο γλαφηροί μου φαίνονται αυτοι που έγραψες.!!!
ευχαριστώ

αν ξέρεις και προέλευση και καμιά αλλη πληροφορία:)

Άρη, δεν το έχω από δημοσίευση. Με αυτούς τους στίχους (τα προηγούμενα είναι περίπου όπως τα αναφέρεις και εσύ) μας το είχε διδάξει η Δόμνα Σαμίου πριν δέκα χρόνια. Από το χαρτί που μας είχε μοιράσει αντέγραψα, όπου και αναφέρεται ως “καλαματιανό Πελοπονήσου”. Τα μη μικρασιάτικα η Σαμίου τα ήξερε, στη συντριπτική πλειοψηφία, από τη θητεία της στη χορωδία του Συλλόγου του Καρά.

Εχω , και ξέρω τόσα πολλά που θα χάσω εκτός της φετηνής αλλά του επόμενου χρόνου την
άδεια.Πάρε ομως ,Αρη ενα δείγμα.
Ποιός είδε τέτοιο θάμασμα παπάξινο μιγάλο
να κουβεντιάζουν τα βουνά με τις κοντοραχούλες
Αει δρουσούλαμ αι
Η Λιάκουρα της Λειβαδιάς κ΄Γκίωνα του Σαλώνουν
κι τα Βαρδούσα τ΄αψηλά εμορφες καταβόθρες
Αει δροσούλαμ΄αει
Τους κλιέφτες τι τους κάματε αει μαρή δροσούλαμ΄αει
Στου Ζιμινό τς παένανε κεφάλια να τσου πάρουν

[FONT=Arial]ΜΟΙΡΟΛΟΙ

δε σοʼ ʽμοιαζε λεβέντη μου, στη μαύρη γης για να ʽμπεις,[/FONT] μονʼ σοʼ ʽμοιαζε να κάθεσαι σʼ ένα ʽμορφο τραπέζι,
να τραγουδείς να χαίρεσαι, να σε κερνούν να πίνεις.
ʽΑγουρʼ άγουρε δροσερέ, κρουσταλοβραχιονάτε,
χρυσά ήταν τα καλίγια σου κι αργυρά τα σφυριά σου,
και το σφυρί που σφύριζε με το μαργαριτάρι.
Νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει,
νύχτα περνάει το Ρουφιά (Αλφειός), το φοβερό ποτάμι.
Πάει να πάρει το φιλί, πρου βρέξει, πρου χιονίσει.

[CENTER][FONT=Arial]
[/FONT]
[/CENTER]
Δε σοʼ ʽπρεπε, δε σοʼ ʽμοιαζε στη γη κρεβατοστρώση,
μον’ σοʼ ʽπρεπε, μονʼ σοʼ ʽμοιαζε του Μάη το περιβόλι,
ανάμεσα σε δυο μηλιές, σε τρεις νεραντζοπούλες,
να πέφτουν τ’ άνθʼ απάνου σου, τα μήλα στην ποδιά σου,
τα κρεμεζογαρούφαλα τριγύρω στο λαιμό σου.

Το θέμα της γυναίκας που ζώνεται τα άρματα και πολεμά κρύβοντας το φύλο της είναι γνωστό και από τα ακριτικά τραγούδια.
Και μια παραλλαγή των τραγουδιών που αναφέρθηκαν, σε κλέφτικο τραγούδι της Πελοποννήσου, για μια Αρκαδιανή:

«Ποιος είδε ψάρι στο βουνό και θάλασσα σπαρμένη,
ποιος είδε την Αρκαδιανὴ στα κλέφτικα ντυμένη.
Δώδεκα χρόνους έκαμε στα κλέφτικα ντυμένη,
κανεὶς δεν την εγνώρισε πως ήταν κλεφτοπούλα,
παρά μια μέρα Κυριακὴ που’ ριχναν στο σημάδι,
εφάνη, κάτι εφάνη…»

Υ.Γ. Πολλά δημοτικά και κλέφτικα τραγούδια έχω ακούσει από τους παλιότερους, συγγενείς και γνωστούς.
Δυστυχώς, δεν έγραψα τους στίχους και έτσι ελάχιστα από αυτά θυμάμαι.

Παλιό κρητικό ριζίτικο (αν και κατά την ταπεινή μου γνώμη το ύφος του το κατατάσσει στα μη χορευτικά τραγούδια της Κρήτης).Αυγερινέ που κάθεσαι στο πιο φηλό παλάτι,και φανερεύγει σου να δεις αλαργεμένους τόπους,αρμήνεψέ μου που θα βρω του χάρου το λημέρι,ν’ αρματοθώ, να ορδινιαστώ, πόλεμο να κινήσω.Να μπω στη μαύρη του φωλιά σ’ αραχνιασμένους σπήλιους,απού ‘χει φίλους και δικούς και τσοι κρατεί κλεισμένους,μ’ έμα σπαθί ολόχρυσο, μ’ ένα αργυρό μαχαίρι,θα σπάσω πόρτες και κελιά, ψυχές να λευτερώσωΆντρες καλούς κι όμορφους νιους κι αμάλαγες κοπέλες,και μερακλήδες διαλεκτούς να τσι γιαγύρω οπίσω,ν’ ακούσεις γλέντια και χαρές και εσύ να αναντρανίσεις,Αυγερινέ που ολόθλιπτος, τον ουρανό γυρίζεις.

Πιάνουν και γράφουν μια γραφή στον καπετάν Νασιούλα.
—Ναρθείς Νασιουλα μ’ ναρθείς, ναρθείς να προσκυνήσεις.
Τον παίρνει το παράπονο τ’ στο ψυχογιό τ’ πηγαίνει.
—Για ζώσε γιε μ’ τ’ άρματα σ’, τα έρημα σ’ χαντζάρια
να πάμ’ να προσκυνήσουμ’ στο Ραχοβνιό τον μπέη.
—Καλή μέρα σου μπέη μου —Καλώς τον, το Νασιούλα.
Πούσαν Νασιούλα μ’ κι’ άργησες, τόσον καιρό δεν ήρθες;
—Πανάθημα την τέχνη μας και αυτό το ζαναχάτι
Δεν μας αφήνουν τα βουνά, αυτά τα κορφοβούνια.
—Ακούς—ακούς τον κιαρατά, κι αυτόν το μπεζεβένκη.
Και τον τζιλιάτ εφώναζε, να πάρει το κεφάλι.
—Για κόψε το κεφάλι του και ρίξτο στα σκυλιά.
— Έχετε γεια ματάκια μου και σεις ψηλές ραχούλες.
Δεν θα βγεις μπέη μου, στα βουνά, στα Ραχοβνιά, τ’ αμπέλια;
Κι’ αν δεν σε πιάσω ζωντανό, στη σούβλα να σε ψήσω
για να σε φάνε τα σκυλιά, τα Ραχοβνιά τα ψάρια.