ΚΛΕΦΤΙΚΑ & ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΤΑΒΛΑΣ

Ένας αϊτός περήφανος, ένας αϊτός λεβέντης

Από την περηφάνια του, κι από τη λεβεντιά του

Δεν πάει τα κατώμερα, να καλοξεχειμωνιάσει

Μόνʼ μένει πάνω στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια

Κι έριξε χιόνι στα βουνά και κρούσταλλα στους κάμπους

Εμάργωσαν τα νύχια του κι επέσαν τα φτερά του

Κι αγνάντια βγήκε κι έκατσε, σʼ ένα ψηλό λιθάρι

Και με τον ήλιο μάλωνε και με τον ήλιο λέει:

«Ήλιε, για δε βαρείς κι εδώ σε τούτʼ την αποσκιούρα

να λιώσουνε τα κρούσταλλα, να λιώσουνε τα χιόνια

να γίνει μια άνοιξη καλή, να γίνει καλοκαίρι

να ζεσταθούν τα νύχια μου, να γιάνουν τα φτερά μου

να ρθούνε τʼ άλλα τα πουλιά και τʼ άλλα μου τʼ αδέρφια.

[i][b]Γιατί είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα;
Μην άνεμος τα πολεμά, μήνα βροχή τα δέρνει;
Κι ουδ’ άνεμος τα πολεμά, κι ουδέ βροχή τα δέρνει,
μόνε διαβαίνει ο Χάροντας με τους αποθαμένους.

Σέρνει τους νιους από μπροστά, τους γέροντες κατόπι,
τα τρυφερά παιδόπουλα στη σέλα αραδιασμένα.
Παρακαλούν οι γέροντες, κι οι νέοι γονατίζουν,
και τα μικρά παιδόπουλα τα χέρια σταυρωμένα:

<<Χάρε μου, διάβ’ από χωριό, κάτσε σε κρύα βρύση,
να πιουν οι γέροντες νερό κι οι νιοι να λιθαρίσουν,
και τα μικρά παιδόπουλα λουλούδια να μαζώξουν>>.

-Ανεί διαβώ ναπό χωριό, αν από κρύα βρύση,
έρχονται οι μάνες για νερό, γνωρίζουν τα παιδιά τους,
γνωρίζονται τ’ αντρόγυνα και χωρισμό δεν έχουν.[/b][/i]

Δύο στροφές που τραγουδιότανε από έναν παππού στη Σίφνο ως (στεριανό) τραγούδι της τάβλας μέχρι το 1998 που ο παππούς πέθανε.

Ξύπνα καημένε Αλή Πασά
να δεις τα Γιάννενά σου
τα πήρανε οι Έλληνες
δεν είναι πια δικά σου

Χίλια καντάρια ζάχαρη,
θα ρίξουμε στη λίμνη,
για να γλυκάνει το νερό
να πιει η κερά Φροσύνη

Παραπέμπει στην εποχή των Βαλκανικών πολέμων 12-13.

Από πού το συμπεραίνεις αυτό δηλαδή?

Επειδή τότε απελευθερώθηκαν τα Γιάννενα πιθανολογώ ότι οι στίχοι αυτοί φτιάχτηκαν τότε

Πιθανόν να είναι έτσι. Πάντως, εμένα μου κάνει εντύπωση το παρακάτω μήνυμα.

Πώς ένας νησιώτης τραγουδάει τέτοιο τραγούδι(στεριανό)? Μόνο αυτός το έλεγε?
Τώρα που πέθανε, χάθηκε και το τραγούδι? Από το θέμα, υποθέτω ότι, θα είναι ηπειρώτικο μοιρολόι. Αλλά, στη Σίφνο? Μήπως ήταν σόγαμπρος στο νησί?:)Περίεργο…!!!

Πάντως, όπως και να 'χει, μία μαρτυρία δεν αποτελεί κανόνα-δεδομένο.

[SIZE=3]Παμε αλλο ενα παραπονιάρικο
[/SIZE]

Δε σου’ μοιαζε, λεβέντη μου, στη μαύρη γης να μπεις
,μον’ σου 'μοιαζε νάκάθεσαι σε 'να ‘μορφο τραπέζι
να τραγουδάς να χαίρεσαι να σε κερνούν να πίνεις.
Άγουρε, άγουρε δροσερέ, κρουσταλλοβραχιονάτε,
χρυσά (ή)ταν τα καλίγια κι αργυρά τα σφυριά σου
και το σφυρί που σφύριζε με το μαργαριτάρι,
Νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλυγώνει,
νύχτα περνάει το Ρουφιά, το φοβερό ποτάμι.
Πάει να πάρει το φιλί πρου βρέξει, πρου χιονίσει.

Δημήτρη Ν.
Σε διαβεβαιώνω ότι ο παππούς αυτός ήταν βέρος Σιφνιός (Θεός σχωρές τον. Φέτος κλείνει 10 χρόνια. Γλεντούσε μέχρι τα τελευταία του). Είχε ιδιαίτερη φήμη στα γλέντια της μικρο-κοινωνίας μας, και όταν τραγουδούσε όλοι σιωπούσαν για να τον ακούσουν. Ο «Αλή Πασάς» καθώς και κάποιοι αμανέδες που έλεγε ήταν το σήμα κατατεθέν του. Οι τοπικοί οργανοπαίκτες μάθαιναν να παίζουν τους σκοπούς αυτούς για πάρτη του. Κανένας άλλος (τουλάχιστον απ’ όσο θυμάμαι εγώ) δεν τραγουδούσε τα συγκεκριμένα, ακόμη και σε γλέντια που δεν ήταν εκείνος παρών, ίσως για να μην τίθεται ζήτημα σύγκρισης. Από τότε που πέθανε, την ερμηνεία του «Αλή Πασά» στα γλέντια είχε το κουράγιο να αναλάβει ο σύζυγος της κόρης του. Ελπίζω να συνεχίσουν και τα εγγόνια του.
Υπάρχουν κι άλλα γνωστά στεριανά που παίζονται στα σιφνέικα γλέντια (Μου παρήγγειλε το αηδόνι, ο Κίτσος, Αγκινάρα με τ’ αγκάθια κ.α). Ο σκοπός του «Αλή πασά» όπως τον εκτελούν οι οργανοπαίκτες της Σίφνου είναι στεριανό της τάβλας. Ζητώ συγγνώμη, αλλά δεν μπορώ να το προσδιορίσω σαφέστερα (Ηπειρώτικο ή Ρουμελιώτικο ή σε ποιο ακριβώς στυλ ανήκει) γιατί δεν γνωρίζω επί του θέματος.
Για το πώς κατέληξε στη Σίφνο πάλι δε γνωρίζω και μόνο υποθέσεις μπορώ να κάνω βασιζόμενος σε σκόρπιες μαρτυρίες από παλιότερους. Όπως είπα, η θεματολογία του παραπέμπει στην εποχή των Βαλκανικών πολέμων. Τότε αρκετοί Σιφνιοί είχαν πολεμήσει και μπορεί το τραγούδι αυτό να το φέρανε στη Σίφνο με την επιστροφή τους. Ο περί ου ο λόγος παππούς είχε γεννηθεί το 1918 άρα το παρέλαβε και αυτός από παλαιότερους. Για την ιστορία, υπάρχουν και άλλοι στίχοι που τραγουδιούνται σε άλλους σκοπούς οι οποίοι παραπέμπουν στις εποχές εκείνες.

Βέβαια, στους βαλκανικούς πολέμους παραπέμπει μόνο το πρώτο δίστιχο του παπού. Παραπέμπει όμως και στην εποχή του Αλή Πασά που φυσικά προϋπήρξε κατά πολύ των βαλκανικών. Το δεύτερο δίστιχο είναι από άλλο τραγούδι, το της κυρά – Φροσύνης η οποία βεβαίως, όση ζάχαρη και να πιή, στην κατάσταση που βρίσκεται, δεν πρόκειται να ωφεληθεί.

Η συνένωση στίχων από διαφορετικά τραγούδια είναι συχνή και λέγεται συμφυρμός. Τέτοιος συμφυρμός υπάρχει και στους στίχους που παραθέτει παρεμβαίνοντας ο Άρης Φωλιάς, όπου οι πρώτοι είναι κλασικό μυρολόι, οι δύο προτελευταίοι προέρχονται από μεσαιωνικό τραγούδι που έχει θέμα την κρυφή προετοιμασία για εκστρατεία, συνήθως μετά από «χαρτί» που ήρθε στον πολεμιστή από το αυτοκρατορικό περιβάλλον. Ο τελευταίος στίχος είναι από τρίτο, μάλλον ερωτικό τραγούδι.

Κανένα από τα δύο τραγούδια του παπού δεν είναι κανονικό μυρολόι. Αφού το Κουτρούφι λέει ότι ο παπούς τραγουδούσε κάτι σαν της τάβλας, τότε μάλλον θα πρόκειται για εκείνα τα αστικού ύφους τραγούδια που επικράτησε να λέγονται γιαννιώτικα. Οι στίχοι του πρώτου τραγουδιού είναι, φυσικά, χαρακτηριστικά αστικοί και αυτοί. Τώρα, για το πώς ένας Σιφνιός βρέθηκε να τραγουδάει γιαννιώτικο, γούστα είναι αυτά και τα τραγούδια διαδίδονται εύκολα από περιοχή σε περιοχή. Άσε που και ο παπούς, επειδή ήταν από τη Σίφνο, δεν σημαίνει ότι δεν κινήθηκε από το νησί του ποτέ.

Παραπέμπει όμως και στην εποχή του Αλή Πασά που φυσικά προϋπήρξε κατά πολύ των βαλκανικών.

Αλή Πασά…?
χτες πίναμε ναργιλε με τον τζέ …

με είχε στον οντά και μου χορεύαν χανουμάκια:091:

Να προσέχεις λοιπόν, Μήτσο γιατί έτσι κάνει ο Αλή Πασάς και τελικά καταλήγεις σε κανένα υπόγειο με σπασμένα κόκκαλα… (η λίμνη είναι για μεγάλες ποσότητες ανθρώπων…)

Για το, αν πρόκειται για γιαννιώτικο , μόνο υπόθεση μπορούμε να κάνουμε, μιας και δεν το έχουμε ακούσει. Γι’ αυτό θα αναφέρω για παράδειγμα, το γιοφύρι της άρτας που σαν θέμα τραγουδιού, υπάρχει και στην ευρυτανία και στη μαγνησία και αναρωτιέμαι μήπως είναι και ο αλή πασάς ίδια περίπτωση. Δανεισμός του θέματος δηλαδή.

Το τραγούδι του παππού είναι σε 5τονική ή σε 7κλίμακα?

Μα, αν δεν το ακούσουμε, Δημήτρη μου;…

Κύριε Νίκο, απευθυνόμουν στον φίλο koutroufi, που το έχει ακούσει. Αν ξέρει βέβαια.

ΤΟΥ ΛΥΡΑΤΖΗ

Σε ενός λυράρη την αυλή εκόνεψεν ο Χάρος
κι ανασηκώθει ο λυρατζής παλιό κρασί να φέρει,
λες κι ήτο φίλος του ακριβός να τονε τραπεζώσει
και ξεκρεμά τη λύρα ντου γλυκό σκοπό να αρχίσει
[i]λες κι ήτονε κάνας γλετζές να τονε ξεφαντώσει

-Άσε το δίσκο λυρατζή και κρέμασε τη λύρα[/i]
φύλαξε το δοξάρι σου για δε ντο ξαναπιάνεις
και κάτσε να χαζιρευτείς τα σκολινά σου βάλε
[i] γιατί σε παίρνω σύναυγα και πας στον κάτω κόσμο.

-Χάρε, α θέλεις, άφησ’ με τη λύρα μου να πάρω[/i]
απού μιλούν οι κόρδες τση και κλαίει ο καβαλάρης
και τα γερακοκούδουνα του δοξαριού μου λένε,
τ’ απάνω κόσμου τσι χαρές, τση νιότης τα τσαλίμια,
την ομορφιά των κοριτσιώ, τση λεβεδιάς τη χάρη
και μιάς αγάπης μου παλιάς το κάνω βασιγιέτι,
που μου διπλοπαράγγερνε τη λύρα μη ξεχάσω
[i]στον κάτω κόσμο όντε θα 'ρθω

-Δεν στην αφήνω ζάβαλε, καλλιά 'χω να τη σπάσεις[/i]
γιατί με το δοξάρι σου σηκώνεις ποθαμένους
και θ’ αρχινήξεις κοντυλιές να ταραχίσεις τσ’ άντρες
να ξεμυαλίσεις κοπελιές να ξετρουμίσεις γέρους
και θα πλανέψεις τα μωρά να κλαίνε για κανάκια
και θα μισήσουν τα κελιά του Νάδη τα καστέλια
κι ούλοι θα θένε να 'ρθουνε στον κόσμο τον απάνω

Κωστής Φραγκούλης 1905 - 2005 -ο σύγχρονος Βιτσέντζος Κορνάρος για μας τους κρητικούς-
(γραμμένο και αφιερωμένο για τον λυράρη φαινόμενο Ανδρέα Ροδινό 1912-1934)

ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΙΟΥ

Τρώτε και πίνετ’, άρχοντες, κ’ εγώ να σας δηγούμαι,
κ’ εγώ να σάσε δηγηθώ για έναν αντρωμένο,
για ένα νιον, τον είδα γω ‘ς τσοί κάμπους κ’εκυνήγα,
κυνήγα κ’ ελαγώνευγεν ο νιος κι’ αγριμολόγα.
'Σ το γλάκιο πιάνει ο νιος λαγό, 'ς τον πήδο πιάνει αγρίμι,
την πέρδικα την πλουμιστή οπίσω την αφήνει.

Μα ο Χάροντας επέρασε κ’ ήτονε μανισμένος.
Έβγαλε, νιε, τα ρούχα σου και θέσε τάρματά σου,
δέσε τα χέρια σου σταυρό, να πάρω τη ψυχή σου.
-Δε βγάνω γω τα ρούχα μου, δε θέτω τάρματά μου,

μηδέ τα χέρια μου σταυρό, να πάρης τη ψυχή μου.
Μ’ άντρας εσύ, άντρας κ’ εγώ, κ’ οι δυο καλ’ αντρωμένοι,
κι’ άιντε να πα απαλαίψωμε 'ς το σιδερόν αλώνι,
να μη ραΐσουν τα βουνά και να χαλάση η χώρα."

Και πάνε κι’ απαλεύγανε ‘ς το σιδερόν αλώνι.
Κ’ εννιά φοραίς τον έβαλεν ο νιος το Χάρο κάτω.
Μ’ απάνω εις τς εννιά φοραίς του Χάρο βαροφάνη.
Πιάνει το νιο ‘που τα μαλλιά, χάμαις τον γονατίζει.
Άφις με, Χάρο, τα μαλλιά και πιάσ’ μ’ απού τη μέση,
και τοτεσάς σου δείχνω γω πώς ειν’ τα παλληκάρια.
-Αποκειδά τα πιάνω γω ούλα τα παλληκάρια,
πιάνω κοπέλλαις όμορφαις, κι’ άντρες πολεμιστάδες,
και πιάνω και μωρά παιδιά μαζί με τσοι μαννάδες."

(Παλιό ριζίτικο, γνωστό κυρίως με τους πρώτους στίχους του)

Φίλε Ρε Μινόρε,
Τον Λυρατζή δεν τον έχει τραγουδήσει ο Μουντάκης;

Σχετικά με τον «Αλή Πασά»

  1.  «Γηράσκω αεί διδασκόμενος». Χάρη στο Νίκο Πολίτη έμαθα πώς ονομάζεται η εισαγωγή στίχων από ένα τραγούδι σε ένα άλλο. 
    
  2.  Δεν ήξερα για το τραγούδι της Φροσύνης. Βρήκα στο δίκτυο τους στίχους (π.χ.  (http://www.phys.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/folk_songs/istorika.htm#5). 
    

Η «κρίσιμη» στροφή έχει ως εξής:
Να ’ταν οι πέτρες ζάχαρη, να ρίχνατε στη λίμνη,
Για να γλυκάνει το νερό για την κυρά Φροσύνη.

Κατά το συμφυρμό που έγινε στον «Αλή πασά» ο πρώτος στίχος άλλαξε σε
Χίλια καντάρια ζάχαρη θα ρίξουμε στη λίμνη

Νομίζω ότι έτσι, και το δεύτερο δίστιχο δένεται τώρα με το πρώτο: Αφού απελευθερώσαμε τα Γιάννενα και δεν είναι πια του εχθρού Αλή Πασά θα γλυκάνουμε τώρα το νερό για τη δικιά μας κυρά Φροσύνη.
3. Κουβέντα κάνουμε. Αν πούμε και καμιά ανακρίβεια δεν πειράζει. Αρκεί να διορθωνόμαστε.
4. Είμαι άσχετος από μουσική.

Κουτρούφι, να που σήμερα θα διδαχθείς και άλλα και ας εγέρασες μόνο κατά δύο ημέρες:

Συμφυρμός είναι το να συνενώνεις όχι σκόρπιους στίχους αλλά ένα τμήμα ενός τραγουδιού, με αρκετούς στίχους με τμήμα άλλου τραγουδιού, και εκείνου με αρκετούς στίχους.

Η αντικατάσταση των σακκιών ζάχαρης με τις πέτρες (ή αντίστροφα) λέγεται παραλλαγή. Φαινόμενο και αυτό συνηθέστατο, που βάζει σε δίλημμα τον ερευνητή που πρέπει να συγκρίνει τις πολλές, συχνά, παραλλαγές του ίδιου τραγουδιού, που έχει από διάφορες περιοχές (ή και διάφορες εποχές) και να βγάλει τα συμπεράσματά του. Το πιό πιθανό είναι ότι ο συγκεκριμένος ερευνητής, του οποίου την εκδοχή διάβασες, μάλλον πρέπει να είχε στη διάθεσή του και την παραλλαγή με τα καντάρια αλλά επέλεξε τις πέτρες για τους δικούς του λόγους. Ήταν ο πρώτος βέβαια και επομένως ούτε ήξερε, ούτε και να ρωτήσει μπορούσε. Έτσι, δυστυχώς, πήγαν χαμένες πολλές πληροφορίες που θα προέκυπταν από την παράθεση και σύγκριση αφού ακόμα και σήμερα, το αρχείο του Ν. Γ. Πολίτου δεν έχει ακόμα δημοσιευτεί.

Και αφού θέλεις να διορθώνεσαι, καμμία σχέση δεν υπάρχει μεταξύ των δύο θεμάτων, απελευθέρωση Ιωαννίνων και πνιγμός των 17. Απλούστατα ο λαός συνέδεσε το καινούργιο (και άχαρο) δίστιχο για την απελευθέρωση με κάτι που είχε καταχωρημένο στη μνήμη του ως προερχόμενο και αυτό από τα Γιάννενα, τον πνιγμό και το σχετικό τοτινό τραγούδι.

Πολύ σωστά, αγαπητέ Koutroufi.
Με τη σειρά που έχω γράψει τις τέσσερις στροφές, αφηγείται τις δύο πρώτες, τραγουδάει την τρίτη σε ύφος ριζίτικου και αφηγείται πάλι την τέταρτη με μουσική υπόκρουση ένα από τα συρτά του Ροδινού.

Τελικά το Κουτρούφι μου έστειλε το τραγούδι του παπού. Για όσους ενδιαφέρονται:

Δεν είναι ούτε Ηπειρώτικο ούτε μυρολόι ούτε αστικό Γιαννιώτικο. Το τραγουδιστικό κομμάτι είναι σε ήχο πρώτο, με χαρακτηριστική μελωδία στεριανού κλέφτικου / της τάβλας, όπως ήδη μας είχε πληροφορήσει το Κουτρούφι. Δεν χρησιμοποιεί πεντατονική κλίμακα. Η οργανική εισαγωγή και το ιντερλούδιο είναι σε χρωματικό τρόπο, μάλλον νενανώ αλλά δεν μπορώ να ξέρω ακριβώς, αφού όλη κι όλη η έκτασή της δεν ξεπερνάει μια πέμπτη. Δένεται στην υποδεσπόζουσα του τραγουδιστικού μέρους.

Και μία διόρθωση: η ορθογραφία μοιρολόι δεν είναι σωστή. Οι Μοίρες μοιραίνουν τα παιδιά κατά τη γέννησή τους, με όσα προσόντα νομίζουν. Ο θάνατος ενός ανθρώπου δεν είναι κατ’ ανάγκην προδιαγεγραμμένος από τις Μοίρες. Η λέξη μυρολόι προέρχεται από το μύρον (= δάκρυ, μύρομαι = δακρύζω) και σημαίνει “δακρυλογώ”, κλαίω τον νεκρό δηλαδή. Η μεταγενέστερη έννοια (“άρωμα”) προέρχεται από το ότι τα πρώτα αρώματα ήταν αρωματικές φυτικές ρητίνες, που πάντα εμφανίζονται ως εκκρίματα, “δάκρυα” ρητίνης στο φλοιό του φυτού, συλλέγονται και διαλύονται σε οινόπνευμα (κρασί). Στη συνέχεια ο μυρεψός “εψήνει” ένα μίγμα ρητινών σε καζάνια και παρασκευάζει το μύρον, όπως π.χ. στο Πατριαρχείο στο Φανάρι.