Κατάταξη ματζόρε συνθέσεων μακεδονίας σε κάποιο δρόμο

μπα… μη το λες… υπαρχουν και ευρωπαιστες που εχουν αλλη προσεγγιση. απο την δικη τους πλευρα. για να την δουμε και αυτην, ολα με τα μακαμια πρεπει να τα εξηγουμε…?

Με δυτικοευρωπαϊκά εργαλεία έδωσα μια ερμηνεία στο 2ο μήνυμα της συζήτησης, αλλά προφανώς δεν εξήγησε και πολλά πράγματα. Όπως και η μακαμίστικη ερμηνεία του Αλέξανδρου που βοήθησε σαφώς καλύτερα, ο οποίος έχει κορυφαία κατάρτιση και βαθειά γνώση τόσο της δυτικής όσο και της ανατολικής μουσικής και θα μπορούσε να δώσει ερμηνεία με βάση και τα δυο συστήματα. Τελικά περισσότερο φως έδωσε ο Περικλής, που πέρα από τις δύο προσεγγίσεις επιπλέον ήξερε το όργανο και την παράδοση της περιοχής.
Με την ίδια λογική, αν είχαμε μια ζακυνθινή καντάδα θα την ερμηνεύαμε με δυτικοευρωπαϊκή μουσική θεωρία, αλλά αν είχαμε ένα ιρλανδέζικο τραγούδι θα έπρεπε να γνωρίζουμε την κέλτικη παράδοση.

1 «Μου αρέσει»

Εμένα με προβληματίζει το εξής:

α) Η γκάιντα, με αυτούς τους κατασκευαστικούς περιορισμούς που είπαμε, έχει πολλούς δρόμους που δεν μπορεί να τους παίξει, ενώ αντίθετα μπορεί να παίξει «δρόμους» άγνωστους στην υπόλοιπη, εκτός Μακεδονίας-Θράκης, παράδοση.

Και κάτι παραπάνω μάλιστα: δεν μπορεί να παίξει καν δρόμους που μοιράζονται την ίδια κλίμακα αλλά με διαφορετική βαθμίδα κάθε φορά ως βάση. Δηλαδή δεν μπορεί να παίξει Ραστ! Δεν είναι λίγο ύποπτο αυτό; Πού ακούστηκε να μην μπορείς να παίξεις την κατεξοχήν φυσική κλίμακα; Στην ουσία, δεν μπορεί να παίξει τροπικά.

β) Η γκάιντα, με περίπου την ίδια μορφή, είναι όργανο γηγενές σ’ όλα τα πέριξ της Μακεδονίας και της Θράκης. Σ’ όλη τη βουλγαρική Θράκη οι καμπά-γκάιντες είναι στην ουσία το ίδιο όργανο με τις δικές μας, το ίδιο αν δεν απατώμαι και στη Δημοκρ. της Βόρειας Μακεδονίας. Και ως δάνειο έχει περάσει και στους Τούρκους της Αν. Θράκης (της ευρωπαϊκής Τουρκίας). Από Έλληνες δε, την έπαιζαν και οι Βορειοθρακιώτες και εξακολουθούν να την παίζουν στα αναστενάρικα χωριά και στον Δομοκό, και -αν δεν απατώμαι- και οι Ανατολικοθρακιώτες.

Πουθενά αλλού δεν ξέρω να υπάρχει τέτοιο όργανο. Δεν εννοώ άσκαυλο γενικά (ασκί με αυλούς), εννοώ αυλό με τέτοια φθογγοθεσία, είτε με ασκί είτε χωρίς. Είναι λοιπόν μια βαλκανική ιδιαιτερότητα.

γ) Στα περισσότερα από αυτά τα μέρη η γκάιντα είναι, ή ήταν παλιότερα, το κυριότερο μουσικό όργανο. Σύμφωνα με κάθε λογική, πρέπει να ήταν φτιαγμένο για να παίζει τη μουσική του τόπου. Και αντίστροφα η μουσική του τόπου να ήταν φτιαγμένη έτσι ώστε να παίζεται από τα τοπικά όργανα.

Αρχίζω λοιπόν να υποψιάζομαι ότι κάπου στα κεντρικά Βαλκάνια πρέπει να υπάρχει κάποια παλιά ρίζα από άλλη οικογένεια, άσχετη και ανεξάρτητη από την οικογένεια της τροπικής μουσικής. Μια ρίζα που, επειδή συμπτωματικά χρησιμοποιεί πολύ τον τρόπο του Ρε -που τον χρησιμοποιεί και η τροπική οικογένεια-, ξεγελάει ότι ανήκει στην ίδια παράδοση, ενώ προέρχεται από κάτι άλλο.

Αν σκεφτούμε ότι λίγο παραπέρα στην ίδια ευρύτερη περιοχή υπάρχει και μια άλλη ξεχωριστή ρίζα, η 5τονική (σήμερα κυρίως Ήπειρο και Αλβανία, αλλά ίχνη της εντοπίζονται και νοτιότερα στην Ελλάδα αλλά και ανατολικότερα, και δεν ξέρω τι γίνεται Βουλγαρία και αλλού), στατιστικά κάτι τέτοιο δε θα ήταν απίθανο.

εννοεις τα σκοπια…?

Τα Σκόπια είναι πόλη (η πρωτεύουσα συγκεκριμένα), σαν να λέμε Αθήνα.

3 «Μου αρέσει»

Λέγαμε ότι ο δρόμος αυτός συνηθίζεται όπου παίζεται η γκάιντα (λίγο πολύ σ’ όλη τη Μακδονία και Θράκη) και η μακεδονική λύρα (σε κάποια συγκεκριμένα χωριά της Δράμας).

Λοιπόν, βρήκα μια εκπομπή για την Πετρούσα Δράμας, ένα από αυτά τα χωριά με την παράδοση της λύρας. Στις μουσικές που ακούγονται βρίσκουμε πολλά παραδείγματα αυτού του δρόμου:

12΄48΄΄: Παρδαλά τσουράπια (Σάρινι τσουράπκι)
16΄22΄΄: Περνώ περνώ
19΄55΄΄: Βρε Μανώλη Μανωλάκη (ενδιαφέρουσα τοπική παραλλαγή του Μενούση)
21΄30΄΄: Εγώ θα πάω στην Πόλη
46΄15΄΄: Των μαγείρων (Αχτσίτσκα)

Τι παρατηρεί κανείς:

  • Το ποσοστό αυτών των σκοπών επί του συνόλου είναι πολύ μεγάλο, χοντρικά οι μισοί. Όλοι οι υπόλοιποι είναι σε κανονικές ουσακοειδείς κλίμακες στην ίδια τονική, εκτός από έναν σκοπό, τα Μαύρα μάτια, που είναι προσαρμογή «ξένου» σκοπού στις δυνατότητες της λύρας και αποτελεί τροπική εξαίρεση.
  • Η γενική αίσθηση που αφήνουν αυτοί οι 5 σκοποί δε διαφέρει από των υπολοίπων. Μπορεί η 3η να είναι μεγάλη ενώ στους υπόλοιπους μικρή, αλλά η διαχείριση των μελωδιών είναι η ίδια.
  • Παράδειγμα που ο ίδιος σκοπός να εναλλάσσει φράσεις σε κανονικό ουσάκ με φράσεις στον υπό εξέταση δρόμο δε βρήκα. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις όπου η 3η βαθμίδα φαίνεται να είναι κινητή, άλλοτε ματζόρε άλλοτε μινόρε. Τέτοιος σκοπός είναι το Λένο Μόμε, που σε άλλη εκτέλεση, πάλι με δραμινή λύρα, το έχω ακούσει να είναι κανονικό ουσάκ με σταθερά μικρή 3η. Δεν είναι δραμινός σκοπός, είναι και πάλι τοπική προσαρμογή παμβαλκανικής μελωδίας που είτε έτσι είτε αλλιώς (με σταθερή ή κινητή 3η) απέχει αρκετά από τις κλασικές ελληνικές και εξωελληνικές εκτελέσεις με άλλα όργανα, οπότε το αξιοπαρατήρητο είναι ότι οι Δραμινοί , διασκευάζοντάς τον, παρεισάγουν αυτό τον ιδιωματισμό επειδή ανήκει στη φυσική τους μουσική διάλεκτο.
  • Παρόμοια και για το Βρε Μανώλη Μανωλάκη: Πρόκειται για τραγούδι διαδεδομένο σε όλο τον Ελληνισμό, με στιχουργικές παραλλαγές και με μελωδίες εντελώς διαφορετικές κατά τόπους (εκτός από την πασίγνωστη ηπειρώτικη, προχείρως θυμάμαι μια θρακιώτικη και μια καρπάθικη). Η δραμινή παραλλαγή που ακούμε αποκλείεται να είναι ντόπια, αφού οι άνθρωποι είναι παραδοσιακά σλαβόφωνοι. Είναι και πάλι προσαρμοσμένο δάνειο από κάπου αλλού, από κοντινούς ελληνόφωνους Μακεδόνες ή από Θρακιώτες πρ΄ποσφυγες ή ποιος ξέρει τι άλλο. Αλλά και πάλι, οι Δραμινοί το παίζουν παρεισάγοντας τον ιδιωματισμό αυτής της χαρακτηριστικά δικιάς τους κλίμακας. Το θεωρώ στατιστικά ελάχιστα πιθανό να ήταν έτσι η αρχική μελωδία.
  • Ο πρώτος πρώτος από τους σκοπούς που ξεχώρισα, τα [Παρδαλά] Τσουράπια, είναι όπως και το Λένο Μόμε τοπική προσαρμογή παμβαλκανικής μελωδίας. Σε άλλη ελληνική εκτέλεση εκτός Δράμας η 3η είναι σταθερά μικρή, ουσακλήδικη. Σε τρίτη εκτέλεση, ξανά με δραμινή λύρα, ακούμε την 3η να ανεβοκατεβαίνει. Δεν έψαξα να συγκρίνω με βουλγάρικες ή β/μακεδονικές εκτελέσεις (που θυμάμαι ωστόσο ότι υπάρχουν, από παλιότερη άσχετη αναζήτηση) ώστε να έχω πιο συνολική άποψη.

Τα συμπεράσματα είναι ότι τουλάχιστον στην Πετρούσα, ένα από τα 4-5 χωριά όπου παίζεται η μακεδονική λύρα, αυτός ο δρόμος είναι:
πρώτον, αρκετά οικείος ώστε όχι μόνο να καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του ρεπερτορίου αλλα΄και να προσαρμόζονται σ’ αυτόν δάνειες μελωδίες που αρχικά δεν ανήκαν σ’ αυτόν,
δεύτερον, εναλλάξιμος με την τοπική εκδοχή του Ουσάκ.

Σημείωση: δεν παρακολούθησα ολόκληρη την εκπομπή (που φαίνεται ενδιαφέρουσα) - δεν ξέρω αν σχολιάζεται κάτι απ’ όλα αυτά μέσα.

1 «Μου αρέσει»

το θεμα ειναι οτι ο δρομος η η κλιμακα, υπαρχει… πως λεγεται.? γκαριπ? λυδιος μιξολυδιος η κατι αλλο…?

Τους αρχαίους τρόπους δεν τους ξέρω (λύδιους, μιξολύδιους κλπ.). Από μακάμια, η εντύπωσή μου είναι ότι δεν υπάρχει αντίστοιχο, αλλά δεν τα ξέρω και όλα: πιθανόν να υπάρχει κάποια περίπτωση μακαμιού που να συμπίπτει ακριβώς με αυτό τον δρόμο σε όλα του τα χαρακτηριστικά (τονική, δεσπόζουσα που είναι η 4η, βασική έκταση που είναι ένα 4χ/5χ πάνω και ένα 4χ κάτω από την τονική, ανεβοκατέβασμα της 3ης βαθμίδας) και απλώς να μην τη γνωρίζω.

Επειδή όμως αυτός ο βορειοελλαδίτικος (ή κεντροβαλκανικός ίσως) δρόμος δεν προέρχεται από κανένα μακάμι, θεωρώ ότι είναι αυθύπαρκτος και ότι, ακόμη κι αν κάποιος καλός μακαμογνώστης ακούσει ένα από αυτά τα τραγούδια και πει με βεβαιότητα «μα είναι ακριβώς το μακάμ τάδε», θα είναι απλή σύμπτωση. Πόσο μάλλον βέβαια με τους αρχαίους τρόπους.

Να κι ένα θρακιώτικο παράδειγμα, που είναι των ημερών. Εδώ βλέπουμε μιαν άλλη παρεμφερή εκδοχή των δρόμων στην γκάιντα:

Τα περίφημα κάλαντα της Καρωτής «Δεν ακούς περιστερούδα μου» και «Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες». Επιτόπια καταγραφή του Σ. Καρά με ντόπιους. Ο πρώτος σκοπός είναι σαν ραστ, χωρίς χρήση καμιάς νότας κάτω από την τονική αλλά κλασικού κατά τα άλλα (χωρίς τις ιδιαιτερότητες της κίνησης του άλλου δρόμου που συζητάμε). Αμέσως μόλις τελειώσει, χωρίς καμία παύση, η γκάιντα βάζει τον δεύτερο, σε άλλο ρυθμό και σε άλλο δρόμο: ουσάκ από την ίδια τονική.

Αυτή πρέπει να ήταν η πρώτη τους κυκλοφορία σε δίσκο. Έκτοτε το καθένα από τα δύο κυκλοφόρησε και σε άλλες εκτελέσεις, μεταξύ άλλων Αηδονίδη και Δοϊτσίδη (και οι δύο είναι από την Καρωτή Διδυμοτείχου), και από τα τέλη ‘90 και δώθε σε πλήθος επανεκτελέσεις ή και διασκευές. Είναι σήμερα από τα γνωστότερα κομμάτια στο ρεπερτόριο όσων ομάδων τραγουδούν «Παραδοσιακά κάλαντα απ’ όλη την Ελλάδα», και πιστεύω ότι οι πρώτοι που την επανέφεραν στη μόδα (όποιοι κι αν ήταν) αυτή την ηχογράφηση πρέπει να είχαν υπόψη τους. Σήμερα ωστόσο νομίζω ότι ελάχιστοι απ’ όσους έχουν φτάσει να ξέρουν τα συγκεκριμένα τραγούδια τα 'χουν ακούσει έτσι.

2 «Μου αρέσει»

Η Πηριστιερούδα δεν είναι, βεβαίως, κάλαντα, αλλά και αυτό (θεωρητικά, τουλάχιστο) μπρος σε πόρτα τραγουδιέται. Μου διαφεύγουν κάποιες λέξεις των στίχων, μήπως υπάρχουν κάπου; (το σαράντα μέρες εντάξει, είναι πασίγνωστο)

Αμφιβάλλω αν και οι Σαράντα μέρες είναι ακριβώς κάλαντο.

Προς το τέλος λέει «το γείνορο που είδα» (=όνειρο). Το αμέσως πιο πριν είναι ακατάληπτο, και νομίζω ότι ακόμη και στο φυλλάδιο του δίσκου (δεν το έχω πρόχειρο) δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί.

1 «Μου αρέσει»

Ε, πώς δεν είναι ακριβώς κάλαντο! Το μήνυμα είναι σαφέστατο: Χριστός γεννήθη. Το ότι τα γεννητούρια έχουν ντράβαλα, πόνους και απαιτήσεις, είναι κάτι που ο λαός το ξέρει πολύ καλά και, άσε τους άλλους να λένε….

Πολύ ενδιαφέρουσα ηχογράφηση και για τα 2 κομμάτια αλλά κυρίως για την μετάβαση απο το ένα στο άλλο, στην ιδια βάση!
Πραγματικά καταλαβαίνω γιατί ο Περιστέρης το τοποθετεί στο Νεβά. Μακαμίστικα θα ζοριζόμουν να το πω κάτι άλλο.
Την έλξη ουσάκ πάντως δεν την ακούω έντονα στην συγκεκριμένη ηχογράφηση.

Κανένα από τα δύο δε θυμίζει κάλαντο, με τα τρία μέρη του: Αφιέρωμα στην εορτή - παινέματα - αιτήματα για κέρασμα. Το καθένα έχει λίγο από μερικά από τα τρία, και όλο με στίχους μοναδικούς, άγνωστους από άλλα κάλαντα. Γι’ αυτό είμαι λίγο επιφυλακτικός.

Τα παινέματα και οι προτροπές για κεράσματα (τί κεράσματα, και κότες ολόκληρες ζητάνε άμα λάχει…) δεν είναι υποχρεωτικά ενταγμένα στο κυρίως κείμενο. Βέβαια, κάνει εντύπωση ο απρόσμενος ρεαλισμός του κειμένου, σε συνδυασμό με την πλήρη (ίσως και σκοπούμενη;) αποφυγή παινεμάτων - προτροπών. Υπάρχει περίπτωση να τραγουδηθεί αυτός ο στίχος εκτός τελετουργικού των καλάντων ή εκτός εορταστικής περιόδου; Υπάρχει περίπτωση να τραγουδηθεί μπρος σε ανοιγμένη πόρτα και να μην δοθούν κεράσματα;

Δε γνωρίζω. Σκέφτομαι όμως ότι, μιας και η γύρα για τα κάλαντα (με ενήλικους καλαντιστάδες) συχνά καταλήγει σε γλέντι στο κάθε σπίτι, ίσως να λέγαν και τραγούδια χριστουγεννιάτικα αλλά που να μην είναι κάλαντα.

Τα καθαυτού κάλαντα ανήκουν σε 2-3 τύπους πανελληνίως για κάθε γιορτή. Δε λέω, θα υπάρχουν και εξαιρέσεις, αλλά οπωσδήποτε κάθε εξαίρεση είναι ύποπτη. Εδώ λοιπόν η υποψία μου είναι ότι υπήρχε άλλο «καθαυτού» κάλαντο, και ότι αυτά είναι κάτι παρεμφερές αλλά όχι ακριβώς κάλαντα.

Υπάρχουν τέτοια, και δεν τα ξέρω; Και βεβαίως, δεν εννοώ το «Άγια νύχτα» (Stille Nacht) ή το Ώ έλατο (Oh Tannenbaum!) που σίγουρα τραγουδιόνταν τα Χριστούγεννα σε αθηναϊκά σπίτια, συνοδεία πιάνου βεβαίως, από την οικοδέσποινα ή κάποια κόρη, και προπολεμικά ακόμα.

Μεμονωμένα υπάρχουν. Π.χ. στη σχετικά πρόσφατη έκδοση του ΚΕΠΕΜ με παλιές καταγραφές καλάντων, θυμάμαι ένα χανιώτικο που είναι ένας κοινός συρτός με μαντινάδες, μόνο που είναι κάπως αγιοβασιλιάτικης θεματολογίας. Πάλι από την Κρήτη, από την άλλη μπάντα, ορεινά του Ν. Λασιθίου, ο Δ. Σγουρός έχει καταγράψει και παίξει σε δίσκο χριστουγεννιάτικες (ή πρωτοχρονιάτικες;) μαντινάδες που σχετίζονται μεν με τον επίλογο των συνήθων καλάντων (δώσε και τούτο, δώσε κι εκείνο, και λάδι, και καρύδια, και αβγά κλπ.) αλλά είναι αυτονομημένες, σε σκοπό κοντυλιών και χωρίς τίποτε πιο πριν. Και τα γνωστά φουρνιώτικα κάλαντα (βάλτε μας κρασί να πιούμε), που από παρανόηση έχουν γίνει γνωστά ως ικαριώτικα, τι είναι; γλεντζέδικα δίστιχα γενικού τύπου.

Σε άλλο επίπεδο, έχω ακούσει και τραγούδια… καλικαντζάρων! (Απώσταν αποθάναμε σύγληνα δεν εφάγαμε…) Αυτά σαφώς δεν είναι κάλαντα, αλλά είναι της εποχής.

Μετά, ο γνωστός σκοπός «Έντεκα» της Κοζάνης (Τι ήθελα και σ’ αγαπούσα) για κάποιον λόγ που αγνοώ ονομάζεται και «Αγιοβασιλιάτικος».

Δεν έχω υπόψη μου να έχει αναγνωριστεί από κάποιον ξεχωριστή κατηγορία «τραγούδια 12ημέρου εκτός από κάλαντα», αλλά από δω κι από κει μαζεύονται μερικά. Και δε φαίνεται παράλογο: όπως οι αστοί τραγουδούσαν Άγια νύχτα και Ω έλατο, γιατί να μην τραγουδούσαν κι οι αγρότες κάτι ανάλογο, προσαρμοσμένο στις δικές τους συνήθειες;

Γιατί οι συνήθειές τους, απλούστατα δεν προβλέπουν τραγούδια μη χρηστικά, και τραγούδια χρηστικά που να σχετίζονται με το δωδεκάμερο είναι … τα κάλαντα και μόνον, και ίσως ελάχιστα παρακλάδια / σπαράγματα όπως αυτά που αναφέρεις.

Λοιπόν, πάμε ξανά πιο οργανωμένα. (Είπα ν’ ανοίξω και καμιά πηγή, αντί όλο από μνήμης.) :slight_smile:

α) Οι στίχοι:
Δεν ακούς περιστερούδα μου; Ήρθα στον μαχαλά σου
κι ο μαχαλάς σου ξύπνησε κι εσύ βαριά κοιμάσαι.
Κι αν κοιμάσαι κόρη ξύπνησε, κι αν κάθεσαι έβγα έξω.
-Κοιμούμαι αφέντη μ’, κοίμουμαι, βαριά ειμαι υπνωμένη,
να μη ‘χα πέσ’, κι αντά 'πεσα, το γείνορο που είδα.
[Εντός αγκυλών παρατίθενται και στίχοι για το όνειρο.]

Δηλαδή: κοιμάμαι, που να μην είχα πλαγιάσει. Κι όταν πλάγιασα, τι όνειρο ήταν αυτό που είδα!

Τους αντιγράφω από το βιβλίο της ως άνω έκδοσης, όπου επίσης σχολιάζεται το περίεργο μέτρο (16σύλλαβο στους μονούς στίχους, 15σύλλαβο στους ζυγούς, κατά τη μελωδία). Στη συνέχεια λέει:

…η Πιριστιρούδα, τραγούδι με θέμα άσχετο προς την εορτή, που ωστόσο ξεκινά καλώντας την κοπέλα να ξυπνήσει και αναγγέλλοντας τον ερχομό του νέου στη γειτονιά. Για τον λόγο αυτόν καθιερώθηκε προφανώς να λέγεται ως εισαγωγή στα κάλαντα. Ο Σ. Καράς στις χειρόγραφες σημειώσεις του το ονομάζει προοίμιον αγερτήριον.
[…]
Το δεύτερο μέρος των καλάντων, το οποίο ο Σ. Καράς στις χειρόγραφες σημειώσεις του το αναφέρει ως κυρίως κάλαντα, αναφέρεται στη γέννηση του Χριστού…

Βέβαια δε διευκρινίζεται (=δεν είναι γνωστό) αν ο Καράς το έμαθε αυτό κάπου ή απλώς το υπέθεσε μόνος του.