δεν χρειάζεται να σας πω κατι παραπάνω. τα λέει πολύ καλά ο ίδιος.
<< Οι φίλοι έφυγαν. Τα είχαμε πει όλα πια.
Είχαμε μιλήσει για τα ξύλα, για τα σχήματα, για
τις κλίμακες, ακόμα και για τον Έρωτα και το
Θεό.
Επάνω στον πάγκο είχαν απομείνει τα άδεια
ποτήρια από το τσίπουρο και λίγα τσόφλια
από τα καρύδια που σπάγαμε και τρώγαμε
καθώς μιλούσαμε.
Είχε νυχτώσει και μετά τα λόγια, τις φωνές
και τα γέλια
η σιωπή ήταν βάλσαμο.
Απόμεινα γερμένος στον πάγκο να μηρυκάζω
το απόγευμα που πέρασε και να χαζεύω
αφηρημένα τα άσπαστα ακόμα καρύδια και τα
τσόφλια γύρω τους.
Τι μαγική κατασκευή ! σκέφτηκα.
Ένα κέλυφος από σκληρό ξύλο που μέσα του
κρύβει τον καρπό του δέντρου. Τον καρπό
που πάλευε ένα χρόνο να φτιάξει. Τον
προστάτεψε με ότι πιο γερό μπορούσε, μέχρι
να πέσει στο χώμα, να κυλήσει στην πλαγιά, να
βρει τη γωνίτσα του, να βγάλει ρίζες και να
γίνει ξανά δέντρο.
Πόσα και πόσα όργανα δεν φτιάξαμε από το
ξύλο της καρυδιάς, όμως το δέντρο, το
καλύτερό του ξύλο δεν τον βάζει στον κορμό
ή στα κλαριά, αλλά στο κέλυφος του καρπού
του.
Αν βάλουμε δίπλα-δίπλα, σε μέγεθος
κέρματος, ένα κομματάκι ξύλο απ’ τον κορμό
κι’ ένα τσόφλι από καρύδι, το ξύλο του
καρυδιού είναι σα να ήρθε απ’ το Διάστημα.
Είναι τόσο σκληρό, τόσο στεγνό και τόσο
όμορφο, μ’ εκείνες τις χαρακιές επάνω του να
μοιάζουν με πανάρχαια ιερογλυφικά που
κανείς δεν μπορεί να διαβάσει.
Καθώς σκεφτόμουν όλ’ αυτά, ταίριαζα
μηχανικά, κομματάκια από σπασμένα καρύδια
το ένα δίπλα στ’ άλλο. Σε λίγη ώρα είχε
φτιαχτεί ένα μικρό πλακόστρωτο και το μόνο
που έλειπε ήταν το χαρμάνι που θα το
στέριωνε για πάντα.
Έτσι, άρχισαν οι δοκιμές, μετά στήθηκε ο
σκελετός και τέλος έγινε το χτίσιμο. Βγήκε
πολύ γερός ο μπαγλαμάς και με ωραίο ήχο.
Αν τον έλεγα ξύλινο θα τον αδικούσα. Καρπός
είναι.
Καρπός ενός απογεύματος που μαζεύτηκαν
οι φίλοι, ήπιανε τσίπουρο, σπάσανε καρύδια
για να φάνε και μίλησαν για τα ξύλα, για τα
σχήματα, για τις κλίμακες, ακόμα και για
τον Έρωτα και το Θεό.>>