ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ (Αναφορά στο ρεμπέτικο)

Στο δεύτερο τόμο του “Γιούγκερμαν” στη σελ 36 υπάρχει μια μικρή αναφορά στο ρεμπέτικο.

“Μια λατέρνα έπαιζε για λίγο το ρεμπέτικο σκοπό της:γοργό, επιπόλαια παθιασμένο, ελαφρά ειρώνικό, μόλις νοσταλγικό.”

Θαυμάσια περιγραφή σε ένα έργο που που μυρίζει Πειρεά του μεσοπολέμου, τον οποίο ο συγγραφέα φαίνεται να γνωρίζει καλά. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω περισσότερα.
Το έργο δημοσιεύστηκε το 1941, οπότε ήδη ο όρος “ρεμπέτικο” φαίνεται να έχει κάποια (ποια?) χρήση.
Προφανώς το ζήτημα έχει συζητηθεί διεξοδικότατα, αλλά το καταθέτω ως μια μικρή τυχαία αναφορά…

Κυττάζοντας στο αρχείο των σκόρπιων σημειώσεών μου βλέπω το εξής:

(Σεφέρης, χειρόγραφο Σεπ. (19)41, σχολιάζει μία από δύο απόπειρες δολοφονίας του Βενιζέλου, αυτήν από τον ληστή Καραθανάση):
…Η ίδια η κυβέρνηση παρουσιαζόταν συνεργός της δολοφονίας, σαν ένας κοινός ρεμπέτης. …

Η λέξη ρεμπέτης, λοιπόν, είχε περάσει στην ελίτ των λογοτεχνών μας, με την έννοια βεβαίως που της δίνει ο Σεφέρης. Μάλλον όμως ο Καραγάτσης δεν είχε τόσο απαξιωτική πρόσληψη της λέξης. Μου κάνουν εντύπωση πάντως οι ιδιαίτερα προσεγμένοι προσδιορισμοί του για την ατμόσφαιρα που δημιουργούσε η λατέρνα. Στο μυαλό μου έρχεται μάλλον κάποιο πολίτικο χασαποσέρβικο. Ο σκοπός είναι όχι απλά παθιασμένος, επιπόλαια παθιασμένος. Όχι ακριβώς ειρωνικός, ελαφρά ειρωνικός. Όχι νοσταλγικός, μόλις νοσταλγικός.

Σε αντιπαράθεση με τα παραπάνω, να σημειώσω και άλλη μία αναφορά από την Κλίκα: Πρόκειται για νοσταλγική ανάμνηση της παλιάς Σμύρνης, από απλό σμυρνιό πρόσφυγα, που σκαρώνει τούτο το δίστιχο για ένα καθαροδευτεριάτικο γλέντι:

Δε λείπουν τα ρεμπέτικα, πόχομε τόσο πλούτο
και που μυρίζουν μαχαλά τση Σμύρνης σαν ετούτο:

Σωκράτης Προκοπίου. Το βιβλιαράκι δημοσιεύτηκε το 1941.

Ο Καραγάτσης γνώριζε τον Πειραιά και το ρεμπέτικο. Στο ανθολογημένο όμως από τον Κ. Βλησίδη άρθρο του με τίτλο Εκεί που η Αθήνα γλεντάει(1946), στο οποίο περιγράφεται η ατμόσφαιρα των μπουζουξίδικων στις Τζιτζιφιές, φαίνεται ότι ,παρότι η ειρωνεία και ο σαρκασμός διακαιολογούνται σε μεγάλο βαθμό από τον εύθυμο χαρακτήρα του κειμένου, μάλλον βλέπει το ρεμπέτικο αφ’ υψηλού και αναπαράγει τα στερεότυπα της εποχής για τα μπουζούκια και τους ανθρώπους τους.
Έστω κι έτσι όμως οι περιγραφές του αποδίδουν κάτι από την ατμόσφαιρα των μαγαζιών:’’ Θολός καπνός κι οσμή ινδικής καννάβεως πλανιέται στην ατμόσφαιρα. Βαίνομεν ολοταχώς προς γενικήν μαστουροποίησιν…’’

Η πρόσληψη της λέξης ρεμπέτης από τους εκπροσώπους της γενιάς του '30 έχει ενδιαφέρον. Το παρακάτω παράθεμα από κείμενο του Γ. Θεοτοκά, αναφερόμενο στον Μακρυγιάννη είναι αξιοσημείωτο και για τη χρήση της λέξης ρεμπέτης, σε ένα πλαίσιο που καμιά σχέση δεν έχει με το ρεμπέτικο: " Ο Μακρυγιάννης είναι λαϊκός σαν κάποιους ρεμπέτηδες καπετανέους βασιλιάδες των ιστορικών δραμάτων του Σαιξπήρου. Κατά βάση λαϊκός στην έκφραση, στο γούστο, στη θεώρηση του κόσμου, όμως κάμποσα κεφάλια ψηλότερος από το πλήθος, πολύ έντονα ατομικός, στο έργο του όσο και στη ζωή του, και τρικυμισμένος από ευγενικά πάθη και αγωνίες.’’
Καταφανώς ο Θεοτοκάς δίνει θετικό περιεχόμενο στον όρο ρεμπέτης και θεωρεί διακριτικά του στοιχεία τη λαϊκότητα, αλλά και την ατομικότητα, την ξεχωριστή προσωπικότητα. Αμφιβάλλω αν ο Θεοτοκάς είχε κάποια στοιχειώδη επαφή με τα λαϊκά τραγούδια, πάντως ο συσχετισμός της λέξης ρεμπέτης με τη λαϊκότητα και την ατομικότητα είναι εξαιρετικά εύστοχος, αν σκεφτούμε ότι με το ρεμπέτικο περνάμε σταδιακά στην προσωπική δημιουργία, στην έκφραση ατομικότερων αισθημάτων και στην υπέρβαση της παράδοσης με τον ομαδικό και κλειστό χαρακτήρα.

Ταυτίζομαι απόλυτα μ’ αυτή τη θεώρηση. Έτσι ακριβώς όπως τη διατυπώνεις Παναγιώτη, με αυτά τα τρία στοιχεία, αλληλένδετα φυσικά αλλά πάντως ξεχωριστά.

Επίσης το τέταρτο κεφάλαιο του πρώτου τόμου τιτλοφορείται “Ένα πειραιώτικο τραγούδι” και ανφέρεται το εξής.
“Η κουβέντα σταμάτησε. Από μακριά ακούστηκε ένα τραγούδι. Κάποιος μεθυσμένος που γυρνούσε μόνος του. Ένας σκοπός χαρούμενος και μελαγχολικός μαζί, γεμάτος κέφι σφαγιαστικό και μαγκιά πειρεώτικη
Γιαμ, γιουμ!Δε σε θέλω πια,
στο διάολο να πας
κι εσύ και η μαμάκα σου
κι ο ναύτης που αγαπάς”

Δεν ξέρω αν μας λένε κάτι συγκεκριμένο οι στίχοι, πάντως είναι παρόμοιοι με το “γιαφ γιουφ”, που πιθανότατα να κυκλοφορούσε αδέσποτο…

Γενικά ο πρώτος τόμος είναι γεμάτος εικόνες από τον Πειρεά και τους ανθρώπους του, χωρίς μάλιστα στοιχεία επιτίδευσης.
Η γενικότερη άποψη του Καραγάτση, μου είναι άγνωστη, αλλά από την ανάγνωση του βιβλίου αποκομίζω την εντύπωση ότι ο συγγραφέας γνωρίζει πολύ καλά τον Πειρεά του μεσοπολέμου και τους ανθρώπους του. Πιθανότατα και τις μουσικές που ακούγονταν είτε αδέσποτα ,είτε πιο συγκροτημένα.

Το γιαφ γιουφ είναι σαφέστατα. Εκτός από αρκετές ηχογραφήσεις στην Αμερική (Θεόδοτος Δημητριάδης, Παπαγκίκα και κάποιος ακόμα) το έχει ηχογραφήσει στην Αθήνα και ο Γιώργος Βιδάλης το 1926 κατά Μανιάτη, και υπάρχει και παλαιότερη εκτέλεση στην Ορφέον (φίρμα Κων/λίτικη αρχών αιώνα) για την οποία ο Μανιάτης δεν έχει στοιχεία. Φυσικά, τα στιχάκια με τα οποία το άκουσε ο Καραγάτσης δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με εκείνα των δίσκων.

Γράφει ο Καραγάτσης στο άρθρο του αυτό που δημοσιεύτηκε στη “Βραδυνή” στις 9/8/1946 :

"…κι ο Μάρκος λανσάρει την καινούρια του κρεασιόν: “…γιατί ρωτάτε να σας πω … όταν συμβεί στα πέριξ…”

Όσο είναι “κρεασιόν” του Μάρκου το τραγούδι αυτό, άλλο τόσο ρεαλιστική μου φαίνεται η περιγραφή του χώρου.
Όπου υποτίθεται ότι παίζουν οι Μάρκος και Στράτος και κοριτσάκια 12χρονα χορεύουν στην πίστα παίρνοντας εκείνη τη στιγμή μαθήματα χορού από κάποιον δάσκαλο ;!

Η στάση του Καραγάτση απέναντι στο “ρεμπέτικο” δεν έχει τόση σημασία, ούτε αν γνωρίζει το συνθέτη τον “πέριξ”.
Το ενδιαφέρον βρίσκεται στην ίδια την αναφορά, τη θέση της στο χρόνο και τη χρήση του όρου.
Όπως μου ανέφερε ο Κος Νίκος Πολίτης στην πρώτη έκδοση ο σκοπός είναι “βλάμικος”, αργότερα ο συγγραφέας τον τροποποιεί ως “ρεμπέτικο”. Ο χρόνος που πραγματοποιείται αυτή η αλλαγή ίσως αποτελεί μια (ακόμα) ένδειξη για την περίοδο στην οποία γίνεται η ταυτοποίηση του “ρεμπέτικου” ως τέτοιο.
Είναι απλώς σκέψη…

Θέλουν πολύ ψάξιμο όλα αυτά, αλλά τίποτα δεν αποκλείεται κατ’ αρχήν. Ελάχιστες δεκαετίες νωρίτερα, όλα τα αναφερόμενα από τον Καραγάτση για τις νεαρές χορεύτριες έχουν μαρτυρηθεί από πληθώρα άλλων αυτοπτών μαρτύρων και καταγραφέων. Εκείνο που μου κάνει εντύπωση είναι η σκιτσογράφηση του χώρου από κάποιον Ευ. Τερζόπουλο. Δεν ξέρω αν υπάρχουν φωτογραφίες των πάλκων στις Τζιτζιφιές το 1946, σίγουρα θα υπάρχουν αλλά δεν έχουν βγεί στη δημοσιότητα. Ήταν μαζί με τον Καραγάτση εκείνο το βράδυ, ή σκιτσογράφησε μέσα από το γραφείο του; Η “λουλουδού” που περιγράφει ο Καραγάτσης ως “πλάσμα “ζουμερό, πολύ ζουμπουρλούδικο” δεν διαθέτει τέτοια σωματική διάπλαση στο σκίτσο. Και ο δημοσιογράφος Κώστας Μάνεσης που, ελάχιστες σελίδες μετά (σ. 130), στο ίδιο βιβλίο περιγράφει ανάλογες καταστάσεις, μάλλον δεν έκανε τον κόπο να παρευρεθεί αυτοπροσώπως: Παράγραφοι ολόκληρες από το ρεπορτάζ του στο Μοντέρνο Τραγούδι, αντιγράφηκαν από το (προηγηθέν κατά ένα μόλις μήνα) ρεπορτάζ του Καραγάτση.

Τώρα βλέπω και το #9 του Dimak: Το μαρτύρησες, βρε! Δεν πειράζει, αλλά ας βεβαιωθούμε πρώτα κάπως ακριβέστερα για τη χρονολογία που ο Καραγάτσης επεμβαίνει στο κείμενο του Γιούγκερμαν, διορθώνοντας τον “βλάμικο σκοπό” της λατέρνας σε “ρεμπέτικο”, διατηρώντας πάντως όλα τα σχετικά επίθετα!! Στο ρεπορτάζ του πάντως στη Βραδυνή (1946) δεν υπάρχει ούτε μία φορά η λέξη ρεμπέτικο ή ρεμπέτης.

Ο ενθουσιασμός του πρωτάρη!!!
Μικρές ψηφίδες που αναζητούν τη θέση τους στο μωσαικό του “ρεμπέτικου”.
Αν δεν ήμουνα σε φάση τρομακτικής εξάντλησης θα ριχνόμουνα με τα μούτρα στο διάβασμα…
Προς το παρόν θα τελειώσω απλώς το Γιούγκερμαν!

Συμφωνώ απόλυτα.
Δεν περιμένουμε από τον Καραγάτση, έναν οξυδερκή μελετητή της νεοελληνικής ανώτερης, μεγαλοαστικής - άντε και μικροαστικής, το πολύ - τάξης, να έχει ρεαλιστική άποψη για το ρεμπέτικο.
Θα ξεφεύγαμε από τη θεματολογία του φόρουμ αν επεκτεινόμαστε στον “αμοράλ” χαρακτήρα του Καραγάτση.

Ο “Γιούγκερμαν” είναι σαφώς το στοιχείο του.

Αν επιχειρήσει κανείς να δει πώς σκιαγραφεί το λαϊκό άνθρωπο σε έργα του, π.χ. στο “10”, η εικόνα που παρέχεται δεν έχει καμιά αληθοφάνεια ή, έστω, δικαιολογεί αυτόν τον “αμοράλ” χαρακτηρισμό του.