Κυττάζοντας στο αρχείο των σκόρπιων σημειώσεών μου βλέπω το εξής:
(Σεφέρης, χειρόγραφο Σεπ. (19)41, σχολιάζει μία από δύο απόπειρες δολοφονίας του Βενιζέλου, αυτήν από τον ληστή Καραθανάση):
…Η ίδια η κυβέρνηση παρουσιαζόταν συνεργός της δολοφονίας, σαν ένας κοινός ρεμπέτης. …
Η λέξη ρεμπέτης, λοιπόν, είχε περάσει στην ελίτ των λογοτεχνών μας, με την έννοια βεβαίως που της δίνει ο Σεφέρης. Μάλλον όμως ο Καραγάτσης δεν είχε τόσο απαξιωτική πρόσληψη της λέξης. Μου κάνουν εντύπωση πάντως οι ιδιαίτερα προσεγμένοι προσδιορισμοί του για την ατμόσφαιρα που δημιουργούσε η λατέρνα. Στο μυαλό μου έρχεται μάλλον κάποιο πολίτικο χασαποσέρβικο. Ο σκοπός είναι όχι απλά παθιασμένος, επιπόλαια παθιασμένος. Όχι ακριβώς ειρωνικός, ελαφρά ειρωνικός. Όχι νοσταλγικός, μόλις νοσταλγικός.
Σε αντιπαράθεση με τα παραπάνω, να σημειώσω και άλλη μία αναφορά από την Κλίκα: Πρόκειται για νοσταλγική ανάμνηση της παλιάς Σμύρνης, από απλό σμυρνιό πρόσφυγα, που σκαρώνει τούτο το δίστιχο για ένα καθαροδευτεριάτικο γλέντι:
Δε λείπουν τα ρεμπέτικα, πόχομε τόσο πλούτο
και που μυρίζουν μαχαλά τση Σμύρνης σαν ετούτο:
Σωκράτης Προκοπίου. Το βιβλιαράκι δημοσιεύτηκε το 1941.