Η λύρα της Κύπρου;

Αυτός τι περίπτωση είναι;

Γνωστός για το παίξιμο του πιδκιαυλιού αλλά και για την ποιητική του ικανότητα, ο Γιακουμής [Ατσίκκος] όχι μόνο κατάφερνε να αποσπά τα πρώτα βραβεία σε ποιητικούς διαγωνισμούς, αλλά ήταν και όνομα πρώτο και απαραίτητο για κάθε γλέντι γάμου και γιορτής.

(Πηγή)

Βοσκός μερακλής που έπαιζε καλό πιθκιαύλι και ήταν ετοιμόλογος τσιαττιστής, αλλά δεν θα έκανε γάμους μόνος του χωρίς βιολί. Η Λύση ήταν σημαντική κωμόπολη της επαρχίας Αμμοχώστου, για τη μουσική στους γάμους δες π.χ.
https://www.facebook.com/TheCypriotFiddler/videos/734774560794395/

Μόνος του ίσως όχι, αλλά πάντως έστω επικουρικά φαίνεται ότι ζητούσαν και πιθκιαύλια. Ή τον ήθελαν για στιχοπλόκο και όχι υπό την ιδιότητα του… (αλήθεια πώς τον λένε αυτόν που παίζει πιθκιαύλι);

Βοσκό :grinning: . Στα σοβαρά τώρα, το «βιολάρης» ήταν επάγγελμα, όχι απλά ιδιότητα, το πιθκιαύλι ήταν μια ιδιοκατασκευή για να περνά η ώρα.

Οι πηγές μου γενικά λένε ότι το επαγγελματικό συγκρότημα ήταν μόνο βιολί-λαούτο, για οικονομικούς λόγους, νομίζω και για λόγους έντασης (πριν τις μικροφωνικές), ας πούμε εδώ με το που αρχίζει ο αζιζιές χάνονται και το πιθκιαύλι και η λάφτα

1 «Μου αρέσει»

Παίζανε όμως πιθκιαύλι με τταμπουτσά (ακριβώς όπως τα σουραυλότουμπα στις Κυκλάδες), όχι; Άμα το πράγμα αρχίζει να γίνεται ζυγιά, δε φαίνεται να είναι πια αποκλειστικά για να περνάνε την ώρα τους οι δύο που παίζουν, αλλά να απευθύνεται και σε κάποιον. Ίσως π.χ., υποθέτω τώρα, για πρόχειρους χορούς εκ των ενόντων, έξω από επίσημα πλαίσια όπως ο γάμος.

(Γενικά δε νομίζω ότι οι παλιοί αγροτικοί πληθυσμοί συνήθιζαν να κάνουν οτιδήποτε μόνο για να περνάει η ώρα, χωρίς κάποιου είδους χρησιμότητα. Ο άλλος μπορεί στις άδειες ώρες της βοσκής να κένταγε ξυλόγλυπτα π.χ., αν είχε το μεράκι, αλλά έφτιαχνε γκλίτσες, κουτάλες, έφτιαχνε κάτι τέλος πάντων, όχι σκέτα διακοσμητικά. Χαρακτηριστικό ότι ακόμα και σήμερα οι μεγαλύτερες γενιές των παραθαλάσσιων περιοχών δεν πάνε ποτέ για μπάνια: πάνε για καβούρια, για πεταλίδες, για γιαλόχορτα, όχι για σκέτο κολύμπι και παιχνίδι.)

Αυτός είναι ο Αντρέας Χρίστακκος!!! Δε θα περίμενα να δω τέτοιο βίντεο! (Τον έχω γνωρίσει: βοσκός, προικισμένος στο πιθκιαύλιν, παλαιινός άνθρωπος χωρίς απολύτως καμία μουσική εκπαίδευση, αρκετά προβεβλημένος ως λαϊκός καλλιτέχνης -όπως λέμε Θεόφιλος, τέτοιο είδος προβολής- αλλά όχι άδικα. Και περιβόλι ως χαρακτήρας. Ανεκδοτολογικά, το πιθκιαύλιν του είναι ντυμένο με τομάρι οχιάς, την οποία σκότωσε αφού πρώτα εκείνη τον δάγκωσε.)

Πάντως η πρόχειρη ηχοληψία του κινητού δεν είναι αντιπροσωπευτική. Ένα φλογεροειδές στο «πάνω φύσημα» είναι διαπεραστικό και ακούγεται σε απόσταση διαπερνώντας τη βαβούρα. Απλώς δεν είναι βιολί, πώς να το κάνουμε, το βιολί είναι βιολί.


Edit: Μ’ αυτή την αφορμή χάζεψα λίγο πιθκιαύλια στο ΥΤ, και βρήκα ένα βίντεο όπου ο ίδιος ως άνω Αντρέας παρουσιάζει την κατασκευή. Κάπου σχολιάζει: «το τάδε πρέπει να βγει έτσι και όχι αλλιώς, για να ικανοποιήσει κάποιον που ξέρει από πιθκιαύλια. Αλλιώς, εσένα που δεν ξέρεις μπορεί να σου αρέσει, αλλά για έναν μερακλή δε λέει τίποτα». Λέει δηλαδή ότι υπάρχει κάποια ειδική γνώση, όχι μόνο στο να φτιάχνεις και να παίζεις (αυτό είναι αυτονόητο) αλλά και στο να ακούς πιθκιαύλι.

Τέτοια εξειδίκευση και τέτοιο μερακλήκι δε συνάδει με κάτι τόσο ταπεινό όσο προκύπτει από την περιγραφή «ιδιοκατασκευή για να περνάει η ώρα», άσχετα αν το να παίζεις πιθκιαύλι δεν υπήρξε ποτέ επαγγελματική ασχολία.

Θα μου πεις, μπορεί να το λέει έτσι, για φιγούρα… Και όμως, προκύπτει και από το παίξιμό του αυτό. Σουραύλια και πιθκιαύλια και θιαμπόλια (και όπως αλλιώς λέγεται το ίδιο όργανο κατά τόπους) έχω ακούσει κυρίως από τρεις κατηγορίες ανθρώπων:
-αυθεντικοί λαϊκοί τύποι με πολλή ψυχή, πολλή αυθεντικότητα, αλλά μετριότατη χρήση του οργάνου. Φαίνεται να το χρησιμοποιούν ως ένα ηχητικό αντικείμενο που μπορεί να κάνει έναν σκοπό στοιχειωδώς αναγνωρίσιμο - μέχρι εκεί.
-παίχτες άλλων πνευστών, π.χ. κλαρίνου, ή νεοπαραδοσιακοί, κυρίως στην Κρήτη, με πολλή δεξιοτεχνία. Παίζουν ωραία μουσική, άρτια ή και παραπάνω, αλλά και πάλι δίνουν την αίσθηση ότι με την προσωπική τους ικανότητα κάνουν ένα μέτριο όργανο να ξεπεράσει τη μετριότητά του και να παίξει καλά - σχεδόν τόσο καλά όσο ένα κλαρίνο ή μια λύρα…!
-τον Χρίστακκο. Αυτός είναι ο μοναδικός που έχω ακούσει (συν ίσως μερικοί άγνωστοί μου σε ηχογραφήσεις) που κάνει το όργανο να μιλάει το ίδιο, να αναδεικνύει τη δικιά του ιδιαιτερότητα και όχι μόνο την επάρκεια ή ανεπάρκεια του παίχτη. Ενώ η τσαμπούνα λ.χ. ή ο ζουρνάς έχουν έκδηλο δικό τους χαρακτήρα σαν όργανα, το σουραύλι πίστευα ότι δεν έχει, ότι απλώς παίζει νότες, μέχρι που άκουσα αυτό τον παίχτη. Ο οποίος όμως βέβαια δεν μπορεί να έπεσε από τον ουρανό, σε κάποια παράδοση εγγράφεται (φαντάζομαι κάτι ανάλογο θα ήταν κι ο Ατσίκκος), έστω κι αν αυτή σήμερα έχει ξεπέσει.

Είναι λίγο συνάντηση του τελευταίου των Μοϊκανών με τη γενιά της λάφτας :slight_smile:

Η ταμπουτσιά ήταν γεωργικό σκεύος, και μονάδα μέτρησης όγκου π.χ. μια ταμπουτσιά σιτάρι. Η μουσική της χρήση θα ήταν λίγο σαν τα κουτάλια ή άλλα αυτοσχέδια κρουστά, άσε τώρα που την «αναβίωσαν» σαν κρουστό μαζί με βιολί και λαούτο, υπάρχει καμιά τέτοια παλιά ηχογράφηση π.χ. στο αρχείο Νοτόπουλου;

Ο Ατσίκκος με βάση τη δική τη αφήγηση στο τέλος ενός ντοκυμαντέρ του Νέαρχου Γεωργιάδη , που θα προσπαθήσω να το ξαναδώ με την ησυχία μου γιατί αξίζει τον κόπο, σαν παιδί θυμάται δυο Σμυρνιούς πρόσφυγες να παίζουν βιολί και σαντούρι και λέει ο ίδιος ότι έμαθε τραγούδια κλπ από αυτούς. (και το δεύτερο μέρος Η ΚΥΠΡΟΣ ΚΑΙ Η ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ - 002 on Vimeo)

Στον Νοτόπουλο ούτε τέτοια ούτε άλλη. Μόνο βιολί και λαούτο ή σόλο πιθκιαύλι ή σόλο τραγούδι. Ο Ανωγειανάκης έχει μαζί με πιθκιαύλι μερικές.

Εδώ βλέπω ότι η τοιχογραφία, και μάλιστα ειδικά η λεπτομέρεια με τον τσαμπουνιέρη, έχει βγει σε γραμματόσημο της Κύπρου, και το γραμματόσημο σε εξώφυλλο δίσκου:


(Πάντως δεν ήταν από εδώ που την ήξερα.)

διαβάζω τα εξής για την φώτο :

<< Τοιχογραφία. Κύπρος, Κακοπετριά, Ναός Αγίου Νικολάου της Στέγης, Αναπαράσταση Μουσικού. Πηγή:Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου. ©Φωτογραφικό Αρχείο Χ. Χοτζάκογλου>>

https://users.sch.gr/ipap/Ellinikos_Politismos/Istoria-b/5-4.htm

Η εκκλησία χτίστηκε τον 11ο αιώνα, άρα μάλλον 11ου και η τοιχογραφία.

Αυτό έχει απαντηθεί:

Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι κατά πόσον η παρουσία μιας τσαμπούνας (στα χέρια βοσκού) σε αγιογραφία στην Κύπρο σημαίνει ότι η τσαμπούνα ήταν γνωστή και οικεία στην Κύπρο. (Καλά, και να ήταν τον 14ο αιώνα εμένα δε μου λέει τίποτε…) Γιατί υπάρχουν κι άλλες πιθανές αναγνώσεις: ότι ο βοσκός με την τσαμπούνα ήταν στερεότυπο στοιχείο των εικόνων της Γέννησης, ή ότι ο αγιογράφος απεικόνιζε μεν αυτά που ήξερε από τη γύρω του πραγματικότητα αλλά δεν ήταν Κύπριος.

Ένα κάποιο φως σ’ αυτά τα ερωτήματα θα έδινε το όνομα του αγιογράφου. Αλλά φαίνεται ότι δεν το ξέρουμε. Αν τελικά το όνομά του σώζεται, θα το μάθουμε από κάποιο βιβλίο που να έχει φτγρ αυτής της τοιχογραφίας. Τέτοιο βιβλίο υπάρχει (βλ. #6 του Άγη), αλλά δε βρέθηκε κανείς που να το έχει και να συμμετέχει στο νήμα.

Βέβαια, στο λινκ του #6 διαβάζουμε άλλες πληροφορίες από το εν λόγω βιβλίο για την εν λόγω εικόνα: τόπο, χρονολογία, τίτλο, λεπτομερώς. Θα παρέλειπαν το όνομα του αγιογράφου; Μάλλον δεν υπάρχει ούτε στο βιβλίο, άρα μάλλον είναι άγνωστο.

Οπότε τελικά η τοιχογραφία δεν αποτελεί αξιοποιήσιμο στοιχείο. Μας πληροφορεί απλώς ότι τον 14ο αιώνα ή πριν τον 14ο αιώνα η τσαμπούνα υπήρχε. Γενικώς, στον κόσμο… Ε, αυτό το ξέραμε. Για το αν υπήρχε στην Κύπρο, κουβέντα.

Το αν υπήρχε το 14ο αιώνα από μόνο του είναι ένα ερώτημα, αλλά το πότε έπαψε να υπάρχει θα ήταν εξίσου ενδιαφέρον. Στο τέλος του μεσαίωνα η Κύπρος ήταν σταθμός για τους Βενετούς και τους Γενουάτες που κυριαρχούσαν τότε στο εμπόριο και τη ναυσιπλοία της Μεσογείου, οι Βενετοί μέσω Κρήτης βέβαια, είχε και επαφές με τα τελευταία απομεινάρια του Βυζαντίου (Ελένη Παλαιολογίνα κλπ), άρα δε θα ήταν παράλογο να έχει κάποια κοινά όργανα με Κρήτη / Αιγαίο.

Για τις τοιχογραφίες υπάρχουν τα στοιχεία της Ουνέσκο , υπογραμμίζω τα περί επιρροών:

They also contain a wealth of dated inscriptions, an uncommon feature in the Eastern Mediterranean during the Middle Ages, which makes them particularly important for recording the chronology of Byzantine painting. Important examples of the 11th century iconography survive in the churches of St. Nicholas of the Roof and Panagia Phorbiotissa of Nikitari. Within Panagia tou Arakou in Lagoudera and St. Nicholas of the Roof are found important wall paintings from the Comnenian era, with the first being of exceptional artistic quality attributed to Constantinopolitan masters. The 13th century, the early period of Latin (western) rule in Cyprus, is well represented in the wall paintings of St. John Lampadistis in Kalopanagiotis and in Panagia in Moutoulla, which reflect the continuing Byzantine tradition and new external influences. The 14th century wall paintings at Panagia Phorbiotissa, Timios Stavros at Pelendri and St. John Lampadistis also display both local and Western influences, and to a certain degree, the revived art of Paleologan Constantinople. In the late 15th century iconography at Timios Stavros Agiasmati and Archangelos Michael, Pedoulas exhibits once again the harmonious combination of Byzantine art with local painting tradition, as well as some elements of Western influence, which are different, however, from the earlier series of St. John Lampadistis that was painted by a refugee from Constantinople. The Venetian rule, which began in 1489 was reflected in the development of the Italo-Byzantine school, and the most sophisticated examples can be found in Panagia Podhithou and the north chapel of St. John Lampadistis, both successful examples of Italian Renaissance art and Byzantine art fusion. Finally, the wall paintings of the Church of the Transfiguration of the Savior in Palaichori form part of the Cretan school of the 16th century.

Μα η τσαμπούνα δεν ήρθε από το Αιγαίο. Ο συγκεκριμένος τύπος διπλού αυλού, αρχικά χωρίς ασκό, προέρχεται από τη Μεσοποταμία και από τα βάθη των αιώνων. Μέσα από ποιος ξέρει τι διαδρομές έφτασε, στην εποχή μας (τελευταίες δεκαετίες 20ού αι. μέχρι και σήμερα ή μέχρι λίγο πιο πριν), να διατηρείται κυρίως στο Αιγαίο, σε θυλάκους των Βαλκανίων (Αλβανία), στη Β. Αφρική, τη Μάλτα, τη Μαύρη Θάλασσα, τον Καύκασο, τον Περσικό κόλπο και (άσχετο!) τη χώρα των Βάσκων. Πιθανότατα θα ξεχνώ και κάποια.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οποιεσδήποτε δύο από αυτές τις περιοχές είχαν οπωσδήποτε και οριζόντια σύνδεση μεταξύ τους. Κάποιες μπορεί, αλλά το σίγουρο είναι απλώς ότι όλες έχουν κάθετη σύνδεση με την αρχική κοιτίδα.

Το ίδιο θα ίσχυε κι αν προσθέταμε στις περιοχές και την Κύπρο. (Εννοώ: θα μπορούσε να υπάρχει στην Κύπρο εντελώς ανεξάρτητα από το ότι υπάρχει και στο Αιγαίο. Όπως και το αντίστροφο, να έχει η Κύπρος πυκνές σχέσεις και πολιτισμικές ανταλαγές με το Αιγαίο -που είχε βέβαια- αλλά να μην έχει τσαμπούνα!)

Ακόμη πιο παραστατικά:

Τα όργανα που μπορούν να χαρακτηριστούν τσαμπούνες έχουν δύο αυλούς δίπλα-δίπλα. Συνήθως έχουν τις ίδιες τρύπες, π.χ. 5:5 σε αρκετά νησιά του Αιγαίου, 6:6 στις χώρες του Περσικού κόλπου. Κάποτε ο ένας αυλός μπορεί να είναι χωρίς τρύπες (5:0, 6:0), δηλαδή ισοκράτης, ή με μία τρύπα (5:1, 6:1), κινητός ισοκράτης.

Αλλά υπάρχει και η περίπωση 5:3, που απαντά σε δύο μέρη: στην Ατζαρία της Γεωργίας, και στην Κάλυμνο! Ε, προφανώς δεν έχει παίξει αλληεπίδραση ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο μέρη (που να άφησε ανεπηρέαστη τη Λέρο, όπου παίζουν τσαμπούνες 5:5, και την Πάτμο με 5:1)!