Δρ. Πέπε

Μ’ αυτό τον πρώτο στίχο το ηχογράφησε, ιδιαίτερα καλαίσθητα, ο Γιώργος Κονιτόπουλος. Δε γνωρίζω πότε. Φαντάζομαι κι αυτή η εκτέλεση θα επηρέασε εκτός Νάξου. (Πάντα το άκουγα «περνοδιαβαίνω», μονολεκτικά.)

Όσο για την παραπάνω συζήτηση, ποιοι επηρεάστηκαν από τον Πάριο και ποιοι όχι, τώρα παρατηρώ καλύτερα το σχόλιο του Κουτρουφιού:

Ευχαριστώ πολύ, δεν το ήξερα.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 16:48 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 16:46 —

Χα, κι εγώ, αλλά τώρα που χρειάστηκε να το γράψω, το είδα αλλοιώς!

Στ’ Απεράθου το τραγούδι -όπως και τα περισσότερα τοπικά τους τραγούδια- το λένε κάθε φορά με άλλους στίχους.

Το έχω σε εκτέλεση που ξεκινά με τους στίχους:
Ωραία που’ ναι να αγαπάς μα και να σ’ αγαπάνε κτλ

Υπάρχει περίπτωση παλιά να παιζότανε και με τσαμπούνα ή μόνο με λαούτο;

Γαϊδαράκο, πρώτα απ’ όλα σ’ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια μερικά σχόλια πιο πριν.

Τον σκοπό αυτό τον παίζουν με τσαμπουνοτούμπακα οι Μυκονιάτες τσαμπουνιέρηδες. Στη Μύκονο έχει επικρατήσει εδώ και 15-20 χρόνια η μόδα να παίζουν οι τσαμπουνιέρηδες οτιδήποτε μπορούν να βγάλουν, κι αν δεν μπορούν να το βγάλουν τότε να το παραλλάσσουν μέχρι να βγει. Όταν λέμε οτιδήποτε, εννοούμε όχι μόνο σκοπούς από γειτονικά νησιά αλλά και όλα τα λαϊκά που αναφέρθηκαν στα προηγούμενα σχόλια, μέχρι και Τάσο Μπουγά.

Γενικά, αυτό δεν είναι κάτι που είθισται. Κατά τη γνώμη μου έγινε στη Μύκονο επειδή σε μερικούς ανθρώπους (που μάλιστα έτυχε να είναι εξαιρετικά μπριόζοι, χαρισματικοί γλεντιστάδες, όπως ο Μπαμπέλης κι ο Καντενάσος), η αγάπη για την τσαμπούνα παρέμεινε ενώ η σύνδεση με την παράδοσή της είχε ατονήσει, λόγω μακροχρόνιου ξενιτεμού και παράλληλα κοσμοϊστορικών αλλαγών στον τρόπο ζωής πίσω στο νησί τους. Σημειωτέον ότι πρόκειται για άτομα γεννημένα στη δεκαετία '30, όχι τίποτε πιτσιρικάδες. Όταν αυτοί, μετά τη σύνταξη, ξαναγύρισαν στο νησί και ξανάπιασαν τα γλέντια, έδωσαν και το πρότυπο για τους άλλους τσαμπουνιέρηδες του νησιού κι έτσι αυτή η τάση γενικεύτηκε.

Εφόσον όμως σ’ έναν τόπο, ή εστω σ’ ένα κύκλο (μερικές παρέες σ’ ένα χωριό ή και μεταξύ χωριών στο ίδιο νησί), η παράδοση της τσαμπούνας διατηρείται σχετικά ισχυρή, έχω παρατηρήσει ότι πολύ συστηματικά δεν παίζει οτιδήποτε, ανεξάρτητα αν ταιριάζει στις νότες που διαθέτει. Παραμένει πιστή στο ιστορικό της ρεπερτόριο, με ελάχιστες προσθήκες που γίνονται πάααρα πολύ αργά. Το γιατί γίνεται αυτό είναι μεγάλη ιστορία, δες στο βιβλίο (όπου και πάλι δε θα βρεις μια έτοιμη απάντηση, απλώς θα καταλάβεις λίγο το πλαίσιο.)

Επομένως, το ότι οι Μυκονιάτες παίζουν την Απεραθίτικη πατινάδα στην τσαμπούνα δεν αποδεικνύει τίποτε. Πάμε τώρα στη Νάξο, όπου τα πράγματα είναι πιο παραδοσιακά:

Η τσαμπούνα έχει μια πολύ συγκεκριμένη κλίμακα από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει. Είναι έξι νότες όλες κι όλες, χωρίς διέσεις και υφέσεις. Όλο της το ρεπερτόριο αποτελείται από αυτές τις έξι νότες. (Αν και στα λόγια φαίνεται περίεργο, υπάρχουν άπειροι σκοποί που στηρίζονται στις ίδιες αυτές έξι νότες, ακόμη και εκτός τσαμπούνας, ακόμη και σε μέρη της Ελλάδας που ποτέ δεν είχαν τσαμπούνες ή όργανα με τους ίδιους περιορισμούς.) Συνεπώς, ένας σκοπός με νότες πέρα από αυτές τις έξι αποκλείεται να είναι της τσαμπούνας, ενώ ένας σκοπός εντός των 6 νοτών μπορεί να είναι αλλά χωρίς αυτό να είναι απόδειξη.*

Η απεραθίτικη πατινάδα είναι μέσα σ’ αυτές τις έξι νότες. Αλλά δεν έχω ακούσει ποτέ να την παίζουν με τσαμπούνα στη Νάξο, ακόμη και από Απεραθίτες που, όταν την παίζουν τα βιολιά, μπορούν με άφατη απόλαυση να αραδιάζουν δίστιχα μέχρι το τέλος του κόσμου, και που, παράλληλα, ξέρουν να παίζουν πολλούς παλιούς σκοπούς, ακόμη και εντελώς ξεχασμένους.

Άρα, τελικά, νομίζω ότι δεν ανήκει στο ρεπερτόριο της τσαμπούνας, χωρίς όμως και να το αποκλείω 100%.


*Παίζουν κι άλλα κριτήρια, καθώς άλλα ισχύουν για τα τραγούδια κι άλλα για τα οργανικά, αλλά αφού εδώ μιλάμε για τραγούδι ας μην επεκταθούμε.

Είναι κυκλαδίτικος ιδιωματισμός. Τον ξαναπέτυχα σ’ ένα άλλο τραγούδι πριν λίγο καιρό, και αμέσως σκέφτηκα «αυτό πρέπει να το πω στον Νίκο»! Θυμόμουν ότι σε πλέον της μιας συζητήσεις είχε εκφράσει την απαρέσκειά του γι’ αυτό τον στίχο, αλλά δε θυμόμουν ποιες είναι οι συζητήσεις. Τώρα που από τυχαία αφορμή βρέθηκα εδώ, ξέχασα το τραγούδι! Πάντως από το συμφραζόμενο προέκυπτε ξεκάθαρα ότι δεν υπάρχει κανένας απρεπής υπαινιγμός. Το νόημα που αχνοθυμάμαι ήταν μάλλον κάτι σαν «ερωτοτροπώ» ή «τα φτιάχνω», πράγμα που βέβαια, στις εποχές εκείνες, σήμαινε «στρίβω το μουστάκι όταν περνώ από τον δρόμο σου» ή «τραβώ με νόημα, με τα δάχτυλα, το μαντήλι που κρατιόμαστε στον χορό», για τους άντρες, και «χαμηλοκοιτάζω και τραβώ το τσεμπέρι στο πρόσωπο μη φανεί ότι κοκκίνισα» για τις γυναίκες. Θέλω να πω, δεν υπάρχουν κίνδυνοι ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης ή άλλου τέτοιοων διαστάσεων σκανδάλου.

Δεν ξέρω ποιο τραγούδι εννοείς Περικλή. Πάντως, τη δεκαετία του 80 ο Γ. Κονιτόπουλος έβγαλε ένα νεονησιώτικο, το “κοπελουδάκι Παριανό” όπου έχει το στιχάκι “Τα παίζω μ’ ένα Παριανό κοπελουδάκι νόστιμο”.

νοστιμό :slight_smile: *

(αλλά, η απάντηση στο τί σημαίνει “τα παίζω” δόθηκε σαφώς, μπράβο Γιάννη!)


  • εκτός κι αν πούμε “τα παίζω μ’ ένα Πάριανο” :019:

Όχι πως έχω καμιά δουλειά να υπερασπίζομαι άθλια στιχουργήματα, αλλά μετρικό λάθος δεν υπάρχει. Από τους πραγματικούς τόνους του πεζού λόγου μέχρι τους μετρικούς τόνους των τραγουδιών, μεσολαβούν κάποιες συμβάσεις, αλλιώς πολυσύλλαβες λέξεις όπως π.χ. το «κοπελουδάκι» (που είναι γεμάτη η γλώσσα μας) θα έπεφταν αυτόματα εκτός οποιουδήποτε μέτρου.

Δίστιχα όπως «έλα να πάμε εκεί που λες / που κάνουν τα πουλιά φωλιές» και «έλα να πάμε μάτια μου / κι ας φέρουν τα κομμάτια μου» έχουν το ίδιο μέτρο: και στα δύο δεν τονίζεται η προτελευταία συλλαβή. Ανεξάρτητα αν κατά τα άλλα είναι όλοι οι τόνοι ίδιοι ή όχι. Το ίδιο μπορεί να γίνει και μέσα στο ίδιο δίστιχο, όπως στο εν λόγω.

Το λάθος σου, Περικλή μου, είναι ότι με πήρες στα σοβαρά…:slight_smile: