Δρ. Πέπε

Συγχαρητήρια και από μένα, περιμένω με ενδιαφέρον να διαβάσω το αποτέλεσμα των κόπων σου. Ελπίζω να συνεχίσεις την ερευνα :slight_smile:

Άργησε κομμάτι (δεν έχω καταλάβει γιατί), αλλά ακόμη Σεπτέμβρης είναι:

http://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/37254

Από τη στιγμή που είναι πλέον ανεβασμένη σε ιστότοπο ελεύθερης πρόσβασης (χωρίς εγγραφή), δηλαδή ορατή στον καθένα, δεν υπάρχει το παραμικρό κώλυμα να τη στείλω και προσωπικά σε όποιον τυχόν ενδιαφέρεται. Στείλτε πμ.

Αν και καθυστερημένα - λόγω μη εγγραφής στο φόρουμ :Ρ - σιδηροκέφαλος και καλή σταδιοδρομία. Θα κοιτάξω την εργασία μιας και έχει άκρως ενδιαφέρον θέμα. Και πάλι συγχαρητήρια!

Συγχαρητήρια Περικλή!!

Ευχαριστώ πολύ ρε παιδιά!!

(Ο καλός ο λόγος είναι πάντα καλοδεχούμενος. Αλλά πρέπει να εξηγήσω ότι η ανάρτηση του δρ δεν είναι κανένα κατόρθωμα, γίνεται αυτοδίκαια για όλες τις διατριβές. Όσο για τα μπράβο για το ίδιο το δρ, ευχαριστώ ταπεινά.)

Διάβασα στα γρήγορα κάποια αποσπάσματα και μου κίνησαν το ενδιαφέρον ακόμα παραπάνω, ελπίζω σύντομα να μπορέσω να διαβάσω ολόκληρη τη διατριβή από την αρχή μέχρι το τέλος.

Μπράβο και από μένα, ξανά. Πλούσιο υλικό. Δίνει την αίσθηση ότι περιέχει τα πάντα όσα ήταν δυνατόν να μαζευτούν για το θέμα και θα είναι προσβάσιμο ένα πρώτης τάξης βιβλίο αναφοράς με χρήσιμες πληροφορίες ακόμη και για αυτούς που δεν έχουν το χαβέσι της τσαμπούνας. Ήδη, από το πρώτο ξεφύλλισμα, έχω ερωτήματα αλλά σιγά σιγά.

Στη σελίδα 220 του Α τόμου (online 244) και στον πίνακα της σελίδας 59 του Β τόμου (online 654) αναφέρεται ο “Νικόλας ο ψαράς” που εντάχθηκε στο ρεπερτόριο της τσαμπούνας στη Μύκονο. Λες ότι είναι του Καζαντζίδη. Πράγματι, το έχει πει και ο Καζαντζίδης (με τη Μαρινέλα, δεύτερη φωνή) στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Αλλά το τραγούδι είναι των Τσιτσάνη/Μητσάκη (βρίσκω στο Μανιάτη ότι τους στίχους έχει κάνει ο Τσιτσάνης και τη μουσική ο Μητσάκης) και πρωτοκυκλοφόρησε το 1949 με τον Τσαουσάκη και τη Νίνου.
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι από ποια, τελικά, εκτέλεση το μάθανε οι τσαμπουνέρηδες της Μυκόνου. Είναι πιθανόν από αυτήν του Καζαντζίδη.

Για το “Ποτέ τη μάνα μην πικραίνεις” του Γ. Κλουβάτου (στίχοι Κ. Βίρβου) που αποδίδεται στην Γκρέυ τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα. Σύμφωνα με το Μανιάτη το πρωτοείπε η Γκρέυ το 1953 και το ξαναείπε η Χρυσάφη το 1954.

Για την ακρίβεια, πάντως, ως συνθέτης αναφέρεται ο Τσιτσάνης και ο Μητσάκης ως στιχουργός.

Στα δύο συγκεκριμένα σημεία, Γιάννη, έγραψα «το τραγούδι Χ του Ψ καλλιτέχνη» με την τρέχουσα καθημερινή έννοια του ποιος το λέει, γι’ αυτό και έγραψα σκέτο «Καζαντζίδη» (όχι Στέλιου Καζαντζίδη - με την Καίτη Γκρέυ απλώς δε μου πήγαινε το επώνυμο έτσι μόνο του). Θεώρησα ότι, στο πλαίσιο του θέματος που συζητιόταν εκεί (διαφιρετικού απ’ ό,τι λ.χ. για το «Μη με στέλνεις μάνα»), παρείλκε να ψάξω και να δώσω την πληροφορία για το ποιος τα έγραψε.

Αυτό είναι πράγματι ένα ερώτημα. Ομολογώ δεν ήξερα ότι υπήρχε και παλιότερη εκτέλεση, ούτε και για τη «Μάνα» ότι υπήρχε και η εκτέλεση της Χρυσάφη.

Ευχαριστώ για το σχόλιο και για την πληροφορία.

[Για να είμαστε ειλικρινείς, και τα δύο τραγούδια τα αγνοούσα. Υπέθεσα ότι ο Νικόλας ο ψαράς θα είναι κανενός παλιού, άκυρου, τοπικά γνωστού λαϊκονησιώτη, και τον έψαξα στο ΥΤ. Προς μεγάλη μου έκπληξη βρήκα λαϊκό ζεϊμπέκικο του Καζαντζίδη (οκ, με τον Καζαντζίδη), πράγμα που μ’ έβαλε στην περιέργεια να ψάξω και τα άλλα τραγούδια του μυκονιάτικου δίσκου. Μετά, όπως έγραψα παραπάνω, έκρινα ότι παραπάνω ψάξιμο θα ήταν λίγο εκτός θέματος, και δεν έτυχε να έχω και προσωπικό -εξωερευνητικό- ενδιαφέρον γι’ αυτά τα τραγούδια (όταν έψαξα και βρήκα και ποιανού είναι τα «Τέλια του ΟΤΕ», που αναφέρονται λίγο παρακάτω στο κείμενο και που δεν τα άκουσα σε δίσκο αλλά μόνο λάιβ, είπα: πάει, τερμάτισα ως ερευνητής). Χρειαζόμουνα ίσα ίσα τόση πληροφορία όση να καταλάβει ο αναγνώστης για τι είδος τραγουδιού μιλάμε.]

Α γεια σου! Και εγώ έτσι τα ήξερα. Άρα το site του Μανιάτη έχει λάθος σε αυτό.

Ωραία, Περικλή, ευχαριστώ για τη διευκρίνιση. Είμαι περίεργος να τα ακούσω με τις τσαμπούνες με κάποιο τρόπο.

Είναι αλήθεια ότι ο εμπειρικός τοπικός οργανοπαίκτης δεν θα κάτσει να ψιλολογήσει την προέλευση ενός τραγουδιού που το ακούει από το ράδιο ή το δίσκο. Έτσι για παράδειγμα στην ίδια σελίδα 220/244 έχεις την καταγραφή ντόπιου μουσικού που λέει για το “φέρτε μια κούπα με κρασί” της Πόλυς Πάνου (δεν το ταυτίζει με τον συνθέτη του που είναι ο Α. Καλδάρας αλλά με την ερμηνεύτρια). Άρα, στην περίπτωση αυτή, το έμαθε από τη συγκεκριμένη εκτέλεση (βρίσκω ότι είναι του 1971. Είναι σίγουρο;) που ομολογουμένως είναι γνωστότερη και όχι από την πρώτη του 1952 με τον (κοίτα πάλι σύμπτωση) Τσαουσάκη. Αυτό δίνει και μια αίσθηση για το πότε περίπου τα τραγούδια (του τρίτου στρώματος που λες) εντάσσονται στις τοπικές παραδόσεις.

Μια παρατήρηση για το “Ντάρι ντάρι ντάρι ντάρι στο γιαλό πετούν οι γλάροι”. Πράγματι, ο οδοστρωτήρας Πάριος έκανε πανελληνίως γνωστή την απειραθίτικη αυτή πατινάδα. Στα δίπλα νησιά, πάντως, ήταν γνωστό ως “πατινάδα του γάμου” από πριν (1970) από δίσκο με την Ειρήνη Κονιτοπούλου όπου έχει άλλα στιχάκια (με ευχητικά γαμήλια δίστιχα) και αντί για “νταρι ντάρι” το τσάκισμα είναι “που να ζήσετε κι οι δύο τρισευτυχισμένο βίο”. Αυτή του Πάριου πάντως επηρέασε αποφασιστικά και τα γειτονικά νησιώτικα ρεπερτόρια από το 1982 και μετά, και όλοι λένε “ντάρι ντάρι” πια.

Μάλιστα, δεν το 'ξερα για την πατινάδα.

Να υποθέσω, Γιάννη, ότι το 'χεις πάρει από την αρχή κι έχεις φτάσει στη Μύκονο; Όταν πιάσεις Νάξο, που γίνεται εκτενέστερος λόγος για τα νεονησιώτικα, θα έχεις πολλά να μου πεις κι εκεί.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 12:12 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 11:23 —

Πονεμένη ιστορία…

Όπως θα διάβασες, υποτίθεται ότι το βιβλίο συνοδεύεται από σιντί, το οποίο όμως δεν υπάρχει στο σάιτ (τα περιεχόμενά του εννοώ).

Το είχα φτιάξει με αρκετή δουλειά, γιατί δεν είναι απλή συλλογή ηχογραφήσεων, είχε και μίξεις (στα συγκεκριμένα λ.χ. είχε μία εισαγωγή και μία στροφή από το κάθε λαϊκό + τα αντίστοιχα από το τσαμπουνιστό), είχε απομονωμένα τα σημεία που μ’ ενδιαφέρει κάθε φορά να τονίσω (π.χ. μια τρίλια ή μια διφωνία) με φέιντ ιν και φέιντ άουτ για ν’ ακούγεται κάπως ευχάριστα, κλπ κλπ.

Το έβγαλα σε 8 αντίτυπα, για τους 7 καθηγητές και για τη ββθήκη του Τμήματος. Θεώρησα περιττό να φτιάξω και για μένα, αφού το είχα στον υπολογιστή.

Και ο υπολογιστής μου κάηκε την παραμονή της υποστήριξης! (Ολοκλήρωσε την αποστολή του σ’ αυτό τον κόσμο και είπε νυν απολύοις τον δούλον σου.)

Και τα κείμενα (μαζί με τις φωτογραφίες) έχασα, αλλά τα βρήκα από φίλους που τους τα είχα στείλει με μέιλ, χωρίς όμως τις διορθώσεις των τελευταίων ημερών που έκατσα και τις ξαναπέρασα από την αρχή.

Έχασα επίσης το πάουερ πόιντ της υποστήριξης, η οποία τελικά έγινε μόνο προφορικά (και καλύτερα).

ΠΑΝΤΑ ΜΠΑΚΑΠ, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ!!!

εκτός, φυσικά, από την Κούλα Κληρονόμου, που ερμήνευσε την πατινάδα (πρώτος στίχος: περνώ, διαβαίνω για να ιδώ κλπ.) αριστουργηματικά, σε σύγκριση με τον ολετήρα Πάριο, στον σήμερα σπάνιο μοναδικό δίσκο της, με Ζευγώλη στο βιολί. Σε πρώτη αναζήτηση δεν το βλέπω ανεβασμένο στο γτ, να δόσω το σύνδεσμο αλλά, απ’ ό,τι θυμάμαι, αντί για “ντάρι ντάρι, να τα παίζαμε*, μακάρι”, λέει απλά: “το φεγγαράκι στο βουνό αν δε ΄υρίσει, δεν κινώ”.

*ποιά υπονοούνται, αλήθεια;

Το λέει κι εδώ, με άλλο πρώτο στίχο, αλλά μάλλον αυτό θυμάσαι Νίκο.

Δεν ξέρω αν είναι ο μοναδικός της δίσκος, ούτε αν το λέει αριστουργηματικά. Αριστουργηματικά παίζουν τα όργανα, αυτό σίγουρα. Και η επιλογή στίχων έχει μια αξιοπρέπεια που είναι εύλογο να διατηρείται στον τόπο που έβγαλε το τραγούδι (Απεραθίτισσα, όπως κι ο Ζευγώλης), περισσότερο απ’ ό,τι εκεί όπου το έμαθαν έτοιμο* από εκχυδαϊσμένες διασκευές. Τώρα, η ερμηνεία της Κληρονόμου προσωπικά δε μ’ αρέσει.

Στ’ Απεράθου το τραγούδι -όπως και τα περισσότερα τοπικά τους τραγούδια- το λένε κάθε φορά με άλλους στίχους.


*το έμαθαν έτοιμο:

Για ένα τραγούδι (ή και οποιοδήποτε άλλο πολιτισμικό στοιχείο) που είναι διαδεδομένο σε διάφορους τόπους, έχει μεγάλη σημασία ο τρόπος που διαδόθηκε. Άλλο να το μάθουν οι Χ νησιώτες από τους Ψ νησιώτες επειδή συμμετείχαν στο ίδιο δίκτυο μετακινήσεων (πέρναγαν όλοι από τη Σμύρνη για εμπόριο / τσουρμάριζαν μαζί για σφουγγάρια / συναντιούνται ταχτικά σ’ ένα συγκεκριμένο πανηγύρι), ή απλά επειδή είναι γειτόνοι, κι άλλο από τα ΜΜΕ, το σχολείο κλπ… Το τελικό αποτέλεσμα είναι διαφορετικό σε κάθε περίπτωση.

Kαταρχήν συγχαρητήρια Πέπε για την εργασία σου. Γνωρίζω πολύ καλά οτι για να για να γίνει ένα διδακτορικό χρειάζεται πολύ δουλειά και πολύς αγώνας για να ολοκληρωθεί.

Σχετικά με τη πατινάδα στην οποία αναφέρεστε, υπάρχουν στο γιουτιουμπ και δύο ζωντανές εκτελέσεις με Κληρονόμου-Ζευγώλη. Η μία είναι αυτή: https://www.youtube.com/watch?v=5DgQJmsCTgQ
και η άλλη αυτή εδώ.

Τα είδα της Νάξου αλλά δεν έχω και πολλά προς το παρόν (μόνο προσωπικές αναμνήσεις. Το “παράπονο του σκύλου” άρεσε στο μακαρίτη τον πατέρα μου…)

Πράγματι Νίκο, η κυκλοφορία του δίσκου Ζευγώλη-Κληρονόμου το 1983 λειτούργησε ως οδόφραγμα στο σάρωμα που πήγε να γίνει με τον Πάριο. Έτσι τα πράγματα δεν ξέφυγαν τελείως. Ξέρω αρκετούς νέους-τότε- οργανοπαίκτες που έδωσαν προσοχή στην εκδοχή αυτή. Νομίζω ότι ο δίσκος αυτός είχε και επίπτωση στο λεγόμενο “νεοπαραδοσιακό” όπως το ορίζει ο Περικλής που διαμορφώθηκε τα επόμενα χρόνια. Btw η Κληρονόμου εμένα μ’ αρέσει…

Σχετικά με την “πατινάδα του γάμου” στην προ Πάριου περίοδο σε γειτονικά νησιά παραπέμπω σε γλέντι στη Σίφνο στα τέλη της δεκαετίας του 70. Ο σκοπός και τα στιχάκια ήταν γνωστά μάλλον από το δίσκο της Κονιτοπούλου του 1970 που είπα πιο πάνω. Χρησιμοποείται και ένα διαφορετικό τσάκισμα από τα πολλά που χρησιμοποιούνται στα σιφνέικα. Τόσο στο παίξιμο του βιολιού όσο και στο τέμπο διαφέρουν σχετικά με το αργό απειραθίτικο της Κληρονόμου αλλά και από το πιο πεταχτό μεταγενέστερο του Πάριου. Το λαούτο διατηρεί πάντα το σιφνέικο τρόπο.
Με την ευκαιρία αφήνω και τη συνέχεια (από το 4:30) και μετά που είναι ένας σκοπός που στη Σίφνο λέγεται Παριανέικος. Δεν ξέρω αν ο Περικλής τον έχει πετύχει κάπου με τσαμπούνα.

Ναι, αυτό είναι το τραγούδι και βεβαίως “ξύπνα φεγγαροπρόσωπη” ο πρώτος στίχος, δεν το θυμόμουν καλά. Δεν “χτύπησε” κι άλλο δίσκο και δεν βγήκε ποτέ επαγγελματικά η Κληρονόμου, όπως μου έλεγε κάποια Κορωνιότισσα, ο σύζυγός της δεν θα το ήθελε.

Ε, άμα δεν άλλαζαν κάθε φορά οι στίχοι στ’ Απεράθου, πού θα άλλαζαν;

Ο Μπέλα Μπάρτοκ λέει ότι αν ένα λαϊκό τραγούδι (αυτό που εμείς ονομάσαμε “Δημοτικό”) έχει πάντα ακριβώς τους ίδιους στίχους, όπου κι αν καταγράφηκε, τότε μάλλον απ’ το σχολείο το μάθανε και όχι απ’ τη γιαγιά τους ή το πανυγήρι οι καταγραφέντες / -είσες.

Ακριβώς.

Στον καιρό του Μπέλα Μπάρτοκ μάλλον δε θα ήταν τόσο συνηθισμένο οι λαϊκοί πληροφορητές να το είχαν μάθει από δίσκους, αλλά αργότερα προστέθηκε κι αυτή η περίπτωση.

Βέβαια, υπάρχουν και υποπεριπτώσεις: αν κυκλοφόρησε μέσω δίσκου / σχολείου πριν από τρεις γενιές, και έκτοτε μεταδίδεται προφορικά, το πιθανότερο είναι ότι και πάλι θ’ αρχίσουν να ξεφυτρώνουν παραλλαγές. Τέτοια περίπτωση είναι το Μη με στέλνεις μάνα, όπου οι Μυκονιάτες -που το θεωρούν παλαιότατο ντόπιο- έχουν προσθέσει τα τσακίσματα (τα δυο σου μαύρα μάτια…).

Πολλές τέτοιες περιπτώσεις μάς έχει δείξει και το Κουτρούφι, με τα ρεμπέτικα / ελαφρά κλπ. της Σίφνου.


Θεωρώ ότι οι φορείς ενός λαϊκού μουσικού πολιτισμού από τρεις δρόμους μαθαίνουν τραγούδια:

Από μέσα: τραγούδια που τα είχε η κοινότητά τους από πριν να έρθει στον κόσμο ο κάθε συγκεκριμένος πληροφορητής.

Από έξω: από γειτονικά χωριά, από ταξίδια δικά τους αλλού ή αλλωνών εδώ, στα παλιά τα χρόνια από περιπλανώμενους τραγουδιστές - ζητιάνους, από Γύφτους ή άλλους που προσφέρουν μουσικές υπηρεσίες σε κοινότητες όπου δεν ανήκουν οι ίδιοι.

Από πάνω: από «ηγεμονικούς μηχανισμούς», που είναι κυρίως τα ΜΜΕ και η εκπαίδευση.

Βέβαια, με το διάβα των γενεών οι δύο τελευταίοι τρόποι συγχέονται με τον πρώτο…

Αν διαβάσουμε προσεκτικά τα γραπτά του Μπέλα Μπάρτοκ, θα διαγνώσουμε ξεκάθαρα την βαθειά του πικρία για το ότι η γνήσια, κατά τον ίδιον και τον Κόνταλυ, αυθεντική λαϊκή μουσική της Κεντρικής Ευρώπης δεν επιβιώνει πλέον στην εποχή τους παρά μόνο στους απομακρυσμένους από τον πολιτισμό (λέγε με σιδηρόδρομο) πληθυσμούς και εκεί, μόνο στους υπέργηρους. Η λεγόμενη λαϊκή μουσική (Φόλκ Μουζίκ) της Ουγγαρίας κατά τις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν πλέον καθαρά λόγια μουσική που πέρασε στους βιρτουόζους τσιγγάνους και εξελίχτηκε, αλλά δεν είχε την παραμικρή σχέση με την γνήσια λαϊκή μουσική (που θυμίζει Βαλκάνια και Τουρκία). Έτσι, ο δίσκος ως μέσο διάδοσης της λαϊκής μουσικής στην Ουγγαρία και τις γειτονικές χώρες δεν λειτούργησε καθόλου, αφού κανείς δεν θα ενδιαφερόταν να αγοράσει δίσκους με γνήσια, παλιά, λαϊκή ουγγρική μουσική.

Καλησπέρα κι από μένα. Πάντα απαξίωνα, από παιδί, το στιχάκι “ντάρι ντάρι κ.λπ.” υποθέτοντας, χωρίς όμως να έχω επιχείρημα για να το στηρίξω, ότι είναι ένα ανόητο εφεύρημα του Πάριου.

Πριν λίγους μήνες, λοιπόν, αναζητώντας κάτι συγκεκριμένο στο αρχείο των Κυκλάδων του Καρά, ακούω ταχτάρισμα παριανό, όπου η κυρούλα λέει σε σκοπό ταχταρίσματος, που όλοι λίγο ως πολύ μπορούμε να υποθέσουμε πώς περίπου είναι, ακριβώς το παρακάτω:

“Ντάρι ντάρι ντάρι ντάρι, στο γιαλο πετούν οι γλάροι”.

Εντυπωσιάστηκα. Όχι μόνο από το ότι βρήκα τον στίχο ακριβώς, αλλά κυρίως από την προκλητική σύμπτωση να είναι ο Πάριος από την Πάρο και να το χρησιμοποιεί στην πατινάδα. Δεν είναι σίγουρο, βέβαια, ότι ο Πάριος το πήρε από ταχτάρισμα και το έβαλε στην πατινάδα, οπωσδήποτε όμως είναι ένα σημαντικό στοιχείο. Και μάλιστα ως ταχτάρισμα ο στίχος λαμβάνει νόημα και παύει να φαντάζει ανόητος. Το ίδιο συμβαίνει και με το “να τα παίζαμε μακάρι” αν υποθέσουμε ότι και αυτό λεγόταν σε ταχτάρισμα.

Σχετικά με τον δίσκο της Κληρονόμου έχει επανεκδοθεί σε CD, ο οποίος μάλιστα διατίθεται στα καταστήματα.