Διασκευές χωρίς πρωτότυπο

Ανακάλυψα τυχαία «Τα Ριζά», έναν πρόσφατο δίσκο που αν κατάλαβα καλά και το συγκρότημα έχει τον ίδιο τίτλο. Διασκευές παραδοσιακών αιγαιοπελαγίτικων τραγουδιών μ’ έναν πραγματικά ενδιαφέροντα νέο ήχο. Είδα και άκουσα όσα δείγματα βρήκα στο ΥΤ, και ομολογώ ότι έχουν κάτι το καθηλωτικό.

Πιστεύω να συμφωνήσετε ότι, όσο κι αν η ιδέα να διασκευάσεις παραδοσιακά σε μη παραδοσιακή φόρμα έχει πια γίνει τσιχλόφουσκα, εδώ υπάρχει κάτι το αξιόλογα δημιουργικό. Μπράβο στα παιδιά.

Όμως, αγανακτώ όταν βλέπω τόσο πολλούς μουσικούς να στρέφονται στην εύκολη λύση να διασκευάσουν αυτό που μόλις διασκεύασε κάποιος άλλος και το έκανε γνωστό, χωρίς να ψάξουν οι ίδιοι πώς είναι το πρωτότυπο που υποτίθεται ότι διασκευάζουν.

Το Σάββατο βραδύ είναι παραδοσιακό καρπάθικο τραγούδι. Είναι από τα δημοφιλέστερα τραγούδια στο νησί, και από αρκετά παλιά είχε βγει σε τουλάχιστον 2-3 ηχογραφήσεις από ντόπιους (π.χ. εδώ), ενώ σήμερα σίγουρα το ΥΤ θα είναι γεμάτο με διάφορα βίντεο από φολκλορικές εκδηλώσεις, ίσως και γλέντια, όπου το παίζουν Καρπάθιοι.

Απ’ όλους τους καρπάθικους δίσκους, που είναι αρκετές δεκάδες, ο γνωστότερος είναι και ο ατυχέστερος. Είναι μια παραγωγή του Χρ. Χάλαρη που, εκτός ότι επενδύεται με διάφοα φαντασιώματα ελληνικού μεγαλείου του παραγωγού, είναι και κακοπαιγμένος.


Τα καρπάθικα είναι μια τόσο ιδιωματική μουσική ώστε μέχρι σχετικά πρόσφατα κανείς μη Καρπάθιος δεν είχε επιχειρήσει να τα προσεγγίσει, παρ’ όλο που όλο το hype για την περίφημη παράδοση της Καρπάθου ήδη υπήρχε. Εκτός από αυτό τον δίσκο, όπου τραγουδούν και παίζουν λύρα και τσαμπούνα ντόπιοι, αλλά λαούτο παίζει ο Γράψας. Ο Γράψας δεν ήερε πώς παίζονται τα καρπάθικα, με αποτέλεσμα να τους πετάει όλους έξω και όλα τα τραγούδια να βγουν πλαδαρά και αδιάφορα. Ο Χάλαρης δεν ήξερε πώς έπρεπε να βγουν, δεν παρατήρησε ότι κάτι δεν πάει καλά, κι έτσι βγήκε μια ανεύθυνη παραγωγή που, ωστόσο, πούλησε αρκετά.

Ο δίσκος περιλαμβάνει και το «Σάββατο βραδύ».

Ο Ζωγραφίδης, που τραγουδάει, σε κάποιο σημείο κάνει μια σύντμηση δύο στίχων. Κανονικά θα περιμέναμε να πει:

Σπίτι δε θωρώ, διεμονή να μείνω,
μόνο 'να δεντρό (λεμονίτσα μου με τον ψιλόν ανθό),
μόνο 'να δεντρό, το λένε κυπαρίσσι,
δέξου με δεντρό (λεμονίτσα μου με τον ψιλόν ανθό).
Δέξου με δεντρό, δέξου με κυπαρίσσι,
να τα κλώνια μου (…κλπ.)

αλλά αντ’ αυτού λέει:

Σπίτι δε θωρώ, διεμονή να μείνω,
μόνο 'να δεντρό (δέξου με δεντρό),
Δέξου με δεντρό, δέξου με κυπαρίσσι,
να τα κλώνια μου (…κλπ.)

Ο Ζωγραφίδης αυτό το τραγούδι το 'χει πει ένα εκατομμύριο φορές, και το 'χει ακούσει άλλες τόσες. Το 'χει κτήμα του. Κατέχει άριστα (όπως οι πιο πολλοί στην Κάρπαθο) την τέχνη της διαρκούς ανάπλασης, δεν έχει παγιωμένες εκδοχές για κάθε τραγούδι που να τις επαναλαμβάνει σαν κασετοφωνάκι. Τον έχω σε αρκετές ηχογραφήσεις να λέει το ίδιο τραγούδι δύο φορές διαφορετικά, και από εκτενέστατη προσωπική πείρα ξέρω ότι αυτός είναι ο κανόνας στην Κάρπαθο. Έτσι, στο συγκεκριμένο τραγούδι έκανε εκείνη την αλλαγή εκείνη ειδικά τη φορά, γιατί έτσι του βγήκε. «Κανονικά» αυτή η συγκεκριμένη αλλαγή δε θα έστεκε, γιατί συμφύρει τους κυρίως στίχους με τα γυρίσματα και κόβει ένα κομμάτι στίχου, αλλά ο πραγματικός φορέας της παράδοσης, που είναι σχεδόν ο δημιουργός του τραγουδιού, δικαιούται κι αυτό ακόμα να το κάνει.

Ε λοιπόν, αυτή η αλλαγή είναι σαν τα σκόπιμα λάθη που βάζουν στους χάρτες οι εκδότες για να εντοπίζουν τους αντιγραφείς.

Τον δίσκο του Χάλαρη τον άκουσε η Φριντζήλα. Της άρεσε το Σάββατο βραδύ, και το έβγαλε σε διασκευή. Το σημείο με το δεντρό το κράτησε όπως το έχει πει ο Ζωγραφίδης. Δεν της έκανε καμιά εντύπωση ότι κάτι δεν πάει καλά μετρικά, δε ρώτησε (ενώ έχει προσωπική γνωριμία και άλλωστε και συνεργασία με τον Ζωγραφίδη), δεν έψαξε αν λέγεται κι αλλιώς, αν έχει ξαναηχογραφηθεί το τραγούδι, τίποτα, το επανέλαβε καρμπόν.

Το έκανε σουξέ. Ένα σουξέ χωρίς κοπιράιτ. Και το σουξέ της Φριντζήλα το βρήκαν όλοι έτοιμο και άρχισαν να το ξαναδιασκευάζουν. Έτσι τα Ριζά. Έτσι και οι Πλειάδες. Έτσι και οι Τσουγκράνες. Έτσι ακόμη και η Μαρίνα Σάτι (παντού, αν προσέξετε, η ίδια πολυφωνία). Έτσι και ένα σωρό μικρά γκρουπάκια που έχω πετύχει σε μαγαζιά, παρέες ή στο ΥΤ.

Ένας έβγαλε τα κάστανα από τη φωτιά, κι όλοι όρμηξαν να φάνε.

(Εντωμεταξύ, αργότερα η Φρινζήλα ξαναηχογράφησε το τραγούδι μαζί με τον Ζωγραφίδη, κι εκεί το είπε σωστά! Αλλά όλοι αυτοί δεν το 'μαθαν…)

Λοιπόν, αυτό το πράγμα γίνεται όλη την ώρα. Από ανακαλύψεις της Φριντζήλα που μετά τις ξαναδιασκεύασε κι η κουτσή Μαρία θυμάμαι προχείρως άλλο ένα καρπάθικο από τον ίδιο δίσκο του Χάλαρη, τη «Μηλιά», κι ένα λέρικο, το «Άρωμα» (που προ Φριντζήλα δε λεγόταν έτσι, λεγόταν «σκοπός του ___ [μου διαφεύγει]»). Ανεξαρτήτως Φριντζήλα, πριν καμιά ντουζίνα χρόνια είχε γίνει το ίδιο με το θρακιώτικο Ντουχούν αμάν (Πού 'σουν εψές πουλάκι μου…), πιο πρόσφατα με το ριζίτικο «Ο μπέλος / ο καύκος», πιο παλιά ακόμα με το επίσης θρακιώτικο Μαργούδι (Το Μαργούδι κι η Αλεξαντρής). Εντελώς ενδεικτικά αυτά (είναι δεκάδες οι περιπτώσεις).

Αυτή η αναζήτηση του εύκολου μειώνει πολύ την αξία της κάθε διασκευής. Δεν μπορείς να μην έχεις ακούσει το πρωτότυπο που διασκευάζεις. Ιδίως μάλιστα αν πρόκειται για τραγούδια που η πρωτότυπη μορφή τους είναι ρευστή.

Και φυσικά κανέναν δεν έχω δει ποτέ να αναφέρει «τραγούδι που το άκουσα από τη Φριντζήλα ή από την Κώτη», όπως έγραφε παλιά εκείνη η χαζή η Σαμίου. Όχι: παραδοσιακό Καρπάθου! Ριζίτικο! Θρακιώτικο! Πω πω, παράδοση! Αρχεγονίλα! Διονυσιασμός! Οι ρίζες, μας, το dna μας!

Ναι ρε μάγκα, ξέρεις να μου τη δείξεις τη Θράκη στον χάρτη;

3 «Μου αρέσει»