Αστικολαϊκά παραλειπόμενα

Ακριβώς.

Το πλήρες μπάχαλο, να το ξαναπούμε!

Προσωπικώς πιστεύω ότι υπήρχε περισσότερη σταθερότητα ή γενικώς νομίζεται και επιφυλάσσομαι να τοποθετηθώ οργανωμένα όταν βρεθεί χρόνος και δροσιά (αυτό το λέω τώρα για να πιέσω/φιλοτιμήσω τον μελλοντικό εαυτό μου)

Τί να πω, βρε Ζαράζ, ψάχ’ το γιατί τους τελευταίους κάποιους μπόλικους αιώνες, στην Ανατολική Μεσόγειο, στα θέματα αυτά, σταθερότητα πουθενά δεν φάνηκε να θέλει να κρυσταλλωθεί, μα… πουθενά! Κάθε άλλο!!! Πλαστικότητα αντάμ παπαντάμ, σύμφωνα τουλάχιστο με την προσωπική μου εκτίμηση*. Αν εσύ καταφέρεις να ανακαλύψεις κάτι διαφορετικό…

( * ) Και ακριβώς αυτή η πλαστικότητα, κατά τη δική μου τουλάχιστον αντίληψη, είναι και το ωραίο, που διαφοροποιεί δραστικότατα και δημιουργικότατα την Ανατολική μουσική από την (συγκερασμένη και άκαμπτη) Δυτική.

Ένας παράγοντας που περιπλέκει ακόμη περισσότερο τα πράγματα, νομίζω, είναι και ο εξής:

Το «σουραύλι» του Τάδε χωριού είναι τοπικό όργανο. Μπορεί να το παίζουν και αλλού, ίδιο ή παρόμοιο, και να το ονομάζουν ίδια ή παρόμοια ή εντελώς διαφορετικά, αλλά για τους ντόπιους Ταδεχωρίτες είναι δική τους υπόθεση, τοπικού ενδιαφέροντος. Σπάνια θα τύχει να το συζητήσουν με άλλους ώστε να αναζητήσουν κοινό λεξιλόγιο συνεννόησης. Ομοίως και για τους ντόπιους κάθε άλλου χωριού με σουραύλια. (Είμαι σε θέση να το πιστοποιήσω αυτό μετά λόγου γνώσεως, γιατί ήμουν παρών όταν όλες οι τοπικές παραδόσεις τσαμπούνας άρχισαν για πρώτη φορά να έρχονται μαζικά σε επαφή η μία με την άλλη. Κάθε νησιώτης, έκπληκτος και έκθαμβος, άλλη κουβέντα δεν είχε παρά «γιά πες μου, γιά δείξε μου» και «έλα να σου δείξω».)

Ενώ αντίθετα τα μπουζούκια και οι ταμπουράδες είχαν παράλληλα παρουσία και κεντρικά, στα άστη και μάλιστα ακόμη και σε οργανοποιεία της αμερικάνικης διασποράς. Εκεί διαμορφώθηκε το «στάνταρ» μπουζούκι, που εξέλιξή του είναι το σημερινό μπουζούκι. Όχι πως και το «στάνταρ» δεν είχε ποικιλία και πολυμορφία, αφού και τώρα ακόμη εξακολουθεί να έχει, αλλά άλλο οι πειραματισμοί και οι προτάσεις του κάθε επαγγελματία οργανοποιού που -όπως βλέπουμε και στο #733- είχε περάσει συστηματική μαθητεία, και άλλο η ποικιλία των τοπικών παραδόσεων. Όταν βγάζει ο άλλος διαφήμιση στην εφημερίδα ότι φτιάχνει μπουζούκια, απευθύνεται σε κοινό που θα καταλάβει τι ακριβώς εννοεί.

Όσο εξακολούθησαν και οι ταμπουράδες να έχουν αντίστοιχη «κεντρική» παρουσία, κάτι παρόμοιο θα ίσχυε: θα υπήρχε κάποιος «στάνταρ» ταμπουράς. Που εγώ τουλάχιστον δεν έχω καταλάβει ποιος ήταν.

Αλλά παράλληλα υπήρχαν και τα μπουζούκια και οι ταμπουράδες (και τα κιτέλια κλπ.) των τοπικών παραδόσεων, όπου μόνο ο συγχωριανός σου είναι βέβαιο ότι θα καταλάβει ακριβώς τι εννοείς με κάθε ονομασία.

Ωραία γενεαλόγηση του κουτσαβακισμού
(ΕΣΠΕΡΙΝΗ ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ 3/1/1898)

https://digitallib.parliament.gr/main.asp?current=11290629

https://digitallib.parliament.gr/main.asp?current=11290630

1 «Μου αρέσει»

Ενδιαφέρον ως προς τι είδους αμανέδες να έλεγαν οι βρακάδες.

(ΑΣΜΟΔΑΙΟΣ 28.03.1882)

Kαφέ-Αμάν (εδώ το αναγράφει ως Καφέ-Σαντάν) και στη Λακωνία, το 1883.

ΑΣΜΟΔΑΙΟΣ 07.08.1883)

2 «Μου αρέσει»

Έχει το ενδιαφέρον της μια γενεαλογική διερεύνηση του μάγκικου ιδιώματος, του οποίου γίνεται χρήση σε πάμπολλα ρεμπέτικα. Να δούμε δηλ. πού μπορούμε να συναντήσουμε πρώιμο αργκοτικό λεξιλόγιο ή σχόλια σε συγχρονικές πηγές.

Ας δούμε πρώτα τα μαγκάκια στα 1859 (ΜΕΡΙΜΝΑ 14/3/1859)
https://digitallib.parliament.gr/main.asp?current=7300919

Την ίδια εποχή μια μοσχομάγκα (ΕΥΤΕΡΠΗ, 1/4/1854)
Προβολή του Η Μοσχομάγκα

Τον 19ο αιώνα, το μάγκικο ιδίωμα ονομαζόταν, από τον Νικόλαο Πολίτη (1878) τουλάχιστον, «κορακιστικά». Έγραφε λοιπόν στα 1909: «κορακιστικά είναι η συνθηματική γλώσσα, δι’ ης συνεννοούνται προς αλλήλους, οσάκις θέλωσι να μη γίνωσι καταληπτοί υπό άλλων, οι κάτοικοι χωρίων τινών της Ελλάδος, ηναγκασμένοι ν’ αποδημώσι συχνάκις, καθώς και οι αποτελούντες μυστικάς κοινωνίας εγκληματικάςˑ όθεν εν τη περιπτώσει ταύτη η λέξις έχει την αυτήν σημασίαν και η […] γαλλ. argot, αγγλ. slang […]Της συνθηματικής γλώσσης των εν Αθήναις αγυιοπαίδων πλείστας λέξεις (ας ανακοίνωσέ μοι ο μακαρίτης αξιωματικός της χωροφυλακής Χρυσάφης) παρενέβαλον εις την μετάφρασιν του μυθιστορήματος του Δίκκενς Όλιβερ Τουίστ»

Πράγματι στη μετάφραση που έκανε το 1878 ο Ν. Πολίτης συναντάμε ένα πολύ πρώιμο αργκοτικό λεξιλόγιο στην κυρίως Ελλάδα (γιατί στη Σμύρνη βέβαια προηγήθηκε ο καταπληκτικός Χαμουδόπουλος το 1871, π.χ. μπανιστής (=κατάσκοπος), σβελτσέτα και καπατσιτά, σαπουκαλίδες (=όσους, αφού περάσουν από φυλακή, μετά με ψύλλου πήδημα τους κουβαλάνε μέσα), πλιάτζικα (=τα κλοπιμαία), σκυλόστομο (=το κρεμαστό κλείθρο, κοινώς λουκέτο), παίρνω πρόβες (=βγάζω κέρινα αντίτυπα των κλείθρων), γκόμινες, φούρκα (=φυλακή;), σουμπέ (=υποψία), ρουκάνισμα (=διάρρηξη), μπουταλάς, κολαούζι, κόβω λάσπη, τσατ πατ, σακουλεύομαι, σουσούμια, μονόφθαλμο (ευμεγέθης κύλινδρος, εντός του οποίου τίθεται μακρύς κηρός −αντί για χαρτοφάναρο), βγαίνω φλούδα (παίρνω μηδενικό μερτικό από κλοπή »).

Στη μετάφραση του Όλιβερ Τουίστ, λοιπόν, συναντάμε λέξεις όπως ξαφριστής=αστυνομικός, κόκκα=κεφάλι, κέφκος=κεφάλι, σώπα=ρόπαλο, κρεμμύδι=ρολόι, τα μεριά=οι δικαστές, λαδώνω=κλέβω, καρυδώνω=πνίγω, βιολί=ρίνη (λειαντικό εργαλείο)

Βλ. και

(σχόλιο 106)

Πρώιμο ντοκουμέντο της λωποδυτική γλώσσας (ΑΘΗΝΑΪΚΗ 4/10/1889)

https://digitallib.parliament.gr/main.asp?current=9904908

https://digitallib.parliament.gr/main.asp?current=9904909

Να βάλουμε και τις χειρόγραφες σημειώσεις του Μ. Τριανταφυλλίδη για τα “μάγκικα”


«Τα νέα αργκό» στη ΝΕΑ ΗΜΕΡΑ Τεργέστης (3/6/1918)
https://digitallib.parliament.gr/main.asp?current=1056954

Το καλοκαίρι 1925 ο Νίκος Λάσκαρης, κατά την εισήγησή του στον Καλοκαιρίνειο Διαγωνισμό, στηλιτεύει: “Η πάγκαλος ελληνική γλώσσα αντικατεστάθη διά των εργκώ των χασισοποτών και της άλλης βρωμεράς διαλέκτου των ασυστόλων νεανιών”

Άρθρο του Φαλτάιτς («Αλεξανδρινή Τέχνη», Τόμ. 4, Αρ. 9 (1930))
«Περίεργες λαογραφικές σελίδες: οι μυστικές συνθηματικές γλώσσες στην Ελλάδα, Ένα μπερδεμένο εθνολογικό πρόβλημα»


Στα 1937 «Μαζί με τους αργκώ του τενεκέ μαχαλά» της Θεσσαλονίκης
(ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ 4/1/1937)

https://digitallib.parliament.gr/main.asp?current=7563277

Εδώ το «συνθηματικό» λεξιλόγιο της χαρτοπαιξίας. Κάποιες λέξεις βρίσκουμε και στα ρεμπέτικα

ΚΑΙΡΟΙ 29/12/1904

https://digitallib.parliament.gr/main.asp?current=7316295

ΣΚΡΙΠ 5/7/1908

https://digitallib.parliament.gr/main.asp?current=10880959

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 31/12/1930

https://digitallib.parliament.gr/main.asp?current=8132092

2 «Μου αρέσει»

Ναι, έτσι ονομάστηκαν αρχικά τα λαϊκά καφωδεία της εποχής, αντιγράφοντας την «Εσπερίαν» (εδώ,τη Γαλλία). Αργότερα, η ονομασία «μεταλλάχθηκε» σε Καφέ – Αμάν. Τον τρόπο, τον περιγράφει πολύ ωραία ο Θ. Χατζηπανταζής, στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Της Ασιάτιδος Μούσης ερασταί.

1 «Μου αρέσει»

“Φούρκα” δεν είναι η κρεμάλα;

Κάτι που έψαχνα αρκετά χρόνια. Ο Κώστας Χατζηδουλής το είχε εντοπίσει στην εφημερίδα ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ (1890) ως εξής, αλλά δεν κατάφερα να το βρω.

Μπουζούκι νέον παρήγγειλεν ὁ βασιλόπαις Γεώργιος και μαντολίνο ο Διάδοχος, και προσέλαβον τους αναγκαιούντας διδασκάλους προς τέλειαν εκμάθησιν των δύο τούτων οργάνων όπως δι αυτών διέρχωνται τας ώρας της άνοιας των ημείς φρονούμεν ότι καλλίτερον θα ήτο αν εξεμάνθανον οι σεπτοί βασιλοπαίδες μας την κάϊδα και τον καραζουρνά.

Εδώ εντοπίζουμε παρόμοια αναφορά την ίδια εποχή στην εφημερίδα ΝΕΑ ΕΦΗΜΕΡΙΣ και τελικά μάλλον πρόκειται για κιθάρα και μαντολίνο, αλλά η αναφορά σε τετράχορδο (Μάλλον εννοεί το βιολί) αφήνει μια ελαφρώς υπόνοια. Επιβεβαιώνεται η υπόθεση πως ο οργανοποιός ήταν ο Ιωάννης Σταθόπουλος.

1 «Μου αρέσει»

Μα όχι, βέβαια! Ο άνθρωπος εξήγησε σαφέστατα τί ακριβώς είναι τα «κορακίστικα», ιδίωμα κάθε άλλο παρά μάγκικο βεβαίως. Και δεν ταύτισε τις ομάδες (τεχνιτών και άλλων) που χρησιμοποιούσαν τα κορακίστικα, με τους μάγκες, με την έννοια βεβαίως που έχει σήμερα η λέξη.

“Της συνθηματικής γλώσσης των εν Αθήναις αγυιοπαίδων πλείστας λέξεις”

Όχι, άλλο τα καφέ σαντάν κι άλλο τα καφέ αμάν. Τα σαντάν ήταν πιο ευρωπαϊκά, πιο καθωσπρέπει, και νομίζω ότι προϋπήρξαν. Τα καφέ αμάν, παρ’ ότι και κοινωνικώς και από άποψη ρεπερτορίου ήταν απ’ όλα για όλους, χαρακτηρίζονταν πιο πολύ από το ανατολίτικο στοιχείο και τη λαϊκή απεύθυνση.

Αυτό που ίσως θυμόσουν Νίκο με μετάλλαξη ονομασίας ήταν ότι τα ανατολίτικα μουσικά καφενεία τα είπαν πρώτα καφέ-σαντούρ (ευφυέστατο λογοπαίγνιο, κατά τη γνώμη μου, από το καφέ-σαντάν) αλλά ο όρος που τελικά επικράτησε ήταν καφέ-αμάν. Που κι αυτός μάλλον λογοπαικτικός ήταν, κι ας τον λέμε σήμερα με κάθε σοβαρότητα.

1 «Μου αρέσει»

Μα φυσικά! Εγώ απλά σχολίασα το

Η ορολογία ‘‘Ρεμπέτικα’’ μεταξύ των υπόλοιπων ειδών μουσικής σε διαφήμιση του καταστήματος Παπασταθόπουλου στην Αλεξάνδρεια, το 1922.

1 «Μου αρέσει»

Μπλατσαράς, ο μπουζουξής που έβαζε τα γυαλιά στους φυλακισμένους.

(ΝΑΥΠΛΙΑΚΗ ΗΧΩ 23.03.1930)

1 «Μου αρέσει»

Ο γλωσσολόγος Μανώλης Τριανταφυλλίδης αναφέρει τις σημειώσεις του Πολίτη για τα κορακίστικα σ’ένα άρθρο για τις συνθηματικές γλώσσες των Ελλήνων. Εκεί φαίνεται ότι ο όρος κυρίως αναφέρεται στις συνθηματικές γλώσσες που χρησιμοποιούσαν σε διάφορα επαγγέλματα/συντεχνίες. Δεν ξέρω αν μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο, αλλά είναι διαθέσιμο εδώ

O Τριανταφυλλίδης γράφει για τα ντόρτικα/τη συνθηματική γλώσσα των Roma χαλκιάδων της Ευρυτανίας, που είναι εν μέρει βασισμένη στην γλώσσα τους.

Η αναφορά στα παιδιά στο κείμενο του Πολίτη μου έφερε μία άλλη σκέψη. Έχω την εντύπωση ότι κορακίστικα μπορεί επίσης να δηλώνει τη συνθηματική γλώσσα που χρησιμοποιούν συνήθως παιδιά για πλάκα, σαν ένα είδος παιχνιδιού. 'Οπως λέει το αγγλικό Wikipedia:

Greek Korakistika Insert “k” and the vowel(s) of the original syllable after each syllable “Kalimera” → “Kaka liki meke raka”. Αυτό μου θυμίζει το Fikonspråket των παιδικών μου χρόνων, που σχηματίζεται περίπου με τον ίδιο τρόπο:

https://www.proz.com/kudoz/swedish-to-english/advertising-public-relations/1207223-fikonspråk.html

Στο λήμμα μιλάει για τη δεκαετία του 30, αλλά ήταν ζωντανό και στα χρόνια μου, τουλάχιστο στην ύπαιθρο.

Βέβαια, μία τέτοια χρήση συνθηματικής γλώσσας δεν έχει αναγκαστικά σχέση με τις κατώτερες τάξεις ή με περιθωριακές ομάδες. Από την άλλη, είναι μάλλον πιο πιθανόν ότι τα “αλητάκια” ή “τα παιδιά των σοκακιών” (“οι ἀγυιόπαιδες”) να επικοινωνούσαν με κορακίστικα, παρά τα παιδιά της αστικής τάξης που δεν γυρνούσαν στα σοκάκια, αλλά κάθονταν φρόνιμα με τους δασκάλους κατ’ οίκον!

1 «Μου αρέσει»

Σήμερα, κορακίστικα αυτό σημαίνει, το παιδικό γλωσσικό παιχνίδι, π.χ. πώκως σέκε λέκενεκε (πώς σε λένε). Και ασφαλώς είναι ζωντανό, έστω και όχι σε καθημερινή βάση. Εφόσον έχει και συνθηματική χρήση, σαν παιχνίδι βέβαια πάντα, μπορεί κάλλιστα να υπήρχε πραγματική ενήλικη συνθηματική γλώσσα με το ίδιο όνομα, κι από κει να το πήρε και η παιδική.

Γενικώς από επαγγελματικές συνθηματικές γλώσσες η πιο γνωστή είναι τα κουδαρίτικα, των Ηπειρωτών χτιστάδων.

Argot: κορακιστικά/διάλεκτος των επιτηδείων κλεπτών (Θεοχαρόπουλου, Ονομαστικόν τετράγλωσσον Γαλλαγγλογραικελληνικόν, 1834)

Argot: συνθηματική διάλεκτος των αλητών και κλεπτών, κορακιστικά (Ηπίτη, Γαλλοελληνικόν)

1 «Μου αρέσει»

Θα βγω αρκετά εκτός θέματος, αλλά ο συγκεκριμένος όρος “κορακίστικα” (ή “κορακιστικά”) είναι αρκετά πολυσήμαντος, και ακόμα αντιφατικός ως προς τη χρήση του. Στα πλαίσια του γλωσσικού ζητήματος και τις διαμάχες ανάμεσα στους καθαρεουσιάνους και τους δημοτικιστές σημαίνει πολλές φορές το αντίθετο από την “αργκό” ή την “χυδαία” γλώσσα του περιθωρίου. Παραδείγματος χάρη, στα διηγήματα του Εφταλιώτη δηλώνει τη σχολαστική χρήση της καθαρεύουσας από τους αρχαιόπληκτους δημοδιδασκάλους. Αυτή η χρήση της λέξης μάλλον πηγάζει από το σατιρικό θεατρικό έργο του Ιάκωβου Ρίζου Νερουλού “Τα Κορακιστικά”, όπου ο συγγραφέας κριτικάρει τις γλωσσικές απόψεις του Κοραή.

Είμαι σίγουρη ότι τα υπόλοιπα μέλη θα μπορέσουν να πουν περισσότερα γι’ αυτό το ζήτημα…απλώς έχω την εντύπωση πως η χρήση και η σημασία του όρου είναι αρκετά θολή και μεταμορφώνεται ανάλογα με τις περιστάσεις και τα συμφραζόμενα.

2 «Μου αρέσει»