Τον τελευταίο καιρό, που κατοικώ στην Κρήτη, προσπαθώ να μελετήσω κρητικό ρεπερτόριο στην ασκομαντούρα (τσαμπούνα). Η μελέτη προϋποθέτει να οργανώσει κανείς πρώτα την «ύλη» του, κι αυτό αποδεικνύεται αρκετά δύσκολη δουλειά, γιατί η «ύλη» είναι λιγοστή και πάρα πολύ σκόρπια.
Στην Κρήτη συμβαίνει το παράδοσξο, να είναι αφενός το νησί με τους περισσότερους, μάλλον, τσαμπουνιέρηδες (αναλογικά με τον πληθυσμό και σε απόλυτα νούμερα), πολλοί εκ των οποίων ασχολούνται επαγγελματικά και δεν προλαβαίνουν να τρέχουν από τη ζήτηση, και αφετέρου το πραγματικό ρεπερτόριο του οργάνου να είναι σχεδόν ολοκληρωτικά χαμένο. Η αντινομία αυτή εξηγείται από τη ρήξη της παράδοσης ανάμεσα στους προηγούμενους και τους τωρινούς ασκομαντουράρηδες: μετά από ποιος ξέρει πόσους αιώνες εξέλιξης από γενιά σε γενιά, κάποια στιγμή έπαψαν να πιάνουν καινούργιοι το όργανο, κι επί δύο γενιές δε βγήκε σχεδόν κανείς νέος. Στο μεταξύ οι παλιοί ένας ένας πέθαιναν χωρίς να έχουν αφήσει (οι περισσότεροι) ίχνη της τέχνης τους. Και μετά, πριν καμιά δεκαετία, το όργανο ξανάγινε αιφνιδίως της μόδας. Στο μεταξύ βέβαια οι τρόποι της μουσικής ψυχαγωγίας είχαν αλλάξει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι σ’ όλους τους προηγούμενους αιώνες. Η τσαμπούνα, όργανο φτιαγμένο 100% μέσα στα καλούπια των παλιών τρόπων ψυχαγωγίας (και γενικά των παλιών κοινωνικών δομών) δεν είχε απολύτως καμία θέση στο σύγχρονο κρητικό μουσικό στερέωμα, και δεν της έμενε παρά να βρει μια καινούργια θέση ως κάτι άλλο, ένα όργανο με τον ίδιο μεν ήχο και τις ίδιες νότες όπως παλιά, αλλά χωρίς άλλη σχέση με το παλιό.
Επειδή όμως σε άλλα μέρη έχω δει τον παλιό τρόπο να αναβιώνει πειστικά, ουσιαστικά και όχι φολκλορικά, πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο να αναζητήσει κανείς όσα στοιχεία του έχουν διασωθεί, και να δει πώς θα τους ξαναεμφυσήσει ζωή.
Δημοσίευσα λοιπόν στο μπλογκ μου ένα μέρος από την οργάνωση της ύλης που έλεγα στην αρχή. Για όποιον ενδιαφέρεται, βλ. εδώ (Α’ μέρος) και εδώ (Β’ μέρος).