Επικρατέστερη φαίνεται να΄ναι η εξής εκδοχή:
«Αντιλαλούν δυο φυλακές τ΄Ανάπλι κι ο Ιτς Καλές…».
Αυτή η εκδοχή αναφέρεται και σε παλιότερες εφημερίδες και σε βιβλιογραφία ελληνική και ξένη σχετικά με τις φυλακές στην Ελλάδα, όπως προκύπτει και από την εργασία του φίλου Γιάννη (που συμμετείχε μέχρι πρόσφατα και στο φόρουμ).
Έτσι μάλιστα επιβεβαιώνεται και ο Μπίνης σε ό,τι αφορά πως δυο φυλακές αντιλαλούν όταν είναι αντίκρυ η μια με την άλλη, για να δημιουργείται αντίλαλος: η Ακροναυπλία (Ιτς Καλές για τους Τούρκους) είναι απέναντι από το Παλαμήδι (Ανάπλι),το οποίο βρίσκεται ανατολικά της Ακροναυπλίας, στο εσωτερικό του όρμου, η μια φυλακή ακριβώς απέναντι από την άλλη.
¨Όλες οι ιστορικές πηγές αναφέρονται σ΄αυτές τις δυο φυλακές με λεπτομέρειες. Φαίνεται πως από το 1926 οι φυλακές μεταφέρθηκαν από το Παλαμήδι στην Ακροναυπλία και στεγάστηκαν στον στρατώνα του Καποδίστρια.
Δυστυχώς το 1970 γκρεμίστηκαν οι φυλακές της Ακροναυπλίας, για να ανεγερθεί εκεί το « Xenia Palace» θέλοντας να σβήσουν από τη συλλογική μνήμη μια πικρή σελίδα της πρόσφατης ιστορίας του τόπου μας.
Ψάχνοντας , επίσης, βρήκα μια πληροφορία (από παλιές εφημερίδες και της Καλαμάτας και του Ναυπλίου) για το πώς μπορεί να προέκυψε το τραγούδι αυτό.
Η πηγή αναφέρει έναν κρατούμενο στο Ιτς Καλέ, το Μανιάτη Γιώργη Δικαιόπουλο, ο οποίος στα τέλη του 19ου αιώνα είχε συλληφθεί για «εγκλήματα» ταξικής φύσης και γι΄αυτό βοηθήθηκε μάλλον και από τους άλλους κρατούμενους να αποδράσει 2 φορές μάλιστα. Τελικά, μετά από καταδίωξη στη Μάνη όπου κρυβόταν, συνελήφθη και εκτελέστηκε με λαιμητόμο στην Καλαμάτα. Η ιστορία του είχε γίνει λαϊκός θρύλος και λέγεται πως το τραγούδι «Αντιλαλούν οι φυλακές» αναφέρεται στη δική του περιπέτεια.
Στην προσπάθειά μου για τεκμηρίωση, βρήκα πως το επίθετο «Δικαιόπουλος» υπήρχε στη Μάνη την εποχή αυτή, όπως και κάτι πολύ σημαντικό από τη λαογραφία: τα παιδιά της περιοχής έπαιζαν μέχρι πρόσφατα το παιχνίδι «Στρατιωτικά», όπου ο «φευγιόδικος» κρυβόταν , μια ομάδα έτρεχε να τον βρει και μια άλλη, οι «αστυνομικοί», του έδεναν τα χέρια με σχοινιά ή με αλυσίδα. Σύμφωνα με τη λαογραφική πηγή το παιχνίδι βασιζόταν σε πραγματικό γεγονός κάποιου φυγόδικου Μανιάτη, του οποίου η σύλληψη είχε στεναχωρήσει την ευρύτερη περιοχή.
Πάνω στη συζήτηση με ντόπιους, μια λεβέντισσα Μανιάτισσα θυμήθηκε και ένα μοιρολόι που μιλούσε για το Γιωργάκη, το δικαιόπουλο, που του πήραν το κεφάλι…
Ο Μπίνης ήταν απόλυτος στις απόψεις του κι αρκετές φορές παρεξηγιόταν γι’ αυτό. Ο τρόπος όμως και το πάθος με το οποίο έκφραζε αυτές τις απόψεις ήταν εντυπωσιακός. Τουλάχιστον σε υποχρέωνε να τον ακούσεις με απόλυτο σεβασμό, αλλά κι ενδιαφέρον. Σκληρές, μάγκικες, σταράτες κουβέντες, τι οποίες πίστευε και υπερασπιζόταν ανυποχώρητα.
Ενα άλλο χαρακτηριστικό του ήταν πως φαινόταν “ψαγμένος” σε ζητήματα και μάλιστα εκεί που δεν το περίμενες. Π.χ. στην Ιστορία ή σε ζητήματα της ελληνικής γλώσσας.
Κι όλα αυτά με γερές δόσεις χιούμορ! Κι ένα χιούμορ το οποίο δεν επεδίωκε να βγάλει, αλλά έβγαινε μόνο του από τη φύση της αφήγησης.
[i]“Γιατί “Ο Γεντικουλές”; Η λέξη είναι “Επταπύργιο”. Το Επταπύργιο. Οχι ο Επταπύργιος. Αρα πρέπει να λέγεται “το Γεντικουλέ”. Ουδέτερο κι όχι αρσενικό…
…Δε μου λες… αυτός ο μαλ@κας στην τηλεόραση είναι φιλόλογος; Ιστορικός; Αρχαιολόγος; Τι είναι; Και μήπως μπορείς να μου βρεις το τηλέφωνό του; Να τον πάρω να του πόσο μαλ@κας είναι…”/i
Στο θέμα λοιπόν του “Αντιλαλούν οι φυλακές” ήταν απόλυτος:
[i]“Για ν’ αντιλαλούν οι φυλακές πρέπει να είναι απέναντι η μία στην άλλη, αλλιώς δεν έχει λογική. Ούτε μεταφορικά. Δε γράφαμε εμείς τέτοια …μεταφορικά”/i. Και συμπλήρωνε ότι κάποιοι παλιοί το έλεγαν το τραγούδι σωστά, δηλαδή “…το Μπούρτζι και το Ιτς Καλέ…”.
Πάντως, σε φυλακόβια δίστιχα καταγραμμένα και στον Τύπο εκείνης της εποχής και σε βιβλία Ελλήνων και ξένων ιστορικών, οι στίχοι είναι:
“…το Ανάπλι και ο Ιτς Καλές…”
Το Μπούρτζι χρησιμοποιήθηκε ως χώρος προσωρινής κράτησης συνολικά μόνο τρεις φορές και μόνο μέχρι την εποχή της τουρκοκρατίας, αντίθετα με τις άλλες δυο, οι οποίες “φιλοξένησαν” αρκετές χιλιάδες κρατουμένων και για πολλά χρόνια.
Ενδιαφέρον έχουν και άλλα φυλακόβια δίστιχα που έχουν καταγραφεί, αρκετά από τα οποία ξεχωρίζουν για την αθυροστομία τους…
Στην πρώτη εκτέλεση (1935) ο Μάρκος στον πρώτο στίχο λέει «αντιλαλούν οι (όχι «δυό») φυλακές, το Μπούρτζι κιʼ ο Γεντή Κουλές». Στην επανάληψη, πριν το τέλος του κομματιού, τα τοπωνύμια γίνονται «το Ρίο (και εκεί είχε φυλακές) κιʼ ο Γεντή Κουλές». Είναι προφανές ότι δεν τον απασχολεί τυχόν ανάγκη γειτνίασης των τόπων.
Και εκτός θέματος: κάπου μέσα στο τραγούδι κάποιος λέει «γειά σου Μάρκο βασάνη» κατά τον Κουνάδη («Μάρκος Βαμβακάρης 1905 – 1972», Κατάρτι, Αθήνα, αποσυρμένο από την κυκλοφορία). Εγώ ακούω «γειά σου Μάρκο πασά μου»: το –ου αντί για –η το ακούω σαφέστατα. Τη λέξη «βασάνης» δεν την έχω ξανασυναντήσει σε προφορικό ή γραπτό λόγο.
Στην εκτέλεση με τον Μπιθικότση (1960) αναφέρονται Ανάπλι και Γεντή Κουλές.
Τώρα, πιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος, έχει μηδαμινή σημασία. Αυτές οι επεμβάσεις όχι απλά συνηθίζονται στην προφορική παράδοση, την οποία και κουβαλούσε μέσα του ο Μάρκος, αλλά επιβάλλονται σχεδόν. Φυσικά ο Μάρκος δεν αισθάνθηκε καθόλου δεσμευμένος να χρησιμοποιήσει τα καταγεγραμμένα (σίγουρα και στη δική του μνήμη, εκτός από τις εφημερίδες) ονόματα των φυλακών. Έτσι του ΄ρθε, έτσι το τραγούδησε.
Ο Μπέλα Μπάρτοκ, τέλος, κάπου λέει ότι αν κάποιο τραγούδι καταγράφεται χωρίς την παραμικρή αλλαγή σε αρκετές παραλλαγές τόπων, κοινοτήτων κλπ. τότε μάλλον δεν είναι λαϊκό αλλά λόγιο.
Τη λέξη “βασάνης” ούτε ‘γω την έχω συναντήσει σε γραπτό λόγο. Προφορικά όμως την έχω ακούσει (και την ακούω) συχνά. Και μάλιστα και από σχετικά νέους ανθρώπους κι όχι μόνο από παλιούς. Από αυτούς που χρησιμοποιούν την αργκό απ’ τη φύση τους κι όχι κουτσαβάκικα.
Στο δε τραγούδι του Μάρκου, ο Στράτος λέει ξεκάθαρα “βασάνη”. Ισως Νίκο να φταίει η ηχογράφηση που διαθέτεις. Παρεμπιπτόντως, αυτό το μέγιστο τραγούδι θα το βρούμε ποτέ σε καμιά καθαρή κόπια;
ΥΓ. Παλιότερα είχαμε κάνει μια συζήτηση για τη δισκογραφική παρουσία της Τετράδας. Δε θυμάμαι αν το είχαμε πει, αλλά στο “Αντιλαλούν οι φυλακές” παίζει μπαγλαμά ο Δελιάς, όπως μας “μαρτυράει” ο Στράτος.
Στην εκτέλεση που έχω από Μ. Βαμβακάρη ακούγεται καθαρά η λέξη «βασάνης».
Αρκετά καθαρή εκτέλεση…σχετικά.
«Πάσα μου» πάντως δεν είναι. Eγώ αντιθέτως ακούω καθαρά το –η αντί το –ου…
αλλά τη λέξη “βασάνης” τη συναντάμε και στο γραπτό λόγο με την έννοια του καταταλαιπωρημένου ανθρώπου, κυρίως στη λογοτεχνία, π.χ. σε κείμενα του Κ. Παπαγιώργη.
Άρα, θα ταίριαζε και για το Μάρκο εδώ η προσφώνηση αυτή.
Εχω την εντυπωση οτι την δευτερη φορα, δηλ. στην τελευταια στροφη του τραγουδιου του (πρωτη εκτελεση) ο Μαρκος λεει Αναπλι, θα το ξανακοιταξω βεβαια, αλλα ετσι τουλαχιστον το θυμαμαι και το τραγουδω.