Κραγγέλα και πάλι:
ΤΙ ΠΑΙΖΑΝΕ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ
Παίζαμε από ρεμπέτικα μέχρι όλα τα ευρωπαϊκά. Όλες τσι οπερέττες, δημοτικά, κλέφτικα, κρητικά, καλαματιανά, φυσούνια, θρακιώτικα, γιαννιώτικα, κοντσέρτα με καβαλλερίες, με βαλς, με χορούς του Μπραμς, με σερενάτες… Όλα τα παίζαμε. Κι’ από όπερες κάτι μέρη. Ξέραμε αναγκαστικά και ένα τραγούδι από κάθε μελέτι για να ευχαριστούμε τους πελάτες. Κι’ εβραϊκό παίζαμε, και αρμένικο και αράπικο. Ήμαστε κοσμοπολίτες εμείς. Αγαπούσαμε όλο τον κόσμο και μας αγαπούσανε. Δεν είχε συμφέροντα κανείς στο τραγούδι. Τραγουδούσες, χορεύες, ήσουνα λεύτερος να κάνεις ό,τι θέλει η καρδιά σου και η σειρά σου.
***
Δεν είχανε δικά τους τραγούδια οι Σμυρνιοί οι χασικλήδες, δεν τους καταλάβαινες απ’ τα τραγούδια τως. Μινοράκια παραγγέλνανε, ταμπαχανιώτικα παραγγέλνανε, τζιβαέρια, γαλάτες… Εκείνο το τραγούδι που λέει :
Δεν μου λέτε δε μου λέτε
Το χασίσι που πουλιέται,
Στους απάνω μαχαλάδες
Το πουλάνε οι ντερβισάδες
Δεν ήθελες τιποτ’ άλλο από μινόρε. Το μινόρε τραγουδούσαμε και στη χαρά μας και στον πόνο μας. Κι’ άμα ήρχαμ’ εδώ, για τη φωτιά τση Σμύρνης και την καταστροφή, πάλι το μινόρε τραγουδήσαμε. Το μινόρε βγήκε παλληκάρι. Σήκωσε πάνω του όλον το καμό. Τα μικρά μας βάσανε εμείς τα λέγαμε με τα δημοτικά και τα Σμυρνέϊκα καθ’ αυτού. Δεν μπορείς να κλαίς την μοίρα σου με τσάρλεστον, ούτε με λαϊκά. Τα μεγάλα μας βάσανα τα ρωμέϊκα τα λέγαμε με το τζιβαέρι και το μινόρε εμείς. Πρώτα το ταμπαχανιώτικο, μετά κάνεις τζιβαέρι κι από πίσω μπουρνοβαλιό. Ήτανε ντροπή να τα πεις μοναχά. Να κοροϊδέψεις τον κόσμο.Άσε που εδώ δε μας ζητούσανε μινόρε. Εδώ δεν αρχίζαμε με μινόρε… δεν τελειώναμε με μινόρε δε μας το παραγγέλνανε συνέχεια όπως στη Σμύρνη που τόχανε καμάρι να το ξανακούνε, όπως στην εκκλησιά που ανάβει ο καθένας το δικό του κερί… με το μινόρε τραγουδούσαμε τον πόνο μας, με το μινόρε δεν το ξεχνούσαμε…θέλαμε να θυμόμαστε….
Μόνο μια ώρα χαίρομαι όταν γλυκοχαράζει,
Που αναπαύεται η καρδιά και δεν αναστενάζει….