Προσπάθειες για την ετυμολογία της λέξης “αμανές” έγιναν πολλές. Αλλες μέσω βαθύτερης έρευνας κι άλλες μέσω επιφανειακής “ακουστικής” σύγκρισης λέξεων από διάφορες -κυρίως ανατολίτικες- γλώσσες. Πολλές έγιναν υπό το πρίσμα γενικότερων καταστάσεων και πιέσεων. Οι πιο “αδύνατες” και συνεπώς λιγότερο πιστευτές είναι αυτές που έγιναν στα πλαίσια της γνωστής προσπάθειας ελληνοποίησης των πάντων, με αποκορύφωμα τη θεωρία που λέει ότι η συγκεκριμένη λέξη προέρχεται από το “αχ μάνα”! Σημαντικό ρόλο έπαιξε ο κομπλεξισμός των Φαλμεραγιεροπαθούντων, όπως πολύ σωστά αναφέρει παραπάνω ο Νίκος.
Στους τίτλους των δίσκων τα τραγούδια αυτά στη συντριπτική τους πλειοψηφία αναφέρονται ως μανέδες. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι τους αποκαλούσαν έτσι. Οι εχθροί του μανέ, που ξεσπάθωσαν με τη δικτατορία του Μεταξά και την επιβολή της λογοκρισίας, χρησιμοποιούν -για ευνόητους λόγους- αποκλειστικά τη λέξη “αμανές”.
Πάντως το ζήτημα κατά τη γνώμη μου δεν είναι η ακριβής ετυμολογία της λέξης, όσο κι αν αυτό έχει μιαν αξία. Εκείνο που για μένα έχει ενδιαφέρον είναι η απώλεια ενός τέτοιου μεγαλειώδους παραδοσιακού τρόπου έκφρασης διαμέσου της μουσικής.
Η παρουσία των μανέδων στη δισκογραφία πριν την επιβολή της λογοκρισίας είναι εντυπωσιακή, ιδιαίτερα την περίοδο κοντά στο ‘30, όταν ήταν στο φόρτε τους οι μεγάλοι πρόσφυγες ερμηνευτές (Νταλγκάς, Νούρος, Σωφρονίου κ.ά.). Το ότι οι μανέδες είχαν απήχηση στο κοινό της λαϊκής μουσικής φαίνεται ξεκάθαρα από το ότι και οι Πειραιώτες δημιουργοί προσπάθησαν κάποια στιγμή να πουν και μανέδες (Μάρκος, Μπάτης). Το ότι δεν τους …έβγαινε είναι πιθανόν ο κυριότερος λόγος που δεν ξαναπροσπάθησαν. Επίσης ας μην ξεχνάμε ότι ο Βασίλης Τσιτσάνης στο πρώτο του τραγούδι (και μάλιστα ζεϊμπέκικο) περιλαμβάνει έναν μανέ ("Σ’ έναν τεκέ σκαρώσανε" - Γεωργία Μηττάκη).
Το 1937 σταματούν όλα. Η Επιτροπή Λογοκρισίας λειτούργησε ως απαγορευτικός νόμος. Είναι όμως αυτό η μοναδική αιτία παραγκωνισμού του μανέ; Γιατί και αλλού στην τέχνη υπήρξαν “εκ των άνω” απαγορεύσεις, που όμως στην πορεία καταργήθηκαν στην πράξη. Γιατί ο μανές δεν τα κατάφερε;
Παραθέτονται κι άλλοι λόγοι για την κατάργηση του μανέ. Αρκετοί παλιοί αναφέρουν ότι οι Μικρασιάτες πρόσφυγες δεν ήθελαν ν’ ακούν τίποτα που να τους θυμίζει την πατρίδα γιατί στενοχωριόνταν. Δε μου φαίνεται πολύ λογικό. Αλλωστε, γιατί την πρώτη δεκαετία άκουγαν;
Νομίζω ότι σημαντικό ρόλο έπαιξε μια χρονική συγκυρία:
Δικτατορία Μεταξά - Επιβολή Λογοκρισίας - Πόλεμος.
Αυτό το “καπάκι” νομίζω ότι σκότωσε τον μανέ. Εξηγούμαι. Εάν υποθέσουμε (πάντα υποθέσεις κάνουμε, αφού δεν έχουμε πρωτογενή μαρτυρία) ότι μετά από δύο-τρία χρόνια απαγόρευσης ο μανές θα έκανε την επανεμφάνισή του, τότε πέφτουμε πάνω στην Κατοχή. Τα χρόνια όμως της Κατοχής “έφυγαν” πολλοί μεγάλοι Μικρασιάτες μουσικοί. Οι ερμηνευτές με δυνατότητα να πουν μανέ ελαχιστοποιήθηκαν, είτε λόγω θανάτων (π.χ. Νταλγκάς) είτε λόγω γήρανσης (π.χ. Καρίπης) είτε λόγω απομάκρυνσής τους από τη δισκογραφία (π.χ. Νούρος). Ποιοι έμειναν ουσιαστικά; Ο Ρούκουνας κι ο Στράτος.
Και οι δύο στην πορεία απέδειξαν ότι άλλος ευθυνόταν για τον παραγκωνισμό του μανέ. Πώς το απέδειξαν; Στην πρώτη ευκαιρία που τους δόθηκε να τραγουδήσουν ό,τι ήθελαν, φρόντισαν να πουν και μανέ. Ο Στράτος το '60, όταν τον έβαλε στην εταιρία ο Ζαμπέτας με το “έτσι θέλω” και του ‘πε “Πες ό,τι γουστάρεις”, είπε το περίφημο “Μινόρε του Στράτου”. Προσωπική μαρτυρία για το τι γούσταρε να τραγουδάει τότε ο Στράτος έχει μεταφέρει παλιότερα στο Φόρουμ και Κώστας (ΚΦ). Μιλάει για συναντήσεις τους με το Στράτο (για κάποια κινηματογραφική δουλειά) σε καφενεία. Θυμάμαι τα λόγια του: “Το τι μανέδες άκουσαν οι θαμμώνες των καφενείων δε λέγεται!”.
Ο Ρούκουνας φρόντισε να τα πει μετά τη μεταπολίτευση, όταν στα πλαίσια της αναβίωσης του ρεμπέτικου βρέθηκε ξανά στο πάλκο και στη δισκογραφία. Προσωπικά τον πέτυχα σε μια μόνο συναυλία, σε γήπεδο (!!!) της Καλαμάτας. Είπε δύο μανέδες, παρότι γνώριζε ότι έχει μπροστά του ένα τελείως …απαίδευτο κοινό.
Απ’ τους τραγουδιστές που ανδρώθηκαν μετά το ‘60 υπήρξαν κάμποσοι που έλεγαν μανέδες στα πάλκα, αλλά όχι στη δισκογραφία. Φοβερούς μανέδες λένε ότι τραγουδούσε ο Βαγγέλης Περπινιάδης. Δεν είχα την τύχη να τον ακούσω. Πρόλαβα όμως ν’ ακούσω περίφημους μανέδες από τον Παναγιώτη Μιχαλόπουλο, έναν μεγάλο τραγουδιστή που όμως, από μόνος του, με τις επιλογές του αδίκησε το ταλέντο του. Για το Μιχαλόπουλο μάλιστα έμεινα με την εντύπωση ότι αν τον άφηνες να τραγουδήσει μετά το τέλος του προγράμματος, έτσι για πάρτη του, θα έλεγε μόνο μανέδες!
Φτάνουμε στο σήμερα.
Ποιοι από τους γνωστούς ερμηνευτές μπορούν σήμερα να πουν μανέδες;
Προσωπικά μόνο από το Χριστοδουλόπουλο άκουσα μια φορά και -ομολογώ- εντυπωσιάστηκα.
Πολλοί θα πουν ότι ίσως σήμερα ο μανές δεν μπορεί να “αγγίξει” την ψυχή μας. Θα διαφωνήσω πλήρως κι έχω αποδείξεις. Εδώ και εφτά χρόνια κάνω μια ραδιοφωνική εκπομπή για το λαϊκό τραγούδι. Ολες οι εκπομπές είναι ηχογραφημένες (σιγά μην κλειστώ μέσα και το Σάββατο). Οι όποιοι ακροατές με ακούνε, το έχουν καταλάβει και δεν με ψάχνουν στο τηλέφωνο. Σε κάποιες εκπομπές που έπαιξα δυο-τρεις μανέδες, με ειδοποίησαν την άλλη μέρα από το τηλεφωνικό κέντρο ότι με έψαξαν αρκετοί στο τηλέφωνο. Κάποια στιγμή έκανα ένα δίωρο αποκλειστικά αφιερωμένο στους μανέδες. Με έψαχναν επίμονα στα τηλέφωνα του σταθμού για δύο περίπου βδομάδες! Η πλειοψηφία αυτών των ακροατών δεν ανήκε στην κατηγορία των “άρρωστων” (καλή ώρα σαν κι εμάς) και άκουγαν μανέδες για πρώτη ίσως φορά. Τουλάχιστον 100 άτομα με ρώτησαν “πού μπορούμε να βρούμε cd με αυτόν τον …Νταλγκά;”. Μόνο δυο-τρία καλόπαιδα με ρώτησαν αν “ντρέπομαι που διαφημίζω ανθελληνικούς πολιτισμούς”…
ΥΓ1. Ο μανές είναι το τραγούδι που αντικατοπρίζει απόλυτα τις δυνατότητες του ερμηνευτή του. Οσοι μπορείτε ψάξτε τον παλιό 33άρι με τους “Αμανέδες” (νομίζω είναι σε επιμέλεια Κ. Χατζηδουλή). Εχει έναν τούρκικο μανέ από κάποιον Μαχμούτ. Αν αυτό το παλικάρι ξέρει να βουτάει, θα φτάνει κάπου στα διακόσια μέτρα βάθος! Μιλάμε για ΤΗΝ ανάσα…
ΥΓ2. Κι ένα επεισόδιο-ανέκδοτο:
Το 1986 (ή '87) τρεις φίλοι μου, τότε φοιτητές στη Ρουμανία, ξεκινούν με το ι.χ. από την Καλαμάτα για το Ιάσιο (σύνορα με Μολδαβία). Οδηγός ο Νέστορας, καλός φίλος και ρεμπετομανής και μαζί του ο Θανάσης και ο Νίκος, ακροατές πιο εμπορικών ειδών μουσικής. Λίγο έξω από τη Λάρισα ο Νέστορας πείνασε και ψάχνοντας για τα σάντουιτς που είχαν πάρει μαζί τους ανακάλυψε ότι οι άλλοι δύο τον είχαν “γράψει” και τα είχαν φάει όλα! Για εκδίκηση, τους πήγε το υπόλοιπο ταξίδι (γύρω στις 30 ώρες) με μια κασέτα μανέδες του Ρούκουνα!
- “Και τι έγινε;” τον ρωτάω.
- “Στο επόμενο ταξίδι σταματάγαμε κάθε 4 ώρες και με κέρναγαν πίτσες…”