Ακριτικά Καρπάθου

Ψάχνοντας βρήκα πως στην Κάρπαθο επιβίωσαν ακριτικά τραγούδια.
Για παράδειγμα το τραγούδι του Αρμούρη.
Γνωρίζει κανείς και άλλα αυτής της κατηγορίας και πώς εξηγείται ειδικά σ΄αυτό το νησί να επιβιώνουν τραγούδια αυτής της κατηγορίας;

Αυτό το ερώτημα, Άλκηστη, θα σου το απαντήσει ελπίζω ο Περικλής, που γνωρίζει άριστα τα μουσικά δρώμενα του νησιού. Εγώ να πώ, γενικότερα, μόνο το εξής: Δεδομένου του πάρα πολύ μικρού πληθυσμού των περισσότερων νησιών, αλλά και άλλων επί μέρους περιοχών του ελληνόφωνου χώρου, είναι αντίστοιχα πολύ μικρές και οι ομάδες των κατοίκων που ασχολούνται ενεργητικά με τα τραγούδια. Έτσι, αυτοί που ασχολήθηκαν στο παρελθόν ενεργητικά με την μουσική παράδοση σε συγκεκριμένο τόπο, που μπορεί να ήταν και ελάχιστοι άνθρωποι, ίσως έτυχε να έχουν κάποιες εντελώς προσωπικές προτιμήσεις σε ρεπερτόριο. Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι είτε να χαθούν τα παλαιότερα τραγούδια, αν δεν πολυάρεσαν σε αυτούς τους λίγους ανθρώπους, είτε να διασωθούν αν τους άρεσαν. Ο υπόλοιπος πληθυσμός, συνήθως αντιδρά παθητικά και απλά αναπαράγει ό,τι ακούει.

Πράγματι, στην Κάρπαθο τραγουδιούνται μέχρι σήμερα εντυπωσιακά πολλά τραγούδια πολύ μεγάλης ηλικίας. Μπορώ να πω ότι αν ανοίξει κανείς μια συλλογή με τα εκατό ή διακόσα κείμενα βασικών πανελλήνιων δημοτικών τραγουδιών, π.χ. του Πολίτη ή της Ακαδημίας Αθηνών, σχεδόν όλα έχουν και καρπάθικη παραλλαγή (εκτός από τα κλέφτικα, για ευνόητους λόγους).

Το γενικεύω λίγο και δεν απαντώ αυστηρά για ακριτικά γιατί, όπως έχουμε ξανασυζητήσει, το τι θα έπρεπε να θεωρείται ακριτικό τραγούδι δεν είναι λυμένο ζήτημα. Αλλά και αν πάρουμε την παλιά (κάπως αφελή) διάκριση ότι κάθε ηρωικό τραγούδι προ Τουρκοκρατίας είναι ακριτικό, πολλά τέτοια τραγούδια τα έχω ακούσει ιδίοις όμμασι (!) σε γλέντια. Τα πιο διαδεδομένα είναι το Άρχοντες τρων και πίνουσι, που λέγεται πάντοτε στην αρχή κάθε επίσημου γλεντιού στην Όλυμπο και τελευταία και εκτός Ολύμπου, και το Κάστρο της Σουριάς (Ωριάς) σ’ όλο το νησί χωρίς συγκεκριμένη θέση στο τυπικό του γλεντιού.

Αυτό που περιγράφει ο Νίκος δεν ισχύει πολύ στην Κάρπαθο. Στη μεν Όλυμπο το τραγούδι είναι υπόθεση λίγο πολύ όλου του κόσμου, στην δε κάτω Κάρπαθο (δηλαδή στο υπόλοιπο νησί) αυτό έχει σπάσει στις τελευταίες γενιές αλλά και πάλι το ποσοστό όσων ενεργά τραγουδούν στα γλέντια ή ακόμη και όσων παίζουν όργανα είναι μεγάλο. Περιέργως, την τέχνη να αυτοσχεδιάζεις μαντινάδες την κατέχουν περισσότεροι παρά εκείνην του να λες έτοιμα τραγούδια. Και οι δύο εκτιμώνται, και τις δύο όποιος τις κατέχει αναγνωρίζεται με τον ιδιαίτερα τιμητικό τίτλο του μερακλή, αλλά αν εκτός από μαντινάδες κάποιος λέει καλά και Συρματικά αυτός θαυμάζεται ακόμη περισσότερο.
Τα Συρματικά είναι η κυριότερη κατηγορία έτοιμων τραγουδιών. Τα Συρματικά είναι εκατοντάδες. Σε κάθε γλέντι θα ακουστεί μία μόνο φορά Συρματικό, στην αρχή. Αν σε δυο-τρία γλέντια μέσα στο ίδιο διάστημα το συρματικό το πει ο ίδιος μερακλής, εννοείται ότι θα φροντίσει να μην ξαναπεί το ίδιο. Κατά συνέπεια πρέπει να πάει κανείς σε πάρα πολλά γλέντια μέχρι ν’ αρχίσει να ξανακούει δεύτερη και τρίτη φορά τα ίδια τραγούδια, και πάλι αυτό δε θα σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι τα έχει ακούσει όλα από μία τουλάχιστον φορά. Άρα, το πώς μεταδίδονται είναι λίγο μυστήριο. Ακόμη και στα τελευταία χρόνια, που οι Καρπάθιοι κάνουν συνειδητές και οργανωμένες προσπάθειες να μη χαθούν τα όργανα και οι χοροί τους, για τα τραγούδια ως στιχουργήματα δεν έχει γίνει καμιά ιδιαίτερη κίνηση, παρά μόνο από συλλογείς (φιλολόγους, λαογράφους, δασκάλους -πάντως ανθρώπους του βιβλίου, όχι του γλεντιού).

Τώρα, το πώς εξηγείται ότι στην Κάρπαθο διατηρήθηκε αυτός ο πλούτος είναι ένα θέμα για το οποίο έχει χυθεί πραγματικά πάρα πολύ μελάνι. Η διεθνής καρπάθικη βιβλιογραφία είναι πολύ μεγάλη. Δεν έχω μια απλή και σίγουρη απάντηση. Αυτό που μπορώ να πω είναι:
α) Ότι ισχύει συνολικά για τον λαϊκό πολιτισμό, όχι μόνο για τα τραγούδια. Και η διάλεκτός τους είναι πολύ παλαιινή, και τη φορεσιά τους τη φορούν ακόμη σε καθημερινή βάση πολλές γυναίκες, και γεωργικές ή οικοδομικές μεθόδους χρησιμοποιούν από παλαιοτάτων χρόνων που σε άλλα μέρη έχουν εγκαταλειφθεί, και έθιμα διάφορα που αλλού τα ξέρουν μόνο οι λαογράφοι εκεί διατηρούνται ζωντανά, μέχρι και ανεμόμυλος εν λειτουργία υπάρχει για να αλέθει ο κόσμος το στάρι του (ένας όμως, ανάμεσα σε πλήθος ρημαγμένους).
β) Ότι όλο αυτό επικεντρώνεται στην Όλυμπο. Η υπόλοιπη Κάρπαθος θα έλεγα ότι βρίσκεται δυο-τρεις γενιές πιο μπροστά από την Όλυμπο στο ζήτημα της απομάκρυνσης από τα πατροπαράδοτα πολιτισμικά στοιχεία, και δυο-τρεις γενιές πίσω από την υπόλοιπη Ελλάδα (κατά μέσο όρο).

Η προφανής απάντηση θα ήταν “απομόνωση”, αλλά δε με πείθει. Πρώτον, ούτε η Κάρπαθος ούτε ειδικότερα η Όλυμπος είναι τα μοναδικά απομονωμένα μέρη της Ελλάδας. Δεύτερον, σε παλιότερες εποχές που τα μέσα μεταφοράς δεν είχαν αναπτυχθεί, δεν ήταν η Κάρπαθος πιο ξεκομμένη απ’ όσο όλα τα υπόλοιπα μέρη. Καρπάθιοι οικοδόμοι ταξίδευαν σ’ όλη την Ελλάδα. Το να ταξιδέψεις μέχρι την Κρήτη, τη Ρόδο ή τη Μ. Ασία ήταν όσο δύσκολο ήταν και για ένα σωρό άλλα νησιά. Η απομόνωση μάλλον τώρα τελευταία ήρθε.

Ιδού ένα δείγμα. Το μόνο που βρίσκω στο ΥΤ, και πάλι με φολκλόρ στήσιμο (αλλά οι ίδιοι άνθρωποι το κάνουν και στ’ αλήθεια). Από την Κάτω Κάρπαθο.

Όσον αφορά στην κατάταξη, το Κέντρο Έρευνας Λαογραφίας έχει κατηγοριοποιήσει, ως ακριτικά, τραγούδια με ευδιάκριτα, τουλάχιστον στοιχεία, κάτι που βοηθά την έρευνα.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ακριτικούς ήρωες (επομένως και τραγούδια) συναντάμε και στις παραδόσεις των βαλκανικών λαών και των Τούρκων που θυμίζουν τα κατορθώματα των βυζαντινών ακριτών.
Έχει τεράστιο ενδιαφέρον η συγκριτική μελέτη τους, μια και τα «άκρα», αχανή, νοερά ίσως, υπήρξαν χώροι πολιτιστικής όσμωσης.
Μένει να επεκταθεί η έρευνα και στους άλλους λαούς της Ανατολής (Περσία, Αραβία, Καύκασο, Ινδίες κ.λπ.), για να ολοκληρωθεί η έρεευνα.

Όσον αφορά στο άσμα του Αρμούρη, στην επίσημη μορφή που σώζεται, παρουσιάζει …κακοτεχνίες που οφείλονται στην προσπάθεια του μοναχού που βρήκε το προϋπάρχον δημοτικό, να μεταφέρει αυτό στην καθαρεύουσα, να κάνει τροποποιήσεις, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να χάνει σε ρυθμό, δομή στίχου κ.λπ.
Καταγράφτηκε όμως στην Κύπρο (όπου υπάρχει, επίσης, παράδοση στα ακριτικά) το προϋπάρχον δημοτικό, χωρίς τις αλλοιώσεις αυτές.

Παράδοση στα ακριτικά έχει η Κάρπαθος, όπως είπε ο Περικλής, επίσης και η Κρήτη.
Κατά τη γνώμη μου, το φαινόμενο Ριζίτες να τραγουδούν ακόμα το Διγενή στην Κρήτη, και ακριτικά ακόμα και σήμερα στην Κάρπαθο, οφείλεται στην μετακίνηση πληθυσμών.
Συγκεκριμένα, ακριτικά θέματα πέρασαν αρχικά στην Κρήτη, κυρίως μέσω Μικρασιατών, οι οποίοι στέλνονταν κατά καιρούς στο νησί από το Βυζαντινό κράτος.
Στη συνέχεια, από όταν η Κάρπαθος ανήκε στην Κρήτη, Κρητικοί εγκαταστάθηκαν στην Κάρπαθο, αλλά και Καρπάθιοι μετακινήθηκαν σε Μ. Ασία και Κρήτη, γεγονός που αιτιολογεί την παρουσία ακριτικών τραγουδιών στην προφορική ποιητική παράδοση της Καρπάθου.

Το ότι υπήρχαν ακριτικά τραγούδια στην Κάρπαθο δεν είναι τίποτε περίεργο. Παντού υπήρχαν, από τον Πόντο μέχρι τα Επτάνησα. Το αξιοσημείωτο είναι ότι αποτελούν ακόμη ζωντανή παράδοση (όπως και στην Κρήτη, μόνο τη Δυτική όμως νομίζω).

Ψάχνοντας σε διάφορες μουσικές συλλογές (δίσκους δηλαδή), για σχεδόν κάθε τύπο ακριτικού και παραλογής μπορεί να εντοπιστεί έστω μία ηχογραφημένη παραλλαγή. Οι περιοχές με τη μεγαλύτερη συχνότητα είναι ο Πόντος, τα Χανιά και η Θράκη. Βέβαια αυτό δε σημαίνει πολλά πράγματα, γιατί ένα τραγούδι μπορεί κάλλιστα να είναι ολοζώντανο και απλώς να μην έτυχε να ηχογραφηθεί (όπως στην Κάρπαθο). Το αντίθετο όμως δε συμβαίνει: αν ηχογραφήθηκε σημαίνει ότι έστω όταν ο πληροφορητής (π.χ. ο Αηδονίδης) ήταν νέος, το τραγούδι τραγουδιόταν.

Παρεμπιπτόντως, η κατά παράδοση παραδοχή ότι κοιτίδα γενικώς όλων αυτών των τραγουδιών είναι η Καππαδοκία δεν επιβεβαιώνεται από τα ηχητικά τεκμήρια. Όχι απλώς δεν έχω πετύχει ακριτικά σε καππαδόκικες παραλλαγές (ίσως ένα ή δύο αλλά όχι πολλά), αλλά και τα υπάρχοντα τραγούδια είναι εντελώς άλλη διάλεκτο και με άλλη μετρική από τα γραπτώς παραδιδόμενα παλιά καππαδόκικα τραγούδια. Στις έντυπες συλλογές βλέπουμε μια παλιά ολοκάθαρη νεοελληνική γλώσσα, ενώ στα ηχογραφημένα τραγούδια ένα ελληνοτουρκικό πίτζιν (μικτή γλώσσα) που αν δεν το γνωρίζεις δεν είναι κατανοητό όσο κι αν καταλαβαίνεις γενικότερα από διαλέκτους.

Η Καππαδοκία είναι ένα εντελώς ξεχωριστό κεφάλαιο. Ημουνα την προηγούμενη εβδομάδα και έχεις την εντύπωση ότι είσαι σε άλλο πλανήτη, το τοπίο είναι τελείως σουρεαλιστικό.

Η γλώσσσα τους μοιάζει με αυτήν των Ποντίων κάτι που δικαιολογείται ιστορικά από το γεγονός ότι στα παλιά τα χρόνια, δηλαδή στην ελληνιστική, ρωμαϊική και πρωτοβυζαντινή περίοδο (:wink: μέσα στην Καππαδοκία συμπεριλαμβανονταν και ο Πόντος. Αργότερα, αυτό που λεγόταν μεγάλη Καππαδοκία έγινε η Καππαδοκία που ξέρουμε.

Υπάρχει έντονη τούρκικη διείσδυση και στη γλώσσα (Καραμανλήδες όπου γράφουν με ελληνικούς χαρακτήρες τούρκικά, τα καραμανλίδικα) αλλά και στη μουσική χωρίς αμφιβολία.

Για την ιστορία όμως Περικλή να σου πω ότι η Καππαδοκία ήτανε το μέγα ακριτικό και χριστιανικό κέντρο στους πολέμους εναντίων των Περσών και εναντίων των Αράβων. Οταν ο Ρωμανός έχασε τη μάχη στο Ματζικέρτ, οι Σελτζούκοι στη Καππαδοκία κάνανε το Σουλτανάτο του Ρουμ. Η Καππαδοκία ήτανε η είσοδος στη Μικρά Ασία, η ακριτική last line of defense. Οταν χάθηκε αυτή, χάθηκε σιγά σιγά όλη η Μικρά Ασία. Με αυτή την έννοια, ιστορικά και γεωγραφικά η κατά παράδοση παραδοχή που αναφέρεις έχει σωστή βάση.

Τώρα γιατί τα ακριτικά τραγούδια της Καππαδοκίας δε μοιάζουν με τα υπόλοιπα, νομίζω ότι έδωσες την απάντηση μόνος σου. Για παράδειγμα, αν υπάρχει ακριτικό τραγούδι στην Κάρπαθο (!!!) τότε σημαίνει ότι άλλη πλέον είναι η έννοια και η μορφή του ακριτικού τραγουδιού σήμερα. Επίσης τι σχέση έχει πολιτιστικά η Κάρπαθος ας πούμε με τη Καππαδοκία!!! Λογικό είναι να μη μοιάζουν.

Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι η κοιτίδα των λεγόμενων ακριτικών είναι η Καππαδοκία. Σίγουρο είναι ένα, ότι οι ήρωες αυτών των τραγουδιών, οι Ακρίτες, στην Κεντρική Μικρά Ασία έζησαν και έδρασαν, όπως είναι λογικό. Οι πράξεις τους, όμως, εντάσσονται στην πολιτικοστρατιωτική και κοινωνική πραγματικότητα ολόκληρης της αυτοκρατορίας, της οποίας η έδρα ήταν βεβαίως εκτός Καππαδοκίας και αφορούν άμεσα όλους τους εξαρτώμενους από αυτήν πληθυσμούς. Η αντιπαράθεση των λεγόμενων “Δυνατών”, δηλαδή των ισχυρών τοπικών αρχόντων της κεντρικής Μικρασίας με την επίσημη κεντρική εξουσία της Κων/λης, βρίσκεται πίσω από όλα τα κατορθώματα των ηρώων των τραγουδιών, από το κόψιμο χιλιάδων εχθρών μέχρι το όργωμα της θάλασσας (η καλλιέργεια της γής στην Καππαδοκία δεν ήταν και πολύ ευκολότερη από το σπάρσιμο της θάλασσας, αλλά τα έφερναν βόλτα οι ντόπιοι).

Πολύ πιθανό λοιπόν, τα τραγούδια αυτά να γεννήθηκαν εκτός του χώρου στον οποίο έζησαν και έδρασαν οι ήρωές τους, αφού οι πράξεις τους αυτές ήταν πολύ σημαντικές για την γενικότερη ασφάλεια ολόκληρου του κράτους. Τώρα, το ότι η γλώσσα των διαφόρων παραλλαγών δεν είναι σε καππαδόκικη διάλεκτο, είναι κάτι που παρατηρείται γενικότερα κατά την εξάπλωση ενός προφορικά μεταδιδόμενου κειμένου από μία περιοχή σε άλλη. Η καινούργια περιοχή, γρήγορα θα αποβάλλει από το κείμενο τα στοιχεία εκείνα που της είναι ξένα, είτε γλωσσικά είτε πραγματικά, αλλάζοντας γραμματικούς τύπους αλλά και τα ονόματα των ηρώων, αν αυτά δεν είναι οικεία. Μόνο ο Διγενής δεν άλλαξε, γιατί αυτός ήταν πασίγνωστος παντού.

Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που ενώ τα παλαιότερα τραγούδια, μεσαιωνικής εποχής, είναι σε ολοκάθαρη ελληνική γλώσσα, οι παραλλαγές που ηχογραφήθηκαν είναι συμπίλημα ελληνικών και τουρκικών εκφράσεων: ο συγχρωτισμός ελληνόφωνων και τουρκόφωνων πληθυσμών δεν είχε τόσο προχωρήσει στον Μεσαίωνα, όσο στον 19ο και τον 20ό αιώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Σελτζούκοι ονόμασαν το βασίλειο που ίδρυσαν στη Μικρασία “Ρούμ”, που καταδεικνύει ότι η περιοχή θεωρήθηκε από αυτούς ως χώρος των Ρωμαίων.

Μάλλον δεν εκφράστηκα πολύ ξεκάθαρα.

Η γλωσσική παρατήρηση που με βάζει σε απορία είναι ότι όλα τα καππαδόκικα τραγούδια που έχω ακούσει (όχι διαβάσει) είναι σε μια πολύ παρεφθαρμένη διάλεκτο, η οποία δε μοιάζει μ’ εκείνην των τυπωμένων παραλλαγών από τραγούδια που μπορεί και να θεωρούνται καππαδοκικά. Δηλαδή, άλλο παραδίδεται ως καππαδόκικη διάλεκτος από τις έντυπες συλλογές και άλλο από τους δίσκους.

Μάλιστα αυτή η περίεργη διάλεκτος δε βρίσκω ότι μοιάζει τόσο με ποντιακά. Ίσως κάποια κοινά στοιχεία να υπάρχουν, αλλά τα ποντιακά έχουν δυο-τρία βασικά κλειδιά με τα οποία αποκωδικοποιούνται: αν μάθεις μερικές γραμματικές καταλήξεις, το «'κί=δεν» και άλλα πέντε πράματα, μετά το πολύ πολύ να σκαλώσεις σε μερικές δάνειες λέξεις από τα τούρκικα (που βέβαια δεν υπάρχουν στα τόσο παλιά τραγούδια). Ενώ τα καππαδόκικα, επιμένω, είναι πίτζιν, είναι ελληνοτουρκικά. Πέρα από το επίπεδο των λεξιλογικών δανείων.

Βεβαίως, ο τόπος δημιουργίας των ακριτικών τραγουδιών είναι ο χώρος δράσης των ηρώων τους, οι εσχατιές της αυτοκρατορίας.
Όμως, η διάσωση, η άνθηση και η καταγραφή τους συνδέεται με την κεντρική Μ. Ασία (Καππαδοκία) και τον Πόντο, και μ’ αυτή την έννοια, η Καππαδοκία και ο Πόντος θεωρούνται κοιτίδα των ακριτικών τραγουδιών.

Υπάρχουν μελέτες για την καππαδοκική διάλεκτο.
Απ’ ό,τι φαίνεται, δεν μιλιόταν ίδια σε όλη την έκταση της περιοχής : αλλού οι αρχαϊσμοί είναι έντονοι (θυμίζοντας την ποντιακή), αλλού είναι εμφανή τα τουρκικά δάνεια και αλλού υπάρχει μια γλωσσική μείξη, ελληνικές και τουρκικές λέξεις δίπλα - δίπλα η μια στην άλλη.

Και μια και το θέμα μας εδώ είναι το τραγούδι και όχι η γλώσσα κ.λπ.,
εντύπωση προξενεί η αναφορά ότι ο Διγενής στο παλάτι του, δυτικά του Ευφράτη, είχε ειδικό χώρο για τις μουσικοχορευτικές εκδηλώσεις, που ονομαζόταν “χορός”.
Αναφέρονται αρκετά όργανα: ταμπουράδες, λαούτα, κιθάρες τα οποία απαρτίζουν μάλλον ορχήστρα, αφού αναφέρονται συγχρόνως.
Επίσης, σάλπιγγες, τρομπέτες, βούκινα, τύμπανα, σύριγγες, φόρμιγγες. χρυσοί κώδωνες και χειροκύμβαλα.

Ελληνικές και τουρκικές λέξεις δίπλα δίπλα δε σημαίνει γλωσσική μίξη. Απλώς δανεισμό. Ακόμη και μια φράση μόνο με τούρκικες λέξεις μπορεί να είναι καθαρά ελληνικά. Όταν έγινε ο συστηματικός αποκαθαρμός της νεοελληνικής γλώσσας από τα τουρκικά δάνεια, δεν άλλαξε η δομή της: ελληνικά ήταν και πριν, ελληνικά και μετά. Απλώς κάποιες λέξεις τουρκικής ρίζας αντικαταστάθηκαν από άλλες αρχαιοελληνικής ρίζας.
Γλωσσική μίξη υπάρχει όταν η ίδια η δομή της γλώσσας, π.χ. οι γραμματικές καταλήξεις, η σύνταξη κλπ., δανείζονται στοιχεία από μια ξένη γλώσσα. Αυτό συμβαίνει σ’ εκείνα τα σύγχρονα καππαδοκικά που έχω δει, γι’ αυτό επιμένω ότι πρόκειται για διαφορετική επί της ουσίας γλωσσική μορφή.
Δείτε για παράδειγμα αυτή την περιγραφή της διαλέκτου, και ιδιαίτερα τα σημεία «φωνηεντική αρμονία» και «συγκολλητική κλίση». Όποιος ξέρει λίγα τούρκικα θα καταλάβει τι εννοώ. (Η περιγραφή αφορά ολόκληρη τη διάλεκτο, μαζί με τις υποπεριπτώσεις της.)
Οι άνθρωποι που μιλούσαν αυτή τη διάλεκτο δε θα μπορούσαν να έχουν τραγούδια σε καθαρά ελληνικά, γιατί απλούστατα δε θα τα καταλάβαιναν. Θα ήταν σαν να περιμένουμε από ένα σύγχρονο Άγγλο να τραγουδάει στίχους από τον Μπέογουλφ: δεν είναι η ίδια γλώσσα.

Συμπέρασμα: ναι μεν η λογική λέει ότι τα ακριτικά δημιουργήθηκαν εκεί που δρούσαν οι Ακρίτες, ωστόσο υπάρχει έστω και ένα τραγούδι σε εγνωσμένα καππαδοκική διάλεκτο; (Σε ποντιακή, υπάρχουν πλήθος.)

Αν και το θέμα εδώ δεν είναι η καππαδοκική γλώσσα καθεαυτή, μάλλον “παρεμβολή” είναι ο όρος που χαρακτηρίζει την επίδραση της τουρκικής στην καππαδοκική, όρος που καλύπτει και το λεξιλογικό μέρος και το δομικό και όχι “γλωσσική μ(ε)ίξη”.

Όμως, πίτζιν δεν μπορεί να θεωρηθεί η καππαδοκική.
Πρώτα - πρώτα, σε περιοχές της Καππαδοκίας, π.χ. στη Σινασσό ιδιαίτερα, αλλά και στη Σίλλη, μιλούσαν καλά τα ελληνικά.
Ακόμα και ο όρος “γλωσσική μίξη” δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί, γιατί σημαίνει ότι ο δομικός δανεισμός είναι μεγάλος, κάτι που δεν αποδεικνύεται εύκολα, πόσο μάλλον ο όρος “πίτζιν” που - για να χρησιμοποιηθεί - θα έπρεπε και οι δυο κοινότητες (Καππαδόκες και Τούρκοι) να έχουν την ίδια, παραλλαγμένη γλώσσα, για να συνεννοηθούν.

ΣΥΓΓΝΩΜΗ που ξεφεύγω σε θέματα άσχετα. Δεν θα συνεχίσω για να μην κουράσω άλλο…

Καλά, ας αφήσουμε τη γλωσσολογική παρέκβαση. Αυτό που βασικά ήθελα να πω είναι ότι η γνωστή μορφή των ακριτικών τραγουδιών (πέρα από διαλεκτικές κλπ. τοπικές διαφοροποιήσεις) δε συμφωνεί με γνωστά σωζόμενα τραγούδια της Καππαδοκίας όπως ο Ες-Βασίλης, διάφορα του γάμου κλπ. Αυτό μου δημιούργησε την εξής απορία: αφού η υπόθεση για την καππαδοκική προέλευση των ακριτικών είναι όντως λογική, πώς μπορεί να είναι τόσο παράταιρα μέσα στο κόρπους των σημρινών καππαδόκικων τραγουδιών, και αντίθετα να έχουν διασωθεί ακέραια και σε πλήθος σε τόσες άσχετες περιοχές;

Η υπόθεση αυτή επεκτείνεται εξίσου και στις παραλογές. Αυτή τη στιγμή δε θυμάμαι ούτε με τι επιχειρήματα στηρίζεται ούτε, πόσο μάλλον, αν συμφωνούσα ή όχι μ’ αυτά.

Εν πάση περιπτώσει, την απορία μου γι’ αυτά τα ασυμβίβαστα δεδομένα τη λύνει ο δίσκος «Τραγούδια της Καππαδοκίας» του ΜΛΑ.
Από τα 27 τραγούδια, 15 προέρχονται από τις ιστορικές ηχογραφήσεις του 1930 της Μ. Μερλιέ και είναι τραγουδισμένα από αληθινούς Καππαδόκες που είχαν μόλις προσφυγέψει, και 12 είναι σύγχρονες ηχογραφήσεις με τραγούδια που δεν κατάλαβα πού τα βρήκαν, ίσως τα είχε επίσης ηχογραφήσει η Μερλιέ και επανεκτελέστηκαν με βάση εκείνες τις ηχογραφήσεις.
Στα 15 παλιά περιλαμβάνονται το Κάστρο της Ωριάς, οι Εννιά αδερφοί στον πόλεμο, μια παραλογή συμφυρμός από δύο διαφορετικά πρότυπα τραγούδια, και ο Γιάννης του Αντρονίκου ο γιος. Στα 12 καινούργια περιλαμβάνονται ο Πορφύρης, ο σκλάβος που παντρεύουν τη γυναίκα του, το Γεφύρι της Άρτας (εδώ Άδανας), και ο Γυρισμός του ξενιτεμένου. Σύνολο 8 (4+4). Υπολογίζοντας ότι σχεδόν όλα τα υπόλοιπα είναι κάλαντα, θρησκευτικά τραγούδια, γαμήλια, νανουρίσματα κλπ., δηλαδή όχι σκέτα τραγούδια, το ποσοστό των ακριτικών και παραλογών είναι πολύ ψηλό.


Και για να επανέλθουμε στο αρχικό ερώτημα της Άλκηστης, η πιο πρόσφατη και πληρέστερη έντυπη συλλογή καρπάθικων τραγουδιών είναι η εξής: Μακρής Μ., Τα παραδοσιακά τραγούδια της Ολύμπου Καρπάθου, Αθήνα (Κέντρο Καρπαθιακών ερευνών, εκδόσεις Δαρδανός) 2007. Ένας ογκωδέστατος τόμος με κείμενα και σχολιασμό. Το έχω ξεφυλλίσει πολλές φορές αλλά δεν το έχω. Αν θυμάμαι καλά τα τραγούδια ταξινομούνται κατά το μοντέλο του Πολίτη, οπότε τα ακριτικά εντοπίζονται. Βέβαια περιλαμβάνονται και τραγούδια από όλες τις παλιότερες αντίστοιχες εκδόσεις, η πρώτη από τις οποίες είναι ήδη του 1878, οπότε αρκετά θα έχουν σήμερα σβήσει από την προφορική παράδοση. Πολλά όμως έχουν συλλεγεί προσωπικά από τον συντάκτη, είτε από καταγραφές του είτε επειδή απλώς τα ήξερε ως Ολυμπίτης.
Στη λιγότερο επιστημονική αλλά 100% πρωτογενή έκδοση Μούσα Ολύμπου Καρπάθου του λυκειάρχη Γ. Χαλκιά, Αθήνα 1980, περιλαμβάνονται γύρω στα 300 ολυμπίτικα τραγούδια (χωρίς κατάταξη) που όλα τα είχε ακούσει προσωπικώς ο (επίσης Ολυμπίτης) συντάκτης. Αρκετά είναι ακριτικά, αλλά πρέπει να διαβάσει κανείς όλο το βιβλίο για να τα εντοπίσει.
Πιο δειγματοληπτικά είναι τα Δωδεκανησιακά Δημοτικά Τραγούδια, πάλι του Μ. Μακρή (Ρόδος, Πρίσμα 1983). Από τα 25 ακριτικά, τα 17 είναι καρπάθικα (ορισμένα ανέκδοτα, καταγραμμένα από τον ίδιο) και σχεδόν για όλα τα υπόλοιπα γίνεται παραπομπή και σε δημοσιευμένη καρπάθικη παραλλαγή.

Από τραγούδια που τραγουδιούνται πολύ συχνά, είχα ξεχάσει να προσθέσω το Σάββατο Βραδύ (ακριτικό κατά την παλιά διαίρεση), που το ξέρουν οι πάντες στην Κάρπαθο και προσφάτως έχει γίνει και ευρύτερα γνωστό από τη Μάρθα Φριντζήλα. Ένα άλλο δείγμα σε σχετικά εύκολα εντοπίσιμο δίσκο είναι ο Μικροκωνσταντίνος, που στις «Λύρες της Ελλάδας» ακούγεται δίπλα δίπλα με την αναστενάρικη παραλλαγή και έχει επανεκδοθεί και στα «Τραγούδια από τα 12νησα» της Βουλής.

Άλλα τεκμήρια ζωντανής (σήμερα ή μέχρι πρόσφατα) παράδοσης παλαιών αφηγηματικών τραγουδιών στα 12νησα είναι:

-στην Κω, το διπλό σιντί Κέφαλος. Καταγραφές αρκετών τέτοιων τραγουδιών (ας μη διαχωρίσουμε, και πάλι, αν είναι καθαρά ακριτικά ή κάποια άλλη κατηγορία), ως επί το πλείστον με σκέτες φωνές. Δεν ξέρω αν έχει σημασία η παρατήρηση ότι όλες οι φωνές είναι γυναικείες, ενώ σε άλλου είδους τραγούδια της ίδιας καταγραφής συμμετέχουν και άντρες.
-στη Ρόδο, ο τόμος Παραδοσιακά τραγούδια της Ρόδου του Γιάννη Κλαδάκη (πρόλογος Μαν. Μακρή, Ρόδος 2009). Περιλαμβάνει μόνο κείμενα, όχι παρτιτούρες. Ορισμένα τα έχει τραγουδήσει ο ίδιος ο Κλαδάκης στη σειρά δίσκων που έβγαλε την ίδια περίπου περίοδο, σε συνεργασία με το Αρχείο Ελληνικής Μουσικής, αφιερωμένων στην παράδοση διάφορων επιμέρους περιοχών της Ρόδου.

Παλιότερες μαρτυρίες βέβαια έχουμε άφθονες για όλη τη 12νησο. Ξεκινώντας από τα Chansons du Dodecanese του Μπο-Μποβύ (1935-38) μέχρι τις πιο πρόσφατες εκδόσεις του Γεωργίου Χατζηθεοδώρου Τραγούδια και σκοποί στην Κάλυμνο (1989) και Τραγούδια και σκοποί στην Κω (2008), που περιλαμβάνουν και υλικό από παλιότερες καταγραφές, συνολικά βρίσκονται ακριτικά και άλλα παλαιά αφηγηματικά τραγούδια απ’ όλη τη 12νησο, για τα οποία είναι μεν αμφίβολο αν τραγουδιούνται ακόμη, εφόσον όμως έχουν καταγραφεί και με κείμενα και με νότες (μάλιστα του Χ’θεοδώρου και σε ευρωπαϊκή και σε βυζαντική γραφή) έχουν διασωθεί και είναι στη διάθεση όποιου θέλει και σήμερα να τα τραγουδήσει.
Η εικόνα μου είναι ότι, εκτός από την εξαιρετική περίπτωση της Καρπάθου, την πιο πλούσια σχετική παράδοση πρέπει να την έχουν η Ρόδος και η Κως.

Να και το Γεφύρι της Άρτας, σε δύο διαφορετικές καρπάθικες εκδοχές.

Το ίδιο βίντεο το είχα ξαναπαραπέμψει κι εδώ, αλλά ήταν λίγο προβληματικό. Έκτοτε το ξαναφτιάξαν. Ολόκληρο το τραγούδι δυστυχώς δεν ακούγεται. Πρόκειται για ένα ολόκληρο σκηνοθετημένο ταινιάκι: στα πρώτα 10 λεπτά περίπου ακούγεται μια στιχουργική παραλλαγή στο σκοπό του Παλιού Συρματικού, μετά διακόπτεται, μπαίνει σπικάζ και για λίγο άλλη καρπάθικη μουσική, πιο ύστερα μπαίνει (εντελώς δειγματοληπτικά) ένα απόσπασμα από άλλη στιχουργική παραλλαγή στο σκοπό του [σκέτου] Συρματικού, που όμως καλύπτεται από το σπικάζ, και στο τέλος επανέρχεται το αρχικό τραγούδι που εντωμεταξύ, όσο ακούγαμε άλλα πράγματα, έχει φτάσει στους τελευταίους στίχους του.
Προφανώς έκαναν πλήρη ηχογράφηση: το Παλιό Συρματικό θα πρέπει να κράταγε κάνα εικοσάλεπτο, το Συρματικό μάλλον λιγότερο. Ίσως θεώρησαν υπερβολή να ανεβάσουν ολόκληρο ένα τόσο μεγάλο τραγούδι. Κρίμα. Εγώ ευχαρίστως θα το άκουγα.

[Το Γεφύρι της Άρτας είναι ξεκάθαρα παραλογή και όχι ακριτικό. Το αναφέρω επειδή, σύμφωνα με τη θεωρία που αναφέρθηκε πιο μπροστά, και οι παραλογές εξίσου από την Καππαδοκία προέρχονται όπως και τα ακριτικά.]