Έχοντας κάποιος ένα τρίχορδο στα χέρια, μπορεί να ξεφύγει -λίγο ή πολύ- από τις λαϊκές φόρμες και να υπηρετήσει την ψυχή του, τη φαντασία του; Θα χαθεί το ύφος του οργάνου, θα ακούγεται σαν κιθάρα ή σαν κάτι άλλο;
Τις περισσότερες φορές, απόπειρες τρίχορδων να φτιάξουν μουσική “εκτός ορίων” μου μοιάζουν φτωχές, επειδή συνήθως δεν μπορούν ακριβώς να απελευθερωθούν. Έτσι το αποτέλεσμα είναι πολλάκις “τουριστικού” χαρακτήρα, αφού έχουν οικειοποιηθεί στοιχεία από άλλες μουσικές, αλλά το μπουζούκι παραμένει τελικά “μπουζούκι”.
Σήμερα άκουσα μια δημιουργία που ταιριάζει πολύ με τα γούστα μου και η οποία με έκανε να σκεφτώ πως θέλω να ακούσω κι άλλα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Κατά τη γνώμη μου, ο παίχτης (δεινός τρίχορδος αλλά ταυτόχρονα και πολυμουσικός αφού παίζει λαούτο απ’ όσο ξέρω), ενώ επιλέγει να είναι μουσικά “γυμνός” μέσα στην “ανασφάλεια” δύο απόμακρων συχνοτήτων (τρίχορδο, κοντραμπάσο), καταφέρνει να τονίσει τις ιδιότητες του ήχου του, αναδεικνύοντας και τονίζοντας την ανεξάντλητη εκφραστικότητά του.
Η μη-δομή του κομματιού, η επερχόμενη έκπληξη, η θεώρηση του χρόνου ως αποδομητή του ρυθμού είναι συναρπαστική.
Αναρωτιέμαι, προσπαθώ να μπω μέσα στον παίχτη και να ζυγίσω: είναι ψυχή ή μυαλό; Είναι συναίσθημα ή εμπειρία; Είναι δικαίωμα ή ανάγκη; Είναι άποψη ή συνειδητή αδιαφορία; Το γεγονός ότι σε όλα αυτά τα ανύπαρκτα (πιθανότατα) για τον παίχτη και σχεδόν ρητορικά για μένα ερωτήματα, δεν βρίσκω σαφή απάντηση με οδηγεί να πιστέψω πως το εγχείρημα είναι ισορροπημένο. Και ίσως η ισορροπία -η Αρμονία ως αποδεκτή αισθητική σταθερή- να αποτελεί και τη χρυσή τομή στην μουσική.
Θα χαιρόμουν να διάβαζα τη γνώμη και των άλλων μελών για αυτό το κομμάτι, αλλά και προτάσεις προς αυτή την αισθητική.