"Έλα λαέ μου να σου μάθω τα τραγούδια σου"

Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Νέαρχου Γεωργιάδη.

Το Συγκρότημα Λαμπράκη είναι ένα κεφαλαιοκρατικό συγκρότημα που περιλαμβάνει εφημερίδες (Το Βήμα, Τα Νέα), περιοδικά (Ταχυδρόμος, Τηλεμαγκαζίνο), εκδόσεις (Ερμής, Τι πρέπει να ξέρω), Μέγαρο Μουσικής και πολλά άλλα.
Με τις εφημερίδες του, που είχανε πάντα τεράστια κυκλοφορία, διαμόρφωνε και διαμορφώνει την κοινή γνώμη, τις πολιτικές, καλλιτεχνικές και λογοτεχνικές προτιμήσεις, ανεβάζει και κατεβάζει κυβερνήσεις…
Στο παρελθόν έδειξε ανοχή, κατά την ηπιότερη έκφραση, στη δικτατορία του Μεταξά και στη γερμανική Κατοχή…
Έχει ευνοούμενους συγγραφείς και καλλιτέχνες, τους οποίους υπερ-προβάλλει, λες και είναι προϊόντα προς διαφήμιση και πώληση, ενώ στους μη ευνοούμενους γυρίζει την πλάτη.
Με αυτά τα δεδομένα μια επέμβασή του στο χώρο του αστικο-λαϊκού τραγουδιού ήταν φυσικό να εγκυμονεί πλαστογραφίες και παραμορφώσεις.
Αυτή η επέμβαση ξεκίνησε με την προσφορά ψηφιακών δίσκων κάτω από τον τίτλο «Το Ρεμπέτικο Τραγούδι», μέσα από την εφημερίδα «Το Βήμα», επί 50 μέρες, και συνεχίστηκε με την προσφορά κι άλλων ψηφιακών δίσκων κάτω από τον τίτλο «Το Λαϊκό Τραγούδι», επί 80 ημέρες.
Αυτή η «αγάπη» για το αστικο-λαϊκό τραγούδι ήταν πάρα πολύ όψιμη και καθυστερημένη, μιας και προσφέρθηκαν τραγούδια που από πολύ καιρό βρίσκονται στην εμπορική κυκλοφορία.
Αποκλειστικός σκοπός του Συγκροτήματος ήταν η μεγάλη αύξηση της κυκλοφορίας, η συγκέντρωση περισσότερων διαφημίσεων και κερδών και το ανέβασμα του γοήτρου της εφημερίδας, μέσα από ένα καλλιτεχνικό είδος που το αγκάλιασε ο λαός και που γνωρίζει πλέον καθολική αναγνώριση.
Αλλά το αποκορύφωμα της επέμβασης του Συγκροτήματος Λαμπράκη στο αστικο-λαϊκό είδος ήρθε με την παράσταση «Σαν τραγούδι μαγεμένο», που δόθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, από τις 12 μέχρι τις 19 Φεβρουαρίου του 2008.
Σε αυτή την παραμορφωτική επέμβαση ήρθανε ως συνεργοί ο μελετητής Παναγιώτης Κουνάδης και ο τραγουδιστής Γιώργος Νταλάρας.
Ο πρώτος έχει ήδη προσφέρει πολλά στη μελέτη του αστικο-λαϊκού τραγουδιού, αν παραβλέψουμε τα λάθη ορισμού, περιοδολόγησης και ανάμειξης των ειδών.
Ο δεύτερος έχει κι αυτός προσφέρει πολλά στο Λαϊκό Τραγούδι, και πάνω από όλα με τους δίσκους «Μικρά Ασία» και «Τα ρεμπέτικα της Κατοχής», αν και συχνά μπερδεύει το αστικο-λαϊκό τραγούδι με το λόγιο - το λεγόμενο Έντεχνο.

Παραμόρφωση No 1:
Ιδιοποίηση του Λαϊκού - Ρεμπέτικου τραγουδιού από το κεφάλαιο.
Το αστικο-λαϊκό τραγούδι, όπως και να το πει κανείς, (λαϊκό τραγούδι, ρεμπέτικο, λαϊκο-ρεμπέτικο κ.τ.λ.) είναι ένα είδος που εξέφρασε και εκφράζει τις χαμηλές κοινωνικές τάξεις και στρώματα των πόλεων.
Ο μεσο-αστικός, και ιδίως ο μεγαλο-αστικός κόσμος, του έδειξε περιφρόνηση και το συκοφάντησε για δεκαετίες ολόκληρες.
Είναι λοιπόν παράδοξο, ανακόλουθο, αντιφατικό και υποκριτικό να έρχεται ένα μεγάλο κεφαλαιοκρατικό συγκρότημα να το ιδιοποιείται, να το προσεταιρίζεται, να το σφετερίζεται και να ισχυρίζεται ότι προσφέρει στις λαϊκές μάζες έναν αισθητικό θησαυρό που τους ήτανε άγνωστος.
Χαρακτηριστικά, ο κ. Χρήστος Δ. Λαμπράκης, πρόεδρος του Οργανισμού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, ο οποίος δεν μπόρεσε να παρευρεθεί στη συνέντευξη Τύπου, σε μήνυμα του έλεγε:
«Πέρυσι το Μέγαρο Μουσικής παρακάλεσε τον μεγάλο εκπρόσωπο του ελληνικού τραγουδιού, το Γιώργο Νταλάρα, να παρουσιάσει το «Ρεμπέτικο» σε μια ιστορική διαδρομή που καλύπτει ολόκληρο τον περασμένο αιώνα.
Νομίζω πως ένας τέτοιος κύκλος, ιστορικός και μορφωτικός δεν έχει ποτέ ακουσθεί ως τώρα στην Ελλάδα.
Γι’ αυτό, και μετά τις συναυλίες στο Μέγαρο, ο Γιώργος Νταλάρας θα τον προτείνει στις μεγάλες πανεπιστημιακές πόλεις του τόπου μας.
Είναι αυτή μια προσφορά για την οποία τον ευχαριστούμε και το Γιώργο και την Άννα Νταλάρα, που επιμελήθηκαν την εξαιρετική αυτή εκδήλωση». (Το Βήμα, 5.2.2008).
Στην πραγματικότητα, οι λαϊκές μάζες γνωρίζανε πάρα πολύ καλά το αστικο-λαϊκό τραγούδι και του δίνανε ζωή με το αίμα τους και με το λιγοστό χρήμα τους για δεκαετίες και για αιώνες ολόκληρους.
Αντίθετα, το αστικο-λαϊκό τραγούδι ήταν άγνωστο και περιφρονημένο από τους καρχαρίες του χρήματος και της εξουσίας, ανάμεσα στους οποίους ξεχωριστή θέση κατέχει και το συγκρότημα Λαμπράκη - «ο βαλές της άρχουσας τάξης», όπως το χαρακτηρίσανε.
Με αυτές του τις παρεμβάσεις, το Συγκρότημα είναι σαν να εφαρμόζει την παροιμία:
«Έλα, παππού μου, να σου δείξω τα αμπέλια σου».
Παραφράζοντας την θα μπορούσε κανείς να πει:
«Έλα, λαέ μου, να σου μάθω τα τραγούδια σου!».

Παραμόρφωση No 2:
Η αναίρεση της ταξικότητας και της λαϊκότητας του είδους.
Αν θελήσουμε να ορίσουμε το αντικείμενο μας, θα πούμε: το νεο-ελληνικό αστικο-λαϊκό τραγούδι είναι ένα καλλιτεχνικό είδος που βασίζεται σε ζωντανά παραδοσιακά στοιχεία και εκφράζει τη ζωή των πόλεων απ’ τη σκοπιά των χαμηλών κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων.
Απ’ την εποχή που ο οξυδερκής Κωστής Παλαμάς διέγνωσε ότι μέσα στα αστικο-λαϊκά Γιαννιώτικα, Σμυρνιώτικα, Πολιτικά τραγούδια «κλαίει το μαύρο φτωχολόι» μέχρι την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και το Βασίλη Τσιτσάνη, που θεωρούν ότι οι λαϊκοί άνθρωποι είναι «λουλούδια μέσα στης φτώχειας τον μπαξέ, που μεγαλώνουν με καημό και με πικρά τραγούδια», όλοι παραδέχονται ότι το είδος εκφράζει τη φτωχολογιά των πόλεων.
Και η φτώχεια είναι βεβαίως ένα ταξικό φαινόμενο.
Η αριστοκρατία του χρήματος και της εξουσίας δεν γνωρίζει τι θα πει φτώχεια.
Ωστόσο, ο Παναγιώτης Κουνάδης, ενεργώντας για λογαριασμό του Μεγάρου Μουσικής και του Συγκροτήματος Λαμπράκη ανέλαβε να αναιρέσει αυτή την αλήθεια και να μας πείσει ότι το αστικο-λαϊκό τραγούδι εξέφραζε εξίσου τόσο τα φτωχά στρώματα όσο και τους βασιλιάδες!
«Το ρεμπέτικο μάγευε και τους εστεμμένους.
Το αποκάλυψε χθες ο Παναγιώτης Κουνάδης, επιμελητής ενός μεγάλου αφιερώματος στο ρεμπέτικο…», διαβάζουμε στην «Ελευθεροτυπία» (5.2.2008).
Και συνεχίζει η καλή εφημερίδα:
«Το ξέρατε ότι ο Γεώργιος Α’ ήταν λάτρης του αμανέ; Και μάλιστα τραγουδούσε και ο ίδιος το «Σμυρνέικο Μινόρε» δυνατά μέσα στα ανάκτορα;
Ότι μερικά από τα πρώιμα ρεμπέτικα της Σμύρνης παίχτηκαν κατά την ενθρόνιση του Εδουάρδου Ζ’ της Αγγλίας, το 1901, από την περίφημη Εστουδιαντίνα «Τα Πολιτάκια», που περιόδευαν στην Ευρώπη;
Ότι σε μια επίσκεψη του στην Αθήνα ο Εδουάρδος Η’ είχε μαγευτεί από μια βραδιά με τον Νταλγκά και τον Παγώνη;
Για όλα αυτά μας διαβεβαίωσε χθες ο ερευνητής του ρεμπέτικου Παναγιώτης Κουνάδης…».
Βέβαια, αυτά τα παραδείγματα δεν είναι ικανά να στοιχειοθετήσουν τον ισχυρισμό ότι τα αστικο-λαϊκά τραγούδια εξέφραζαν τους πρίγκιπες και τους βασιλιάδες, όπως ισχυρίζεται ο Κουνάδης.
Μάλλον, πρόκειται για μεμονωμένες εκδηλώσεις λαϊκισμού των ηγεμόνων που ήθελαν να δείξουν ότι βρίσκονται κοντά στα λαϊκά στρώματα και την κουλτούρα τους.
Κι ακόμα, δείχνουν την ικανοποίηση των βασιλέων και των δεσποτών, όταν παρακολουθούν τους γραφικούς ιθαγενείς να τραγουδούν, να χορεύουν και να αγάλλονται.
Ωστόσο, αυτό που επιχειρεί ο πρώην αριστερός Παναγιώτης Κουνάδης είναι να ανασκευάσει την εικόνα του αστικο-λαϊκού τραγουδιού, να αναιρέσει και να σβήσει τη λαϊκότητα και την ταξικότητά του κι έτσι, με αυτό τον τρόπο, να το κάνει αρεστό και ευπρόσδεκτο στην αριστοκρατία του χρήματος και της εξουσίας.

Παραμόρφωση Νο3:
Ένα ακαθόριστο Ρεμπέτικο - αχταρμάς.
Είναι γνωστό ότι η κάθε έννοια προηγείται από τις λέξεις που τη σημαίνουν.
Κατ’ ακρίβειαν, πρώτα σχηματίζεται η έννοια στη συνείδηση μιας κοινωνίας και μετά έρχονται οι συμπεφωνημένες λέξεις που σημαίνουν αυτή την έννοια.
Κατά συνέπεια η έννοια είναι πιο σημαντική από τις λέξεις με τις οποίες τη βαφτίζουνε και, όπως παρατήρησε ο Φερντινάντ Ντε Σωσσύρ, αυτές οι λέξεις δεν μπορούν η καθεμιά χωριστά να αποδώσουν με ακρίβεια την έννοια.
Έτσι, οι συνώνυμες λέξεις λαϊκό, ρεμπέτικο, λαϊκο-ρεμπέτικο, αστικο-λαϊκό, μάγκικο, μόρτικο κλπ., με τις οποίες κατά καιρούς βαφτίστηκε το αντικείμενο μας, δεν είναι ικανές να αποδώσουν πλήρως την έννοια.
Από αυτές ο όρος αστικο-λαϊκό τραγούδι προσεγγίζει περισσότερο, ενώ αντίθετα, ο όρος ρεμπέτικο παραμένει ακαθόριστος και ο καθένας του δίνει όποια σημασία θέλει.
Ο ορισμός μιας έννοιας δεν είναι τίποτα άλλο από την πλήρη περιγραφή της.
Αυτός μας δείχνει τι πρέπει να κρατήσουμε και τι πρέπει να αποκλείσουμε κάτω από τη στέγη της έννοιας αυτής.
Για παράδειγμα, το αυτοκίνητο είναι ένα αυτοκινούμενο όχημα με τέσσερις τροχούς.
Αν κάποιος αγνοεί τον ορισμό, με τη λέξη αυτοκίνητο θα επιχειρήσει να μας πουλήσει καρότσες, μοτοσικλέτες, ποδήλατα, πατίνια, γκαμήλες, ακόμα και ελέφαντες!
Αυτοί που αποφεύγουν να ορίσουν τι εννοούν με τη λέξη ρεμπέτικο αποκλείουν αυτούς που δεν έπρεπε να αποκλείσουν και συμπεριλαμβάνουν αυτούς που δεν θα έπρεπε να συμπεριλάβουν.
Έτσι, ο φίλος Ηλίας Βολιώτης Καπετανάκης αποκλείει από το αστικο-λαϊκό τραγούδι τον τετράχορδο Μανώλη Χιώτη και το Στέλιο Καζαντζίδη.
Αντίθετα, θεωρεί ότι συνέχεια του Βασίλη Τσιτσάνη είναι ο… Παντελής Θαλασσινός!
Τα ίδια και χειρότερα λάθη διαπράττει και ο φίλος μελετητής Παναγιώτης Κουνάδης.
Πρώτα απ’ όλα μας λέει ότι «το Ρεμπέτικο δεν είναι είδος, αλλά γένος τραγουδιού, που περιλαμβάνει πολλά άλλα μουσικά είδη».
Αυτό επιτρέπει στον Κουνάδη να τεντώνει κάθε φορά την έννοια του λεγόμενου ρεμπέτικου, για να συμπεριλάβει όσους απαιτεί το Συγκρότημα Λαμπράκη, ο Γιώργος Νταλάρας ή ο ίδιος ο Κουνάδης.
Έτσι, αυτή τη φορά, στη συναυλία του Μεγάρου Μουσικής, μαζί με τους Βαμβακάρηδες, τους Τσιτσάνηδες, τους Μητσάκηδες, τους Τζουανάκους συμπεριλαμβάνονται μεταξύ άλλων και οι Σαββόπουλος, Μάλαμας, Περίδης, που είναι προφανές ότι ανήκουν σε κάποιο άλλο είδος τραγουδιού.
Αυτό θυμίζει την υποκρισία των καλογήρων οι οποίοι, θέλοντας να φάνε κρέας κατά τις νηστείες της Μεγάλης Εβδομάδας, το βαφτίσανε ψάρι και το καταβροχθίσανε!
Έτσι κι ο Κουνάδης βάφτισε το Σαββόπουλο, Μούτση, Περίδη, Μάλαμα, ρεμπέτες και τους πλάσαρε στους άμοιρους ακροατές.

Παραμόρφωση No 4:
Οι μεγάλοι ρεμπέτες ευλογούν τον Νταλάρα.
Ο ευνοούμενος και προβαλλόμενος από το συγκρότημα Λαμπράκη συγγραφέας Σκαμπαρδώνης συνέγραψε μια σειρά από θεατρικές σκηνές ειδικά για τις ανάγκες της παράστασης.
Σε μιαν από αυτές οι μεγάλοι «ρεμπέτες» Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Νίνου, αλλά και ο Λουκάς Νταράλας (πατέρας του Γιώργου Νταλάρα), βρίσκονται στον παράδεισο και ο Γιώργος Νταλάρας τους στέλνει με… ντελίβερι έναν ψηφιακό δίσκο με τα τραγούδια της παράστασης.
Οι «ρεμπέτες» επικροτούν κι έτσι ευλογούν το Γιώργο, το Σαββόπουλο, τον Περίδη κ.λπ. ως άξιους συνεχιστές τους!
Έτσι, με τις ευλογίες του μεγάλου κεφαλαίου και κάποιων πιστών τους ακολούθων επιχειρείται η πλαστογράφηση του αστικο-λαϊκού μας τραγουδιού, που δεν είναι δικό τους, αλλά αποτελεί κληρονομιά του ελληνικού λαού και της ανθρωπότητας.
Ωστόσο, αυτή η πλαστογράφηση δεν θα περάσει, ― αρκεί ένα τσίμπημα και μια τρυπούλα για να ξεφουσκώσει το μπαλόνι, όσο μεγάλο και να είναι.

Βεβαίως, πολύ ενδιαφέρον το άρθρο. Βεβαίως και λέει αλήθειες, αλλά δεν μπορώ να συμφωνήσω με όλα. Την εισαγωγή δεν θα τη σχολιάσω, κάθε κεφαλαιοκράτης κυττάει πώς να μεγιστοποιήσει τα κέρδη από το κεφάλαιό του. Γνωστόν. Θα μπώ απευθείας στο θέμα.

Παραμόρφωση Νο 1:
Όπως και ο ίδιος ο Ν. Γ. σωστά επισημαίνει, οι λαϊκές μάζες δεν περίμεναν τις πρωτοβουλίες του Συγκροτήματος για να γνωρίσουν και ίσως, (ποιος ξέρει…) να αγαπήσουν κιόλας το λαϊκό αστικό τραγούδι. Προηγήθηκαν, κάμποσες δεκαετίες πριν και απέδειξαν ότι διέθεταν υγιές μουσικό και κοινωνικό αισθητήριο, σε εποχές που ο κ. Λαμπράκης, αγκαλιά με την κυρία Σπανούδη και άλλους «λακέδες» της μεγαλοαστικής τάξης, άκουγε μόνο Μπετόβεν . Επομένως, την ιδιοποίηση από το Κεφάλαιο δεν τη βλέπω. Παραφράζοντας όμως και εγώ, ας διατυπώσω τη γνωστή παροιμία ως «Έλα, Μεγαλοαστέ μου (3% του λαού), να σου δείξω τα τραγούδια των φτωχών (97%)». Αυτό μου φέρνει στο νού ένα επεισόδιο που δηκτικά περιέγραφε (μακαρίτης σήμερα…) Σαλονικιός φίλος, από αριστερή διαδήλωση στη Σαλονίκη του ʽ50, όπου γόνος της οικογένειας Φλόκα είχε έναντι πέντε δραχμών αγοράσει από διαδηλωτή ένα πλακάτ και το οικειοποιήθηκε, φωνάζοντας και αυτός ό τι συνθήματα έπιανε το αφτί του. Το πλακάτ έγραφε «Οι λιμενεργάτες Θεσσαλονίκης μαζί σας».

Νο 2:
Ψέμματα λέει ο Κουνάδης, για τον αμανέ του Γεωργίου Α, Β ή Γ; Δεν νομίζω. Μπορεί ο άνθρωπος να μην ήξερε Ελληνικά, κάπου όμως θα το άκουσε το σμυρναίικο μινόρε και ψυθίριζε τη μελωδία, που στο κάτω κάτω δεν είναι και η πεμπτουσία της Ανατολικής Μουσικής. Ε, και; Σε χοντρικά ανάλογη εποχή (1881) και κάποιος άλλος μεγαλοαστός, κάποιος κύριος Γ. Κ. Φαίδρος, στη Σμύρνη, ηρέσκετο σφόδρα στον αμανέ, όπως αναφέρει σε σχετική πραγματεία του, αλλά ούτε και αυτός γνώρισε ποτέ τι θα πεί πείνα. Από εκεί όμως, μέχρι το σημείο να ισχυριστεί κανείς ότι ο Κουνάδης, ο οποιοσδήποτε Κουνάδης, προσπαθεί να σβήσει τη λαϊκότητα και ταξικότητα του αμανέ, υπάρχει μεγάλη απόσταση. Και εν πάσει περιπτώσει, αν κάποιος κάποτε επιχειρήσει κάτι τέτοιο θα σπάσει, απλά, τα μούτρα του.

Νο. 3
Συμφωνώ απόλυτα. Με απασχολεί και εμένα πολύ αυτό το θέμα και, για τούτο ακριβώς, είχα ξεκινήσει και σχετική συζήτηση εδώ στο φόρουμ μας (τους Σαββόπουλο, Μούτση κλπ. δεν τους είχα συμπεριλάβει, βεβαίως). Η συζήτηση δεν απέδοσε. Έβγαλα τα συμπεράσματά μου.

Νο. 4
Δεν το πιστεύω!!! Είναι δυνατόν;;;; Κρίμα που τα χέρια μου είναι μόνο δύο και τα δάχτυλά τους μόνο πέντε και έτσι, ο κύριος συγγραφεύς / θεατρικός σκηνοποιός θα παραμείνει όρθιος στη θέση του. Αν είχα όσα χέρια και δάχτυλα επιθυμούσα, το ρεύμα από τη μούτζα που θα έδινα θα τον ξάπλωνε χάμω…

Ας τελειώσω επαναλαμβάνοντας την τελευταία φράση: Ωστόσο, αυτή η πλαστογράφηση δεν θα περάσει. (κρίμα το μπαλόνι, και ήταν μεγάλο!).

Υ. Γ. Δημοσιεύτηκε το άρθρο, και πού;

Το άρθρο αυτό είχε σταλεί από το Νέαρχο στην “Κλίκα” τον περασμένο Μάρτη. Είχε μάλιστα υπέρτιτλο “Τραγούδι μαγεμένο …πλαστογραφημένο”. Λόγω της μεγάλης καθυστέρησης της έκδοσης αυτού του τεύχους κι επειδή το άρθρο σχετιζόταν με την προ εξαμήνου επικαιρότητα, ο Νέαρχος το έδωσε (μετά από συνεννόηση) στο “Λαϊκό Τραγούδι” (και καλά έκανε).

Δεν μπορούμε να υποστηρίζουμε πως ο Γεώργιος “ήταν λάτρης του αμανέ” .
Αν αγαπάμε πραγματικά ένα είδος, το δείχνουμε έμπρακτα, παίρνοντας μέτρα γι’ αυτό, το υποστηρίζουμε.
Αντίθετα, ο αμανές διώχτηκε από το επίσημο κράτος, και με την ιδέα ότι “ανατολικόφερνε”.
Αλλά, τι νόημα έχει άραγε να επικαλούμαστε την “αγάπη” του κάθε εστεμμένου για το λαϊκό τραγούδι, γενικά;
Μήπως έχουμε την εντύπωση πως έτσι καταξιώνεται στα μάτια κάποιων και ποιων συγκεκριμένα;
Το λαϊκό μας τραγούδι έχει κατακτήσει τη θέση που του αξίζει στην καρδιά του λαού μας, οι “αγάπες” κάποιων επωνύμων προς αυτό του είναι περιττές.

Το άρθρο αυτό του Ν. Γ. δεν το έχω βρει - ως τώρα τουλάχιστον - στο “Λαϊκό Τραγούδι”.
Εδώ το βρήκα [και παράλειψή μου, βέβαια, που δεν έβαλα το link].

Είναι εξ ορισμού παράλογο να αμφισβητήσει κανείς τη λαϊκότητα του λαϊκού τραγουδιού, παρομοίως όμως δεν νομίζω πως μπορεί να αμφισβητηθεί η απήχηση του εν λόγω τραγουδιού και σε άλλες τάξεις, πράγμα που δεν αναιρεί την ταξικότητά του,αλλά μάλλον την αξία και τη δυναμική του δείχνει η δυνατότητά του να υπερβαίνει ταξικές και γεωγραφικές διαφορές, ώστε εν τέλει να καταστεί πανελλήνιο τραγούδι.
Εξ άλλου ας μη λησμονούμε ότι λαμπροί εκπρόσωποι του αστισμού,όπως ο Σκαλκώτας κι ο Χατζηδάκις πρώτοι ανέδειξαν κι αξιοποίησαν το ρεμπέτικο και βέβαια ότι οι εχθροί κι αρνητές του δεν ανήκαν μόνο στη Δεξιά και τους κεφαλαιοκράτες,αλλά και στην πλευρά των ιδεολογικών εκπροσώπων της εργατικής τάξης.

Βρήκα και διάβασα το σχετικό άρθρο της Ελευθεροτυπίας. Την ευθύνη για την προώθηση της άποψης ότι «το ρεμπέτικο μάγευε (!!!, τα θαυμαστικά δικά μου) και τους εστεμμένους» αναλαμβάνει, τελικά, η κυρία Ναταλί Χατζηαντωνίου που υπογράφει το εμετικό, από όλες τις απόψεις, άρθρο. Σκοπός της ήταν, απλά και ξερά, να προωθήσει την επικείμενη στο Μέγαρο συναυλία και τίποτε άλλο. Παράπλευρο κέρδος ο εντυπωσιασμός κάποιας μερίδας των αναγνωστών της εφημερίδας, μη ενημερωμένων.

Φυσικά, και οι ευθύνες του Κουνάδη δεν είναι καθόλου λιγότερες. Θα το διάβασε και αυτός το άρθρο και δεν φαντάζομαι να παρενέβη, ώστε να αρθούν οι όποιες παραμορφώσεις που, βέβαια, δεν είναι καθόλου σπάνιες στη δημοσιογραφία.

Θα πρότεινα να σταματήσουμε εδώ, είναι πολύ καλά γνωστή σε όλους μας η μεθοδολογία που ακολουθείται από τα ΜΜΕ και, όπως και η Ελένη αλλά και ο Ν. Γ. λένε, το αστικό λαϊκό τραγούδι ακολούθησε το δρόμο του, μέσα από τις γνωστές δυσκολίες και αντιξοότητες και δεν έχει ανάγκη από υποστήριξη. Η κυρία Χατζηαντωνίου απλά επιχείρησε και εκείνη να «σβήσει τη λαϊκότητα και ταξικότητα του αμανέ», με τη βοήθεια και του Κουνάδη και, «έσπασε τα μούτρα της» (δες μήνυμα #2). Δεν νομίζω να γίνει καταλύτης το άρθρο της ώστε οι ερευνητές να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους για το αστικό λαϊκό τραγούδι.

Ως εδώ, από εμένα. Θεωρώ ότι η περαιτέρω ενασχόλησή μας με τα ΜΜΕ τους περιποιεί τιμή πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που τους αξίζει.

Αξιοποίησαν, προς όφελος βεβαίως αποκλειστικά και μόνο του αστισμού, όχι της εργατικής και άλλων χαμηλόβαθμων τάξεων.

Ο Ν. Γεωργιάδης έχει ανάγκι από πολλά λόγια για να εκφράζει τη θέση του.
Φαντάζομαι ότι ο Κουνάδης δεν βάφτησε ορισμένα άτομα “ρεμπέτες” αλλά ότι ορισμένοι συνθέτες είναι επηρρεασμένοι από το ρεμπέτικο.
Σύχνά διάβασα την ερώτηση ποιοί τότε έχουν αγοράσει όλους τους δίσκους, γιατί οι φτωχοί δεν είχαν λεφτά.
Το ερώτημα είναι γιατί τους άρεσαν αυτά τα τραγούδια και δεν μιλάω για τα ερωτικά τραγούδια της Σμύρνης, αλλά για τα “σωστά” ρεμπέτικα τραγούδια.

ξέχασα να ρωτήσω> ο Κουνάδης εντάσσει τους αμανέδες μέσα στο ρεμπέτικο?
Και αν οι στίχοι είναι λαικοί, ο αμανές είναι καλλητεχνικό είδος.

Λέει αυτός>
"το ρεμπέτικο δεν είναι είδος, αλλά γένος τραγουδιού, που περιλαμπάνει πολλά άλλα μουσικά είδη.
Τι είναι η διαφόρα μεταξύ “είδος” και “γένος”?

Εντάσσεται κι αυτό το μουσικό είδος,οι αμανέδες, στο ρεμπέτικο,το οποίο αποτελεί ένα γένος μια ευρύτερη έννοια,που τη συναπαρτίζουν επιμέρους κατηγορίες-είδη με κοινά χαρακτηριστικά.Κατά τη γνώμη μου ρεμπέτικο δεν είναι μόνο τα μάγκικα πειραιώτικα,όπως μάλλον υπονοείς με τον όρο τα ‘‘σωστά ρεμπέτικα’’,αλλά και τα σμυρνέικα,τα μεταπολεμικά λαϊκά,ακόμα και τα επιθεωρησιακά ρεμπέτικα.Ακρωτηριάζουμε το ρεμπέτικο αν το περιορίζουμε μόνο σε κάποιες μορφές του.
Με το ρεμπέτικο σε όλες του τις εκφάνσεις γούσταρε πολύ περισσότερος κόσμος απ’ ό,τι ίσως νομίζαμε.Επί παραδείγματι ο συνθέτης Κ. Τζόβενος,που καμιά σχέση δεν είχε με χασίσια και μαγκιές,έγραψε αποκλειστικά τέτοια τραγούδια,γιατί κατά δήλωσή του αυτά ζητούσε ο κόσμος,αυτά ήταν στη μόδα.Και προφανώς οι ακροατές τους δεν ήταν μόνο …υπόκοσμος.
Ακόμα δηλαδή και οι πιο βαριές μορφές του ρεμπέτικου δεν ήταν άποκλειστική υπόθεση κάποιων περιθωριακών ομάδων,παρομοίως χωρίς να αναιρείται η λαϊκότητα του ρεμπέτικου ουδείς λόγος υπάρχει να αμφισβητήσουμε τη διαταξική του απήχηση και ίσως έτσι δίνεται απάντηση στο ερώτημα της Μάρθας για το ποιοι αγόραζαν τους ακριβούς δίσκους με ρεμπέτικα,αφού ως γνωστόν για τους φτωχούς φρόντιζε η συμπαθής τάξη των φωνογραφιτζήδων.

Εγώ δυσκολεύομαι να ξέρω τι είναι λαικό και τι είναι “λαικό”.
Πολλά από τα τραγούδια της Σμύρνης πριν το 1922 το θεωρώ επαγγελματικες δημιουργίες για μια αστική διασκέδαση. Αν θυμάμαι καλά η Αγγελική Παπάζογλου είπε “εμείς δεν είχαμε ρεμπέτικα τραγούδια΄”, αυτό σημαίνει ότι καταλαβαίνει με την εννοια “ρεμπέτικο” κάτι που έχει σχέση με την Ελλάδα μετά το 1922.
Εμένα δεν μου φαίνεται και τόσο Λαικό αν ο ένας γράφει μια μελωδία, ένας άλλος γράφει τους στίχους και πάλι ένας άλλος τραγουδάει. Πιστεύω ότι στην Ελλάδα πολλοί θέλουν σήμερα να είναι “τα πάντα” ρεμπέτικο, φαίνεται ότι θέλουν ότι όλα τα τραγούδια προέρχονται κατευθείαν από το φτωχό λαό ή θέλουν να πουλούν περισσότερα ΣιΝτι ή ίσως θέλουν να δείξουν ίσως ότι ο όρος “ρεμπέτικο” είναι λάθος.

Μάρθα, το ποιος βάφτισε ρεμπέτες τους ρεμπέτες είναι ερώτημα προς απάντησιν, δεν έχει τεκμηριωθεί ικανοποιητικά, τουλάχιστον για μένα. Ο Κουνάδης βασίζεται στην προσέγγιση του Πετρόπουλου, που ενέταξε στα ρεμπέτικα όλα τα αστικά λαϊκά τραγούδια. Χρησιμοποιεί ο Κουνάδης τους ορισμούς «γένος» και «είδος» για να «ιεραρχήσει» την κατάταξη των τραγουδιών όπως τον βολεύει. Θεωρεί το είδος υπομονάδα του γένους, έτσι στο γένος του ρεμπέτικου εντάσσει τα κουτσαβάκικα, τα σμυρναίικα, τα πειραιώτικα (τα δικά σου «σωστά», φαντάζομαι), τις λαϊκές καντάδες, τα λαϊκά. Οι όροι είναι εύπλαστοι, δεν έχουμε ακόμα κατορθώσει να τους δώσουμε κάποια πιο αποκρυσταλλωμένη μορφή.

Όπως επισημαίνει και ο Παναγιώτης, η απάντηση στο «ποιος λοιπόν αγόραζε όλη αυτή την ποσότητα δίσκων» βρίσκεται στους γραμμοφωνητζήδες και τα λαϊκά κέντρα, καφενεία κλπ… Μην ξεχνάμε ότι οι ιδιαίτερα δημοφιλείς δίσκοι σύντομα χάλαγαν από το πολύ παίξιμο και ξαναγοράζονταν. Όσο για το γιατί άρεσαν, ως ένα βαθμό είναι μόδα και ως ένα άλλο βαθμό επιτυχία των δημιουργών τους να βρούν ευαίσθητες χορδές του λαϊκού γούστου.

Δεν μπορώ όμως να εντάξω ούτε τους αμανέδες (ποια η διαφορά τους από τα παραδοσιακά τραγούδια της Μικρασίας;), ούτε τα σμυρναίικα ούτε τα επιθεωρησιακά ψευτορεμπέτικα / ψευτοκουτσαβάκικα με τους στιλιζαρισμένους «μάγκες», ούτε τον Πουλόπουλο στα ρεμπέτικα. Το πώς θα κατατάξω όλα αυτά τα είδη το ψάχνω ακόμα. Αυτό που (πραγματικά) είπε η Αγγέλα Παπάζογλου σηκώνει αρκετή κουβέντα. Το είπε πάντως σε μίαν εποχή όπου πολλοί έλεγαν ρεμπέτικα τα πειραιώτικα και τα μεταγενέστερα από αυτά. Πως θα μπορούσε η γυναίκα να εντάξει εκεί μέσα το δικό της ρεπερτόριο;

Γι’ αυτό πρέπει να προσεγγίζεται με πολλή προσοχή η βιογραφία και η αυτοβιογραφία.
Ακόμα και στις καλύτερες του είδους, όπως “Τα χαΐρια μας εδώ”, της Αγγ. Παπάζογλου, χρειάζεται διασταύρωση των στοιχείων που παραθέτουν, γιατί περιέχονται μονόπλευρα οι απόψεις του βιογραφόμενου, χωρίς καμιά διασταύρωση ή τεκμηρίωση.

Και όμως, ήταν πολλές οι αναφορές στον όρο “ρεμπέτικο” στη Σμύρνη (όπως ξέρουμε πια από τον Αρχιγένη, τον Καλυβιώτη κ.λπ.).
Στη Σμύρνη πρωτογράφτηκε ο όρος “ρεμπέτικο” σε δίσκους γραμμοφώνου και πρώτες οι Εστουντιαντίνες της Σμύρνης (και της Κων/πολης) έγραψαν στο πρόγραμμά τους σε τραγούδια τον όρο “ρεμπέτικο”.
Δεν ξέρουμε βέβαια τι ακριβώς υπονοούσαν με αυτό τον όρο, αλλά ως όρος το “ρεμπέτικο” ήταν γνωστός.

Είναι ολόκληρη συζήτηση τι θεωρείται “λαϊκό” και τι “λαϊκίστικο” , ας το πούμε έτσι.
Το λαϊκίστικο τραγούδι είναι σλόγκαν,
ενώ το λαϊκό περιέχει μήνυμα και κυρίως δεν χαϊδεύει τα αυτιά, λέει αλήθειες, καμιά φορά πικρές…

Αν κατάλαβα καλά ο Ν.Γ. είναι ο νέος πάπας του λαϊκού τραγουδιού ( το “αστικό” το αποφεύγω γιατί μου θυμίζει άλλα πράγματα ) , ότι έγραψε είναι η πάσα αλήθεια και το απόλυτο σωστό . Όποιος πει δηλαδή ότι σε πλουτοκράτη αρέσει το λαϊκό τραγούδι έχει κάτι άλλο στο μυαλό του , λες και οι μεγαλοαστοί ήταν από την αρχή της δημιουργίας από άλλη πάστα φτιαγμένοι και οι μονάρχες όντως γαλαζοαίματοι .Το ότι ο ξενόφερτος ελέω θεού ηγεμόνας τραγούδαγε μεγαλόφωνα Σμυρνέικα δε μου χτυπάει καθόλου άσχημα , ούτε εξιλεώνει αυτόνα και τη φάρα του για όσα κακά τράβηξε απο δαύτους ο τόπος , ίσα ίσα μου δείχνει τη δύναμη του λαϊκού τραγουδιού να αρέσει και σε έναν γερμανοτραφή . Αν τώρα ο Λ. και οι εταίροι του ανακάλυψαν το Λάϊκό τραγούδι προς άγραν αναγνωστών ή θεατών είναι άλλη ιστορία και πολύ σοβαρή , όμως απότι κατάλαβα ο Ν.Γ. βγάζει εκτός από αλήθειες και αρκετή χολή .

Δυστυχώς και εμένα την ίδια εντύπωση μου άφησε, όταν έπεσα τυχαία πριν δύο-τρεις μήνες στο συγκεκριμένο άρθρο του.
Έκπληκτος θεώρησα πως εμφιλοχωρεί και κάποιο προσωπικό στοιχείο αντιπαράθεσης με τον Π.Κ.

Λές και ήταν η πρώτη φορά, Αντώνη μου…

Διαβάζω πάντα με προσοχή και σέβομαι απόλυτα τις απόψεις όλων των συνομιλητών.
Μια μικρή παρατήρηση, θα μου επιτρέψετε.
Νομίζω πως πρέπει να μας απασχολήσουν κάποια στιγμή, στα σοβαρά, και τα κίνητρα όσων ασχολούνται με το ρεμπέτικο, είτε ως συγγραφείς και αρθρογράφοι, είτε ως παραγωγοί εκπομπών, είτε ως εκδότες σειράς δίσκων (cd) για το ρεμπέτικο, είτε με όποιας άλλης μορφής σχετική δραστηριότητα.
Αυτές ακριβώς οι δραστηριότητές τους, βοηθούν να μην τους βάζουμε όλους στο ίδιο καζάνι και να τους αξιολογούμε όπως τους αξίζει!

Το ξέρω πως ξεφεύγω κάπως από το θέμα του άρθρου που κουβεντιάζουμε, αλλά θα πρέπει να μας προβληματίσει πολύ η δραστηριότητα εκείνη “ρεμπετολόγου” που πάει να βγάλει στιχουργό – και μάλιστα …700 τραγουδιών, παρακαλώ – παράγοντα της δισκογραφίας…και μάλιστα και με “ντοκουμέντα”…
Η συγκεκριμένη δραστηριότητα δεν οφείλεται φυσικά σε άγνοια και δεν επιτρέπεται σε κανέναν να πλιατσικολογεί πάνω στο θέμα της πνευματικής ιδιοκτησίας, ειδικά όταν γνωρίζει πώς και κάτω από ποιες συνθήκες χαρίζονταν τραγούδια μεγάλων δημιουργών…

Ε, πώς να το κάνουμε;
Δεν είναι όλοι ίδιοι και ευτυχώς για το αστικό / λαϊκό μας τραγούδι.

Εγώ θα έλεγα [u]πίκρα![/u]

Ελένη έχεις αποδείξεις για τη λογοκλοπή που υπαινίσεσαι ; Αν όχι βγάζεις και συ κακίες για έναν άνθρωπο που έβαλε πολύ μεράκι στο ψάξιμο και προσωπικά του βγάζω το καπέλο , όπως βγάζω το καπέλο και στον Πετρόπουλο που πολλοί μάθανε το ρεμπέτικο απο το σχετικό βιβλίο του και όλες οι κατηγορίες είναι της μορφής " μου είπανε , άκουσα και τέτοια " και στο Νταλάρα βγάζω το καπέλο και ας είναι ο κατά Πανούση “ακατανόμαστος” που πολύ εύκολα αποδεκτήκαμε το όνομα . Με λόγια και αναπόδεικτες κατηγόριες εύκολα γκρεμίζουμε τα πάντα , τίποτα δε θα μείνει όρθιο , δε θέλω να αναφέρω ονόματα μουσικοκλεπτών και λογοκλεπτών και κάποτε που τόκανα μετάνοιωσα . Λίγο πιο πάνω δέκτηκες ότι πρέπει να βλέπουμε με σκεπτικισμό προσωπικές απόψεις κάποιων παλιών .

Διάβασα προσεχτικά το αρθρο του Ν.Γεωργιάδη, κ εχω να πώ τά εξής.
Δε ξέρω τι αλλο από κερδοσκοπικές θα πρέπει νάταν οι επιχηρείσεις του Λαμπράκη δηλαδή?
Ο Ν.Γ επιρεασμένος από το κλίμα των ημερών ¨μοιράζει τίτλους ιδιοκτησίας¨ του λαικού τραγουδιού.Δηλ. ο αστός Χαντζιδάκης δε δικαιούτε να ομιλεί,μήτε κ ο σπουδαγμένος
στην Ευρώπη Μαμαγκάκης .Κατά την ίδια λογική ο ταπεινης καταγωγής ΛΕ ΠΑ μπορεί να κάνει
δισκους με Τσιτσάνη.
Τα έντυπα του Λαμπράκη ποιοί τα διαβάζουν ρε παιδιά ?Το ,κατα τον Νίκο Πολίτη 3%
κεφαλαιοκρατών? Επίσης μήλησε γιά διώκτες του ρεμπέτικου, αν κατσουμε να απαριθμήσουμε
τούς διώκτες του ρεμπετικου ,θα μπλέξουμε .Τό ίδιο και γιά τους οψιμους λάτρεις του λαικού
τραγουδιού.Ευτηχώς η ταμπέλα του λούμπεν δε κρέμετε εδώ και πολλά χρόνια στο στήθος μου.
Τις απόψεις του τις οποίες και διάβάζω, γιά το ρεμπετικοτις βρίσκω νάχουν πολύ μεγάλο
ενδιαφέρον ,ανεξάρτητα αν με κάποιες δε συμφωνώ.Τα ιδια ισχύουν και γιά τον Κουνάδη.
Εδώ ο Ν.Γ αφού ¨καθάρισε ¨ με τούς τίτλους ιδιοκτησίας , ειπε να παίξει και τον ρόλο
ενός ιδιότυπου “ ληξίαρχου”. Μοιράζει αραγε πιστπιικά αριστεροσύνης?Χαρακτηρίζωντας
τον Κουνάδη πρώην αριστερό. Εν πολλοις δε με “χαλάει” να ακουστούν ρεμπέτικα
στο μέγαρο μήτε και στο Ηρώδειο , αρκεί να παρουσιάζετε σωστά. Και γιά να μη σας
κουράζω αλλο η εμπάθεια σε ξεστρατίζει από τον αντικειμανικό στόχο, που εδώ ειναι
ειναι η ερευνα ,η αναζήτηση πραγμάτων και γιατί οχι η αναληση τους.

Εκει καταντησαμε Μπαμπη,
να ακουμε τα ρεμπετικα στο Μεγαρο οποτε κ…σει στο Λαμπρακη και το ζευγος Νταλαρα με την αρωγη του Κουναδη …
και στα πρωην λαικα κεντρα που χαθηκαν και τωρα ειναι αυτα που παλια λεγανε βαριετέ (εγω βαριεμαί) να ακουνε οι τζιπατοι χρεωμενοι λιγουρηδες τον καθε κακοφωνιξ και την καθε ψωναρα γκομενα που θελει να γινει εκατομυριουχος στα 22 της !!!

Ο Νεαρχος ξιφουλκει ισως πρωτη φορα τοσο καιρια και ουσιωδως κατα των μεγαλονταβατζηδων της αισθητικής μας, πανω στο θεμα-προβλημα της παρουσιασης του λαικου τραγουδιου της περιοδου 1915-1955 ή και ρεμπετικου αποκαλουμενου και μπραβο του !!

Γιωργος Β.