Έβγαιναν δημοτικά τραγούδια μετά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο;

Συμφωνώ κι εγώ ότι με τον Δεύτερο Πόλεμο, τον Εμφύλιο κι ένα διάστημα λίγων χρόνων ακόμη (μαζικός ξενιτεμός ‘60), έγινε μία μεγάλη τομή στη συνέχεια του λαϊκού πολιτισμού. Διάφορα πράγματα που επί χιλιάδες χρόνια γίνονταν, με τις εξελίξεις τους προς τα δω ή προς τα κει, με τις εξάρσεις και τις υφέσεις τους, αλλά πάντως χωρίς διακοπή, τότε σταμάτησαν για πρώτη φορά να γίνονται.

Διαλύθηκε ο κοινωνικός ιστός που μέχρι τότε ήταν διαμορφωμένος κατά τέτοιον τρόπο ώστε, ανάμεσα σε άλλα, να έχει και τη δημιουργία δημοτικών τραγουδιών ως αυτονόητο και προφανή τρόπο έκφρασης.

Έχω διαβάσει πολύ ωραίες, διαφωτιστικές και πειστικές περιγραφές γι’ αυτό σε σχέση, συγκεκριμένα, με την περιοχή του Έβρου και τις γκάιντες. Είναι κρίμα που δεν μπορώ να δώσω παραπομπή, αλλά βασικά η μεν διαπίστωση ήταν ότι «πριν» δεν υπήρχε χωριό χωρίς τουλάχιστον έναν γκαϊτατζή και δεν υπήρχε Κυριακή χωρίς χορό στην πλατεία για όλους, και μάλιστα με τραγούδι από τους χορευτές (δηλαδή συμμετοχικά, χωρίς ακροατές, μόνο με τελεστές) και «μετά» ξαφνικά όλο αυτό σταμάτησε. Η δε ερμηνεία ξεκινάει από την ειδική συγκυρία ότι εκεί στη Β. Ελλάδα η γκάιντα είχε ταυτιστεί με τις χώρες σοβιετικής επιρροής και τους… Εαμοβούλγαρους (αυτό, πες, δεν αφορά όλη την Ελλάδα), και επίσης από την κατάσταση μόνιμου πένθους σ’ όλα τα χωριά που είχαν ερημώσει από νιάτα γιατί όλοι έφευγαν μετανάστες, και σταδιακά προχωράει σ’ όλη αυτή τη διάλυση που έλεγα, την κατάρρευση του παλαιού κόσμου χωρίς να έχει ανατείλει κανένας νέος.

Μετά από λίγο όμως, σε άλλα μέρη έχουμε και την ανάδυση ενός νέου κόσμου. Το κενό που δημιουργήθηκε από τη διακοπή της τελετουργίας του δημοτικού τραγουδιού / μουσικής / χορού έρχεται να το καλύψει η μουσική βιομηχανία, η μουσική διασκέδαση:

Η ερήμωση των χωριών δεν έγινε μόνο από την εξωτερική μετανάστευση αλλά και από την εσωτερική. Ανάμεσα στους χιλιάδες εργάτες που συρρέουν στο μεγάλο χωνευτήρι της Αθήνας, κάποιοι ήταν στο χωριό τους τοπικοί μουσικοί, που για πρώτη φορά συναντάνε άλλους τοπικούς μουσικούς που, στον τόπο τους, δε θα τους συναντούσαν ποτέ γιατί είχαν διαφορετικές ακτίνες δράσης.

Με αφορμή ένα πρόσφατο νήμα Σταύρος Μαυροδημητράκης (Σολίστας, Κρητικό Λαούτο) - #2 από pepe , είχαμε σχολιάσει πώς αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως «κρητική μουσική» δημιουργήθηκε στην Αθήνα, σε δισκογραφικά στούντιο και κέντρα διασκεδάσεως, από μουσικούς που κατάγονταν από μακρινά μεταξύ τους μέρη του νησιού.

Αντίστοιχα και με τους Κυκλαδίτες: οι Ξανθάκηδες, λέει, ήρθαν από τη Σίφνο στην Αθήνα γύρω στο ‘60, έκαναν καριέρα ως συγκρότητμα, και κάποια στιγμή τους βρίσκουμε να παίζουν με τους Κονιτοπουλαίους από τη Νάξο. Οι προπάτορές τους όμως, οι μεν στη Νάξο οι δε στη Σίφνο, δεν το είχαν κάνει αυτό το σμίξιμο γιατί πώς να το κάνουν, και πότε, και πού; Κάθε μέρα χωράφι, και σε καμιά γιορτή βιολί. Ενώ στην Αθήνα δεν έπαιζαν σε γιορτές (μπορεί σε κανέναν γάμο συντοπιτών τους, αλλά περιθωριακά - και αν), έπαιζαν σε μαγαζιά και σε δίσκους, που έφταναν και πίσω στο νησί και στα πέριξ νησιά.