Κυκλοφόρησε σε μετάφραση από τα αγγλικά το βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ:
« Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων : Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι, Εβραίοι, 1430 – 1950», εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Ένα βιβλίο με πολύ καλή γραφή.και εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθώς ανατρέχει μια ιστορία 5 αιώνων συγκατοίκησης και μίξης εθνοτήτων, πολιτισμών, θρησκειών, με πληροφορίες ακόμα και για τη ρυμοτομία, τα σπίτια, τα μνημεία, τις αντιλήψεις, το ντύσιμο κλπ. αυτού του μωσαϊκού των λαών.
Μια συγκατοίκηση που μοιραία οδηγήθηκε στον ανταγωνισμό όχι μόνο λόγω συγκρουόμενων συμφερόντων μεταξύ λαϊκών τάξεων και άρχουσας τάξης (σύμφωνα με την οπτική του συγγραφέα), αλλά κυρίως λόγω της πολιτικής του «διαίρει και βασίλευε» των Μεγάλων Δυνάμεων, με την ενίσχυση των τοπικών εθνικισμών και τη σύγκρουση συμφερόντων για τον έλεγχο της περιοχής.
Φυσικά από μια τέτοια περιήγηση δεν θα έλειπε η αναφορά και στη μουσική.
Με τίτλο «Ντύνονται για το ταγκό» ο συγγραφέας αφιερώνει 20 περίπου σελίδες.
Ανάμεσα στα άλλα, μιλά για την αγάπη του Μουσχουντή για το ρεμπέτικο και για τη γνωστή συνάντηση αυτού με το Μάρκο καταλήγοντας στην άποψη πως το ρεμπέτικο γενικά ήταν η μουσική του υπόκοσμου.
Παραθέτω ένα απόσπασμα:
<<…Τραγούδια όπως το Μες στης πόλης το χαμάμ, γραμμένο από τον Ανέστη Δελιά το 1935, αναφέρονταν στο οθωμανικό παρελθόν, μεταμορφώνοντας το.
Το ρεμπέτικο -η μάγκικη, παραπονιάρικη μουσική του υποκόσμου της Ανατολικής Μεσογείου- άνθησε στα ουζερί και στις ταβέρνες της Θεσσαλονίκης, παρά τις προσπάθειες του κράτους να το περιστείλει.
Τα τραγούδια αυτά, που χρησιμοποιούσαν μελαγχολικούς δρόμους αραβικής και τουρκικής προέλευσης – το χιτζάζ, το κλαψιάρικο ουσάκ-, σίγουρα δεν αφορούσαν όσους ενδιαφέρονται για την καθωσπρέπει εικόνα τους, και καταδικάστηκαν από το κατεστημένο ως παρακμιακά λείψανα μιας ανατολίτικης εποχής μολυσμένης από μη ελληνικές επιδράσεις, σε αντίθεση με τα υποτιθέμενα αγνότερα δημοτικά του βουνού.
Μες στα ντουμανιασμένα καφενεία οι μουστακαλήδες μουσικοί κάθονταν στη σειρά με τα μπουζούκια και τους μπαγλαμάδες τους, αυστηροί και συγκρατημένοι , κι έπαιζαν τους τραχιούς, κοφτούς, μεταλλικούς ρυθμούς τους, σαν καμβά πάνω στον οποίο οι τραγουδίστριές τους τραγουδούσαν ιστορίες προδομένου
έρωτα, χαλαρών ηθών και, κυρίως, ναρκωτικών:
Σα Χριστιανός κι Ορθόδοξος σ’ αυτή την κοινωνία
εβάλθηκα, ρε μάγκες μου, να κάνω λιτανεία…"
Άρα…
Καθώς ο διεθνούς φήμης συγγραφέας (καθηγητής στο Πανεπιστήμιο «Κολούμπια» της Νέας Υόρκης) απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό, τι γνώμη θα σχηματίσει αυτό για το πιο σημαντικό ίσως κεφάλαιο του μουσικού μας πολιτισμού;
Πώς ο Βαμβακάρης και ο Τσιτσάνης, στα ονόματα των οποίων αναφέρεται στις σελίδες αυτές, ήταν χασικλήδες γραφικοί μπουζουξήδες;
Πώς η θεματολογία του ρεμπέτικου ήταν αυτή και μόνο;
Πώς χρησιμοποιήθηκαν αραβικοί και τουρκικοί δρόμοι; Πού είναι η σύνδεση με τους ήχους – τρόπους της αρχαιοελληνικής και με τους βυζαντινούς ήχους;
Επιπλέον πώς οι δρόμοι αυτοί ήταν κλαψιάρικοι;
Η ειρωνεία είναι πως παραθέτει τους στίχους 3 τραγουδιών: Του «Όσοι γενούν πρωθυπουργοί», «Μες΄στης πόλης το χαμάμ» και «Η λιτανεία» των οποίων οι στίχοι κάθε άλλο παρά μελαγχολικοί, όπως διατείνεται ο συγγραφέας, είναι.
Ίσως η εξήγηση βρίσκεται στη βιβλιογραφία που επέλεξε η οποία είναι η εξής μία: G. Holst, Road to Rembetika.