Με το ταμπούρι μου στα λημέρια των κλεφτών

Πάντως στα πέντε και κάτι λεπτά παίζει τον αζιζιέ.

Μιας και πιάσαμε τα δίστιχα, από το Φοριέλ.
ΔΙΣΤΙΧΑ ΑΠΟ ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΥΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ

Ο ξένος εις την ξενιτιάν σαν τον ανθόν ανθίζει,
και σαν βασιλικός ανθεί΄ μ’ αλήθεια δεν μυρίζει.

και σε παραλλαγή συλλεγμένο από τη Ρόδο

Ο ξένος εις την ξενιτιάν ωσάν πουλί γυρίζει,
ωσάν βασιλικός ανθεί, μ’ αλήθεια δεν μυρίζει.

Τώρα η λίστα που συγκέντρωσες Σταύρο είναι όντως ρεμπέτικα της ανώνυμης δημιουργίας και τα μισά από αυτά είναι άριστα ντουζένικα κομμάτια και τα έχω στο μικροσκόπιο και τα ερευνώ. Μεγάλο ποσοστό από αυτά παίζονται άριστα στο καραντουζένι. Αυτό που παρουσίασα με το καραντουζένι κούρδισμα είχα σκοπό να το κάνω και με το Συριανό και το Αραμπιέν. Αναφέρω απλά ότι το “τράβα μάγκα στη δουλειά σου” και το “μας τη σκάσανε” του Κατσαρού είναι παραλλαγές της “χήρας μαυροφορεμένης” και πιθανόν είναι ο βασικός σκοπός του Συριανού ντουζενιού. Επίσης δίπλα στο “φατιμέ” βάλε και “το χασίσι” και το “πάψε να μου κάνεις πια την πάπια” που πιθανόν είναι παραλλαγές του ίδιου σκοπού του Αραμπιέν. Θα τα ανεβάσω κάποια στιγμή απλά περίμενα να βρώ και άλλα τραγούδια.

Τώρα θα ήθελα να καταθέσω μια ένσταση στα λεγόμενα του Σταύρου. Τονίζω ότι δεν έχω γνώσεις και δεδομένα. Απλά προσπαθώ να σκεφτώ πως μπορεί να εξελίχθηκαν τα πράγματα με βάση τη λογική αλλά και τη φαντασία.Τα τραγούδια της λίστας του Σταύρου είναι σχεδόν όλα ζειμπέκικα και στη μεγάλη τους πλειοψηφία με καταγωγή από τη Μικρά Ασία. Αν ξεκινήσουμε θεωρώντας αύτά ως αρχή του ρεμπέτικου καταλήγουμε πολύ εύκολα στο ότι το ρεμπέτικο είναι υπόθεση καθαρά μικρασιάτικη. Όντως η Σμύρνη λόγο της μεγάλης οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης σάρωσε τα πάντα στο πέρασμά της πολύ πριν τον ερχομό των προσφύγων. Από την ηπειρωτική Ελλάδα δεν πήρε τίποτα το ρεμπέτικο; Μόνο το μπουζούκι ξερό σαν όργανο και μόνο; Αυτές οι σκέψεις με οδήγησαν στα λημέρια των Κλεφτών.

δεν έντασω το δώδεκα χρόνια φυλακή στα πρώιμα ρεμπέτικα αλλά στα δημοτικά της φυλακής

Μήπως κάποια χρονική περίοδο αυτά τα δύο ήταν πολύ κοντά ή συνέπιπταν; Η περίοδος των κουτσαβάκηδων (1850-80) είναι πολύ σκοτεινή και νομίζω εκεί είναι τα κομμάτια του παζλ που λείπουν. Δεν γνωρίζω αν υπάρχει βιβλιογραφία γι αυτήν εκτός από κάποιες ελάχιστες αναφορές διάσπαρτες.

Θα ήθελα να κάνω τοποθέτηση για τα πρώτα χρόνια του ρεμπέτικου. Μπορεί κάπου να είναι αφελής ή να είναι εντελώς λάθος. Παρακαλώ διορθώστε με.
Ξεκινάω από τους Κλέφτες και τους Αρματολούς. Τα τραγούδια τους τα όργανά τους και η ζωή τους η ίδια μας λέν ότι ήταν οι μάγκες της εποχής τους. Πολεμούν για την απελευθέρωση και θεωρούν ότι κατά ένα μέρος το απελευθερωμένο κράτος τους ανήκει. Είναι μονίμως σε σύγκρουση με τους πολιτικούς ακόμη και κατά τη διάρκεια του Αγώνα γι’ αυτό το λόγο. Με τον ερχομό του Όθωνα ο παραγκωνισμός τους ολοκληρώνεται. Πολλοί από αυτούς ξαναβγαίνουν στα βουνά ως ληστές. Κάποιοι από αυτούς κινήθηκαν προς τη νέα πρωτεύουσα και μη ξέροντας τι άλλο να κάνουν για να βγάλουν το ψωμί τους χρησιμοποίησαν αυτό που ξέραν καλύτερα δηλαδή τα όπλα τους. Στη νεοσύστατη Αθήνα μπολιάστηκαν με νέα ήθη και συνήθειες, άλλαξαν σιγά σιγά ντύσιμο και τρόπο ζωής. Έπρεπε να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες για να επιβιώσουν. Δηλαδή στο μυαλό μου πηγαίνει Κλέφτες - κουτσαβάκηδες - μάγκες όσον αφορά τη στεριανή Ελλάδα. Λαογραφικά αυτή η σειρά αποδεικνύεται πολύ εύκολα. Το μουσικό παλεύω σ’ αυτό το θέμα.

Το δώδεκα χρόνια φυλακή το εντάσσω στα ρεμπέτικα με τον εξής συλλογισμό. Οι κλέφτες σπάνια φυλακίζονταν. Κυρίως σκοτώνονταν στη μάχη ή αν συλλαμβάνονταν εκτελούνταν για το φόβο της απόδρασης. Είναι τραγούδι που αποκτά τεράστια δύναμη όταν το παίζεις με το μπουζούκι και το κυριότερο δεν το έχω ακούσει να το παίζει κανένας που παίζει δημοτικά. Σαν τον αμανέ κανείς δε το θέλει ούτε οι μεν ούτε οι δε. Εγώ το έχω βάλει στο ρεπερτόριο μου με το έτσι θέλω και τελικά αρέσει κιόλας.
Οι αναλύσεις που έκανα είναι λίγο χοντροκομμένες αλλά φανταστείτε να ήμουν και πιο αναλυτικός…

Είναι πάρα πολύ δύσκολο να εντοπίσουμε αν, και σε ποιό βαθμό, εκείνοι οι πολεμιστές του 17ου μέχρι 19ου, ίσως και 20ού αιώνα που ονομάστηκαν “Κλέφτες” ή, έστω, αυτοί που τους “διαδέχτηκαν” (αυτοί ονομάστηκαν “Ληστές”) συνέβαλαν στη διαμόρφωση του ρεμπέτικου, γενικά του αστικού λαϊκού τραγουδιού του 20ού αιώνα. Πάντως, μην ξεχνάμε ότι στη “χρυσή εποχή” των Κλεφτών, η μεταπήδηση από τους Κλέφτες στους Αρματολούς (και μετά, αντίθετα…), ήταν στην ημερησία διάταξη και πρώτος στόχος για κάθε μεγαλοκαπετάνιο που σεβόταν τον εαυτό του. Το λέω αυτό για να επισημάνω ότι, με μεγάλη δυσκολία θα δεχόμουνα όχι ταύτιση, ούτε καν συσχέτιση Κλεφτών με μάγκες εκείνη την εποχή (του Αλή Πασά, για παράδειγμα). Ο μάγκας, όπως και ο κουτσαβάκης, αποφεύγει επιμελέστατα την οργανωμένη ομάδα η οποία είναι η εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση για τους Κλέφτες, όταν μάλιστα στοχεύουν και να γίνουν Αρματολοί. Οι ομοιότητες με τον μάγκα αρχίζουν να εντοπίζονται στον ύστερο, πλέον, 19ο αιώνα, με οργανωμένο Κράτος σε Ρούμελη / Μωριά, με οργανωμένο κυνήγι των πρώην Κλεφτών και όλων των πρώην αγωνιστών της Επανάστασης και την δραστική μείωση έως και εξαφάνιση των οργανωμένων συμμοριών, που αναγκαστικά οδηγεί σε μοναχικούς πρώην πολεμιστές που πορεύονται μόνοι τους χωρίς στόχους, όπως και κάποιοι μάγκες.

Από τη στιγμή όμως που , πράγματι, τέτοιοι μοναχικοί και κατατρεγμένοι από το κράτος (συχνά και με εμπειρείες φυλάκισης) πρώην αγωνιστές εγκαθίστανται στις παρυφές πόλεων και λιμανιών, έρχονται σε άμεση επαφή με τη μουσική όχι πλέον των ορέων αλλά … της Μικρασίας. Ακριβώς επειδή την εποχή αυτή η Σμύρνη ακτινοβολεί τον δικό της μουσικό πολιτισμό σε όλα τα λιμάνια Ελλάδας και ελληνόφωνων αλλά υπό οθωμανική ακόμα διοίκηση περιοχών (Κρήτη, Κύπρος, Θεσ/κη, Καβάλα κλπ.), τα εννεάσημα γίνονται δημοφιλέστατα σε όλες τις παράκτιες εμπορικές πόλεις. Με την εξαίρεση του “Θέ μου μεγαλοδύναμε” (που όμως ποτέ μα ποτέ δεν χορεύτηκε), κανένα τσάμικο και κανένα επτάσημο συρτό ή καγκέλι δεν καταγράφηκαν ως ρεμπέτικα. Δεν πρέπει να μας ξενίζει η εμμονή όλων αυτών των ανθρώπων σε εννεάσημα και δίσημα. Αυτά άκουγαν στα λιμάνια, όχι τσάμικα και κλέφτικα.

Βασίλη μόνο μερικές διαφωνίες.
Ποιος μας λέει οτί τα δημοτικά τραγούδια τα έγραφαν μόνο οι αρματωλοί και οι κλέφτες και οτί απευθυνόντουσαν σε αυτούς.Αυτοί ήταν επίσης μέρος του λαού
και χειριζόντουσαν υλικό της παράδοσης.Δεν μοιάζει να βρίσκεται καθόλου κοντά στο ρεμπέτικο το Δώδεκα χρόνια φυλάκή αντίθετα με άλλα που είναι πιο συγγενικα με την μικρασιάτικη παράδοση,τουλάχιστον
για εμένα προσωπικά,θα θελα και την γνώμη των υπολοίπων.
Επίσης ποιος μας λέει οτί αυτά κομμάτια της λίστας τουλάχιστον τα περισσότερα είναι μικρασιάτικες μελωδίες και όχι επεξεργασμένες μελωδίες στις φυλακές στους τεκέδες
κλπ .Πχ ου Μάρκου τα τραγούδια τα πρώτα θα μπορούσαμε να τα πούμε μικρασιάτικα;
Σαφώς και οι κουτσαβάκηδες λέγαν και δημοτικά αυτό είναι καταγεγραμένο σε αναφορές ,οι περισσότεροι μάλιστα δεν ήταν Αθηναίοι αλλά επαρχιώτες που είχαν εγκατασταθεί
στην Αθήνα ,πρωή φυλακισμένοι τραμπούκοι αντάμηδες κλπ.
Οι Κουτσαβάκηδες και γενικά οι περιθωριακοί του 19 ου αιώνα είχαν ιδιαίτερη προτίμηση στο μπουζούκι και στην Λατέρνα, ειδικά στο δεύτερο.
όπως λέει και ο Πέτρος Κυριακός σε ένα υπέροχο ποιήμα του για την λατέρνα και τους κουτσαβάκηδες, αναφέρω απόσπασμα:
Σε πάαινα στις γειτονιές σοκάκι από σοκάκι
πότε στα Πιθαράδικα και πότε στου Ψυρή,
εκεί που οι κουτσαβάκηδες πετούσαν το σακάκι
κι εχόρευαν ζειμπέκικο ασίκικο βαρύ.
Κι έφτιαχναν κύκλο οι βλάμηδες κανείς να μη περάσει
τη νοιώθαν το ζειμπέκικο μυσταγωγία σωστή
κι η μαστοράντζα μάλωνε ποιος να πρωτοκεράσει
απόσταγμα του Τίρναβου για τον λατερνατζή.
Νομίζω αυτό τα αναφέρει όλα .
Αυτοί σαφώς διατηρούσαν την μικρασιάτικη παραδοση στα αστικά κέντρα ,αλλά λέγαν και τα δικά τους τα δημοτικά.

Δύο δημοτικά της ανώνυμης δημιουργίας αυτού του είδους
Το Κακόμοιρο με τον Γιάννη Λεμπέση

Μωρή διαβόλου κόρη με τον Κερομύτη

Και στον ζουρνά, περιέργως.

Νομίζω ότι το είχα διαβάσει στης Ασιάτιδος Μούσης (;).

Μπράβο που τ’ ανέβασες Σταύρο. Το είχα απορία με το που είδα τον τίτλο, γιατί με τον ίδιο τίτλο υπάρχει ένα πολύ αγαπητό συρτό της Καλύμνου και της Λέρου. Ο σκοπός είναι τελείως άλλος. Τα δίστιχα είναι στο ίδιο πολύ χαρακτηριστικό μέτρο, διαφορετικά κάθε φορά, επιλογή από ένα παραδοσιακό απόθεμα δεκάδων διστίχων, μεταξύ των οποίων πολλά ξεκινάνε με το χαρακτηριστικό «Μωρή διαβόλου κόρη», και μάλιστα λένε και το συγκεκριμένο που λέει εδώ πρώτο ο Κρεομύτης.

Ξέροντας πώς λειτουργεί αυτό το νησιώτικο συρτό, μπορώ κάλλιστα να φανταστώ και τον καρσιλαμά να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο: όσο τραβάει ο χορός, το κέφι ή ο ποιητικός διάλογος, να ανασύρονται ή αυτοσχεδιάζονται και να προστίθενται δίστιχα μέχρι κορεσμού.

Μιας και επί τρεις μέρες έσπαγα την κεφαλή μου (στην οποία γύρναγε η λέξη “γελεκάκι” αλλά δεν μπορούσα να την ταιριάξω πουθενά) και τελικά το θυμήθηκα, ρίχνω άλλο ένα δίστιχο της ομάδας, κι ας μην έχει πλέον μεγάλη σημασία για την εξέλιξη της συζήτησης:

Να 'μουνα της γης μολόχα
και του γελεκιού σου τσόχα.

Ωχ πάλι έχω να γράψω πολλά.
Κατ’ αρχήν να σε ευχαριστήσω Σταύρο προσωπικά για τα ανεβάσματα που κάνεις. Μου δίνεις πολύ τροφή για μελέτη και ψάξιμο. Περιμένω με αγωνία και το Συριανό, κάπου θα το έχεις φυλαγμένο και αυτό…

Τώρα κάποιες ερωτήσεις - παρατηρήσεις για τα τραγούδια που ανέβασες.

  1. Δεν μπορώ να βγάλω τα λόγια στον πρώτο στίχο.
  2. Στο τέλος μετά το ταξίμι πάει να ξεκινήσει έναν άλλο σκοπό. Μου θύμισε το “χασίσι” (δε μου λέτε, δε μου λέτε)
  3. το κακόμοιρο το είχα υπ’όψιν μου. Γνωρίζουμε από ποια πηγή το πήρε ο Κουνάδης για την εκπομπή του; Από που ξέρουμε λόγια και μουσική; Επίσης ο ρυθμός του είναι συρτός ή μπάλος αν καταλαβαίνω καλά.
    4)Μετά τα λεγόμενα σου Περικλή έψαξα πρόχειρα και βρήκα αυτό
    https://www.youtube.com/watch?v=Qjp0ev0nDIE και παρόλο που οι διαφορές είναι μεγάλες, είναι και οι ομοιότητες μεγάλες. Αυτό που μου μένει σαν συναίσθημα είναι ότι το ένα ξεπήδησε μέσα από το άλλο. Στην αρχή αυτής της κουβέντας είχα γράψει

Σχετικά με τα ντουζένια αυτό που συμπέρανα είναι ότι τα πιο ταιριαστά στα Κλέφτικα είναι το καραντουζένι και τα ανοιχτά ντουζένια. Αποκλείω εντελώς τα συριανά και αραμπιέν.

Όντως ακούγοντας το μωρή διαβόλου κόρη το μυαλό μου συνδέει το Αραμπιέν με τα νησιά. Μένει να αποδειχθεί…
Όπως και το τώρα τα παίρνω, μου θυμίζει απίστευτα το Νταβέλη.

Θα ήθελα να γράψω κάποια πράγματα συνεχίζοντας την κουβέντα για τους κλέφτες αλλά νομίζω καλύτερα να ξεζουμίσουμε πρώτα το ντοκουμέντο του Σταύρου και μετά επανερχόμαστε.

Ο 12νησιακός σκοπός είναι απλώς ένας σκοπός, για οποιαδήποτε δίστιχα εφόσον ταιριάζουν μετρικά. Ακόμα και μέσα στη Λέρο και την Κάλυμνο, κάποια από τα ίδια αυτά δίστιχα τ’ ακούς και σε άλλους σκοπούς.

Πιστεύω ότι το ίδιο θα ίσχυε και με τον σκοπό του Κερομύτη, όπως άλλωστε με όλους τους σκοπούς που ονομάζουμε μουρμούρικους (και επίσης με όλους τους σκοπούς της Λέρου και της Καλύμνου, κι ένα σωρό άλλων περιοχών).

Πέραν αυτού, δεν υπάρχει κάποια ειδικότερη σχέση μεταξύ των δύο σκοπών. Ο νησιώτικος είναι γραμμένος πάνω στις 6 νότες της τσαμπούνας: αν τον ακούσεις βέβαια με βιολί, όπως τον παίζουν οι Καλύμνιοι, είναι πολύ πιο πλούσιος, αλλά ο σκελετός δεν παύει να είναι ο τσαμπουνίστικος, όπου τα περιθώρια για να αντλήσεις μελωδική έμπνευση είναι περιορισμένα (6 νότες, επαναλαμβάνω). Ο καρσιλαμάς από την άλλη είναι μια μελωδία δομημένη μέσα στο πλαίσιο που ορίζεται από τον ρυθμό/χορό, τον δρόμο και το ντουζένι. Και πάλι αρκετά στενό πλαίσιο.

Στενά από δω, στενά κι από κει, κάποιες ομοιότητες θα είναι αναπόφευκτες. Αλλά τίποτε περισσότερο.


Υ.Γ. Δεν είδα το βίντεο με το Γουμενί (τον Πλατή) μέχρι το τέλος, να δω αν δείχνει και τη φάτσα μου, αλλά ήμουν παρών στη φάση και τη θυμάμαι!


Από ένα μικρό γλέντι κάπου στην ήπειρο. Με χαρά μου διαπίστωσα ότι τα τραγούδια που παίζω, εκεί αποτελούν ζωντανή παράδοση που τα τραγουδούν σε κάθε ευκαιρία. Επίσης σε ερώτηση μου το πως τους φαίνονται παιγμένα με το μπουζούκι τους είδα μπερδεμένους. Τους φάνηκαν πιο σκοτεινά πιο βαριά. Ένας μου είπε ότι του θυμίζουν βαριά ρεμπέτικα. Λογικό.
3 «Μου αρέσει»

βασίλη μου τα λες με την καρδιά σου… δύσκολο να σε δεχτούνε μέσα σε τέτοια γλέντια.

Σε ποια περίπου περιοχή στην Ήπειρο; Ο Αμάραντος είναι κλασικό, θα ΄λεγα, ρουμελιώτικο / μωραΐτικο τσάμικο. Το τραγούδησες εσύ, ή κάποιοι από τους ντόπιους;

Πάντως, φυσική είναι η αντίδραση που κατέγραψες, Βασίλη. Ο ταμπουράς ως μοναδικό σολιστικό και συνοδευτικό της φωνής όργανο δημοτικών τραγουδιών, τον 20όν αιώνα πολύ σπάνια χρησιμοποιήθηκε. Επομένως, οι σημερινοί λάτρες της δημοτικής μουσικής δεν έχουν συνηθίσει αυτόν τον ήχο.

(εσύ όμως, θα συνεχίσεις ακάθεκτος!)

1 «Μου αρέσει»

Στους Καλαρρύτες στα Τζουμέρκα και τραγουδάει ο καφετζής του χωριού (μακάρι να είχα τέτοια φωνή). Πάντως τα τραγούδια της κλέφτικης παράδοσης κρατιούνται ζωντανά και τα τραγουδούν. Ο Αμάραντος είναι νομίζω πανελλαδικής εμβέλειας οπότε λογικό να τραγουδιέται παντού. Η αλήθεια είναι ότι αναζητώ ίχνη του ταμπουρά ως ανάμνηση στους γεροντότερους χωρίς καμία επιτυχία ως τώρα. Πάντως δεν απελπίζομαι πιστεύω ότι κάτι θα βρω. Απλά πρέπει να πετύχω κανέναν αιωνόβιο που να τα έχει τετρακόσια και όταν ήταν νέος να έκανε τις κατάλληλες ερωτήσεις στον παππού του. Απλά καθημερινά πράματα.
Όντως το άκουσμα του μπουζουκιού στα δημοτικά τους είναι εντελώς καινούργιο αλλά πιο πολύ ξαφνιάζονται γιατί ο ήχος που βγαίνει, ούτε μπουζούκι τους θυμίζει.

Εγώ να προσθέσω και την παρακάτω πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα που έχει γίνει στο Φόρουμ παλαιότερα για το Μπουζούκι στα Δημοτικά Τραγούδια. Μπορεί να μας δώσει αφορμή για περαιτέρω συζήτηση πάνω στο θέμα…

Αυτή τη συζήτηση δεν την είχα πάρει χαμπάρι. Πάντως δε θα θεωρούσα τον Θεόφιλο την πιο αξιόπιστη πηγή, ούτε νομίζω ότι κι ο ίδιος διεκδικούσε κάτι τέτοιο. Ας πούμε, έπαιζε η ωραία Αντριάνα των Αθηνών γιουκαλίλι;

Έλα ρε Περικλή τώρα, πού κολλάς κι εσύ! Ζωγραφικήι αδείαϊ το ζωγράφισε ο άνθρωπος…

Αυτό λέω. Άρα, και τον Κατσαντώνη! Που άλλωστε απέχει περισσότερες γενιές από τον Θεόφιλο απ’ ό,τι η ωραία Αντριάνα. (Να μην ξεχνάμε ότι ο Θεόφιλος δεν είναι τόσο παλιός όσο ίσως νομίζουμε βάσει του στυλ του, πέθανε το 1934.)

Για μένα η ζωγραφιά του Θεόφιλου αποτελεί στοιχείο όσον αφορά το εξής. Συμφωνεί με όλες τις γραπτές αναφορές που τοποθετούν ταμπουρομπούζουκα στα χέρια κλεφτών και αρματολών. Μου φαίνεται απίθανο ο Θεόφιλος να διάβασε αυτές τις πηγές για να τοποθετήσει στα χέρια του Κατσαντώνη τον ταμπουρά. Επομένως ή το έκανε εντελώς στην τύχη ή βλέποντας πίνακες ζωγραφικής παλαιοτέρων από καρτ ποστάλ της εποχής ή μέσω της ζωντανής παράδοσης. Η εκτίμησή μου κλίνει προς την τρίτη εκδοχή. Μην ξεχνάμε ότι ο Θεόφιλος γεννημένος γύρω στο 1870 έζησε σε μια περίοδο που οι παραδόσεις ήταν ζωντανές και μάλιστα ο ίδιος προσπάθησε να τις διατηρήσει. Ντυνόταν πάντα με φουστανέλα και έκανε αναπαραστάσεις μαχών ή του Μεγαλέξανδρου ή αγωνιστών του 21.

1 «Μου αρέσει»

Οι χρονολογίες του Κατσαντώνη είναι 1775-1809.

Πιθανά και τα τρία, αλλά για τη ζωντανή παράδοση να σχολιάσουμε ότι όταν από την εποχή των κλεφτών έχει μεσολαβήσει η Επανάσταση, η ίδρυση του ελληνικού κράτους, κι έχει περάσει κι ενάμισης αιώνας, πρόσωπα όπως ο Κατσαντώνης έχουν περάσει τόσο πολύ στη σφαίρα του θρύλου ώστε η παράδοση από το παραμύθι είναι αδύνατο να ξεχωρίσουν. (Μην ξεχνάμε ότι, κρίνοντας από ορισμένα κλέφτικα τραγούδια, οι κλέφτες ήταν θρυλικά πρόσωπα ήδη από τον καιρό που ήταν εν ζωή! Και γενικότερα η προφορική παράδοση, πεζή, τραγουδισμένη, δραματοποιημένη ή ζωγραφική, δε νοιάζετααι ποσώς για τον ρεαλισμό των λεπτομερειών.)

Άλλη πηγή που μίλαγε για τον Κατσαντώνη στα χρόνια του Θεόφιλου ήταν κι ο Καραγκιόζης. Κι αυτός βέβαια σε επίπεδο ανάμικτο μεταξύ ιστορίας (φιλτραρισμένης από την προφορική παράδοση) και θρύλου.

Κι εγώ την εκδοχή της ζωντανής παράδοσης θα υποστηρίξω. Δεν είναι μόνο ο Κασομούλης, με τους συντρόφους του μάλιστα (σταρκί, ριμπάπι, μπουζούκι), δεν είναι μόνο ο Μακρυγιάννης με τον πασίγνωστο (αλλά συνοδευτικό, όχι σολιστικό) ταμπουρά του, προσετέθη τώρα και ο ταμπουράς του Φώτου Τζαβέλα! Θεωρώ μάλιστα τον εαυτό μου τυχερό, που τον είδα και τον έπιασα στα χέρια μου πριν τα χέρια του Νίκου Φρονιμόπουλου ασχοληθούν με την αποκατάσταση του ιστορικού αυτού οργάνου ενός επώνυμου αγωνιστή.

1 «Μου αρέσει»

Μία ανάρτηση συγχωνεύθηκε σε ένα υπάρχον νήμα: Ο Ταμπουράς του Φώτου Τζαβέλα