Ελένη, ομολογώ δεν ήξερα γιά τα περί “λαϊκής καντάδας” του Περιστέρη. Από τη μεριά μας, μιλήσαμε στην εκπομπή γιά τη μεταπολεμική “ρεμπέτικη καντάδα” (από τα “Πέριξ” ίσαμε το “Ας μην ξημέρωνε ποτέ”) και η επιβεβαίωση μας έρχεται από… σένα και τον Περιστέρη. Μάστορας του Σμυρνέϊκου μινόρε, κατάλαβε γρήγορα (αν δεν ήταν και ο πρωτοπόρος) πως η Αθηναϊκή Καντάδα (παιδί της Επτανησιακής τοιαύτης) βασίζονταν ως επί το πλείστον σε ματζόρε κλίμακες, ενώ το “λαϊκό” ή “ρεμπέτικο” είχε προτίμηση στο Μινόρε. Πάντα όμως, με αυστηρώς συγκερασμένα όργανα, μιά και εξέλειπαν τα βιολιά τα ούτια και οι αμανέδες. Και το εκπληκτικό είναι πως τα ασυγκέραστα και οι μανέδες, ανασταίνονται αργότερα… ως τουρκογύφτικα. Κορυφαίο παράδειγμα, το “Θέλεις να πεθάνω”, που υπογράφεται Περιστέρης-Περπινιάδης! Είναι μάλιστα, αν ελαφρύνεις την ενορχήστρωσή του και το δώσεις σε μιά τρυφερή φωνή, ένα πανέμορφο Σμυρνέϊκο Μινόρε! Είμαι βέβαιος πως ο Νίκος θα ερεθιστεί απ’ αυτή την παράγραφο, και θ’ ανοίξουν οι ορίζοντές του κι άλλο.
Κατά τα άλλα, Νίκο, φυσικά και το θέμα σηκώνει συζήτηση, γι αυτό και το κατέθεσα ως μιά πιθανή πλατφόρμα. Και πάλι, βλέπομε. Όμως πρέπει να συνεννοηθούμε στα νοήματα των λέξεων, όπως λέει κι ο Βίντγκενσταϊν, γιά να κάνομε διάλογο. Όσο γιά τις ίδιες τις λέξεις, πρέπει να εξετάζομε τα διαφορετικά νοήματα που είχαν κατά καιρούς. Και ξεκινάω με το πρώτο.
Ρεμπέτης, ρεμπέτικο κ.λ.
Στον 19ο αιώνα “Άϊντε να ρεμπελέψομε, ρεμπέτες να γινούμε, να μας 'γαπούν οι έμορφες, να τις περιφρονούμε…” είναι ξεκάθαρο πως αναφέρεται στον περιπλανόμενο και κάπως ανένταχτο, τον “μάγκα” ή “αντράκι” με τη σημερινή έννοια των όρων.
Αυτό ισχύει ακόμα και ίσαμε τον πόλεμο του 40, αφού ο Φαλντάϊτς ονομάζει τα μουρμούρικα “τραγούδια του μπαγλαμά”, και τα προ-ρεμπέτικα ή και “ρεμπέτικα” του Πειραιά αναφέρονται στους “ρεμπέτες” ως τους γλεντζέδες. Δεν θυμάμαι αν στη συζήτηση στον Ριζοσπάστη αναφέρθηκε με έμφαση στη λέξη “ρεμπέτικο”, όμως αποφασιστική στιγμή γιά το νέο νόημα στη λέξη ρεμπέτικο, υπήρξε η διάλεξη του Χατζηδάκι, που γνώριζε -τότε- μόνο την μεταπολεμική Αθηναϊκή σκηνή. Τον Βαμβακάρη μάλιστα τον ανακάλυψε όταν τον άκουσε να τραγουδάει το “Μες στον οντά” του Περιστέρη. (Μαρτυρία του Νίκου Γκροσδάνη). Είμαι υπερήφανος που ο Χατζηδάκις ανακάλυψε το προπολεμικό “ρεμπέτικο”, από τη δική μου συλλογή, 240 τραγούδια, και τη μεγαλύτερη εντύπωση του έκανε “Ο τσιγγούνης ο μπαμπάς σου” του Σκαρβέλη, κυρίως γιά την εισαγωγή. Ήταν φυσικό η κλασσική του παιδεία και η αγάπη του γιά τον Eric Satie, τον έκανε να εκτιμήσει τις παρεκτροπές των συγκερασμένων οργάνων σε άταστες μνήμες… (Αναγκάζομαι να κάνω εδώ μιά ποιητική “μεταφορά”, μιά και δεν είμαι μουσικός).
Τη χαριστική βολή στα νοήματα του ρεμπέτικου, την έδωσε ο Πετρόπουλος, και νομίζω πως όλοι συμφωνούμε σ’ αυτό, ακόμα κι εγώ που είμουν φίλος του και εκτιμώ (κατ’ αρχήν) την προσφορά του.
Τι εννοούμε σήμερα, με τη λέξη “ρεμπέτικο”; Σ’ αυτό πιστεύω πως προσπάθησα να οριοθετήσω χρονολογικά το νέο του νόημα. Γιατί αν πάρεις τα λόγια του Παπάζογλου (“όταν τραγουδάς τον πόνο του άλλου που είναι συνάμα και το ντέρτι του κόσμου, είσαι ρεμπέτης”) είναι ξεκάθαρο: Ρεμπέτικο είναι το τραγούδι που γεννήθηκε και ανδρώθηκε μέσα σε ταραγμένες κοινωνικές συνθήκες, και εξέφραζε ολόκληρη την κοινωνία, αλλά και το προσωπικό βώμα του καθενός.
Και συνεχίζει: “Όταν τραγουδάς μόνο το δικό σου παράπονο, είσαι λαϊκός”.
Τι ήταν όμως τότε (προπολεμικά) το “λαϊκό τραγούδι”; Μα ασφαλώς, η Αθηναϊκή καντάδα, η Οπερέτα και η Επιθεώρηση, το Ευρωπαϊκό λεγόμενο τραγούδι (Αττίκ κ.λ.) και κατά συνέπειαν αυτό που σήμερα λέμε “ελαφρό”.
Έχουμε δηλαδή να κάνομε Με το ρεμπέτικο από τη μιά, και όλα τα άλλα είδη από την άλλη.
Με το τέλος του πολέμου, και παράλληλα με την επικράτεια της Αθηναϊκής Σκηνής του “ρεμπέτικου” με το νόημα που του δίνει ο Παπάζογλου, έχουμε αυτό που ονομάζω “Διάσπαση του ρεμπέτικου”. Έχουμε αναρωτηθεί, πόσα είδη τραγουδιού περιλαμβάνομε σήμερα στον όρο “λαϊκό”;
Μένει λοιπόν να δο’ύμε, τι νόημα δίνομε εμείς, σήμερα, στον όρο ρεμπέτικο, γιά να μπορούμε να συνεννοηθούμε. Είναι δηλαδή “ρεμπέτικα” τα περισσότερα τραγούδια 1922-1956 χονδρικώς, και που παίζονται με μπουζούκι, και αντιστοιχούν στις προδιαγραφές του Βαγγέλη Παπάζογλου; Πιστεύω πως ήρεμα και σεμνά, θα συμφωνήσουμε όλοι, τουλάχιστον σ’ αυτό. Αν όχι, είμαι έτοιμος ν’ ακούσω άλλη άποψη πάνω στο απλό ερώτημα: “Τι εννοούμε ΣΗΜΕΡΑ με τη λέξη ρεμπέτικο;”
Και φίλε, δε θυμάμαι το ψευδώνυμό σου, βαρέθηκα στη ζωή μου ν’ ακούω “τι πρέπει” και “τι δεν πρέπει” να γίνεται, τι “επιτρέπεται” και τι “δεν επιτρέπεται”. Αντί να κριτικάρεις τους άλλους που “κάνουν”, κάνε κι εσύ, κάτι δημιουργικό, και νάσαι σίγουρος, που σου επιτρέπονται τα πάντα.