Σκαλίζοντας την βιβλιοθήκη μου ανακάλυψα ένα κείμενο του Εκο (1964)με εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Το παραθέτω αυτούσιο για σχολιασμό.
Η αναπαραγόμενη μουσική
Η αναπαραγόμενη μουσική άλλαξε τους όρους της κατανάλωσης και της μουσικής παραγωγής, έτσι όπως η τυπογραφία άλλαξε τους όρους της ανάγνωσης και της λογοτεχνικής παραγωγής και στις δύο περιπτώσεις, η ποσοτική αλλαγή ήταν τέτοια που επέφερε και ποιοτικά αποτελέσματα.
Η δυνατότητα «συσκευασίας» της μουσικής δημιουργήθηκε ήδη πριν από τον προηγούμενο αιώνα, με τα οργανάκια με κύλινδρο και τις πιανόλες· όμως τα φαινόμενα αυτά παρέμειναν περιορισμένης διάδοσης μέσα σε ορισμένο πλαίσιο και αποτέλεσαν απλώς παράδοξα και μηχανική ψυχαγωγία.
Το κοινωνιολογικό πρόβλημα γεννιέται όταν, με την εφεύρεση του δίσκου και του γραμμοφώνου, με τη βιομηχανική παραγωγή αυτών των οργάνων και τη διαρκώς μεγαλύτερη οικονομική προσιτότητα του προϊόντος, η κατανάλωση της αναπαραγόμενης μουσικής γίνεται υπόθεση των μαζών. Στην αρχή, ο δίσκος προσέφερε μουσική ποιοτικά κατώτερη από τη ζωντανή, όμως βαθμιαία το προϊόν βελτιώνεται τεχνικά και με την έλευση των long play και των συσκευών Ηigh fidelity ο δίσκος κατορθώνει τελικά να επιτρέψει ιδανικές συνθήκες ακρόασης.
Στο σημείο αυτό, βλέποντας τη σημερινή κατάσταση και το πού πράγματι κατέληξε, μπορούμε να επισημάνουμε μια σειρά συνεπειών που θα ήταν δύσκολο να τις χαρακτηρίσουμε συνολικά ως απλώς αρνητικές ή απλώς θετικές. Αφορούν όχι μόνον τον δίσκο αλλά γενικά και τη ραδιοφωνική διάδοση της αναπαραγόμενης μουσικής.
-
Η διάδοση του δίσκου επέφερε τη βαθμιαία αποθάρρυνση του μουσικού ερασιτεχνισμού. Εξαφανίζονται οι μικρές συντροφιές ερασιτεχνών που συγκεντρώνονται για να εκτελέσουν τρίο ή κουαρτέτα (επιβιώνουν ακόμη στις βόρειες χώρες, αλλά και στην Αγγλία, και για να συναντηθούν συμμετέχουν σε ανάλογα festivals oπως του Ντάρτινγκτον). Εξαφανίζεται ο ιδιώτης εκτελεστής, η δεσποινίς καλής οικογενείας που παίζει πιάνο στο σπίτι. Συνεπώς εξαφανίζεται και η αναγκαστική μουσική εκπαίδευση, που δημιούργησε γενιές καθυστερημένων νεαρών βιολιστών και την τυπική φιγούρα της ολέθριας κακότεχνης μουσικού (που με τόση δεξιοτεχνία περιγράφεται στο jigs and maggie του ΜακΜάνους). Ο κόσμος «ακούει» αναπαραγόμενη μουσική και δεν μαθαίνει πια να την «παράγει» κι ωστόσο η μουσική γίνεται κατανοητή σε βάθος όταν την παράγεις κι όχι απλώς όταν την ακούς. Τελικά, η εξαφάνιση του ερασιτέχνη αποτελεί μια πολιτιστική απώλεια και εξαντλεί ένα δυνάμει φυτώριο μουσικών δυνάμεων. Το φαινόμενο του νεαρού που παίζει τζαζ στη σπουδαστική ορχήστρα αποτελεί μια μορφή επανόρθωσης, πολλές φορές αξιόλογης, αλλά περιορισμένων διαστάσεων. Ενώ το γενικό επίπεδο των εγγραμμάτων και της παιδείας ανεβαίνει, μειώνεται ο αριθμός όσων ξέρουν να διαβάζουν μουσική. Αυτή η εξασθένηση μπορεί να προληφθεί μόνο μέσω μιας σχολικής παιδείας που θα γνωρίζει τη νέα κατάσταση, όπως δημιουργήθηκε με τη διάδοση του δίσκου.
-
Ως θετικός αντίποδας, η διάδοση του δίσκου αποθαρρύνει τις μετρίου επιπέδου δημόσιες εκτελέσεις, αφαιρεί κάθε λόγο ύπαρξης από τα μικρά συμφωνικά συγκροτήματα και από τους θιάσους όπερας, που τριγύριζαν με tourne στην επαρχία και παρόλο που από τη μια πλευρά είχαν πολύτιμη «πληροφοριακή» λειτουργία, από την άλλη διέδιδαν κακής ποιότητας εκτελέσεις. Σήμερα, ο δίσκος ανταποκρίνεται στο ίδιο πληροφοριακό καθήκον κατά τρόπο πιο έντονο και ευρύ, προσφέροντας συγχρόνως ερμηνείες υψηλού επιπέδου. Το πεδίο της κατανάλωσης περιορίζεται στις ζωντανές εκτελέσεις που γίνονται από άξιους ερμηνευτές και στην αναπαραγωγή και εμπορία των ίδιων αυτών εκτελέσεων.
-
Ωστόσο, μέσα από τη λειτουργία διάδοσης του, ο δίσκος μεταδίδει μόνον ένα ρεπερτόριο εμπορικά παγκόσμιο, ενθαρρύνει την πολιτιστική οκνηρία και τη δυσπιστία προς την ασυνήθιστη μουσική. Ενώ η ζωντανή συναυλία σ’ ένα αποδεκτό πρόγραμμα μπορεί να περιλάβει «λαθραία» και «δύσκολες» μουσικές που τις επιβάλλει στο κοινό της, ο δίσκος πρέπει να πουλήσει και πουλά «μόνον αυτό που ήδη αρέσει». Μέσα σ’ αυτά τα όρια, μπορεί να αντιταχθεί μια σωστή ραδιοφωνική μορφωτική πολιτική: το ραδιοφωνικό πρόγραμμα είναι εξίσου ανεξέλεγκτο με μια συναυλία.
4.Επιπλέον, δοθείσης της διάδοσης του, ο δίσκος έστω και χάρη σε φαινόμενα σνομπισμού μυεί στην εκτίμηση της μουσικής τεράστιες ομάδες ανθρώπων που ζούσαν στο περιθώριο του πολιτισμού των συναυλιών, θα ήταν άδικο να υποτιμήσουμε αυτό το γεγονός: άνθρωποι που άλλοτε δεν θα είχαν ποτέ τη δυνατότητα να ακούσουν μια συμφωνία του Μπετόβεν υπό τη διεύθυνση κάποιου μεγάλου μαέστρου, σήμερα έχουν το προϊόν στη διάθεση τους και ίσως νιώσουν την ώθηση να πλησιάσουν την ίδια μουσική στη ζωντανή μετάδοση της αίθουσας συναυλιών. -
Στο σημείο αυτό γεννιέται το πρόβλημα μήπως η άκρα διαθεσιμότητα του ηχητικού προϊόντος, είτε μέσω των δίσκων είτε μέσω του ραδιοφώνου, καθώς αναιρεί την προσπάθεια που έπρεπε να καταβληθεί άλλοτε για να «σταθούμε αντάξιοι» της μουσικής (να την παράγουμε οι ίδιοι ή να υποστούμε τον οργανωτικό μόχθο ενός προσκυνήματος στην πλησιέστερη αίθουσα συναυλιών, αποδεχόμενοι όλο το τελετουργικό και προδιατιθέμενοι ψυχολογικά για μια συνειδητή και υπολογισμένη κατανάλωση), συντελεί στην ισοπέδωση της ευαισθησίας και στην υποβάθμιση της μουσικής που δεν θα είναι πια αντικείμενο συνειδητής «ακρόασης», αλλά ηχητικό υπόβαθρο της «ακοής», σαν κοινό σχόλιο άλλων καθημερινών δραστηριοτήτων, της ανάγνωσης, του φαγητού, της συζήτησης ή της συναισθηματικής συνομιλίας. Η δυνατότητα για έρωτα με μουσικό «φόντο» εγχόρδων, που κάποτε ανήκε αποκλειστικά στους πιο λάγνους μονάρχες, σήμερα είναι στη διάθεση οποιουδήποτε εστέτ μικροαστού. Αν προσθέσουμε στους δίσκους και τη ραδιοφωνική διάδοση ή την καλωδιακή μετάδοση εκπομπών τυπικού οργάνου για τη δημιουργία μουσικών υποβάθρων θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι το πρόβλημα είναι μάλλον σημαντικό και νέο στην ιστορία των προτιμήσεων και των ηθών. Και αν οι συνέπειες μπορούν να περιοριστούν όσον αφορά τη διάδοση της «λόγιας» μουσικής, το πανόραμα αλλάζει περνώντας στην ελαφρά μουσική.
-
Στο πεδίο της ελαφράς μουσικής χωρίς να θέτουμε το πρόβλημα της αισθητικής αξίας αυτού του είδους προϊόντων, ο δίσκος, το ραδιόφωνο, οι καλωδιακές εκπομπές και τα juke boxes προσφέρουν στον σημερινό άνθρωπο ένα είδος μουσικού «συνεχούς», όπου καλείται όλες τις στιγμές της ημέρας. Το ξύπνημα, τα γεύματα, η δουλειά, τα ψώνια στα μεγάλα μαγαζιά, η διασκέδαση, το ταξίδι με το αυτοκίνητο, ο έρωτας, η βόλτα στην εξοχή, οι στιγμές που προηγούνται του ύπνου, εξελίσσονται σ’ αυτό το «ηχητικό ενυδρείο», όπου η μουσική δεν καταναλώνεται πια ως μουσική;
αλλά ως «θόρυβος». Αυτός ο θόρυβος έχει γίνει τόσο απαραίτητος για τον σύγχρονο άνθρωπο που σε λίγες γενιές θα μπορέσουμε να αντιληφθούμε τα αποτελέσματα αυτής της πρακτικής στη νευρική δομή της ανθρωπότητας. -
Η διάδοση της ελαφρύς μουσικής συντελεί στην εξομοίωση των προτιμήσεων
κάθε λαός καταναλώνει και εκτιμά το ίδιο είδος μουσικής. Πεθαίνουν οι αυτόνομοι μουσικοί πολιτισμοί. -
Συνεπώς, η αναπαραγόμενη μουσική με άριστη ερμηνεία, που τίθεται σε κοινή διάθεση, ανακόπτει τη λειτουργία της λαϊκής μουσικής ως αυτόχθονης παραγωγής καταναλωτικής μουσικής. Εφόσον το όργανο της εκκλησίας αντικαταστάθηκε με τα μεγάφωνα, κανένας παπάς του χωριού δεν θα αισθανθεί την ανάγκη να παραγγείλει ή να συνθέσει μόνος του ένα νέο stille nacht στα πανηγύρια, τα juke boxes και τα γραμμόφωνα αντικαθιστούν τους τραγουδιστάδες, από τις ταβέρνες εξαφανίζεται ο κιθαρίστας ή ο ακορντεονίστας, όπως και από τις γαμήλιες γιορτές ή τα βαφτίσια της υπαίθρου.
-
Καθώς υπόκειται στους οικονομικούς νόμους που χαρακτηρίζουν κάθε βιομηχανικό προϊόν αντίθετα με όσα ίσχυαν για την αυτόχθονη παραγωγή,
η αναπαραγόμενη μουσική πρέπει να καταναλώνεται αστραπιαία και να γερνάει γρήγορα, έτσι ώστε να δημιουργείται η ανάγκη ενός νέου προϊόντος. Έτσι υπάρχει πίεση από την αγορά, όπως συμβαίνει και με τα αυτοκίνητα και τις γυναικείες φούστες, ώστε τα στυλ να δύουν γρήγορα και οι δίσκοι να «φεύγουν από τη μόδα». Σήμερα το τουίστ είναι ήδη ξεπερασμένο σε σχέση με το μάντισον κι αυτό σε σχέση με το σερφ. Αν αυτός ο ρυθμός επιτάχυνσης υποβάλλει την ευαισθησία σ’ ένα είδος νευρωτικής διέγερσης, από την άλλη της επιβάλλει επίσης μια γυμναστική και της απαγορεύει την προσκόλληση σε σταθερές φόρμουλες, πράγμα που χαρακτήριζε τους λαϊκούς μουσικούς πολιτισμούς και αποτελούσε έναν παράγοντα συντηρητισμού.
Η λειτουργία που είχαν αυτές οι παραδόσεις, να διατηρήσουν μέσω των αιώνων ένα ορισμένο ύφος ή μια ορισμένη τεχνική στις ερμηνείες, σήμερα έχει αναληφθεί από τις ντισκοτέκ.
Επιπλέον, οι ανθρώπινες ομάδες έπαψαν να έχουν μουσικές ρίζες και στους αιώνες που έρχονται δεν θα μπορούν να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους, πράγμα που ισχύει ακόμη σήμερα, μέσα από τα ρεπερτόρια των παραδόσεων τους, τα οποία μπορούν να ανακαλέσουν μια ολόκληρη ιστορία κι ένα ήθος.
Το γεγονός ότι έγινε δυνατή η αναπαραγωγή της μουσικής με τεχνικά μέσα επηρέασε κατ’ αρχήν την παραγωγή αυτής της ίδιας της μουσικής. Στη συνέχεια, υποκίνησε την παραγωγή μουσικής που επινοούνταν ακριβώς για τη συσκευή αναπαραγωγής, στον χώρο τόσο της «καταναλωτικής», όσο και της «λόγιας» μουσικής. -
Το στυλ της καταναλωτικής μουσικής καθορίστηκε από τους όρους κατανάλωσης. Το γεγονός ότι μια ορισμένη ελαφρά μουσική καταναλωνόταν ως υπόκρουση άλλων δραστηριοτήτων προκάλεσε τη γέννηση του crooner, του εμπιστευτικού τραγουδιστή, της μουσικής που ψιθυρίζεται και δημιουργεί «ατμόσφαιρα», η οποία σημάδεψε και σημαδεύει μια εποχή στο τραγούδι η διάδοση των juke boxes, που τοποθετήθηκαν σε μπαρ και σε άλλους δημόσιους χώρους, και επομένως προορίζονταν να xρησιμοποιούνται σε υψηλή ένταση, προκάλεσε τη δημιουργία μιας μουσικής που έπρεπε να εκτελείται σε υψηλή ένταση: είναι γνωστό ότι τα τραγούδια με τα ουρλιαχτά επικυρώθηκαν μέσω του κυκλώματος των juke boxes και όχι των δίσκων
ή του ραδιοφώνου. -
Το στυλ της αναπαραγόμενης μουσικής καθορίστηκε από την τεχνική φύση των μέσων αναπαραγωγής. Το τραγούδι τύπου Μίνας ή Μπέτυ Κέρτις υποβλήθηκε από τις δυνατότητες των θαλάμων με ηχώ· το τραγούδι που σταματά και ξαναρχίζει, τυπικό των Piatters στο Only you, έγινε δυνατό με τη μαγνητική ηχώ. Είναι γνωστό ότι στους περισσότερους σημερινούς τραγουδιστές, η ζωντανή ακρόαση δίνει κατώτερα αποτελέσματα από τις ηχογραφήσεις τους. Το καταναλωτικό τραγούδι προσεγγίζει όλο και πιο πολύ σ’ ένα προϊόν «που δημιουργήθηκε για να ηχογραφηθεί», κι όχι σ’ ένα προϊόν που δημιουργήθηκε, τραγουδήθηκε και ηχογραφήθηκε «αργότερα».(playback)
-
Επιπλέον, οι νέοι τύποι μουσικής για ερασιτέχνες υποβλήθηκαν από την κατοχή οργάνων ηχογράφησης. Το φαινόμενο μιας ομάδας φίλων που συγκεντρώνονται για να παράγουν ένα μουσικό αποτέλεσμα, περίεργοι για την ηχογράφηση του σε ταινία, συχνά πειραματιζόμενοι με φυσικούς ήχους, δεν έχει σήμερα ιδιαίτερη σημασία, εξαιτίας αποκλειστικά οικονομικών λόγων, επειδή τα καλά μαγνητόφωνα είναι αρκετά ακριβά και ελάχιστα διαδεδομένα. Τη στιγμή που θα βρεθούν στη διάθεση των μαζών, όπως συμβαίνει με τους δίσκους, θα μπορούσαν να πιστοποιηθούν φαινόμενα ερασιτεχνισμού με απρόβλεπτα αποτελέσματα, προς δύο κατευθύνσεις από τη μια, προς πειραματικές ασκήσεις νέων ηχητικών δυνατοτήτων, από την άλλη, προς μια αναβίωση λαϊκών ρεπερτορίων που θα αναγεννηθούν χάρη στην προκλητική παρουσία του μαγνητοφώνου (και μας προξενεί χαρά να υπογραμμίσουμε πως η γοητεία που ασκεί το μαγνητόφωνο των εθνολόγων της μουσικής, οι οποίοι τριγυρνούν στις πιο υπανάπτυκτες περιοχές της χώρας μας, υποκινεί τους ντόπιους να αναβιώνουν παραδοσιακά τραγούδια εγκαταλελειμμένα από χρόνια).
-
Το μαγνητόφωνο, ως τεχνικό μέσο, υποβάλλει στον ίδιο τον εκτελεστή νέες δυνατότητες χειρισμού του προϊόντος του, με συχνά ενδιαφέροντα αισθητικά αποτελέσματα. Από τη μια, έχουμε εδώ και καιρό τους μουσικούς της τζαζ που καταγράφουν σε ταινίες τα jam sessions για να μπορέσουν αργότερα να απομονώσουν τις στιγμές που ο αυτοσχεδιασμός τους αγγίζει τις καλύτερες του αιχμές. Από την άλλη, έχουμε παραδείγματα μουσικών που ηχογραφούν σε περισσότερες από μία μαγνητοταινίες διάφορα μουσικά κομμάτια, τα οποία τα ερμηνεύουν με το όργανο τους και τα υποβάλλουν σε μια έρευνα των αποτελεσμάτων της πολυφωνίας, που μπορούν να κυμαίνονται από εμπορικά έως αποτελέσματα υψηλής ερμηνείας.