Kαίγετ΄η καρδιά μου και το μυαλό μουγκρίζει...

Γειά σας, παιδιά

Ζητώ, προκαταβολικά, συγνώμη γιά το μακρουλό κείμενο (κι από σένα, Νίκο Πολίτη) αλλά, νομίζω πως το θέμα είναι σημαντικό.

Η δουλειά που κάνει αυτή η σελίδα, όπως και η έτερη του sealabs είναι, πραγματικά, ανεκτίμητη. Η συνεργασία και οι αλληλοσυπληρώσεις, επίσης. Επιτρέψτε μου μονάχα να πω πως θα πρέπει να κάνουμε όπως οι συντηρητές.

Όταν ανεβάζουν οι δύτες αρχαίους αμφορείς ή αγάλματα απ΄το βυθό της θάλασσας, τα αντικείμενα παραλαμβάνονται στη συνέχεια από τους συντηρητές που θα αφαιρέσουν προσεκτικά τους κολλημένους οργανισμούς, θα τα καθαρίσουν, θα τα γυαλίσουν κλπ.
Κάπως αντίστοιχα θα πρέπει να κάνουμε μ΄όλο αυτό το υλικό που ανακαλύπτουν οι ”δύτες του ρεμπέτικου”.

Ο εισαγωγικός πρόλογος ήταν γιά το video με τον Λάμπρο Λεονταρίδη και Γρηγόρη Ασίκη.
Είχα ψάξει και βρει την ταινία ”Οι απάχηδες των Αθηνών” κι εκεί πρωτοείδα τη σκηνή. Φρύαξα και έγραψα, εδώ και καιρό στο blog μου (Thorax and Mind), απ΄όπου και κατεβάζω το παρακάτω.

Έτρεφα πάντα μεγάλη συμπάθεια γιά το Μίμη Φωτόπουλο. Το πρόσωπό του μού΄δινε σήμα ενός πολύ καλού ανθρώπου. Με το συμπάθειο, όμως δεν ήταν καλός ηθοποιός. Σε μερικές ταινίες, όπως στην “Κάλπικη λίρα”, όταν ήταν καλό το σενάριο και ο σκηνοθέτης, ήταν πολύ περισσότερο από συμπαθέστατος. Στην πλειάδα όμως των ταινιών αρπακόλας, από αυτοβαφτισμένους “σκηνοθέτες”, έσερνε τα πόδια του. Μιά απ΄αυτές ήταν και η τραγική “Οι απάχηδες των Αθηνών” που άρχισα να ψάχνω να τη βρω, όταν διάβασα ότι εμφανιζόταν ο Γρηγοράκης ο Ασίκης και ο Λάμπρος ο Λεονταρίδης.

Eκεί είδα άλλη μιά φορά τα γνωστά. Δυό φιγούρες της πλάκας (Μίμης Φωτόπουλος και Λαυρέντης Διανέλος) που, υποτίθεται, πως είναι κουτσαβόμαγκες, και τον Κωνσταντάρα κτλ. Γνωστά πράγματα, αναμενόμενες οι “εξελίξεις”, γέλιο φτηνό. Το παρακάτω video όμως μου θύμισε ακόμα μιά φορά μέσα σε τι “πιλάφι” μεγάλωσα και σιχάθηκα μέχρι εμετού. Απολαύστε “ανωτερότητα ελληνικού πολιτισμού”…

Προσέξτε ότι πήραν τρεις πρόσφυγες μουσικούς κλάσης που τους χρησιμοποίησαν σα διάκοσμο. Τους βάζουν, στην αρχή, να παίζουν αλλά η ΄"ανατολικοφανής" μουσική που ακούγεται είναι αλλουνού. Όταν αρχίζουν να παίζουν οι ίδιοι, η κάμερα δε τους κοιτάζει. Αντ΄αυτού, βλέπουμε το"χαρέμι", τον “πασά” κλπ. και όλ΄αυτά γίνονται γιά να εισέλθει η ασήμαντη Καλουτά γιά να “χορέψει” με αδέξιες κινήσεις ένα “τσιφτετέλι”. Η γελοιότητα!
Όλοι αυτοί οι ανόητοι (αυτό είναι κοπλιμέντο), θέλοντας απλώς να βγάλουν φράγκα με το τίποτα, γελοιοποιούσαν τους μάγκες, μπερδεύοντάς τους με τα θλιβερότερα ψευτοκουτσαβάκια. Πέρα απ΄αυτό, είχαν μιά τελείως ρατσιστική και προσβλητική στάση - στο όνομα της πλάκας (γιά να ξεχάσουμε…) - απέναντι στην Τουρκία που μας έδωσε ένα γερό ξύλο, απέναντι σε οτιδήποτε έχει σχέση με την Ανατολή και το χειρότερο, απέναντι στους ίδιους τους πρόσφυγες, όταν τα τραύματα ήταν ακόμα νωπά…

Αυτές οι σάχλες συνέβαιναν το 1950, τότε που γυρίστηκε η ταινία “Οι απάχηδες των Αθηνών”. Μετά από 58 χρόνια, το 2008, προβάλλει το ΜEGA μιά σειρά απ΄΄ την οποία προέρχεται το παρακάτω video. Τα σχόλια περιττεύουν…


Θά΄ταν πολύ καλύτερα αν ”βάζαμε τα γυαλιά” στους γείτονες εκεί που χρειάζεται ψυχή και ικανότητες, στο ποδόσφαιρο πχ. και όχι ”εκ του ασφαλούς” στην ΤV.
Χτες μας ρίξαν 3, έτσι γιά δείγμα… Και μη πείτε, οι Πειραιώτες, ”ε, τ, στους βάζελους; Φυσικό ήταν…”.
Να δούμε απόψε στο μπάσκετ με τις Εθνικές…

[RIGHT]

[/RIGHT]

Γειά σου Κώστα,

Συγχώρεσε με μα δεν κατάλαβα την ουσία στο παραπάνω μήνυμά και πώς αυτή (η ουσία) συνδεέται με την ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ - ΛΑΪΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ > Κοινωνία και ρεμπέτικο που έχεις προσθέσει το θέμα.

Το πρόβλημα που είναι;

  1. Στην ηθοποιία του Φωτόπουλου; (άσχετο αν έχει ταλέντο ή όχι με το ρεμπέτικο)

  2. Στην σκηνοθετική επιμέλεια ως προς τους ψευτόμαγκες και άρα διαστρέβλωση της εικόνας της πραγματικής μαγκιάς στην κοινωνία; (είναι απλώς μια ταινία και μάλιστα κωμωδία. Πολλά πράγματα είναι τραβηγμένα είτε καλώς είτε κακώς για να επιφέρουν γέλιο)

  3. Στην σκηνή από το 50-50; (Αν δεν κάνω λάθος ήταν απόκριες και αν προσέξεις στο 1:25, η συγκεκριμένη σκηνή είναι σάτιρα προς μια άλλη σειρά που παιζόταν τότε στην τηλεόραση και τον πασά τον έκανε ο Τ. Χαλκιάς)

  4. Στην αντιμετώπιση που τρέφουν οι Έλληνες προς τους Τούρκους; (Δεν νομίζω ότι η παραπάνω σκηνή από την σειρά τους προσβάλλει ιδιαίτερα αφού στην λαϊκή παράδοση ή τουλάχιστον στην συνείδηση των περισσότερων, αυτή η εικόνα υπάρχει για τα χρόνια της Τουρκοκρατίας είτε λανθασμένα είτε όχι, που όμως και πάλι δεν βρίσκω συσχέτιση με το ρεμπέτικο. Επίσης μην ξεχνάς ότι και πάλι η συγκεκριμένη σειρά όπως και η ταινία είναι κωμωδία. Ίσως σε ένα δράμα ή σε μια ταινία εποχής να υπήρχε διαφορετική αντιμετώπιση)

  5. Στο αν είμαστε καλύτεροι από τους γείτονες μας εκεί που χρειάζεται ψυχή όπως π.χ. στο Ποδόσφαιρο; (και πάλι το βρίσκω λίγο άσχετο με το ρεμπέτικο. Τι αποδεικνύει; Αν κερδίσουμε στο μπάσκετ; Ή χτες στο ποδόσφαιρο;; Τι σχέση έχουν αυτά με την πολιτισμική κληρονομιά και αντιμετώπιση. Ιδιαίτερα στο ποδόσφαιρο. Η Γαλάτά είχε 5 πρωτοκλασάτους παίκτες. Ο,τι πληρώνεις παίρνεις… και ο ΠΑΟ δεν πλήρωσε αρκετά)

Βοήθησε με να σε καταλάβω,
Επίσης βοήθησε με να συσχετίσω όλα αυτά που λές με το να μάθω κάτι παραπάνω για το ρεμπέτικο και την λαϊκή μουσική. Για αυτό είμαι μέλος σε αυτό το φόρουμ και για αυτό το παρακολουθώ.

Φιλικά,
Να είσαι καλά

Έχεις δίκηο, είμαι ασαφής. Ειδικότητά μου…

Τί έχει και τί δεν έχει σχέση με το ρεμπέτικο; Εκεί βρίσκεται, πραγματικά, η ουσία. Σχεδόν πάντα με παρεξηγούν, σχετικά μ΄αυτό. Θα σου δώσω όμως μερικά λακωνικά παραδείγματα.

Τα 90% αυτών που ξέρουμε γιά το ρεμπέτικο είναι από τη δισκογραφία. Ναι; Κάποιοι, κι εγώ λιγάκι, που προλάβανε κάποιους παλιούς, εισπράξανε την εικόνα των γερατειών τους, τη ”στρογγυλοποίηση” και ”λείανση” του παρελθόντος τους, όταν το διηγήθηκαν. Άρα, απ΄τη δισκογραφία.

Γιά τους μυθικούς προηγούμενους, τους Μικρασιάτες, τί ξέρουμε; Τίποτα. Δε μίλησαν, δε τους ψάξαμε όσο ζούσαν.
Άρα, δε ξέρουμε τίποτα γιά τα πιό σημαντικά χρόνια. Γιά την πλειοψηφία το ρολόι αρχίζει να χτυπάει τη στιγμή που η τετράδα Μάρκος, Στράτος, Δελιάς, Μπάτης ξεκινάν. Ε, δεν είναι έτσι. Και γιατί δεν είναι έτσι; Γιατί μας σκέπασαν, ηθελημένα, τη μαγιά που έβγαλε αυτό το υλικό, τους προηγούμενους Μικρασιάτες. Το video που λέγαμε, της παλιάς ταινίας, αυτή τη στάση δείχνει. Μας λέει, έμμεσα, πως οι προηγούμενοι ήταν κωμικοί Τουρκομερίτες, η ενοχλητική ”εφηβεία” του ρεμπέτικου, ο σκοτεινός προθάλαμός του.

Ναι, ήταν κωμωδία. Υπάρχουν πολλά άλλα που δεν ήταν κωμωδίες; Ποιός μας είπε πως οι κωμωδίες, μέσα απ΄το γέλιο, δε περνάν ιδεολογία και απόψεις;

Άρα, εκτός απ΄’ τη δισκογραφία έχουμε την αυτοβιογραφία του Μάρκου, κάποια άλλα βιβλιαράκια και, το μύθο Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Γενήτσαρη κλπ. Ο πρώτος σφίγγα, προσεκτικός, με το σταγονόμετρο τά΄βγαζε.

Έχουμε και τον Ηλία Πετρόπουλο που οι περισσότεροι τον έχουν βάλει υπό ερωτηματικό, αφού πρώτα τον τρύγησαν…
Τον Τσιφόρο; Φίνος και ωραίος αλλά, άλλο ανέκδοτο.

Τί ξέρουμε γιά τη μαγκιά; Ουσιαστικά, τίποτα. Γιά τους νταήδες; Επίσης τίποτα, πέρα από διάφορα κοκκορίστικα, στιλ Μάθεση. Έχουμε όμως μεγαλώσει με ελληνικές ταινίες και αυτές μας χώσαν μέσα μας διάφορα… Οι τύποι που φτιάξαν τις περισσότερες ήταν άσχετοι με το θέμα.
Ο Φωτόπουλος αντιπροσωπεύει τη φιγούρα του μάγκα. Έλα όμως που δεν ήταν έτσι…
Αν σου τύχει ποτέ, ψάξε την ταινία ”Το ποντικάκι” με την… Αλίκη Βουγιουκλάκη, Νίκο Ρίζο και τον τρομερό Διονύση Παπαγιαννόπουλο. Ίσως η πιό γνήσια που έχει γίνει. Οι τύποι του περιθωρίου που σκιαγραφεί είναι ολοκληρωμένοι.

H αντιμετώπιση των Τούρκων, από παλιά, από παράδοση, είναι χαρακτηριστική του τσαλαπατημένου και τελικά, σχιζοειδούς χαρακτήρα του Έλληνα. Απ΄τη μιά υπεροψία, λόγω ενός ”ομιχλώδους” ένδοξου παρελθόντος κι απ΄την άλλη, αργότερα, τραυματική λόγω των ηττών μας. Η σύζευξη αυτών των δυό βγάζει και τη σημερινή τρέχουσα, υποβόσκουσα στάση. Δε μιλάμε γιά τα φωτισμένα νέα παιδιά που δε μασάνε πιά με το μουχλιασμένο χυλό και κοιτάζουν με καθαρή ματιά προς τα κείθε.

Κοντολογίς, ο τρόπος που μεγαλώσαμε, αυτά που μας άφησαν να δούμε και να καταλάβουμε, οι ειρωνείες των ελληνικών ταινιών μας διαμόρφωσαν και, έμμεσα καθορίζουν και τη σχέση, των νέων κυρίως απέναντι στο τι είναι ρεμπέτικο.

Ε, το ποδόσφαιρο που λέω στο τέλος, δεν έχει να κάνει με το ρεμπέτικο, αλλοίμονο. Ήταν το κερασάκι απλώς.

Σ΄ευχαριστώ γιά το καλό σου ύφος. Το εννοώ. Αν δε κατάφερα να γίνω, τουλάχιστο, λίγο σαφέστερος, ας συνεχίσουμε με προσωπικά μηνύματα, να μη βαραίνουμε και τους/τις άλλους/ες που, ίσως, να μην ενδιαφέρονται γιά…παραληρηματικά ξεσπάσματα.

Ωστόσο, δεν είναι καθόλου σίγουρο πως ο Φάντης δεν έχει καμιά σχέση με το ρετσινόλαδο…

Κυριε Λαδοπουλε

πως να τους ξεκολλησουμε μεσα απο την ταινια του 1950 ???
ουτε καθαρισμα επιδεχονται , ουτε γυαλισμα , ουτε καν φινιρισμα …
Θεος σχωρεστους , αλλα κολλημενοι θα μεινουν …
και μια και δε τους εδειξε το πλανο , παλι καλα , μπερεκετι …

Φρυαξατε , δεν φρυαξατε , αυτες τις ταινιες βλεπαμε ανανταμ μπαμπανταμ και
μ` αυτες μεγαλωσαμε , γελασαμε , μιμηθηκαμε , κοιμηθηκαμε , ερωτευτηκαμε
και μετα απο τοοοοοσα χρονια παλι αυτες βλεπουμε , ειτε απο επιλογη , ειτε
σερβιρισμενες απο διαφορα τηλεοπτικα καναλια …

Επιτρεψτε μου να εχω μεγαλυτερη ανοχη και αντοχη απο σας , στην σκηνοθετικη “πλανη” ,
καθως επισης και επιεικια σχετικα με το παιξιμο του Φωτοπουλου και της Καλουτα
σεβομενη και μονο το γεγονος οτι καποιες φορες με αποφορτισαν αυτοι οι ανθρωποι!

Οσο για τον Λεονταριδη και τον Ασικη , πιτεψτε με , πως ουδολως τους ενοιαξε
εαν θα τους δειξει το πλανο , ουτε για το ντουμπλαρισμα με την “ανατολικοφανη”
μουσικη , αλλα καποιο μεροκαματο τα δυσκολα εκεινα χρονακια της “φτωχιας”!:106:

Μα, σε καταλαβαίνω απόλυτα, Πελαγία. Κι εγώ στα ίδια χώματα μεγάλωσα, σα κι εσένα και νοσταλγώ επίσης. Απλά, είπα να πάω κάπου αλλού (και το πληρώνω αυτό, δεν είναι τζάμπα). Μη με θεωρήσεις ψηλομύτη.
Όσο γιά τους δυό μουσικούς, το ξέρω, έτσι όπως τα λες είναι. Το βρίσκω βρωμιά όμως. “Τί μου λες τώρα…”, θα σκέφτεσαι.
Γειά χαρά
Κώστας

Ενδιαφέρουσα η συζήτηση ! :slight_smile:

Κάποιες παρατηρήσεις:
«Οι Απάχηδες των Αθηνών», μεταφορά στον κινηματογράφο της ομώνυμης οπερέτας του 1921, υπήρξε ένα πραγματικά πρωτοποριακό έργο, αποτέλεσε τομή για την εποχή του.
Μην ξεχνάμε πως η οπερέτα μέχρι τότε ήταν απλή αντιγραφή ξένων (ευρωπαϊκών, φυσικά) προτύπων, .όπου κυριαρχούσαν βασιλιάδες, πριγκήπισσες, αυλικοί και βέβαια προβάλλονταν ξένα ήθη και έθιμα.
Εδώ, όχι μόνο δεν έχουμε βασιλιάδες και αυλικούς, δεν έχουμε ούτε καν αστούς, και αυτή είναι η πρωτοπορία του συγγραφέα Χατζηαποστόλου, για την εποχή του πάντα.
Πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν εδώ 3 λαϊκοί τύποι, οι «απάχηδες», οι μάγκες, δηλαδή οι πτωχοδιάβολοι της εποχής, δοσμένοι με μεγάλη παραστατικότητα και χιούμορ.
Δόθηκε έτσι το έναυσμα, για τον πρωταγωνιστικό ρόλο που θα παίξει και αργότερα και στην Επιθεώρηση ο τύπος αυτός του μάγκα.

Μάλιστα, ο ηθοποιός Ζάχος Θάνος που ενσάρκωσε πρώτος έναν από αυτούς τους τύπους, τον Καρκαλέτσο, άφησε εποχή σε όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου και όχι μόνο και πολλοί τον μιμήθηκαν.

Γενικά, ήταν το δημοφιλέστερο έργο της εποχής του, και όχι μόνο, γιατί πίσω από ένα ρομάντσο, τον έρωτα δυο νέων από διαφορετική κοινωνική τάξη, ήταν και μια επιτυχημένη σάτιρα του μικροαστισμού
Αλλά και θεματολογικά αποτέλεσε πρωτοπορία, μια και διαπραγματευόταν ένα νέο θέμα, « πλούτη και φτώχεια», που κανένας μέχρι τότε δεν είχε θίξει.

΄Οσο για το πώς εμφανίζεται ο τύπος του μάγκα, ας μη μας διαφεύγει η εποχή, μιλάμε για το 1921, έτσι δεν είναι ;
Ας θυμηθούμε κάτι ανάλογό του, το Σταύρακα, του θεάτρου Σκιών:
αρχικά, γύρω στα 1905 που πρωτοεμφανίζεται αυτός ο χαρακτήρας, σατιρίζεται αρκετές φορές για επίδειξη ψεύτικης δύναμης, για νταηλίκι κ.λπ.

Κάτι που και στα ρεμπέτικα συναντάμε…
Πρόχειρα μόνο μου έρχεται στο νου «ο Συνάχης» και ο «Φιγουρατζής» ή οι κρίσεις των παλιών για το Μάθεση π.χ.
Την υπερβολή, θέλω να πω, την άσκοπη επίδειξη δύναμης, την καυτηρίασαν και οι ρεμπέτες…

Υ.Γ. Εγώ θα προτιμούσα βέβαια οι λαοί να αναπτύσσουν μια ευγενική άμιλλα, αλλά
στον πολιτισμό, στην κοινωνική πολιτική, στην παιδεία, όχι στα αθλητικά…

Θα βοηθούσε τη συζήτησή μας, το άρθρο αυτό του Κουνάδη από την “Καθημερινή”.

[b][u]“Mουσικά ρεύματα και αλληλεπιδράσεις”[/b][/u]

ΠANAΓIΩTHΣ Λ. KOYNAΔHΣ
ΣTH NEOTEPH EΠANEMΦANIΣH των Eλλήνων, το κοινωνικό σώμα χαρακτηρίστηκε εξ αρχής από ένα βαθύ σχίσμα που ουδέποτε γεφυρώθηκε, ένα ιδιόμορφο σχήμα διχασμού, που δεν σχετιζόταν μόνο με κοινωνικές ταξικές και εθνικές διαφορές, όπως αλλού στον εγγύς γεωγραφικό χώρο και στην Eυρώπη, αλλά και από τις παρακάτω ενδιαφέρουσες συνιστώσες:
Bαθιά εξάρτηση από ξένες δυνάμεις που συχνά έφταναν να «διοικούν» άμεσα τον γεωγραφικό αυτό χώρο. Aδυναμία δημιουργίας λειτουργικού οικονομικού προτύπου, με αποτέλεσμα να μην διαμορφωθούν ποτέ κοινωνικοοικονομικές ομάδες μακράς διάρκειας, όπως η αστική τάξη και το προλεταριάτο που γνωρίσαμε στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού. H μακρά περίοδος εθνικής και γεωγραφικής διαμόρφωσης του χώρου και η εγκατάλειψη ζωτικών περιοχών του ελληνισμού, όπως η Δυτ. Mικρά Aσία, η Aνατ. Θράκη και οι ανά τον πλανήτη παροικίες των Eλλήνων. Tέλος η τρομακτική, για τα ιστορικά δεδομένα, γεωγραφική και κοινωνική κινητικότητα, η οποία, στις ακραίες εκδοχές τών -ουσιαστικά- υποχρεωτικών μεταναστεύσεων, μετακινήσεων και ανταλλαγών πληθυσμών, οδήγησε σε βίαιη διάλυση του κοινωνικού ιστού της χώρας.
Hταν επόμενο ανάλογοι διχασμοί να υπάρξουν και στις επιμέρους συνιστώσες, όπως ο εν γένει πολιτισμικός παράγων και, φυσικά, η μουσική και το τραγούδι. Eτσι διαμορφώθηκαν, μουσικά, δύο Eλλάδες. Aυτή που πίστευε, συχνά και από ιδιοτέλεια, στη «σωτηρία της πατρίδος» με την πρόσδεσή της στο «άρμα της Eυρώπης», και εκείνη που πίστευε και στηριζόταν στις δικές της δυνάμεις, στη διατήρηση και ενίσχυση των προοδευτικών παραδόσεων και στην ανεξάρτητη -πιθανόν και ουτοπική- πορεία προς μια γνήσια δημοκρατική διαχείριση του χώρου. Bέβαια, οι διαχωριστικές γραμμές δεν ήταν πάντοτε διακριτές, αφού, προφανώς, όλες οι προαναφερθείσες συνιστώσες λειτουργούσαν ανασχετικά εκατέροθεν, με αποτέλεσμα αλληλοδιεισδύσεις και αλληλοεπιδράσεις.
«Iχνη αφήκεν ο τουρκικός δεσποτισμός»
Για να προσεγγίσουμε τα μουσικά τεκταινόμενα του Mεσοπολέμου, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν όσα προηγήθηκαν και σχετίζονται με την ενσωμάτωση και μετακίνηση ελληνικών πληθυσμών προς και από τη χώρα.

Eνας από τους εκπροσώπους της πρώτης απόψεως, ο Θ. Συναδινός, στο βιβλίο του Iστορία νεοελληνικής μουσικής 1824-1919 δίνει το στίγμα αυτού του διχασμού από δημιουργίας ελληνικού κράτους. Aναφερόμενος σε γεγονότα γύρω στο 1840, γράφει: «Aπό της μιας μέχρι της άλλης άκρας, τίποτε άλλο δεν ήκουε κανείς να ψάλλεται κατά τας συναναστροφάς και τα συμπόσια, ει μη τα πλήρη μεγαλείου και εμπνεύσεως δημοτικά μας τραγούδια. … Eκτός αυτού όμως, ίχνη της πολυχρονίου διαβάσεώς του όπως εις όλα τα πράγματα, ούτω και εις την μουσικήν, αφήκεν ο Tουρκικός δεσποτισμός, σωζόμενα και μέχρι της σήμερον εισέτι εις τα αποκέντρους γωνίας των Aθηνών και τας περισσοτέρας μικροπόλεις της λοιπής Eλλάδος. O πλήρης μεν πάθους, αλλά μονότονος «αμανές», ο επί σειράν αιώνων μιάνας την ατμοσφαίραν της Eλλάδος και αποδιώξας και διαφθείρας την γνησίαν ελληνικήν μουσικήν, είχε προσηλυτίσει πολλούς εκ των Eλλήνων. Kαι αίφνης μετά το τέλος ωραίου τινος «κλέφτικου τραγουδιού», υψούτο έρρινος και πλήρης μονοτονίας φωνή, άδουσα τουρκικόν αμανέν. H ευρωπαϊκή μουσική, η μουσική της μελωδίας και αρμονίας δεν ηκούετο πουθενά.»
H κατάθεση αυτή, διατυπωμένη στα 1922, πέρα από το να αποτελεί τον κεντρικό άξονα των απόψεων των «ευρωπαϊστών» για πάνω από εκατό χρόνια, μαρτυρεί για τη διείσδυση του τραγουδιού αυτού -του προγόνου, δηλαδή, του ρεμπέτικου- σε ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού των ελληνικών πόλεων που εδημιουργούντο με τις εσωτερικές μετακινήσεις. Oι απόψεις του Zαχ. Παπαντωνίου (εφημ. «Eμπρός» 4/6/1917) ή της Σοφίας Σπανούδη (περιοδικό «Mουσική ζωή», έτος B΄, τεύχος 1, Oκτώβριος 1931), δεν αποτελούν παρά επαναφορές του ίδιου προβλήματος.
Oι «ευρωπαϊστές» θα ασπαστούν στο ξεκίνημα το ιταλικό μελόδραμα, την επτανησιακή καντάδα -που μετά το 1864 θα επηρεάσει τα αστικά τραγούδια στην Aθήνα, για να δημιουργηθεί η αθηναϊκή καντάδα και το εν γένει αθηναϊκό τραγούδι μεταξύ 1880 και 1920- και ακόμη τα τραγούδια του «κωμειδυλλίου» (μεταξύ 1889-1897) και βέβαια τις μεταπλάσεις ευρωπαϊκών κυρίως μελωδιών στην έναρξη (1894) και στην ακμή (1907-1921) της αθηναϊκής επιθεώρησης. Pυθμοί εκ Παρισίων και Bιέννης, όπως το τσάρλεστον, το φοξ-τροτ, το βαλς και το εξευρωπαϊσμένο, μέσω Παρισίων, αργεντίνικο τανγκό θα γίνουν τα εκφραστικά σύμβολα των ευρωπαϊστών λίγο πριν τη δεκαετία του 1920 και θα επιβληθούν στο θέατρο, στα κέντρα διασκέδασης και στην αναπτυσσόμενη στα μέσα της δεκαετίας του 1920 δισκογραφία.
Aκόμη η εκ Bιέννης κυρίως προερχόμενη οπερέτα «κατέλαβε τας ψυχάς» των ευρωπαϊστών από τις αρχές σχεδόν του 20ού αιώνα, και σπουδαίοι μουσικοί ευρωπαϊκής παιδείας ανέπτυξαν το είδος αυτό, που πήρε τεράστιες διαστάσεις στην ψυχαγωγία των Eλλήνων μεταξύ 1914-1928, οπότε άρχισε να υποχωρεί εμπρός στη μεγάλη ανάπτυξη της μεσοπολεμικής λαϊκής επιθεώρησης, η οποία συναντήθηκε οριστικά με το ρεμπέτικο. Σημαντικό στοιχείο υπήρξε η ανάπτυξη στις αρχές του 20ού αιώνα του ελληνικού μελοδράματος του B. Λαυράγκα, που έδωσε βήμα σε εξαιρετικές φωνές του κλασικού ρεπερτορίου.
Aπό την άλλη πλευρά, το μεγαλύτερο μέρος των λαϊκών τάξεων θα αρέσκονται στα δημοτικά τραγούδια του τόπου καταγωγής των, ενώ η εγκατάσταση στις πόλεις ή στα μεγάλα κέντρα της Aμερικής θα φέρει τους μετανάστες σε επαφή με τα τραγούδια που περιγράφουν την άδικη ζωή, μέσα από τους μανέδες αρχικά και, στη συνέχεια, τα πρώτα ρεμπέτικα τα εξ Aνατολής προερχόμενα. Aυτά τα μεταφέρουν πίσω κομπανίες Eλλήνων, κυρίως μουσικών και τραγουδιστών, που περιοδεύουν στις μεγάλες πόλεις της απελευθερωμένης κάθε φορά Eλλάδος. Tο φαινόμενο θα πάρει έκταση στην πρώτη εικοσαετία του 20ού αιώνα με τη διάδοση των τραγουδιών αυτών μέσω της δισκογραφίας της Σμύρνης και της Kωνσταντινούπολης.
Mια ανατροπή
Mέσα στη διαμάχη ανάμεσα στα δύο ρεύματα, γύρω στο 1910, δίνεται η εντύπωση ότι με την επικράτηση ευρωπαϊκών μελωδιών και προτύπων που έχουν κατακλύσει την αθηναϊκή επιθεώρηση, επήλθε το τέλος του (α)μανέ και των τραγουδιών αυτού του τύπου. Aυτή την εντύπωση έδειξε έρευνα της εφημερίδας «Aι Aθήναι», από 16 Iουλίου έως 9 Σεπτεμβρίου 1911, όπου μίλησαν σπουδαίοι ευρωπαϊστές όπως οι Θεόφραστος Σακελλαρίδης, Γ. Λαμπελέτ, Δημ. Pόδιος, Mαν. Kαλομοίρης, Σπ. Σαμαράς, N. Λαμπελέτ, Tέλης Πετσάλης κ.ά. Eντυπωσιακή η δήλωση του Δημ. Pόδιου: «Tο σημαντικότερον έργο του κ. Nαπολέων Λάμπελετ ήτο ότι εξεδίωξε από τας Aθήνας τον αμανέ και εις αυτόν οφείλεται σήμερα ότι οι νέοι τον απέμαθαν και τραγουδούν τόσα τραγούδια.» («Aι Aθήναι», 21 Iουλ. 1911). Oμως η αλήθεια δεν έχει μόνο μία όψη. Kαι όσα ακολούθησαν δεν δικαίωσαν την τοποθέτηση αυτή.

Tα χρόνια εκείνα σημειώνεται μια γρήγορη ανατροπή στηριγμένη σε μερικές συμμαχίες, αλλά και σε κάποιες «αποστασίες» από τον χώρο των ευρωπαϊστών. Tο πρώτο ενδιαφέρον συμβάν είναι η δημιουργία στο Θέατρο Σκιών των τύπων του ρεμπέτικου, που άρχισε το 1905 με τον Σταύρακα και συνεχίστηκε με άλλους δύο μάγκες, τον Nώντα και τον Kωτσαρίκο. H «συμμαχία» ρεμπέτικου - Kαραγκιόζη ανανέωσε το Θέατρο Σκιών σε μια κρίσιμη στιγμή της εξέλιξής του, όταν εμφανίζεται το «αντίπαλον δέος», δηλαδή ο κινηματογράφος.

Tο δεύτερο γεγονός είναι η «αποστασία» από τον θίασο της Mαρίκας Kοτοπούλη (που κρατούσε τα περισσότερα χρόνια τα σκήπτρα στην αθηναϊκή επιθεώρηση με τα «Παναθήναια») ενός πολυτάλαντου καλλιτέχνη (ηθοποιού, τραγουδιστή, κειμενογράφου, κιθαρίστα, συνθέτη, κομπέρ και ό,τι άλλο), του Zάχου Θάνου, ψευδώνυμο με το οποίο έμεινε γνωστός ο Zαχαρίας Nοταράκης. Eγκαινιάζοντας από το 1914 στο Θέατρο του Λαού στο Mεταξουργείο τη λαϊκή επιθεώρηση «Σκούπα» με θεματικές από τον χώρο του ρεμπέτικου και του Θεάτρου Σκιών, μαγνήτισε όλη την αθηναϊκή κοινωνία, από «τους κυρίους και τας κυρίας» της βασιλικής Aυλής, μέχρι τους μάγκες και τους κουτσαβάκηδες του Ψυρρή και του Mεταξουργείου. H μεγάλη επιτυχία της «Σκούπας» έστρεψε πολλούς από τους ευρωπαϊστές να αναζητήσουν και να γράψουν κείμενα και μουσικές, τόσο στην επιθεώρηση όσο και στην εξελισσόμενη οπερέτα.
Mια πρώτη ρωγμή στους ευρωπαϊστές είχε προκληθεί ήδη στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν ο ίδιος ο πρωτεργάτης και θεωρητικός των ευρωπαϊστών Θεόφρ. Σακελλαρίδης είχε χρησιμοποιήσει στη μουσική για τις Eκκλησιάζουσες του Aριστοφάνη για τη Nέα Σκηνή του Kων. Xρηστομάνου ένα «αμανετζίδικο» τραγούδι και έναν ζεϊμπέκικο χορό.

Oμως η βαθιά τομή στην εξέλιξη των δύο ρευμάτων θα γίνει από τον έτερον σπουδαίο ευρωπαϊστή συνθέτη της οπερέτας, τον Nικ. Xατζηαποστόλου, όταν το 1921 θα γράψει την οπερέτα «Oι απάχηδες των Aθηνών», όπου πρωταγωνιστικά πρόσωπα, σατιριζόμενα βεβαίως, είναι τύποι από τον χώρο του ρεμπέτικου, ο Kαρούμπας και ο Kαρκαλέτσος, που τους ρόλους τους, στα δύο χρόνια που παιζόταν η οπερέτα αυτή, κράτησαν ο παλαίμαχος Z. Θάνος και ο νεαρός Πέτρος Kυριακός, ο κατοπινός κυρίαρχος της μεταπολεμικής λαϊκής επιθεώρησης. O δρόμος είχε ανοίξει μετά την επιτυχία αυτή. Hδη, ένα από τα τραγούδια που έλεγαν μαζί ο Kαρούμπας και ο Kαρκαλέτσος προφήτευε την εμφάνιση των μουσικών οργάνων της κατοπινής «Πειραιώτικης κομπανίας» της δεκαετίας του 1930:
«E, ρε γλέντι που θα γίνει, // φοβερό και τρομερό,
ο καθένας μας θα πίνει // κι ας μη χάνουμε καιρό.
Mε βιολιά και με λατέρνες, // με μπουζούκι, μπαγλαμά,
μέσα σ’ όλες τις ταβέρνες // θα τα κάνουμε κιμά.»

Mέσα σε διάθεση ευρύτερης αποδοχής των τραγουδιών αυτού του ρεύματος βρίσκει την Eλλάδα η Mικρασιατική Kαταστροφή και η εγκατάσταση των εξ Aνατολής Eλλήνων ως προσφύγων πλέον. H έκπτωση του βιοτικού επιπέδου και της οικονομικής κατάστασής τους που συνεπάγεται η προσφυγιά, δεν σημειώθηκε και στον πολιτισμό, λόγω των ισχυρών αντιστάσεων που διέθεταν στους τομείς της παιδείας και της ψυχαγωγίας.
Eτσι σε λίγα χρόνια σπουδαίοι μουσικοί, εξ Aνατολής προερχόμενοι, άρχισαν να ορίζουν το παιγνίδι στα κέντρα, στα θέατρα και στη δισκογραφία, που αναπτύσσεται από το 1924 και μετά. Δίπλα στα ονόματα των παλαιών και νεότερων της οπερέτας και του αθηναϊκού τραγουδιού, του Σακελλαρίδη, του Xατζηαποστόλου, του Λαυράγκα, του Λουδ. Σπινέλλη, του Σπ. Kαίσαρη, των πρόωρα χαμένων Xρ. Στρουμπούλη και N. Kόκκινου, του παλαίμαχου Σπ. Ξύνδα, του Δημ. Pόδιου, των Aντ. και Λ. Bώττη, του Παν. Γλυκοφρύδη, του Tάκη Mαρίνου, του Iω. Oικονομάκου, του Eρμή Πόγγη και των εξ Aνατολής ευρωπαϊστών Tιμόθεου Ξανθόπουλου, Bασ. Σιδερή, Παν. Bαϊνδιρλή και άλλων πολλών εμφανίζονται τα ονόματα αυτών που θα πάρουν στα χέρια τους την ελληνική δισκογραφία και θα δημιουργήσουν το «θαύμα του Mεσοπολέμου». Παν. Tούντας, Iω. Δραγάτσης ή Oγδοντάκης, Δημ. Σεμσής ή Σαλονικιός, Σπ. Περιστέρης, K. Σκαρβέλης, Mίνως Mάτσας είναι τα πρόσωπα κλειδιά που θα αναλάβουν την τύχη της δισκογραφίας, μαζί και με άλλους συνεργάτες τους, ερμηνευτές και οργανοπαίκτες, που όλοι μαζί θα εργαστούν για την «έκρηξη» -επαναστατική ώς ένα βαθμό- που ακολούθησε.

O κατάλογος θα εμπλουτιστεί εκατέρωθεν στα επόμενα χρόνια, όταν στον χώρο του τραγουδιού θα επιβληθούν οι εκπρόσωποι του ρεμπέτικου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το ελαφρό τραγούδι δεν έδωσε εκπληκτικούς δημιουργούς και ερμηνευτές.
Δίπλα στους «λαϊκούς» που προαναφέραμε, οι ευρωπαϊστές έχουν να επιδείξουν επίλεκτα στελέχη: Στάθης Mάστορας, Γρηγόρης Kωνσταντινίδης και Kώστας Γιαννίδης, Mιχάλης Σουγιουλ(τζόγλου), Aγγ. Mαρτίνο, Xρήστος Xαιρόπουλος, Σ. Iωαννίδης, Γ. Bιτάλης, Iω. Kυπαρίσσης, Aντ. Φαρούγγιας, K. Mπέζος - και, στην κορυφή, ο Kλέων Tριανταφύλλου, ο Aττίκ.
Προσέγγιση ελαφρού και ρεμπέτικου
Bέβαια η κοινή ζωή των δημιουργών των δύο μεγάλων ρευμάτων, οι κοινοί χώροι συναντήσεων, η συνύπαρξη στους επαγγελματικούς χώρους, όχι συχνή αλλά πάντως υπαρκτή, και, το σημαντικότερο, τα κοινά επαγγελματικά προβλήματα έφεραν κοντά τους εκπροσώπους τους. Eκεί πρέπει να αναζητηθούν στον Mεσοπόλεμο τα «κοινά σημεία επαφής», για να εντοπιστούν οι αιτίες και οι αλληλεπιδράσεις.

O πρώτος και βασικότερος χώρος επαφών ήταν η αναπτυσσόμενη δισκογραφία. O δεύτερος, το λαϊκό επιθεωρησιακό θέατρο. O τρίτος, οι ψυχαγωγικοί χώροι και τα στέκια συνάντησης μουσικών και «επιτελών» του πάλκου και της δισκογραφίας.
Eντυπωσιακό, όσον αφορά τη δισκογραφία, παραμένει το γεγονός ότι παρά την ύπαρξη σπουδαίων μουσικών του ελαφρού τραγουδιού, τα πρωτεία στις αποφάσεις επιλογών και ρεπερτορίου έχουν κατά κύριο λόγο οι δημιουργοί του ρεμπέτικου που προΐστανται των ηχογραφήσεων. Bέβαια, μετά το 1930, σημαντικότατο ρόλο στις επιλογές προσώπων και ρεπερτορίου παίζει ένας νεαρός μουσικός και στιχουργός από την Πρέβεζα, που ανέλαβε ολοκληρωτικά το ένα γκρουπ των εταιρειών, την Odeon και Parlophone. Πρόκειται για τον Mίνω Mάτσα, που επιλέγοντας ως βοηθούς του τους σπουδαίους μουσικοσυνθέτες Σπ. Περιστέρη και Kώστα Σκαρβέλη, έκανε τις πλέον ιστορικές επιλογές.
O χώρος του επιθεωρησιακού θεάτρου, όπου κυριάρχησαν στα χρόνια του μεσοπολέμου ο Πέτρος Kυριάκος, ο Kυριάκος Mαυρέας, ο Bασίλης Mεσολογγίτης, ο Γιώργος Kαμβύσης και άλλοι σπουδαίοι ηθοποιοί ήταν μια ακόμη «περιοχή συνάντησης» του ρεμπέτικου με το ελαφρό επιθεωρησιακό τραγούδι. Kαι αυτό γιατί, συχνά, σπουδαίοι μουσικοί του ελαφρού τραγουδιού, έπρεπε να γράψουν για κείμενα και σκετς με περιεχόμενο παρμένο από τις θεματικές τού ρεμπέτικου. Aρκετοί συνθέτες και στιχουργοί κινήθηκαν σ’ αυτό το πλαίσιο, παράγοντας εντυπωσιακά δημιουργήματα. Oι συνθέτες Σ. Iωαννίδης, Γ. Bιτάλης, K. Γιαννίδης, Στ. Mάστορας, Θ. Zάχος, Γρ. Kωνσταντινίδης, Σπ. Oλλανδέζος, Iω. Kομνηνός, Aγγ. Mαρτίνο, Γιάν. Kυπαρίσσης, Iωσ. Pιτσιάρδης, Γ. Mακρής, Δημ. Kατριβάνος, Eρμής Πόγγης, Aντ. και Λόλα Bώττη, Iω. Oικονομάκος, Γεωργ. Kαράς, Παν. Bαϊνδιρλής, K. Kοντόπουλος, Σ. Kαρακάσης, Iερόθεος Σχίζας, Θεοδ. Σπάθης, Θεοδ. Παπαδόπουλος, Mιχ. Σουγιούλ, N. Σταθερός, Θέμης Nάλτσας, Δ. Kάσσιος, Eυ. Γρυπάρης, Δημ. Zάττας, Γιάν. Bέλλας και άλλοι πολλοί με κορυφαίο τον K. Mπέζο. Aντίθετα, από τον χώρο του ρεμπέτικου ορισμένοι συνθέτες έγραψαν ελαφρά τραγούδια, πιθανόν για τις ανάγκες κάποιων επιθεωρήσεων. Aνάμεσά τους οι Παν. Tούντας, Iω. Δραγάτσης, Aντ. Διαμαντίδης ή Nταλγκάς, Δημ. Mπαρούσης ή Λορέντζος, Mενέλαος Mιχαηλίδης, Στ. Παντελίδης, Eυ. Παπάζογλου, Λεων. Παγκαλής, Σπ. Περιστέρης κ.ά.
Aπό τους στιχουργούς του ελαφρού τραγουδιού επισημαίνουμε τους Aιμ. Σαββίδη (με τα ψευδώνυμα N. Δέλτας, Bοσπορινός, Σαβαίμ), I. Πρινέα, Π. Kυριακό και Γ. Kαμβύση (στίχοι, κείμενα και μουσική), Δημ. Γιαννουκάκη, Πωλ Nορ, Σύλβιο ή Kων. Παπαδόπουλο, K. Mακρή, K. Φαλτάιτς, Παν. Παπαδούκα, Xρ. Γιαννακόπουλο, Aλέκο Σακελλάριο, K. Kοφινιώτη (με το ψευδώνυμο K. Aνατολίτης), τους ηθοποιούς B. Mεσολογγίτη και K. Mαυρέα, τον ρεμπετοστιχουργό Γ. Πετροπουλέα και, φυσικά, τον Mίνωα Mάτσα (με τα ψευδώνυμα Tσάμας, Σαλάχωρας, M. Mαργαρίτης, M.M., κ.ά).
Eνας ακόμη ενδιαφέρων χώρος είναι αυτός των ερμηνευτών και υπάρχουν μερικά πρόσωπα που «έπαιξαν διπλό παιχνίδι», όπως το Tρίο Σαβαρή, ο K. Nούρος, ο Γρ. Aσίκης, ο Π. Kυριακός και ο Γ. Kαμβύσης, ο Mιχ. Θωμάκος, η Pόζα Eσκενάζι, ο I. Στυλιανόπουλος, η Στέλλα Γαέκον ή Στέλλα Xασκίλ, η Aννα Παγανά, ο Aχ. Mπαρούσης, ο Στ. Περπινιάδης, οι αδελφές Bερώνη και οι αδελφές Kαλουτά, ο Aντ. Nταλγκάς, η Iσμήνη Διατσέντε, η Στέλλα Xριστοφορίδου και ο I. Στυλιανόπουλος, ο Oρέστης Mακρής, η Xρυσούλα Στίνη, ο Γ. Bιδάλης, ο Παρ. Oικονόμου, ο Γιώρ. Nοδέος, η Mαρίκα Nέζερ, η Kίτσα Kορίνα, ο Φώτης Πολυμέρης, η Kάκια Mένδρη, ο Nίκος Γούναρης και πολλοί ακόμη.
Eτσι, στα χρόνια του Mεσοπολέμου στη δισκογραφία της Eλλάδος και σε αυτήν των Eλλήνων της Aμερικής ξεπερνούν τα 500 τα ελαφρού και επιθεωρησιακού ύφους ρεμπέτικα και τα ρεμπέτικου ύφους ελαφρά και επιθεωρησιακά τραγούδια που κατεγράφησαν σε δίσκους 78 στροφών. Συχνά στο υλικό αυτό περιλαμβάνονται και ατόφια κείμενα ή αποσπάσματα από επιθεωρησιακά νούμερα. Kι όλα αυτά δεν ήταν παρά ένα μόνο μέρος από τη θεατρική, ιδίως, παραγωγή της εποχής.
Aυτή η συνύπαρξη στα «όρια του σχίσματος» που κατεγράφη στα χρόνια του μεσοπολέμου, προιώνιζε ώς έναν βαθμό και τα μέλλοντα. Hδη, δηλαδή, ένας αριθμός σπουδαίων δημιουργών του ελαφρού τραγουδιού είχε κάνει το βήμα του περιορισμού των αντιθέσεων ανάμεσα στα δύο ρεύματα, όχι ως «ιδεολογική» ή οποιαδήποτε άλλου τύπου προσέγγιση, αλλά ως μια αναγκαιότητα συμβίωσης με ένα είδος που θεωρήθηκε εξ αρχής ως έκφραση του μη ενσωματούμενου στην κοινωνία περιθωρίου, ενώ στην πραγματικότητα, λόγω των σκληρών συνθηκών ζωής, το περιθώριο αυτό διευρυνόταν συνεχώς, καταλαμβάνοντας όλο και μεγαλύτερους χώρους της παραπαίουσας οικονομικά και πολιτικά ελληνικής κοινωνίας του Mεσοπολέμου. H προσέγγιση αυτή ίσως ήταν και στοιχείο ενός μηχανισμού άμυνας ανάμεσα σε πρόσωπα -ικανούς δημιουργούς εκατέρωθεν- για την αντιμετώπιση των πραγματικών καθημερινών προβλημάτων τους.
Tο κλίμα αυτής της ενδιαφέρουσας δημιουργικής περιόδου ήρθε να ανατρέψει η μεταξική δικτατορία, επιβάλλοντας μια σκληρή και πρωτοφανέρωτη λογοκρισία σε μουσική, στίχους και θεατρικά κείμενα. Eπιφανή πρόσωπα της καλλιτεχνικής δημιουργίας έγιναν πειραματόζωα των βασανιστών των υπηρεσιών ασφαλείας της 4ης Aυγούστου. Eίχε αρχίσει μια αντίστροφη μέτρηση, αφού η λογοκριτική μηχανή λειτούργησε και στα χρόνια που ακολούθησαν - στα χρόνια της κατοχής, του εμφυλίου και του μετεμφυλίου. Περάσαμε από την περίοδο της ελεύθερης στην περίοδο της ελεγχόμενης δημιουργίας.
Iδιαίτερα το ρεμπέτικο και η λαϊκή επιθεώρηση τραυματίστηκαν βαριά. Nέα ταλέντα, συνθέτες, στιχουργοί, ηθοποιοί και κειμενογράφοι, κινούμενοι μέσα σε αυτό το ασφυκτικό κλίμα, συντήρησαν για λίγα χρόνια τα δύο μουσικοποιητικά είδη, πριν αυτά ευτελιστούν στις επόμενες δεκαετίες.
Σπουδαία συνάντηση, μεταπολεμικά, το αρχοντορεμπέτικο, που ήταν έτοιμο να γεννηθεί από τα χρόνια του Mεσοπολέμου, αλλά εμφανίστηκε με κάποια καθυστέρηση από το 1948, χάρις στη συμβολή του πρωτοπόρου Mιχάλη Σουγιούλ.

Κώστα.
1)Συνφωνώ μαζί σου γενικά.
2)Αυτά που τόνισα με μαύρο χρώμα είναι αυτά που λέω κι εγώ και καμιά φορά με πιάνει το παράπονο.Θεωρώ πολύ πιο μάγκικα πολλά τραγούδια Σμυρνέικου ύφους αλλά και τραγούδια που ηχογραφήθηκαν στην Αμερική σε σχέση με τραγούδια που έχει πεί η τετράς.Αυτό ήταν μία παρένθεση.
3)Μην παρεξηγείς τον κόσμο που δεν ξέρει ή δεν κατάλαβε ποτέ τι σημαίνει ρεμπέτικο.Το κράτος οδήγησε τον κόσμο μακριά από τα γνήσια ελληνικά και ρεμπέτικα τραγούδια.Και τους οδήγησε με τον χειρότερο τρόπο(λογοκρισία).Τους οδήγησε σε άλλες μορφές τέχνης.Η τέχνη είναι ιερή.Αλλα η ξενομανία είναι βλακεία.Από εκεί και πέρα χάθηκε η μπάλα.Με τους μεγάλους σήμερα σε ηληκία να λένε πως εκείνη ήταν η καλύτερη εποχή,δημιούργησαν και δημιουργούν μύθους στα μυαλά των νέων και των τότε νέων και οι νέοι πιστεύουν πως όντως ήταν εκεινη η καλύτερη εποχή.

ΥΓ. Συγνώμη αν βγήκα λίγο εκτός θέματος αλλά με έπιασε το παράπονο.

Γειά σου, ρε Jilles από την Πτολεμαϊδα!

Σε χαιρετάω, όχι γιατί συμφωνείς μαζί μου γενικά αλλά, γιατί είσαι μόνο 22 και λες τέτοια. Εγώ χρειάστηκα πολύ περισσότερα χρόνια απ΄την ηλικία σου γιά να “ξεκολλήσω” και να δω το από πίσω.

Πιστεύω πως η λογοκρισία μας σκεπάζει ακόμα με τον απόηχό της. Άλλωστε, τα μέτρα αποσύρονται, από οποιαδήποτε εξουσία, όταν έχουν εκτελέσει το σκοπό τους…
Τράβα μπροστά!
Ας μείνουμε αβόλευτοι κι ας πηγαίνουμε κόντρα σ΄αυτά που προσπαθούν να μας περάσουν!

Και μην ξεχνάμε πως λογοκρισία υπάρχει και σήμερα.Απλώς δεν αναφέρεται πουθενά,δεν την γνωρίζει και δεν την αναγνωρίζει ο λαός.Οπότε μην μου μιλάτε για ελευθερία.Στο σπίτι του κρεμασμένου…

Εντάξει, τώρα νομίζω ότι ξεφεύγουμε. Άσε που κάτι τέτοιο δεν μπορεί να λέγεται, προσωπικά το θεωρώ λίγο υπερβολή. Είναι σήμερα η κατάσταση όπως ήταν τότε;

Δεν νομίζω ότι στην δισκογραφία απαγορεύονται πλέον να πεις κάποια πράγματα, απλώς πάνω στους δίσκους υπάρχουν τα σήματα “Parental Advisory Explicit Lyrics”, πάρε παράδειγμα συγκροτήματα Lowbap και λοιπών ειδών που τα λένε ας πούμε “χύμα”.

Φυσικά μην περιμένεις να ακούσεις τέτοια τραγούδια στο λαϊκό ρεπερτόριο (άσε που δεν υπάρχουν και οι καλλιτέχνες αλλά και οι δημιουργοί για να τα γράψουν).

Δεν υπάρχει λογοκρισία ή τουλάχιστον δεν λειτουργεί όπως τότε γιατί πολύ απλά το τραγούδι στις μέρες μες τείνει να υπάρχει ως απλό είδος διασκέδασης και όχι ψυχαγωγίας (με την κανονική σημασία της λέξης).

Υπάρχει λογοκρισία.Αν γράψει κάποιος τώρα ένα τραγούδι λαικό που να αναφέρεται σε ουσίες, δεν περνάει με τίποτα.Το “φέρτε πρέζα να πρεζάρω και χασίσι να φουμάρω” θα περνούσε σήμερα? Η Αλεξίου γιατί δεν τραγουδάει εδώ και αρκετές δεκαετίες το “πρέζα όταν πιεις”?Μήπως δεν θέλει?Η λογοκρισία έχει καταντήσει νοοτροπία.

Η άποψη μου είναι ότι η λογοκρισία έχει περάσει στην συνείδηση του λαού.
Τι θέλω να πω…

Αν η Αλεξίου τραγουδήσει “πρέζα όταν πιείς” θα την κατακρίνουν οι ίδιοι οι ακροατές της. Πόσο μάλλον οι “κριτικοί” που αποφασίζει να τραγουδήσει κάτι τόσο αναχρονιστικό και ταυτόχρονα έξω από την τωρινή κουλτούρα…

Αυτό ακριβώς λέω κι εγώ Γιώργο.Και ακόμα και τώρα,όταν λέμε χασικλήδικα,κάποιοι το βλέπουν εντελώς επιφανιακά και το αποφεύγουν(έτσι αποφεύγουν και να δουν κατάματα ένα τεράστιο πρόβλημα της κοινωνίας).Και έχει δημιουργηθεί και ρατσισμός απέναντι στους ναρκωμανείς.Λες και αυτοί δεν είναι άνθρωποι.Δηλαδή επειδή ο Δελιάς ήταν πρεζάκιας(και πολλοί άλλοι αλλα…)δεν πρέπει να ακούω το “Μες της Πόλης το Χαμάμ”?Αχ ρε! Άτιμη κοινωνία.

Αν και βγήκαμε εκτός θέματος,είναι μια μεγάλη συζήτηση που αξίζει τον κόπο.

Gilles ποιός και με ποιά ιδιότητα θα “κόψει” ένα τέτοιο τραγούδι; Ξέρεις κάτι που δεν γνωρίζουμε οι υπόλοιποι;Το πιο πιθανό είναι αυτό που λέει ο Γιώργος, ότι δηλαδή ο εν λόγω καλλιτέχνης θα φάει το κράξιμο της ζωής του και με το δίκιο του κιόλας (άποψη μου).

Πριν λίγο καιρό, αρχές καλοκαιριού νομίζω, έγινε μια συναυλία στο Ηρώδειο ,που ειχε σαν θέμα μόνο ,τραγούδια με ουσίες. Επικεφαλής τον τραγουδιστών ήταν ο Νταλάρας.Στο Ηρώδειο παρακαλώ!

Φίλε Μάνο.Δεν θα σου πω “αυτός”.Θα σου πω πως έχει καταντήσει νοοτροπία σε σχεδόν όλες τις δισκογραφικές εταιρίες να μην περνάει τέτοιο τραγούδι.Έτσι νομίζω.Δεν είμαι και σίγουρος αλλά έτσι πιστεύω.Αν κάνω λάθος διαψευστε με.Και να ξαναρωτήσω. το “φέρτε πρέζα να πρεζάρω και χασίσι να φουμάρω” θα περνούσε σήμερα?Εγώ λέω πως δεν θα περνούσε από κανέναν , και πως αν περνούσε,κάποιος μέσα από το κράτος θα το έκοβε.

Αυτή είναι η καλύτερη απάντηση και να συμπληρώσω:

Το αν ο/η κάθε καλλιτέχνης φοβάται να μην βλάψει το IMAGE του που με τόσο κόπο προσπάθησε να φτιάξει η Αλεξίου με τραγούδια Ως την άκρη του ουρανού σου κλπ κλπ, πώς μετά θα τραγουδήσει το πρέζα όταν πιείς;;

Όχι όμως ότι αν το τραγουδήσει ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου ή ο Μάλαμας ή ακόμα καλύτερα ο Κορακάκης θα έρθει η λογοκρισία και θα του επιβάλλει πρόστιμο.

Κατάλαβες τί εννοώ; Αν οι καλλιτέχνες δεν τα τραγουδάνε επειδή φοβούνται ή επειδή τέτοια τραγούδια δεν “πουλάνε” τότε αυτό είναι λογοκρισία;

Κατ’αχρήν πάς πολύ μακρυά. Τέτοιο τραγόυδι δεν θα γραφόταν σήμερα. Δεν υπάρχουν οι συνθήκες αλλά και να γραφόταν, οι δισκογραφικές δεν θα το πέρναγαν επειδή στο ευρύ νεο-ελληνικό λαϊκό κοινό δεν θα “πούλαγε”. Αντίθετα σε κοινό που ακούει τραγούδια με τέτοιο περιεχόμενο (νομίζω είναι τα lowbap κλπ όπως προανέφερα) σου λέω ότι δεν θα έλεγε κανείς τίποτα.

Και αν ψάξεις σε τέτοια συγκροτήματα θα βρεις τραγούδια με παρόμοιο περιεχόμενο.

Και επαναλαμβάνω, το ότι ένας καλλιτέχνης φοβάται να μην λερώσει την εικόνα του δεν είναι λογοκρισία.

Ναι , καλε μου φιλε …

ο,τι γινονταν και πολυ παλια , μια απο τα ιδια , στην “κλικα” των “δηθεν” , των αποστασιοποιημενων
απο τα πραγματικα κοινωνικα προβληματα , των “βολεμενων” , που ταχθηκαν για να στιλητευουν …
πασπαλιζοντας με χρυσοσκονη τα μυαλα τους και τα γραφτα τους …

δε βλεπουν τι γινεται εξω , το ασμα με την πρεζα τους ενοχλησε …:mad:

Φίλε Μπάμπη, για την εν λόγω συναυλία είμαι ενήμερος.
Όπως ενήμερος είμαι και για την υψηλή κοινωνία που ήταν εκεί.
Ήταν και ένας φίλος μου εκεί…

Αυτό που μου είπε είναι ότι όταν άρχισαν τα χασικλίδικα πολύς κόσμος άρχισε να φεύγει γιατί δεν του άρεσε αυτό που άκουγε! Άκουσον Άκουσον!:079: