Λοιπόν μάγκες και κούκλες (όπως θα ΄λεγε και η Τζήν Σίμμονς, δεν θα την ξέρετε), έχουμε και λέμε:
Ειρήνη, η «εισβολή» ενός μόνο αλλά απίστευτα ταλαντούχου μουσικού στην κρητική μουσική πρώτον δεν έχει καμμία απολύτως σχέση με την καθιέρωση του μπουζουκιού στην Ιρλανδέζικη μουσική (αυτή συνέβη δεκαετίες μετά την αρχική εγκατάσταση του Daly στην Κρήτη, άσε που δεν έπαιξε ποτέ μπουζούκι ο Daly) και με τίποτα δεν μπορεί να ιδωθεί ως αρνητική.
Τώρα, το αν το ακκορντεόν θεωρείται αερόφωνο ή πληκτροφόρο με προβληματίζει μέν, αλλά δεν εντάσσεται στη συζήτηση που έχουμε. Και πολύ καλά θα κάνεις να δημοσιοποιήσεις την πτυχιακή σου εργασία, πρώτα πρώτα προς εμένα, παρακαλώ.
Δημήτρη Μυστακίδη, δόσε μας λίγες παραπάνω πληροφορίες για τα κουρδίσματα (ανοικτό ρέ, σολ, μί κλπ.) των κιθαριστών του ρεμπέτικου: δηλαδή οι νέγροι, καθώς και οι «ρεμπέτες» δεν χρησιμοποιούν το κλασικό κούρδισμα της κιθάρας (που βεβαίως περιλαμβάνει και χορδές κουρδισμένες σε ρε, σολ και μι); Γιατί εγώ αυτό το κλασικό ακούω και στους δύο.
Μάρθα, βεβαίως και ήταν δημοφιλής η δυτική μουσική στη Σμύρνη, και στην Αθήνα. Δεν προέκυψαν όμως από εκεί βαλσάκια σε στυλ Σμυρναίικο ή Πειραιώτικο. Τα δε τραγούδια Αττίκ, Χαιρόπουλου, οι καντάδες κλπ. δεν είναι ρεμπέτικα. Απλά, οι επαγγελματίες της εποχής (και της εποχής του Μπίνη) έπρεπε να παίζουν τα πάντα, όπως και στη Σμύρνη. Δεν άκουσα όμως τον Μπίνη να έχει ηχογραφήσει κομμάτι σε στυλ Χαιρόπουλου ή Αττίκ. Το δε βάλς του Δουνάβεως είναι κομμάτι οργανικό, χωρίς λόγια και αυτό έχει τεράστια σημασία: όταν η ορχήστρα έπαιζε το βάλς του Δουνάβεως το έπαιζε για να χορευτεί, όταν ο Μπακάλης ή ο Χατζηχρήστος έγραφε τρίσημο κομμάτι με ερωτικά λόγια ή κοινωνική κριτική σε στυλ λαϊκό της εποχής, δεν φανταζόταν (και δεν συνέβη) ότι θα χορευτεί βάλς από ζευγαράκι.
Άρη, δεν είπα ότι η κοινωνιολογική προσέγγιση του ρεμπέτικου είναι αδιάφορη, είπα ότι εμένα προσωπικά δεν με ενδιαφέρει. Και εμένα με έχει συναρπάσει η σουίγκ προσέγγιση του Πέντε μάγκες του Περαία, αλλά δεν ζή πιά ο Τσαούς να τον συνεντευξιαστώ και να δώ αν ήταν συνειδητή ή απλά τυχαία η προσέγγιση. Πολύ σωστά μιλάς για «πλυντήρια», που τα υπαινίχθηκα και εγώ σε προηγούμενη παρέμβασή μου, μιλώντας για υποβάθμιση ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε μουσικού είδους, και τη ρήση «είμαστε συγγενείς, αφού η μάνα σου και η μάνα μου απλώναν σʼ έναν ήλιο» είχα σκεφτεί και εγώ να τη χρησιμοποιήσω.
Μπάμπη, κατηγοριοποιήσεις για αμανέδες (εκτός από τις δικές μου) με επιχειρήματα από επιστήμονες δεν έχω δή, αν ξέρεις κάτι, με ενδιαφέρει σφόδρα. Ειδικά στον αμανέ, επειδή ασχολήθηκα αρκετά, πράγματι δεν βρήκα ούκα μπούγκες επιστήμονες να μιλούν για το θέμα, απλά δεν βρήκα κανέναν απολύτως να έχει μιλήσει ουσιαστικά. Για κάθε πληροφορία από οποιονδήποτε, θα είμαι ευγνώμων.
Για τα βαλσάκια, δεν μιλάμε για το ρυθμό αλλά για το στιλ. Δεν είναι βαλσάκια, το ξαναλέω και δεν χορεύονται. Ναι, ήταν μια μόδα που κράτησε λίγα μόνο χρόνια αλλά οι ρίζες της δεν είναι στη Βιέννη. Άποψή μου, φυσικά. Τα «παπαδίστικα» αναγκάστηκαν οι παπάδες να τα ενσωματώσουν (υπάρχουν μαρτυρίες έγγραφες) επειδή ήταν δημοφιλή στον κόσμο, τον 4ο, 5ο και 6ο αιώνα.
Για τα κοινωνιολογικά, δεν με απασχολεί το τυχόν σφάλμα που φυσικά και είναι αποδεκτό, αλλά η βαθεία εντρύφιση κάποιων στο ρεμπέτικο με εξαγωγή συμπερασμάτων κιόλας, όταν αμφιβάλλω αν ποτέ άκουσαν τις μουσικές (ή τουλάχιστον, τις πρόσεξαν), έχοντας ήδη διαβάσει τους στίχους.
Κατεπάνω, η ιστορία με τον Ψαραντώνη μου θυμίζει το χωρίον εκείνο του Κορανίου όπου ο Θεός μοιράζει τις κακές ιδιότητες στους λαούς: στους Έλληνες έδοσε την Υπεροψία.
Εύα, τον έχω ακούσει τον Steingress αλλά δεν πείστηκα για τις παράλληλες, σε μουσικό επίπεδο, μεταξύ ρεμπέτικου και φλαμένκο. Ο Κατεπάνω ωραία το περιγράφει!