Τυποποιημένοι μανέδες

Παραθέτω όλο το μήνυμα από το οποίο συνεχίζω, για να είναι πιο βολική η πρόσβαση στα λινκ.

Λοιπόν, τουλάχιστον οι τρεις από τους τέσσερις μανέδες είναι πειραιώτικοι. Για του Ρούκουνα, βλ. παρακάτω.

Του Ασίκη είναι δύσκολο να τον περιγράψεις, δεν κάθεται σ’ έναν τόπο, ανεβοκατεβαίνει όλη την ώρα λες και δε βρίσκει πού να βολευτεί. Πάντως χοντρικά η δομή είναι σε τρία μέρη (πρώτος στίχος, επανάληψη β’ ημιστιχίου, δεύτερος στίχος) με το πρώτο να έχει κέντρο την 5η του δρόμου και να κλείνει στην τονική, το δεύτερο να αρχίζει και να κλείνει στην οκτάβα, και το τρίτο, αφού κατέβει από την οκτάβα ξανά στην πέμπτη, να περιστρέφεται και πάλι γύρω από αυτήν με τελική κατάληξη στην τονική.

Αδύνατον να πω αν είναι συντεθειμένος ή αυτοσχέδιος.

Το ίδιο γενικό σχέδιο ακολουθούν και οι άλλοι δύο, Νούρου και Παπασιδέρη, που όμως κινούνται πιο πειθαρχημένα και είναι πιο εύκολο να παρακολουθήσεις ακριβώς την κίνησή τους. Έτσι για του Νούρου είναι εύκολο να πεις, βάσει κάποιων επαναλαμβανόμενων σημείων (π.χ. οι πολύ χαρακτηριστικές μετέωρες στάσεις στην αυξημένη 4η, σε συμμετρικά σημεία του α’ και του γ’ μέρους, και γενικότερη συμμετρία αυτών των δύο μερών), ότι είναι τυποποιημένος και ότι δεν είναι ο ίδιος με τους υπόλοιπους.

Του Παπασιδέρη, ο οποίος παρεμπιπτόντως τραγουδάει με υποδειγματική σαφήνεια και πειθαρχία, αντίθετα από άλλους μανέδες όπου ανεβοκατεβαίνει ασύδοτα και χωρίς σαφή πρόθεση, επίσης είναι τυποποιημένος, σύμφωνα με ενδείξεις ακριβώς ανάλογες όπως και του Νούρου.

Όσο για του Ρούκουνα, με φέρνει σε απορία. Αρχίζει σε μια βαθμίδα που κατ’ αρχήν δείχνει να είναι η οκτάβα. Από πάνω κι από κάτω έχει 4χορδα χιτζάζ. Κινείται περί αυτή τη βαθμίδα, αξιοποιώντας περισσότερο τα υποκείμενα και λιγότερο τα υπερκείμενα, μέχρι το καταληκτήριο αμάν του α’ μέρους, που κλείνει μια οκτάβα πιο κάτω (άρα, λογικά, στην τονική), αφού κατέβει μια πλήρως χρωματική κλίμακα, 5χ χιτζάζ στην τονική και 4χ χιτζάζ στην 5η. Δεν έχει πουθενά την έλξη του πειραιώτικου, την αυξημένη 4η, εκτός αν μου διέφυγε, ενώ στο κλείσιμο έχει -όπως και του Νταλγκά- την ελαττωμένη 5η: μια λεπτομέρεια που δεν αφήνει αμφιβολίες ότι αυτή η βαθιά νότα όπου κλείσαμε είναι η τονική. Το β’ μέρος αρχίζει όχι λιγότερο από μια 11η πιο ψηλά, στην 4η πάνω από την οκτάβα, κορυφή του 4χ χιτζάζ στην οκτάβα, και αφού δουλέψει σ’ αυτό το 4χ, πιάνντας μάλιστα λίγο και την 5η πάνω από την οκτάβα, ξανακαταλήγει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε.

Νομίζω ότι μέχρι αυτό το σημείο όλα δείχνουν κλασικό (αν και τολμηρό ως προς το πόσο ψηλά φτάνει) Χιτζαζκιάρ. Το γ’ μέρος, αφού με το αμάν του μας ξανακατεβάσει από την άνω 4η στην οκτάβα, αρχίζει και πάλι να περιστρέφεται περί αυτήν και μοιάζει ότι θα αποτελέσει επανάληψη του α’ μέρους, μέχρι που κάποια στιγμή συνειδητοποιείς ότι ο μανές έχει τελειώσει κι εμείς είμαστε ακόμα στην οκτάβα! Η κατάληξη μια οκτάβα παρακάτω δε γίνεται ποτέ, λες και τελικά αυτή η ψηλή νότα δεν είναι η οκτάβα αλλά η τονική ενός πολύ ψηλού μακάμ. Μα όσο ψηλό και να είναι, και με περιορισμένη, φυσικώ τω λόγω, έκταση προς τα πάνω, τι δουλειά είχε στο πρώτο μέρος να κατέβει και μάλιστα να κλείσει όχι ένα 4χ ή 5χ κάτω από την τονική του αλλά μια ολόκληρη οκτάβα; Και επιπλέον με φρασεολογία που δείχνει ξεκάθαρα κατάληξη στην τονική!

Είναι δυνατόν να υπάρχει τέτοιο μακάμι; Είναι δυνατόν να μην είναι ξεχωριστό μακάμι, να είναι κανονικό Χιτζαζκιάρ ή κάτι άλλο, αλλά να κλείνει στην οκτάβα; Είναι δυνατόν ο Ρούκουνας να μπερδεύτηκε τόσο πολύ ώστε να ξέχασε σε ποια βαθμίδα βρίσκεται; Γιατί σίγουρα κάτι από αυτά τα τρία συμβαίνει, δεν μπορώ να φανταστώ τέταρτη πιθανότητα. Πάντως το κανονάκι, στο καταληκτήριο ταξίμι όλου του κομματιού, μας κατεβάζει κανονικά μια οκτάβα πιο χαμηλά και μάλιστα, αφού φτάσει εκεί, ξανακάνει πιο συνοπτικά την ίδια κατεβασιά προς επιβεβαίωση.


Σχετικά με τον όρο σιρφ / σιρφ Χιτζαζκιάρ:

Όσο όμορφα κι αν τα συμφωνήσαμε επί του λεξιλογικού, η ανάλυση των πέντε μανέδων δεν επιβεβαιώνει κανένα τελικό συμπέρασμα. Του Νούρου είναι πειραιώτικο και ονομάζεται «σερφ». Του Ασίκη και του Παπασιδέρη είναι πάλι πειραιώτικα και ονομάζονται «σιρφ Χιτζαζκιάρ». Του Ρούκουνα ονομάζεται ίδια αλλά, ό,τι κι αν είναι, πειραιώτικο δεν είναι. Του Νταλγκά ονομάζεται όπως και του Νούρου και πάλι αφήνει ερωτηματικά ως προς το τι ακριβώς μακάμ είναι, μπορεί και Χιτζαζκιάρ, πάντως όχι πειραιώτικος δρόμος.

Βέβαια υπάρχει και η γνωστή πολυφωνία στο πώς ακριβώς παραδίδονται οι τίτλοι, και ο Φώτης που συνήθως βάζει τα πράγματα στη θέση τους δεν έχει μιλήσει ακόμη.


Όσα ενδιαφέροντα κι αν προκύπτουν καθ’ οδόν, μακαμολογικά ή άλλα, το βασικό μας θέμα παραμένουν οι τυποποιημένοι μανέδες. Έτσι, για να είμαστε πλήρη ντάξει, καλό θα ήταν να γίνει επιπλέον και μια παραβολή αυτών των πειραιώτικων μανέδων και κατεξοχήν του Παπασιδέρη και του Νούρου με όσους άλλους είναι στον ίδιο δρόμο και επιπλέον φέρουν και τον τίτλο «Πειραιώτικος», που τους είδαμε παλιότερα. Το βάζω κι αυτό στα προς διεκπεραίωση…

Πάντως, αν δείτε τη λίστα στην αρχή του #1 της παρούσας συζήτησης, αρχίζει να φαίνεται φως στην άκρη του τούνελ. Αργούμε αλλά προχωράμε.