Το Ρεμπέτικο Γλωσσάρι (Ο - Σ)

Ο

οντάς (ο)

το δωμάτιο, ιδίως το επίσημο.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Μεσ’ στον οντά ενός πασά” (1946)

Στίχ. Μάτσας, μουσ.: Περιστέρης

Ερμην.: Βαμβακάρης - Τσαουσάκης - Τσιτσάνης

"… μες στον οντά ενός Πασά

ζει η νεράιδα η Σεχραζάτ…"

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. oda].

οντουλάρω (ρ.)

κατσαρώνω τα μαλλιά, τους δίνω τεχνητό κυματιστό σχήμα, τα σγουρώνω.

Ακούγεται στο τραγούδι " Η αριστοκράτισσα" (1937)

στίχ.: Πετροπουλέας, μουσ.: Δ. Σέμσης

ερμην.: Σ. Πασσαλάρη

"…τα μαύρα τα μαλλάκια σου

πηγαίνεις κι οντουλάρεις…"

οντουλασιόν (η)

το κατσάρωμα των μαλλιών.

[ΕΤΥΜ. <γαλλ. onduler = κυματίζω < λατιν. undulare < unda = κύμα]

Π

παγανιά (η)

η καταδίωξη, η ανίχνευση, η σύλληψη ανθρώπου ή ζώου.

Ακούγεται στο τραγούδι:

“Ο χάρος βγήκε παγανιά”

Στ.: Μ. Ελευθερίου

Μουσ.: Δ. Μούτσης

Ερμηνεία: Δ. Μητροπάνος

"…Ο χάρος βγήκε, βγήκε παγανιά

μεσ’ στη δική μου γειτονιά…"

[ΕΤΥΜ. < μσν. παγανέα < παγάνα < λατιν. paganus = χωρικός].

παγκανότα (μπανκανότα και μπαγκανότα) (η)

Το τραπεζογραμμάτιο, η χάρτινη τουρκική λίρα, τα λεφτά, το παραδάκι.

Ακούγεται στο παλιό σμυρνέικο: " Μη μου χαλάς τα γούστα μου" (1926)

σε ερμηνεία Νταλγκά.

"… άντε, σύρε στη δουλειά σου

παγκανότες δεν μασάς…»

[ΕΤΥΜ. <γαλλ. banque-note]

Παλιά Στρατώνα (η)

Πολυτραγουδισμένη και πολυσυζητημένη φυλακή, στην οδό Άρεως, δίπλα από την πύλη Αδριανού, στο Μοναστηράκι.

Κατασκευάστηκε αρχικά για να στεγάσει το διοικητήριο της Αθήνας.

Μετέπειτα, λειτούργησε ως στρατώνας και στέγαζε βαυαρικές στρατιωτικές μονάδες, την εποχή του βασιλιά Όθωνα.

Στη συνέχεια, με το Βασιλικό Διάταγμα της 10ης Ιουλίου 1887, λειτούργησαν εκεί οι Επανορθωτικές Φυλακές Αθηνών, οι περίφημες Φυλακές της “Παλιάς Στρατώνας”.

Έμεινε στην ιστορία ως η πιο “φρικτή ίσως φυλακή του πολιτισμένου κόσμου”. Πολλά τραγούδια γράφτηκαν γι’ αυτήν, όπως:

«Παλιά Στρατώνα» (1929, Γ. Βιτάλη με Κυριακό-Παντοπούλου),

Παλιά Στρατώνα» (1929, των Ζάττα-Καραβία, με Γ. Ιωαννίδη-Κουρούκλη-Καρνέρη

τα οποία εξιστόρησαν τη φρίκη, μέσα στην οποία έζησαν στα κελιά της οι κρατούμενοι, πολλοί από τους οποίους άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή, αν και δεν ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο.

Ως φυλακή παρέμεινε για 44 χρόνια και καταργήθηκε με το Προεδρικό Διάταγμα της 11ης Δεκεμβρίου 1931.

Κατεδαφίστηκε στο τέλος Φεβρουαρίου του 1932

παπάζι (και παπάτζι) (το)

Το πλέγμα που συνδέει τη φούντα με το φέσι, η φούντα του φεσιού και κατ’ επέκταση, το ίδιο το φέσι.

Ακούγεται στο τραγούδι:

“Γυφτοπούλα” (1934)

Στ., μουσ., ερμηνεία: Μπάτης

"…όταν βάζεις το παπάζι

με τη φούντα τη χρυσή…"

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. papazi]

παπάς (ο)

στην αργκό, το παράνομο και παραπλανητικό παιχνίδι, που παιζόταν σε ανοιχτούς χώρους από παίκτες που πόνταραν χρήματα στο ένα από τα 3 τοποθετημένα ανάποδα τραπουλόχαρτα του παιχνιδιού, προσπαθώντας να μαντέψουν ποιο από τα τρία είναι ο Ρήγας.

Ακούγεται στο τραγούδι:

“Οι Παπατζήδες” (1952)

Στίχοι - Μουσ.: Τόλης Χάρμας

Ερμηνεία: Μπίνης, Ντούο Χάρμα

"…όπου κι αν πας, όπου κι αν πας

εδώ παπάς, εκεί παπάς…"

παπατζής (ο)

Ο επιτήδειος που παίζει το παιχνίδι «παπάς», ο απατεώνας.

Αυτός που χρησιμοποιεί τεχνάσματα για να εξαπατήσει τους άλλους.

Ακούγεται στο τραγούδι:

“Οι Παπατζήδες” (1952)

Στίχοι - Μουσ.: Τόλης Χάρμας

Ερμηνεία: Μπίνης, Ντούο Χάρμα

"…επήγες κι έπεσες μες στους ατσίδες

και σου τα φάγανε οι παπατζήδες…"

παραδόπιστος, -η, -ο

αυτός που πιστεύει πολύ στο χρήμα, που το αγαπάει υπερβολικά, ο φιλοχρήματος.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Η παραδόπιστη”, 1947.

Στ., μουσ.: Τσιτσάνης

Ερμην.: Τσιτσάνης, Γεωργακοπούλου.

[ ΕΤΥΜ. < παράς + πίστη].

Παρακοπή (η)

Οικισμός στα νότια και δυτικά της Ερμούπολης.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Φραγκοσυριανή” (1935)

Στ., μουσ., ερμην. : Βαμβακάρης.

"…θα σε πάρω να γυρίσω

Φοίνικα, Παρακοπή…"

Παραπήγματα (τα)

Παλιές στρατιωτικές φυλακές στη Βασ. Σοφίας.

Επίσης, παραπήγματα λέγονται οι παράγκες, οι εκτός σχεδίου οικισμοί και οι στρατιωτικές κατασκηνώσεις.

Ακούγεται στο τραγούδι:“Αντιλαλούν οι φυλακές” (1935)

Στ., μουσ., ερμην. : Βαμβακάρης.

"…αντιλαλούν τα σήμαντρα

Συγγρού και Παραπήγματα…"

Παρλαμάς (ο)

Ο Μανώλης Παρλαμάς ήταν ταβερνιάρης στον Πειραιά.

Διακινδυνεύοντας τη ζωή του, με μια βενζινάκατο διέσωσε 9 ναυαγούς και περισυνέλεξε 7 πτώματα κατά το ναυάγιο που έγινε στον Πειραιά, την 1η Αυγούστου 1937.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Οι αδικοπνιγμένοι” (1937)

Στ. - μουσ. - ερμην.: Κ. Ρούκουνας

"…Το ένα η «Ανάστασις» το άλλο το «Υδράκι»

απέναντι στου Παρλαμά σκορπίσαν το φαρμάκι…"

παρόλα (η), παρόλες (οι)

  1. Λόγια ανόητα, χωρίς αξία, ακατανόητα.

  2. Ομιλία με υπονοούμενα.

Ακούγεται στο τραγούδι:

“Ντερμπεντέρισσα” (1947)

Στ., μουσ.: Τσιτσάνης

Ερμηνεία: Τσιτσάνης, Βαμβακάρης, Χασκίλ

"…δε γουστάρω τις παρόλες,

σου ξηγήθηκα…"

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. Parola = λέξη, λόγος].

πάρολι (το)

  1. Αρχική σημασία: στο χαρτοπαίγνιο, όταν ο κερδισμένος δεν ενθυλακώνει το ποσό που κέρδισε αλλά το παίζει και πάλι μαζί με το αρχικό ποσό.

  2. Μεταφορικά: «τα παίζω όλα για όλα».

Με αυτή την έννοια ακούγεται στο «Χαρτοπαίκτη» (1930)

Στίχ,. μουσ.: Τούντας,

Ερμην.: Αντ. Νταλγκάς

" αχ, για θυμήσου τα και ‘συ τα περασμένα,

κείνα τα χρόνια τα παλιά απ’ τα γλυκά σου τα φιλιά,

πήγαινες παρολί τότε κι εσύ για μένα."

  1. Επίσης, έχει την έννοια: υπερτερώ από κάποιον σε λόγια ή έργα, του «βγαίνω μπροστά», τον «τουμπάρω».

Μ’ αυτή τη σημασία, ακούγεται στο τραγούδι «Μπράβο σου πώς με δουλεύεις» (1938)

Στίχ., μουσ.: Τσιτσάνης

Ερμην.: Στρ. Παγιουμτζής

«πάντα πάρολι με φέρνεις,

μπράβο σου πώς την περνάς».

παρτίδες (οι)

Οι δοσοληψίες, τα πάρε – δώσε, οι σχέσεις με κάποιον.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Παρτίδες” (1950)

Στ., μουσ.: Μ. Χιώτης

Ερμην.: Χιώτης, Χασκήλ, Μπίνης

"…παρτίδες αδερφάκι μου θ’ ανοίξουμε

και την παλιά φιλία μας θα σβήσουμε…"

[ΕΤΥΜ. < βενετσ. Partida < ιταλ. partita < ρήμα partio (λατιν.) = διαιρώ, μοιράζω, κατανέμω.]

πασσέτα (η)

Δημοφιλές τυχερό παιχνίδι της τράπουλας, που το συναντάμε από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στην Ελλάδα.

Παίζεται ως εξής: ένας από τους παίκτες αναλαμβάνει τον πάγκο (ταμείο/τράπεζα) και, αφού ανακατέψει και κόψει την τράπουλα, κάθε συμμετέχων παίκτης παίρνει από ένα έως τρία φύλλα και καταθέτει (ποντάρει) ένα ποσό πάνω σε όποιο θέλει.

Κατόπιν, ο παγκιέρης τραβάει το πρώτο χαρτί και όποιος παίκτης έχει είτε τη φιγούρα είτε τον αριθμό αυτόν χάνει.

Μετά ο παγκιέρης τραβάει το δεύτερο χαρτί και όποιος το έχει από τους παίκτες κερδίζει κ.ο.κ. Δηλ. το πρώτο χάνει, το δεύτερο κερδίζει κ.λπ.

Ακούγεται στο τραγούδι «Το παιχνίδι του Αμερικάνου» (1936)

Στίχ., μουσ.: Κ. Σκαρβέλη

ερμην.: Ρ. Αμπατζή

"…με τα λιμά τον έμπλεξα, στο πόκερ στην πασσέτα

κι όλο το χτένι δούλευε, στη ζούλα κι η σκαλέτα…

παστουρμάς (ο)

Κομμάτι παστού κρέατος από καμήλα ή από άλλο μεγάλο ζώο, που το αρωματίζουν με τσιμένι, δηλαδή διάφορα καρυκεύματα, μετά το αποξηραίνουν και το οποίο αναδίδει βαριά, έντονη μυρωδιά.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Στου Λινάρδου την ταβέρνα” (1936)

Στ., μουσ.: Π. Τούντας

Ερμην.: Περδικόπουλος

"…πάει κι ο χατζηραπάνης,

παστουρμάς και πεχλιβάνης…"

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. pastιrma ]

πάστρα (η)

  1. Είδος χαρτοπαιγνίου, ξερή.

  2. Μεταφορικά, η καθαριότητα.

Ακούγεται στο τραγούδι:

"δεν ξαναπαίζω ζάρια πια " (1959)

Στ., μουσ: Κ. Φραγκούλης

Ερμηνεία: Β. Περπινιάδης

"…Δεν ξαναπαίζω ζάρια πια

ούτε ραμί και πάστρα…"

[ΕΤΥΜ. < μεσν. σπαρτεύω = καθαρίζω με σκούπα από σπάρτο > παστρεύω > πάστρα]

Περαία (η)

Ξακουστό παραλιακό προάστιο, 13 χλμ. από τη Σμύρνη, κατοικήθηκε κυρίως από Έλληνες.

Περαίας και Πειραίας (ο)

Άλλη ονομασία του Πειραιά.

Ακούγεται σε πολλά τραγούδια, όπως:

“Αλάνα Πειραιώτισσα”, 1934

Στ, μουσ., ερμην.: Βαμβακάρης.

"…σε αγαπώ, τσαχπίνα μου, τσαχπίνικο,

γιατί εισ’ απ’ τον Περαία…"

Πέραν (το)

Περιοχή στην πλευρά του Κεράτιου κόλπου, απέναντι από το Γαλατά.

Ακούγεται στο παραδοσιακό τραγούδι: “Έχε γεια, Παναγιά”

"…"Στο Γαλατά θα πιω κρασί

στο Πέραν θα μεθύσω…"

περονιάζω (ρ.)

διαπερνώ, διατρυπώ, όταν πρόκειται για το κρύο και την υγρασία που είναι ιδιαίτερα διαπεραστικά.

Κυριολεκτικά, έχει την έννοια «καρφώνω πέρα για πέρα με αιχμηρό αντικείμενο».

Ακούγεται στο τραγούδι: “Χειμώνιασε, χειμώνιασε” (1958)

Στίχ.: Μάτσας, μουσ.: Περιστέρης

"… χειμώνιασε χειμώνιασε,

το κρύο με περόνιασε,…"

[ΕΤΥΜ. < από την περόνη].

πετσί (το)

το πορτοφόλι, προφανώς από το υλικό κατασκευής.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο καυγάς για το πετσί” (1934)

Στ., μουσ.: Μ. Χρυσαφάκης

Ερμην.: Ρόζα Εσκενάζυ

"…Το πετσί που βρήκες Κόλλια

σκάστο, δωσ’ μου τα μισά…"

[ΕΤΥΜ. <μεσαιων. πετσίν < ιταλ. pezzo = κομμάτι < πέσκος = δέρμα, φλούδα]

πεχλιβάνης (ο)

  1. Άνθρωπος δυνατός, παλικαράς.

  2. Αυτός που σε δημόσιες ( συνήθως υπαίθριες) παραστάσεις επιδεικνύει τις σωματικές ικανότητές του για βιοπορισμό.

  3. Παλαιστής.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Στου Λινάρδου την ταβέρνα”(1936)

Στ., μουσ.: Π. Τούντας

Ερμην. Περδικόπουλος

"…πάει κι ο χατζηραπάνης,

παστουρμάς και πεχλιβάνης…"

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. pehlivan ( = παλαιστής) < από περσ.]

πίκα (η)

το πείσμα, ο θυμός που νιώθει κάποιος, ο οποίος θεωρεί τον εαυτό του θιγμένο, προσβεβλημένο, η μνησικακία.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Βλάμης και ναζού" (1934)

Στίχ., μουσ.: Ν. Γιαννακός

Ερμην.: Αν. Παγανά - Στ. Περπινιάδης

"έμαθες πως έχω προίκα,

σπίτι και πολλά λεφτά,

το΄βαλες, Βλάμη, πίκα

να μου πάρεις όλα αυτά…"

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. picca < γαλλ. pique].

Πίκινος (ο)

Ιδιοκτήτης ενός κέντρου με ορχήστρα που βρισκόταν στο Θησείο, στην οδό Ακάμαντος 26.

Ήταν η περίφημη «Μπύρα του Πίκινου», εξαιρετικά δημοφιλής νυκτερινός προορισμός της εποχής με αξιόλογους μουσικούς.

Μέσα σ’ αυτή τη μπυραρία σε ηλικία 37 χρονών δολοφονήθηκε το 1931 ο Πίκινος για ασήμαντη αφορμή.

Από το Ρούκουνα περιγράφεται ως λεβεντάνθρωπος και ακέραιος χαρακτήρας, που δεν ανεχόταν παρεκτροπές μέσα στο κατάστημά του.

Ακούγεται στο τραγούδι: «Ο Πίκινος» (1934)

Στ. - μουσ. - ερμην.: Ρούκουνας

"…Μες στο Θησείο βρε παιδιά, στου Πίκινου τη Μπύρα

γλέντησε όλος ο ντουνιάς, Περαίας και Αθήνα…»

Πινόκλης (ο)

Ελληνοαμερικανική λέξη, παρατσούκλι για κάποιον που παίζει πολύ “Pinocle” (χαρτιά).

Ακούγεται στο τραγούδι:

“Ο Πινόκλης” (1928)

Στ., μουσ.: Δημοσθ. Ζάττα

Ερμηνεία: Γ. Ιωαννίδης

"…στον Πειραιά γεννήθηκα

και τ’ όνομά μου Τσόκλης

μα εδώ ξαναβαφτίστηκα

και γίνηκα Πινόκλης…"

Πισκοπιό (το)

Βρίσκεται στις πλαγιές ενός πευκόφυτου λόφου δυτικά της Ερμούπολης.

Υπήρξε το πρώτο αγαπημένο θέρετρο των προυχόντων Ερμουπολιτών, που έκτισαν το 19ο αιώνα εντυπωσιακές και επιβλητικές βίλες.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Φραγκοσυριανή” (1935)

Στ., μoυσ., ερμην: Βαμβακάρης.

“…Και στο Πισκοπιό ρομάντζα…”

πλασέ

Ιπποδρομιακό στοίχημα, κατά το οποίο ο παίκτης επιλέγει ένα άλογο που πιστεύει πως θα τερματίσει στην πρώτη ή στη δεύτερη θέση.

Ακούγεται στο τραγούδι «Το ιπποδρόμιο» (1951)
στ., μουσ., ερμην.: Μητσάκης

«…το τζόκεϊ με το άλογο, βοήθα Παναγιά μου,
για να μην έρθουνε πλασέ, ναι πλασέ
και χάσω τα λεφτά μου, στον ιππόδρομο…»

[ΕΤΥΜ. < γαλλ. placé: σε καλή σειρά, σε καλή κατάταξη, μτχ. του ρ. placer «θέτω»]

πλεκτό (και πλεχτό) (το)

Φυλακή, κρατητήριο, παράθυρο φυλακής.

Ακούγεται στο τραγούδι:

“Χτες το βράδυ στο σκοτάδι” (1935)

Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

"…και με κάνανε πιαστό

με τραβούνε στο πλεχτό…"

Πόγραδετς (το)

Κωμόπολη της Αλβανίας, στη νότια όχθη της λίμνης Οχρίδας.

Στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο την κατείχαν οι Βούλγαροι, αλλά την κατέλαβαν μετά από επίθεση τα συμμαχικά στρατεύματα του Μακεδονικού μετώπου.

Είναι επίσης γνωστό το Πόγραδετς και από το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.

Κατά την επίθεση της Ιταλίας, μετά απ’ την κατάληψη της Κορυτσάς απ’ το δικό μας Γ’ Σώμα στρατού, οι Ιταλοί ανασυντάχτηκαν στο Πόγραδετς. Μετά από σκληρή επίθεση, καταλήφθηκε από το Γ’ Σώμα στρατού.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Το Μοράβα, το Πόγραδετς” (1947)

Στ., μουσ.: Κασιμάτης

Ερμην.: Μηττάκη.

[ΕΤΥΜ. < σλαβική λέξη (από αντίστοιχη βουλγαρική: κάτω + πόλη)]

Ποδαράδες (οι)

Παλιά ονομασία της Νέας Ιωνίας, όπου είχαν εγκατασταθεί πρόσφυγες ταπητουργοί από την Πισιδία.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Στους Ποδαράδες μια Πολίτισσα" (1930)

Στ., μουσ.: Αντ. Διαμαντίδης

Ερμην.: Β. Σωφρονίου

"…Είδα μες τους Ποδαράδες μια μικρή Πολίτισσα,

γιαβουκλού μου να την κάνω εγώ την ζήτησα…"

Ποδονίφτης (ο)

Ονομασία προσφυγικού οικισμού στη Νέα Φιλαδέλφεια, δυτικά του ρέματος Ποδονίφτη.

Ξεκίνησε να κτίζεται το 1924 και κατοικήθηκε το 1927. Από το 1932 ονομάστηκε Συνοικισμός Νέας Φιλαδέλφειας.

Μία εκδοχή για το πώς ονομάστηκε η περιοχή Ποδονίφτης αναφέρει πως όταν έρχονταν εκεί στρατιωτικές μονάδες, οι στρατιώτες κατά τον χρόνο ανάπαυσής τους έπλεναν τα πόδια τους στον Περισσό ποταμό.

Ακούγεται στο τραγούδι «Όλες όμορφες» (1937)

Στ., μουσ., ερμην.: Περπινιάδης

"…Αν θέλεις προίκα μάγκα μου,

τράβα στον Ποδονίφτη…"

Πορτ Σάϊντ (το)

Αιγυπτιακή πόλη στη μεσογειακή ακτή, στην είσοδο της διώρυγας του Σουέζ.

Ακούγεται στο τραγούδι: " Πορτ Σάιντ και Σκεντερία" (1937)

Στ. - μουσ.: Τούντας

Ερμην.: Στ. Περπινιάδης

"…εταξίδευα Συρία, Πορτ Σάϊντ και Σκεντερία

κι έμπλεξα με μια μικρούλα , καστανή φελαχοπούλα…"

[ΕΤΥΜ. < Από το Μουχάμαντ Σάιντ, αντιβασιλιά της Αιγύπτου, που κυβέρνησε κατά το διάστημα 1854-1863].

Ποταμός (ο)

Κωμόπολη και εμπορικό κέντρο στα Κύθηρα.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Στον Ποταμό τα ρούχα μου” (1937)

Στ., μουσ.: Χρυσίνης

Ερμην.: Ρ. Αμπατζή.

"…Στον Ποταμό τα ρούχα μου

στη Χώρα τ’ άρματά μου

και στον ωραίο Καραβά

η αγαπητικιά μου…"

πουλεύω (ρ.)

  1. Φεύγω κακήν κακώς (κυριολεκτικά), δραπετεύω, εξαφανίζομαι

  2. Μεταφορικά, "την πούλεψα "= την πάτησα, την έβαψα.

Ακούγεται στο τραγούδι:

“Καπνουλού μου όμορφη” (1934)

Στ., μουσ., ερμην.: Μπαγιαντέρας

"…όταν σχολάσεις, γίνεσαι

μια κούκλα πρώτης φίνα

και την πουλεύεις πονηρά

Περαία και Αθήνα…"

πρασατζής (ο)

Πορτοφολάς, αυτός που κλέβει πορτοφόλια.

Ακούγονται στο τραγούδι: “Πάνε για το πράσο” (1934)

Στ. - Μουσ: Μ. Χρυσαφάκης

Ερμην.: Ρ. Αμπατζή

"…Ρε συ Νότη πρασατζή

πάμε τσάρκα ρε μαζί …

…μηχανή εγώ θα φτιάσω

για να φας εσύ το πράσο…"

πράσο (το)

το πορτοφόλι.

πρέζα (η)

Μικρή ποσότητα ναρκωτικής ουσίας - που πιάνεται ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη - σε σκόνη και εισπνέεται.

Επίσης, γενικά η μικρή ποσότητα μιας ουσίας σε σκόνη (π.χ. αλάτι), αλλά και η ρουφηξιά.

Πρεζάκιας: αυτός που παίρνει δόση ναρκωτικού από τη μύτη, ο τοξικομανής.

Ακούγονται στο τραγούδι:

"Ο Πρεζάκιας" (1935)

Στ., μουσ.: Γ. Τσαούς

Ερμηνεία: Αντ. Καλυβόπουλος

_"…είμαι πρεζάκιας, μάθε το, _

μα όπου και αν πάω

όλοι φύγε με λέγουνε

…η πρέζα με φαρμάκωσε

τελείωσ’ η ζωή μου…"

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. presa < λατιν. Prehendo = παίρνω].

πρέφα (η)

  1. Παίρνω είδηση, αντιλαμβάνομαι.

  2. Παιχνίδι της τράπουλας.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο Βαγγέλης της μαμής” (1936)

Στ.: Δ. Τσακίρης

Ερμην.: Ρ. Αμπατζή.

"…Είμ’ ο Βαγγέλης της μαμής

που πρέφα μ’ έχουν πάρει…"

[ΕΤΥΜ. < γαλ. preference = προτίμηση < preferer =προτιμώ]

Πριγκηπιώτισσα (η)

Κάτοικος της Πριγκήπου,[τουρκ. Bόyόkada], ενός από τα μεγαλύτερα 9 νησιά, τα Πριγκηπονήσια, στην Προποντίδα.

Παλιότερες ονομασίες του νησιού: «Δημόνησος» και «Πιτυούσα», πήρε το όνομα «Πρίγκηπος» όταν έγινε ιδιοκτησία του αυτοκράτορα Ιουστίνου Β΄, ο οποίος το 569 έκτισε παλάτι εκεί.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Πριγκηπιώτισσα” (1930)

Στ., μουσ.: Τούντας

Ερμην.: Μ. Φραντζεσκοπούλου

“πρώτος λύκος”

έκφραση για το πρώτο χαρτί, μετά το πρώτο ζεύγος χαρτιών.

Ακούγεται στο τραγούδι «Παίζω πόκα, παίζω πινόκλι» (1929)

Στίχ., μουσ.: Δ. Ζάττα

ερμην.: Γ. Κατσαρό:

«…παίρνω, φτιάχνω, βρε, την πασσέτα

βάζω στον πρώτο λύκο, τη ντούσα, το διπλό…»

Ρ

ραβαΐσι (το)

  1. Γλέντι, ξεφάντωμα.

  2. Η φασαρία από το γλέντι.

Aκούγεται στο τραγούδι:

“Στου Λινάρδου την ταβέρνα” (1936)

Στ., μουσ.: Τούντας

Ερμηνεία: Στ. Περπινιάδης

"…σ’ ένα τέτοιο ραβαΐσι

ποιος μπορεί να μη μεθύσει…"

ραμί (το)

Είδος χαρτοπαιγνίου με διάφορες παραλλαγές που παίζεται συνήθως από 3 έως 7 παίχτες και με 2 τράπουλες.

Ακούγεται στο τραγούδι:

"Δεν ξαναπαίζω ζάρια πια " (1959)

Στ., μουσ: Κ. Φραγκούλης

Ερμηνεία: Β. Περπινιάδης

"…Δεν ξαναπαίζω ζάρια πια

ούτε ραμί και πάστρα…"

[ΕΤΥΜ. < γαλ. rami].

ρασκέτα (η)

η ξύστρα (εργαλείο των ναυτικών).

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο Θερμαστής” (1934)

Στ., μουσ., ερμην.: Γ. Μπάτης.

"…Κάργα ρασκέτα και λοστό

το Μπέη να περάσω

και μες στου Κάρντιφ τα νερά

εκεί να πάω να αράξω…"

ραστ (το)

Ένας από τους δρόμους της ελληνικής λαϊκής μουσικής.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο ντερβίσης” (1933)

Στίχ., μουσ., ερμην.: Βαμβακάρης

“…πενιά από ράστι θ’ άκουγες…”

ρεζίλης (ο)

άνθρωπος χωρίς υπόληψη, ξεφτίλας.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Σκύλα μ’ έκανες και λιώνω” (1936)

Στίχ. μουσ., ερμην.: Μ. Βαμβακάρης

"…σκύλα μ’ έκανες ρεζίλι

στον παπά και στο βεζύρη…"

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. rezil].

ρεμιζάρω (ρ.)

παρκάρω.

Ακούγεται στο τραγούδι:

“Βαλεντίνα” (1950)

Στ., μουσ.: Μητσάκης

Ερμηνεία: Μητσάκης, Τατασσόπουλος, Νίνου

"…έχεις κούρσα και σοφάρεις

κι όπου θέλεις ρεμιζάρεις…"

[ΕΤΥΜ. < γαλ. Remiser <λατιν. Remittere].

ρεμπελιά (η)

η απραξία, η αποφυγή κάθε κόπου κι εργασίας.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Το βέρτζινο μαγκάκι”

Στ.: Γ. Καλαμαριώτης

Μουσ.: Πλέσσας

Ερμην:Γενίτσαρης

"…Για το μπαγιόκο ρεβελιά

σνομπάρει τώρα τα παλιά

με μαύρο παπιονάκι…"

[ΕΤΥΜ. < βενετ. rebelo = αρχικά αντάρτης, άτακτος πολεμιστής, επαναστάτης. Εξελίχτηκε σημασιολογικά, προκειμένου να δηλωθεί επίσης η έννοια του τεμπέλη, του ανέμελου και του αργόσχολου].

ρεμπελιό (το)

  1. Η απραξία, η αργόσχολη ζωή, η αποφυγή κόπου και δουλειάς.

  2. Η ανταρσία, η εξέγερση εναντίον της εξουσίας ή της αρχής, η επανάσταση.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο κουμπούρας απ’ τη Βάθη”, (1920)

Παραδοσιακό, στο όνομα του Σπ. Στάμου.

Ερμην. : Μ. Παπαγκίκα.

"…κι όλοι κάθονται και πίνουν

και στο ρεμπελιό το ρίχνουν…"

[ΕΤΥΜ. <βενετ. rebelo (< re = ανά + bellis < bellum =πόλεμος) = αντάρτης, άτακτος πολεμιστής, επαναστάτης, αποστάτης.

Η λέξη εξελίχτηκε απ’ ό,τι φαίνεται σημασιολογικά και σήμαινε αργότερα τεμπέλης, ανέμελος, αργόσχολος.]

ρεστάρω (ρ.)

  1. Μένω χωρίς λεφτά.

  2. Οδηγώ κάποιον στη χρεωκοπία.

Ακούγεται στο τραγούδι:

“Η Σατράπισσα” (1948)

Στ., μουσ.: Τσιτσάνης

Ερμηνεία: Περπινιάδης, Κηρομύτης, Μπέλλου

"…με ρεστάρησε,

στραπατσάρησε το τσαρδί μου…"

ρέστος (ο)

ο οικονομικά κατεστραμμένος.

Από το τραγούδι:

“Απόψε στις ακρογιαλιές” (1968)

Στ., μουσ., ερμην.: Τσιτσάνης

"…κι αν είμαι τώρα ρέστος και ταπί

μ΄ένα φιλί παρηγόρα με και συ…"

[ΕΤΥΜ. <ιταλ. resto = υπόλοιπος <restare = μένω, σταματώ]

ρέφα (η)

Το μερίδιο του αστυνομικού επί των κλοπιμαίων, με αντάλλαγμα τη σιωπή του.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Οι Λαχανάδες” (1934)
Στ., μουσ.: Β.Παπάζογλου
Ερμην.: Στ.Περπινιάδης

“…και ρέφα μη γυρεύεις…”

ρεφάρω (ρ.)

ξανακερδίζω τα όσα έχω χάσει, καλοπερνάω, ζω άνετα.

Ακούγεται στο τραγούδι:

“Σαλταδόρος” (1942)

Στ. - μουσ.: Μ. Γενίτσαρης

"…μα 'γω πάντα βολεύομαι, γιατί τηνε σαλτάρω

σε καν’ αμάξι Γερμανού και πάντα τη ρεφάρω…"

[ΕΤΥΜ. < γαλλικά, refaire = επανέρχομαι, αποκαθιστώ].

Ροζικλέρι (το)

Παλιός γνωστός κινηματογράφος στην Πατησίων.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Τα νέα της Αλεξάνδρας" (1960)

Στ. - μουσ. : Κ. Γιαννίδης

Ερμην.: Β. Περπινιάδης

" …και μου παν πως την είδανε να βγαίνει χέρι-χέρι

μαζί με τον Χαράλαμπο από το Ροζικλέρι…"

Ροκαμβόλ (ο)

Ήταν το όνομα ήρωα αστυνομικών μυθιστορημάτων περιπέτειας του Γάλλου συγγραφέα Ponson du Terrail, ήρωες οι οποίοι ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς το δεύτερο μισό του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Η Κούλα” (1929)

Στ. - μουσ. : Κ. Μισαηλίδης

Ερμην.: Νταλγκάς

"…Aν θέλω στην καρδούλα της εγώ να είμαι μόνος

πρέπει να γίνω Ροκαμβόλ, νταής και δολοφόνος…"

ρολίνα (η)

Η ρουλέτα, τυχερό παιχνίδι, συνήθως σε καζίνο.

Κάθε παίκτης στοιχηματίζει σε έναν ή περισσότερους αριθμούς ή και σε χρώμα ενός δίσκου με 37-38 αριθμημένα χωρίσματα σε μαύρο και κόκκινο χρώμα εναλλάξ, ο οποίος περιστρέφεται και στον οποίο ρίχνεται και κυλά με αντίθετη φορά μια μπίλια. Ο παίκτης κερδίζει αν η μπίλια σταματήσει σε αριθμό ή και χρώμα στα οποία έχει στοιχηματίσει.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο Τσιτσάνης στο Μόντε Κάρλο” (1937)

Στ. και μουσ. Τσιτσάνης,

Ερμην.: Παγιουμτζής, Περπινιάδης.

"…Μια βραδιά στο Μόντε Κάρλο

πήγα να παρευρεΘώ

μες στους άσους της ρολίνας

να τους συναγωνιστώ…"

ροσόλι (το)

ηδύποτο, λικέρ, που παρασκευάζεται από εσπεριδοειδή , μπαχαρικά και απόσταγμα ρόδου

Ακούγεται στο τραγούδι: «Ο πασάς κάνει γιουρούσι” (1956)
Σύνθ. Κ. Καπλάνη,
ερμην.: Μαίρη Λίντα, Μαν. Χιώτης

«…και οι σκλάβες με βραχιόλια
του κερνούνε τα ροσόλια…».

[ΕΤΥΜ.: < ιταλ. rosolio / rosoli, στον πληθ.]

ρούγα (η)

δρόμος ή πλατεία, συνοικία, μαχαλάς.

Ακούγεται σε αρκετά της δημοτικής παράδοσης και ρεμπέτικης στιχουργικής)

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. ruga].

ρούφος (ο)

Ακούγεται στο τραγούδι:

“Στην υπόγα” (1930)

Σύνθ., ερμην.: Μπέζος

" ένας μπάτσος με το κούφιο

ρίχνει μούσμουλα στο ρούφο…"

Τη λέξη «ρούφος» τη συναντάμε (μέχρι στιγμής) μόνο στο συγκεκριμένο τραγούδι και κατά πάσα πιθανότητα αποτελεί εφεύρημα του ίδιου του Μπέζου. Ως προς την ερμηνεία εικάζονται τα εξής:

  1. Ενδέχεται «ρούφος» να είναι ο αργιλές. Σ’ αυτό συνηγορεί και η μαρτυρία του Γιώργη Παπάζογλου, σύμφωνα με την οποία ο πατέρας του, ο Βαγγέλης, που έπαιζε το τραγούδι αυτό στα πάλκα, λέγοντας «ρούφο» εννοούσε τον αργιλέ.
  2. Ενδέχεται επίσης «ρούφος» να είναι η ελληνοποιημένη απόδοση του αγγλικού roof = ταβάνι, κατά μια μάγκικη εκφορά της αντίστοιχης αγγλικής λέξης και με το σκεπτικό πως το τραγούδι αυτό προοριζόταν για τον ελληνισμό των ΗΠΑ.
  3. Ενδέχεται ακόμα «ρούφος» να είναι ο χρήστης ουσιών και θαμώνας του χώρου, σύμφωνα με τους Δ. Υφαντή και Δ. Μανιάτη

Σ

Σακαφλιάς (ο)

Αναφορά στην “Κλίκα”:

http://www.klika.gr/cms/index.php?op...349&Itemid=171

Ακούγεται στο τραγούδι:“Ο Σακαφλιάς” (1938)

Στ. - μουσ. - ερμην. : Τσιτσάνης

"…στα Τρίκαλα στα δυο στενά

σκοτώσανε το Σακαφλιά…"

σακουλεύομαι (ρ.)

  1. Αντιλαμβάνομαι τον κίνδυνο, την απάτη.

  2. Υποπτεύομαι, υποψιάζομαι κάτι το οποίο προσπαθούν να μου κρύψουν.

  3. Εννοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω αμέσως (προστακτική: "σακούλα’)

Από το τραγούδι:

“Η κολπατζού” (1933)

Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

"…Κι αφού δε σακουλεύεσαι τι θες να σαι μαζί μου

κι αφού δε τσουβαλιάζεσαι άλλον να βρεις μικρή μου…"

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. sakul = στάθμη, υπολογισμός].

σαλβάρι (το)

Είδος φαρδιού παντελονιού περισσότερο για γυναίκες, που σουρώνει στον αστράγαλο και στη μέση, παραδοσιακό ρούχο, κυρίως στην Aνατολή, από τα πολύ παλιά χρόνια.

"…Τι σε μέλλει εσένανε το σαλβάρι μου

για στενό μου, για φαρδύ μου, για καράρι μου…"

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. salvar (από τα περσ.)] .

σαλταδόρος (ο)

  1. Αυτός που είναι επιδέξιος στο να σαλτάρει.

Ειδικότερα στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, αυτός που πηδούσε επάνω στα αυτοκίνητα των κατακτητών για να κλέψει.

  1. Ο μικροαπατεώνας, επιτήδειος σε αιφνιδιαστικές ενέργειες.

σαλτάρω (ρ.)

  1. Πηδώ.

  2. Τρελαίνομαι.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Σαλταδόρος” (1942)

Στ. - μουσ. - ερμην.: Μ. Γενίτσαρης

"…θα σαλτάρω, θα σαλτάρω

τη ρεζέρβα να τους πάρω…"

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. saltare].

σαμαροσκούτι (το)

Αρχικά, ένας απλός σάκος γεμάτος άχυρα ή ψάθες.
Αργότερα, αντικαταστάθηκε από χοντρό υφαντό ύφασμα που το έβαζαν στο κάτω μέρος του σαμαριού, ώστε να μην έρχεται το σαμάρι σε επαφή με το ζώο και το πληγώνει.
Επίσης, το χοντρό υφαντό ύφασμα, κατάλληλο για πανωφόρια (μάλλινο, κυρίως, τσόχα)

Ακούγεται στο τραγούδι «Κίτρινο σαμαροσκούτι» (1940)
στ.: Παγιουμτζής, μουσ. Κ. Κάνουλας
ερμην.: Παγιουμτζής, Χιώτης

«…κίτρινο σαμαροσκούτι, κούκλα μου, σ’ αγόρασα,
αφού τόσο το ζητούσες, έκανα ό,τι μπόρεσα…»

[ΕΤΥΜ. < σαμάρ(ι) + -ο- + σκουτί]

Σαμπαστιάς (ο)

Πρόκειται για την καθολική εκκλησία του «Saint Sebastian», Άγιου Σεβαστιανού, στην Άνω Σύρα.

Η Σύρος έγινε σημαντικό κέντρο του καθολικισμού στο Αιγαίο, από τα έτη 1644-1699, με τη μεσολάβηση της Γαλλίας και τη στήριξη της Βενετίας.

Ακούγεται στο τραγούδι:

“Σύρος” (1936)

Στ., μουσ. και ερμηνεία: Βαμβακάρης

"…με τα πολλά σκαλάκια σου, βρε Σύρα μου,

και με το Σαμπαστιά σου…"

[ΕΤΥΜ. < Σαμπαστιάς: από τον “Saint Sebastian”, την καθολική εκκλησία της Άνω Σύρας]

σαράκι (το)

Μακροχρόνιος ψυχικός πόνος, καημός που δεν εκδηλώνεται και γι΄ αυτό φθείρει. Κυριολεκτικά, το έντομο που κατατρώει το ξύλο

σαρμάκο (το)

Στέκομαι αμίλητος, προσοχή, αποφεύγω να εκδηλωθώ, κάνω τουμπεκί, κάνω πως δεν καταλαβαίνω.

Ακούγεται στο τραγούδι:

"Ο Μάρκος κάνει σαρμάκο" (1936)

Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

"τώρα σε βλέπω μ’ άλλονε

κι εγώ κάνω σαρμάκο…"

[ΕΤΥΜ. Κατά το Νικόλαο Πολίτη, (“Λαογραφικά Σύμμεικτα”, τ. Β’) προέρχεται από τη φράση “κάνε σαμάρκο” (“σαρμάκο”, με αντιμετάθεση).

Φράση που σήμαινε: «κράτα το στόμα σου ανοικτό, χάσκοντας όπως το λιοντάρι» και, κατ’ επέκταση, “σώπασε”, “μη μιλάς”.

Η φράση ετυμολογείται από τα λιοντάρια του San Marco, του εμβλήματος δηλαδή της Βενετίας, γνωστού σε όλη την Ελλάδα από τα βενετσιάνικα κάστρα].

σατράπης (ο), σατράπισσα (η)

άνθρωπος αυταρχικός, σκληρός και βίαιος, με πράξεις και συμπεριφορές υπεροπτικές.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Αραμπάς περνά” (1948)

Στίχ.: Μάνεσης - Τσιτσάνης.

μουσ.: Τσιτσάνης

ερμην.: Σ. Μπέλλου - Στ. Κηρομύτης - Στελλάκης Περπινιάδης

[ΕΤΥΜ. < αρχική σημασία: διοικητής επαρχίας αρχ. Περσικού κράτους].

σβάρνα (η)

«παίρνω σβάρνα» (φράση)

Γυρίζω με τη σειρά, δεν αφήνω χώρο που να μην τον επισκεφτώ.
Κατ’ επέκταση, «παρασύρω», «χτυπώ».

Από το τραγούδι:“Ένας διαβάτης” (1949)
Στ.: Τζουανάκος, μουσ.: Κοφινιώτης
Ερμηνεία: Τζουανάκος

"…με πνίγει απόψε η ερημιά
και παίρνω σβάρνα τα καπηλειά…"

[ΕΤΥΜ. < σλαβ. barna].

Σεβιλλιάνες (οι)

Οι γυναίκες της Σεβίλλης, (Sevilla), καλλιτεχνικής, πολιτιστικής και οικονομικής πρωτεύουσας της νότιας Ισπανίας, πρωτεύουσας της κοινότητας της Ανδαλουσίας.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Σεβιλλιάνες” (1947)

Στ.: Χ. Βασιλειάδης

Μουσ.: Γ. Λαύκας

Ερμην.: Λαύκας, Χασκήλ

σεβντάς (ο)

Ο ερωτικός καϋμός, η λαχτάρα, ο έρωτας.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Καμωματού " (1933)

Στίχ, μουσ.: Γ. Δραγάτσης (Ογδοντάκης)

Ερμην.: Ρ. Εσκενάζυ

"…ντέρτι, σεβντά μου άναψες

καμωματού και λιώνω…"

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. sevda]

Σέκερη (η)

Οδός παράλληλη της Μέρλιν, όπου στην κατοχή ήταν η έδρα της Γκεστάπο.

Στο αρχηγείο της Γκεστάπο στη Μέρλιν, εκτός από τόπος βασανιστηρίων, ήταν και ο τόπος λήψης αποφάσεων για ομαδικές εκτελέσεις των πατριωτών κρατουμένων. Από τη Μέρλιν ξεκινούσαν τα καμιόνια, ακολουθούσαν την οδό Σέκερη και κατευθύνονταν με τους μελλοθάνατους στα στρατόπεδα εκτελέσεων, ένα από τα οποία ήταν και το Χαϊδάρι.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Χαϊδάρι” που γράφτηκε το 1943,

σε στίχους του Μάρκου Βαμβακάρη.

Δεν κυκλοφόρησε τότε σε δίσκο και η μουσική η αρχική, του Μάρκου, είχε ξεχαστεί.

Αργότερα, το 1983, με μουσική του Στέλιου Βαμβακάρη το τραγούδι αυτό κυκλοφόρησε σε δίσκο.

"…απ’ την οδό του Σέκερη

με πάνε στο Χαϊδάρι

κι ώρα την ώρα καρτερώ

ο Χάρος να με πάρει…"

σεκλέτι (το)

η στενοχώρια, ο καημός, συνήθως ο ερωτικός.

Από το τραγούδι:

“Απόψε στις ακρογιαλιές” (1968)

Στ., μουσ., ερμην.: Τσιτσάνης

“…σεκλέτια διώχνει ο μπαγλαμάς…”

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. Sιklet = βάρος, θλίψη, καημός].

σελέμης (ο), σελέμισσα (η)

Αυτός που ζει σε βάρος των άλλων, ο ακαμάτης, ο αχαΐρευτος, το παράσιτο που ζει με δαπάνες άλλων.

σελεμώ / -ίζω (ρ.)

οικειοποιούμαι κάτι, όχι δικό μου.

Ακούγεται στο τραγούδι: “O Σελέμης” (1932)

Στ., μουσ.: Καμβύσης

Ερμην.: Π. Κυριακός

"…άρθρον πρώτο, ποτέ να μη πλερώνεις

σελέμη σαν σε λεν’ να καμαρώνεις…»

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. selem = προπληρωμή].

σεργιάνι (το)

ο περίπατος, η βόλτα.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Μάγκας βγήκε στο σεργιάνι” (1946)

Στίχ., μουσ.: Καλδάρας

Ερμην.: Μ. Βαμβακάρης - Τσιτσάνης

"…μάγκας βγήκε για σεργιάνι

για να βρει κανά τεκέ…"

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. seyran “εκδρομή” (από τα περσ.)].

σερέτης (ο)

ο βαρύς, ο δύστροπος,ο σκληρός και ευέξαπτος.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο σερέτης” (1935)

Στ. - μουσ. : Μοντανάρης

Ερμην.: Γ. Κάβουρας

"…σερέτης είμαι χασικλής

κοτσάνι την περνάω…"

[ΕΤΥΜ. < τούρκικο sirret= δύστροπος, εριστικός <αραβ. Sirrat =κακοήθης, αχρείος]

σερμαγιά / σιρμαγιά / συρμαγιά

το αρχικό χρηματικό κεφάλαιο που είναι αναγκαίο για την έναρξη μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας, το χρηματικό ποσό που είναι επενδυμένο ή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για επένδυση, το απόθεμα.
Γενικά, το βιός, το έχειν, η περιουσία, τα χρήματα.
[μεταφορικά, η λ. δηλώνει επίσης τα εφόδια τα οποία διαθέτει κάποιος - πέρα από τα υλικά αγαθά - τις ικανότητες, τις γνώσεις, τα υλικά της εργασίας του κ.λπ.]

Ακούγεται στο τραγούδι: "Μου τα φάγανε στα ζάρια»,
Δ. Ευσταθίου

«…Έπαιξα ζάρια κι έχασα όλη τη σιρμαγιά μου…»

[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. Sermaye < περσ. sarmāya]

σερμπέτι (το)

Είδος πολύ γλυκού και αρωματικού αναψυκτικού.

Ακούγεται στο τραγούδι:

“Ο δραγουμάνος του βεζίρη” (1974)

Στ.: Λ. Παπαδόπουλος

Μουσ.: Λ. Κηλαηδόνης

Ερμηνεία: Μ. Μητσιάς

"…Κι όταν βαράει παλαμάκια

δούλες, σερμπέτια, μέλια έρχονται σωρό…"

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. serbet (από τα αραβ.)].

σέρτικος, -η, -ο

  1. (για καπνό): βαρύς.

  2. Συμπεριφορά ή κατάσταση ευέξαπτη και εκδικητική.

Ακούγεται π.χ. στο τραγούδι “Τέλι, τέλι, τέλι” (1979)

Στίχ.: Πυθαγόρας. μουσ.: Μ. Λοΐζος

Ερμην.: Χ. Αλεξίου

"…φέρτε μου 'να σέρτικο τσιγάρο

να φουμάρω στο Χάρο, να δώσω ρουφηξιά…"

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. sert = σκληρός <περσ. serd = ψυχρός, δυσάρεστος].

Σεχραζάτ (η)

Βασίλισσα της Βαγδάτης.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Σεχραζάτ” (1947)

Στίχ.: Μάτσας, μουσ. Περιστέρης

ερμην.: Π. Σάμης

"… Αχ, Ζεχραζάτ γλυκιά,

πάντα σαν θυμούμαι τα φιλιά σου…"

Σηλυβρία (η)

Πόλη της Ανατολικής Θράκης στην Προποντίδα.

Από το τραγούδι: “Σηλυβριανό” , παραδοσιακό, ερωτικό, που πέρασε στη δισκογραφία το 1927, με τον Νταλγκά.

σίδερα (τα)

  1. Φυλακή.

  2. Χειροπέδες.

Ακούγεται στο τραγούδι:

“Οι Λαχανάδες” (1934)

στ., μουσ.: Παπάζογλου

Ερμηνεία: Παπάζογλου, Εσκενάζυ

"…τα σίδερα τους φόρεσαν

και στη στενή τους πάνε…"

Σιδέρης (ο)

Όνομα δυο ιδιοκτητών τεκέ, στον Πειραιά και στη Θεσσαλονίκη.

Ακούγεται στο τραγούδι:

“Η Δροσούλα” (1946)

Στ., μουσ.: Τσιτσάνης

Ερμηνεία: Παγιουμτζής, Τσιτσάνης

"άνω κάτω χτες τα κάναμε

στου Σιδέρη τον παλιό τεκέ…"

σκαλέτα (η)

Τρόπος κλεψίματος στα χαρτιά.

Ανακατεύονταν με τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει έλεγχος της σειράς με την οποία θα εμφανίζονταν.

Ακούγεται στο τραγούδι:

“Το παιχνίδι του Αμερικάνου” (1935)

Στ., μουσ.: Κ. Σκαρβέλης

ερμην.: Ρ. Αμπατζή

"…με τα λιμά τον έμπλεξα, στο πόκερ, στην πασσέτα

κι όλο το χτένι δούλευε, στη ζούλα κι η σκαλέτα…"

Σκεντερία (η)

Η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.

Η ονομασία “Σκεντερία”, για την Αλεξάνδρεια, είναι παραφθορά του ονόματος του ιδρυτή της, Μ. Αλέξανδρου.

Ακούγεται στο τραγούδι: " Πορτ Σάιντ και Σκεντερία" (1937)

Στ. - μουσ.: Τούντας

Ερμην.: Στ. Περπινιάδης

"…εταξίδευα Συρία, Πορτ Σαϊντ και Σκεντερία

κι έμπλεξα με μια μικρούλα , καστανή φελαχοπούλα…"

[ΕΤΥΜ. < Σκεντερία < Ισκεντέρ = Αλέξανδρος]

σκέρτσο (το)

  1. Προσποιητός τρόπος συμπεριφοράς, ιδίως γυναίκας, για να φανεί χαριτωμένη, νάζι

  2. Κίνηση γεμάτη χάρη και αέρα

  3. Τα ερωτικά πείσματα, τα παιχνίδια μεταξύ ερωτευμένων

  4. μουσικός όρος: ζωηρό και εύθυμο μουσικό κομμάτι, τμήμα μιας ευρύτερης σύνθεσης.

Ακούγεται στο τραγούδι:

“Ντυμένη σαν αρχόντισσα” (1940)

Στ., μουσ.: Κηρομύτης

Ερμηνεία: Κηρομύτης, Γεωργακοπούλου

"…να πίνεις σαν παλιός μπεκρής,

κουκλάκι μου,

με σκέρτσο να καπνίζεις…"

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. Schertzo].

Σκλάβαινας Στέλιος (ο)

Βουλευτής Θεσσαλονίκης στις εκλογές της 26/1/1936, με το Παλλαϊκό Μέτωπο (περιλάμβανε το ΚΚΕ, το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας, το Σοσιαλιστικό, το Εργατικό Σοσιαλδημοκρατικό, τη ΓΣΕΕ, και τα Ανεξάρτητα Συνδικάτα ).

Στις εκλογές όμως αυτές κανένα από τα κυρίαρχα κόμματα (Φιλελεύθεροι και Λαϊκοί) δεν είχε την απόλυτη πλειοψηφία, άρα δεν μπορούσε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, και έτσι το Παλλαϊκό Μέτωπο - το οποίο είχε πάρει το 25% των ψήφων - έγινε ο ρυθμιστής της κατάστασης.

Τελικά στις 19/2/1936 προέκυψε η συμμαχία Φιλελευθέρων (Σοφούλης) με το Παλλαϊκό Μέτωπο (Σκλάβαινας).

Οι όροι για τη συμφωνία αυτή προέβλεπαν την παροχή αμνηστίας σε βουλευτές του Παλλαϊκού Μετώπου, αλλά και όλων των εξόριστων, φυλακισμένων, πολιτικών κατάδικων, κατάργηση επίσης του Ιδιώνυμου, διάλυση των φασιστικών οργανώσεων κ.λπ.

Διατάξεις που δεν εφαρμόστηκαν ποτέ στην πράξη, μια και είχε ήδη δρομολογηθεί από κύκλους εντός και εκτός Ελλάδας η δικτατορία του Μεταξά.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο Μάρκος υπουργός” (1935)

Στ. - μουσ. - ερμην: Βαμβακάρης

"…μην ξεμπουκάρει ο Σκλάβαινας

και σας μασήσει ούλοι…"

Σκουζέ

Λόφος που βρίσκεται στον Κολωνό, στην Αθήνα.

Η παλιά του ονομασία ήταν λόφος της Ευχλόου Δήμητρος.

Πριν από την Επανάσταση του '21 όμως η οικογένεια Σκουζέ απέκτησε μεγάλες εκτάσεις στην περιοχή με αποτέλεσμα όλος ο λόφος να πάρει το όνομά της, το οποίο διατηρείται ακόμα και σήμερα.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Στο λόφο του Σκουζέ”, (1940)

Στ., μουσ.: Κοσμαδόπουλος

Ερμην.: Παγιουμτζής.

σκούνα (η)

Ιστιοφόρο πλοίο με ψηλά κατάρτια.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Η σκούνα” (1962)

Στ., μουσ.: Μ. Χιώτης

Ερμην.: Χιώτης, Μ. Λίντα.

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. scuna < αγγλ. schooner].

σορολόπ (το)

(Το ρίχνω στο) σορολόπ: συμπεριφέρομαι ανέμελα και αδιάφορα, κάνω ό,τι μου έρχεται στο μυαλό, αδιαφορώντας για τις συνέπειες ή δεν αντιμετωπίζω κάποιον σοβαρά.

Ακούγεται στο τραγούδι:

“Είσαι φάντης” (1936)

Στ., μουσ.: Γρ. Ασίκης

Ερμηνεία: Αμπατζή

"…στο σορολόπ μου το 'ριξες,

_βρε ψευτοπονηράκια…"

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. sorolop].

σότος (ο) [και - με λανθασμένη ορθογραφία – «σώτος»]

ο κερδισμένος στην πασσέτα, ένα είδος παιχνιδιού με τράπουλα.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Ο τεκετζής" (1935)
Στίχ., μουσ.: Περιστέρης
Ερμην.: Ζ. Κασιμάτης

"…όταν είμαι σότος
με πολλά ψιλά…"

[ΕΤΥΜΟΛ.: < ιταλ. sotto = «κάτω, υποκάτω, χαμηλά»]

σουπιατζής (ο)

ο καταδότης, ο ύπουλος.

Ακούγεται στο τραγούδι της αδέσποτης λαϊκής στιχουργίας “Τη ζούλα μου ανακάλυψαν”.
Δισκογραφήθηκε, με στιχουργό και συνθέτη τον Π. Σκουρτέλη, το 1973, και με ερμηνευτή τον Απ. Νικολαΐδη.

"…τον αίτιο το σουπιατζή

και το καρφί

θα τονε σουγαδιάσω…"

[ΕΤΥΜ. < σουπιά].

σουρμελίδικα (τα) (μάτια)

Τα μάτια τα βαμμένα με σουρμέ, μαύρη χρωστική ουσία προερχόμενη από σκόνη αντιμονίου.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Αγαπησιάρης” (1932)

Στ., μουσ.: Τούντας,

ερμην.: Βέζος Στέφανος

«…στου Βύρωνα το συνοικισμό μια χήρα είκοσι χρονώ,

με μάτια σουρμελίδικα, γλυκά και σεβνταλίδικα…».

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. sourmes = μαύρο φυσικό χρώμα για το βάψιμο βλεφάρων και βλεφαρίδων].

σουρουκλεμές (ο)

Άνθρωπος που γυρίζει από εδώ κι από εκεί, αχαΐρευτος.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Με πιάνουνε ζαλάδες”

Στίχ, μουσ,. ερμην.: Κ. Μπέζος

"… Στο παράθυρο σαν βγεις με πιάνουνε ζαλάδες

μ’ ανάβεις ρε σουρουκλεμέ στα στήθια μου νταλκάδες…"

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. sόrόklenmek = σέρνω, σέρνομαι, κάνω άσχημη ζωή].

σουρτούκα (η)

Αλήτισσα, γυναίκα που δεν μένει στο σπίτι, αλλά γυρίζει εδώ κι εκεί, άτομο που του αρέσει να αλητεύει και να ζει άστατα και ανέμελα.

Ακούγεται στο τραγούδι:

“Το Παλαμήδι” (1937)

Στ., μουσ.: Γ. Δραγάτσης

Ερμηνεία: Ρούκουνας

"…Όποιον κι’ αν έχεις γιαβουκλού αμάν αμάν

μωρή σουρτούκα κουρελού…"

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. sόrtόk].

Σοφούλης Θεμιστοκλής (ο)

(1860, Σάμος - 1949, Αθήνα).

Αρχαιολόγος, βουλευτής αρχικά και αργότερα αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων, το 1936 υπέγραψε το περίφημο σύμφωνο «Σοφούλη – Σκλάβαινα» με το οποίο θα συνεργαζόταν με το Παλλαϊκό Μέτωπο, μια και στις εκλογές του ’36 το κόμμα του δεν συγκέντρωνε την απόλυτη πλειοψηφία. Αργότερα όμως θα εγκαταλείψει τους συμμάχους του του Παλλαϊκού Μετώπου στον αγώνα για κατοχύρωση της δημοκρατίας, θα παζαρέψει την εκλογή με άλλα κυβερνητικά σχήματα ανοίγοντας ουσιαστικά το δρόμο προς τη δικτατορία του Μεταξά.

Ακούγεται στο τραγούδι: “O Μάρκος υπουργός”, (1935)

Στ., μουσ, ερμην.: Μ. Βαμβακάρης

"…για πρόσεξε καλά,

Γιαννάκη και Σοφούλη…"

σπαθί (το)

φρ. «ξηγιέμαι σπαθί»

συμπεριφερομαι και μιλώ χωρίς περιστροφές, τίμια, ίσια, χωρίς πλάγια μέσα.

σπαρματσέτο (το)

Κερί, κατασκευασμένο από την ουσία spermaceti. Αυτή, όταν καιγόταν, παρήγαγε ιδιαίτερα λευκή και λαμπρή φλόγα, γι΄αυτό ήταν και ακριβό.

Ακούγεται στο παραδοσιακό τραγούδι:

“Τα κεριά τα σπαρματσέτα”

Ερμηνεία: Εσκενάζυ

"…τα κεριά, τα σπαρματσέτα

έλα τώρα άναψέ τα…"

[ΕΤΥΜ. αντιδάν.,< ιταλ. spermaceti < λατιν. sperma ceti < αρχ. σπέρμα +κήτος]

σπαχάνι (το)

καπνός περσικός.

Ακούγεται στο τραγούδι:

"Εφουμέρναμε ένα βράδυ" (1932)

Στ. - μουσ. - ερμ.: Βαμβακάρης

"…εφουμέρναμ΄ένα βράδυ

αργιλέ, σπαχάνι, μαύρη…"

[ΕΤΥΜ. < παραφθορά της λέξης Ισπαχάν ή Ισφαχάν (παλιάς πρωτεύουσας της Περσίας]

σπετσέρης (ο)

ο φαρμακοποιός

Ακούγεται στο τραγούδι:

“Το βασανάκι” (1952)

Στ., μουσ.: Απ. Χατζηχρήστος

Ερμηνεία: Τσαουσάκης, Στάμου, Καλλέργης

"…το γιατρό και τον σπετσέρη

δεν ζητώ, ματάκια μου…"

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. spezieri].

Σπηλιά της Αρετούσας (η)

Το μεγαλύτερο υπόγειο κατασκεύασμα του λόφου της Καστέλλας.

Είναι πανάρχαιο αρδευτικό έργο που ανήκει στους πρώτους κάτοικους του Πειραιά, τους Μινύες. Η -μπαζωμένη- είσοδος της σπηλιάς υπολογίζεται ότι είναι στην οδό Ρ. Φεραίου στο ύψος της Τσαμαδού.

Η ονομασία «σπηλιά της Αρετούσας» συνδέεται με παλιά παράδοση, σύμφωνα με την οποία εκεί κατοικούσε μία βασιλοπούλα με το όνομα Αρετούσα, και η οποία μέσω του σπηλαίου αυτού υπογείως μετέβαινε στο αγαπημένο της βασιλόπουλο στην Ακρόπολη.

Ακούγεται στο τραγούδι «Στης Αρετούσας τη σπηλιά» (1934)

Στίχ., μουσ.: Σ. Γαβαλά,

ερμην.: Ρ. Αμπατζή

«…Στης Αρετούσας τη σπηλιά

που βγαίνει μες στον Πειραιά

απάνω από τα Κρητικά

κοντά εις τον Προφήτη Λια…»

Σπηλιά του Δράκου (η)

Πρόκειται για σπηλιά στην Πειραϊκή, κάτω από την έπαυλη Σκουλούδη.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ζεϊμπεκάνο σπανιόλο” (1933)

Στίχ., μουσ., ερμην.: Γ. Μπάτης

"…ζούλα σε μια βάρκα μπήκα

και στη σπηλιά του δράκου βγήκα…"

σπικίζι (το)

παράνομο ποτοπωλείο-μπαρ κατά την περίοδο της Ποτοαπαγόρευσης.
Οι χώροι αυτοί ονομάστηκαν έτσι («speakeasies») λόγω της χαμηλόφωνης επικοινωνίας που επικρατούσε μέσα σε αυτούς, προκειμένου να μη γίνονται αντιληπτοί οι πελάτες, αλλά και από το ότι και δημοσίως μιλούσαν «χαμηλόφωνα» γι’ αυτούς.

Ακούγεται στο τραγούδι «Ποιο είν’ το γιατρικό» ( 1928)
Στ., μουσ., ερμην.: Δ. Ζάττα

«…θα βρεις μουνσάιν όμως να τραβάς
και στα σπικίζι να ρουφάς…»

σπλάχνο (το)

  1. Γενικά, εννοούμε τα εσωτερικά όργανα του ανθρώπινου ή άλλου ζωικού οργανισμού.

  2. Συνεκδοχικά, λέγεται από τη μάνα προς το παιδί: ["Επιτάφιος, Ρίτσου, "…γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου…]

  3. Εκεί που εδράζεται ο συναισθηματικός κόσμος, η πηγή των συναισθημάτων, τα σωθικά.

Μ’ αυτή την έννοια απαντά και στο λαϊκό τραγούδι και στην αργκό , απευθύνεται κυρίως στο θηλυκό γένος, και τη σημασία μάς τη δίνει ο Π. Κυριακός, σε επιθεώρηση του 1932:

“…σπλάχνο λέω την γκόμενά μου…”

[Λεξικό του μάγκα, 1932, με τον Πέτρο Κυριακό]

Και αλλού:

"…το αλάνι να τουμπάρουν

και το σπλάχνο να του πάρουν…"

[“Τσαχπίνα μαυρομάτα”, Β. Παπάζογλου, 1934]

"…την κάπα μου την κρέμασα

ρε σπλάχνο, στη στρατώνα…"

[“Με πιάνουνε ζαλάδες”, 1931, Μπέζος]

στάμπα (η)

Ειδικό σήμα που έραβαν οι Άγγλοι στην πλάτη του πουκάμισου των Ελλήνων αιχμαλώτων για να τους ξεχωρίζουν από τους Ιταλούς και Γερμανούς.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Μας πήγαν εξορία” ή “Βάρκα γιαλό”, ( 1946) το οποίο κυκλοφορούσε με αρκετές παραλλαγές.

Στ., μουσ., ερμην.: Γ. Θεολογίτης (Κατσαρός)

Μας εβάλαν στο βαπόρι

και για το Πόρτ-Σάϊντ πλώρη,

– βάρκα γιαλό -

Μας εφέραν στην Ελ Ντάμπα

και στην πλάτη μας μια στάμπα.

– βάρκα γιαλό -…"

σταυρωτής (ο)

περιφρονητικά λεγόταν έτσι ο αστυνομικός.

Επίσης, ο βασανιστής, ο τύραννος.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο σερέτης” (1935)

Στ. - μουσ. : Μοντανάρης

Ερμην.: Γ. Κάβουρας

"…Μα σα μου λάχει σταυρωτής,

ευθύς την αμολάω…"

[ΕΤΥΜ. < σταυρώνω]

στενή (η)

Η φυλακή.

στράφι (επίρρ.)

μάταια, χωρίς όφελος.

"Η φράση «πάει στράφι» λέγεται για να φανεί ότι κάτι πηγαίνει χαμένο, δεν αξιοποιείται ή καταστρέφεται.

Ακούγεται στο τραγούδι: «Ας την κρίνει ο θεός» (1949)

Στίχ, μουσ. : στο όνομα της Μ. Νίνου

Ερμην.: Νίνου, Στ. Περπινιάδης

«…Τόσες θυσίες που ’κανα

επήγαν όλες στράφι…»

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. israf , σπατάλη].

στραπατσάρω (ρ.)

  1. Καταταλαιπωρώ κάποιον σωματικά ή ψυχικά.

  2. Προκαλώ μεγάλη ζημιά, τσαλακώνω.

Ακούγεται στο τραγούδι: «Ο Μάρκος κάνει σαρμάκο» (1935)

Στίχ., μουσ., ερμην.: Μ/ Βαμβακάρης

«…εσένα και τον άντρα σου

θε να σε στραπατσάρω…»

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. strapazzare].

στόκολο (το)

Ο χώρος του πλοίου όπου βρίσκονται οι λέβητες, το λεβητοστάσιο.

Ακούγεται στο τραγούδι:

“Ο Θερμαστής” (1934)

Στ. - Μουσ. και ερμηνεία: Μπάτης.

"…Μηχανικός στη μηχανή

και ναύτης στο τιμόνι

κι ο θερμαστής στο στόκολο

με έξι φωτιές μαλώνει…"

[ΕΤΥΜ. <αγγλ. stokehold]

Συγγρού (φυλακές) (οι)

Γνωστές για τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων φυλακές, κτίστηκαν Ν.Δ. του λόφου του Φιλοπάππου, το 1886, από τον Ανδρέα Συγγρό.

Ο Συγγρός, γνωστός από το σκάνδαλο των Λαυρεωτικών, επίσης από το πρώτο - για τα ελληνικά χρονικά - σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου και υπεύθυνος κατά πολύ για την οικονομική κατάρρευση της Ελλάδας, διέθεσε μέρος από την τεράστια περιουσία του για “αγαθοεργίες”, ανάμεσα στις οποίες και οι φυλακές αυτές, που υμνήθηκαν σε αρκετά τραγούδια.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Αντιλαλούν οι φυλακές” (1935)

Στ., μουσ., ερμην. : Βαμβακάρης.

"…αντιλαλούν τα σήμαντρα

Συγγρού και Παραπήγματα…

συνάχι (το)

στην αργκό, η χρήση σκληρών ναρκωτικών.

Ακούγεται στο τραγούδι:

“Ο Συνάχης” (1934)

Στ., μουσ., ερμην. : Βαμβακάρης

"…με ποιόν τα 'χεις, συνάχι μου, αμάν, αμάν

και πας να καθαρίσεις

την ηθική σου θίξανε

και πας να εγκληματίσεις…"

συναχωμένος (ο)

Αυτός που έχει πάρει σκληρά ναρκωτικά που παίρνονται από τη μύτη (μυτιές), πρέζες, όπως η κόκα, η ηρωίνη κ.λ.π.

Ο χρήστης είχε τη συνήθεια να ρουφάει ή να “παίζει” με τη μύτη του, λόγω των ερεθισμών που προκαλούνταν.

  1. Επίσης, ο θυμωμένος νταής, το κουτσαβάκι.

Ακούγεται στο τραγούδι:

“Ο Συνάχης” (1934)

Στ., μουσ., ερμην. : Βαμβακάρης

"…Συναχωμένος μου΄ρχεσαι, μουρμούρη μου,

μάγκα μου, από πέρα…"

συρμός (ο)

η μόδα.

Η έκφραση «είναι του συρμού» σημαίνει ότι κάτι είναι μοντέρνο, ότι είναι της μόδας.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Τουμπελέκι, τουμπελέκι” (1931)

Στ., μουσ. και ερμηνεία: Κ. Μπέζος

“…βρε ποια κασόμπρα του συρμού…”

[ ΕΤΥΜ. < αρχ. συρμός, κάτι που σέρνεται, που αφήνει ίχνος, σημάδι]

σύρμα (το)

  1. Το πολύ καλής ποιότητας μαύρο (χασίς), τόσο καλό που έπεφτε σύρμα για την ύπαρξή του και έτρεχαν να ειδοποιήσουν τους ενδιαφερόμενους.

  2. Επίσης, «σύρμα» σημαίνει “χορδή”.

Ακούγεται στο τραγούδι: «Ο χαρμάνης» (1933)
Στίχ., μουσικ., ερμην. : Βαμβακάρης
«…μες τον τεκέ του Μίχαλου
π’ έχει το σύρμα μαύρο…»

Με τη 2η έννοια το συναντάμε στο τραγούδι: «Παλαμάκια» (1951)
Στίχ., μουσικ.: Γ. Μητσάκης
Ερμην.: Μητσάκης, Τατασσόπουλος, Νίνου

«…Σύρμα πάνω σύρμα κάτω
παίζω 'γω τον μπαγλαμά…»

Σωτήρχαινας (ο)

Πλούσιος κτηνοτρόφος από τη Λειβαδιά (1893 – 1932) ο οποίος κατηγορήθηκε – μάλλον λόγω πολιτικών αντιπαραθέσεων – για την απαγωγή και μετά την εκτέλεση ενός μικρού παιδιού. Στις φυλακές της Αίγινας και ενώ εκκρεμούσε η έφεση που είχε ασκηθεί στον Άρειο Πάγο κατά της καταδίκης του, εκτελέστηκε.

Από το ομώνυμο τραγούδι: «Σωτήρχαινας» (1934)

Στ., μουσ.: Καρίπης

Ερμην: Παπασιδέρης.

1 «Μου αρέσει»