Το βιολί στην παραδοσιακή Κρητική μουσική

Χωρίς να έχω έγκυρη πληροφόρηση, μπορώ να υποθέσω το εξής:

Ο Καράς ήταν ο τύπος που συλλαμβάνει ένα ουτοπικό όραμα και το υπηρετεί με τόση προσήλωση και αυταπάρνηση ώστε να πετύχει το αδύνατο. Νομίζω ότι αναπόφευκτα αυτό οδηγεί σε κάποια υπερεκτίμηση των πεποιθήσεών του: αν ξεκίναγε με το «μάλλον έτσι όπως τα λέω είναι, αλλά κι αν όχι δε βαριέσαι», δε θα πετύχαινε πολλά πράγματα.
Έτσι λοιπόν, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες δουλειές που έκανε (θεωρητικές μελέτες, διδασκαλία, στούντιο ηχογραφήσεων, ραδιόφωνο, εκδόσεις) έκανε και τις επιτόπιες μουσικές καταγραφές. Φαντάζομαι ότι όλοι έχουμε διαβάσει πώς ανεβοκατέβηκε όλη την Ελλάδα με τα πόδια, μαζί με τη γυναίκα του, φορτωμένοι με τις ασήκωτες συσκευές φωνοληψίας της εποχής, και επιπλέον με πρόβλημα ιλίγγων κλπ. Αν μοιάζει για διαφήμιση του πόσο ηρωικός ήταν, δεν το αναφέρω γι’ αυτό αλλά για να δείξω τη στοχοπροσήλωσή του.
Λοιπόν βγαίνει με τη λάντζα σε κάποιο νησάκι, ζαλώνεται το μαγνητόφωνο, ανεβαίνει, ανεβαίνει, φτάνει στο χωριό. Ρωτάει για μουσικούς. Του λένε. Και μέσα από τις προκαταρκτικές συζητήσεις προκύπτει ότι είχαν κι έναν μπάρμπα που έπαιζε λύρα (ή ταμπουρά ή κάποιο άλλο σπάνιο, καθαρά τοπικό όργανο), αλλά πέθανε πέρσι. Λύρα; Βέεεβαια, λύρα. Παλιά είχε πολλές λύρες το νησί μας.
Κρίμα, λέει μέσα του. Ένα χρόνο άργησα… Τέλος πάντων, ας γράψουμε τα βιολιά. Γράφει τα βιολιά, διαπιστώνει ευχαριστημένος ότι οι παίχτες διατηρούν όλη την τροπικότητα, τα μικροδιαστήματα κλπ., και λέει «πάλι καλά: και μέσα από ευρωπαϊκά όργανα, ο έλληνας ελληνιστί εκφράζεται ακόμη». Αλλά έχει και τον καημό ρε παιδί μου να πάει κάπου και τα όργανα να μην είναι ευρωπαϊκά!
Πάει στο επόμενο νησί, ξανά τα ίδια. Στο τρίτο, τα ίδια. Απέναντι στη στεριά, στα παράλια, τα ανάλογα. Στην ορεινή ενδοχώρα πάλι κάτι παρόμοιο. Σ’ όλη την Ελλάδα έπαιζαν λύρες (ταμπουράδες, φλογέρες, τσαμπούνες, ζουρνάδες) από αμνημονεύτων χρόνων μέχρι πέρσι-πρόπερσι!
Αλλά δεν το βάζει κάτω. Με κουβάλημα, με ποδαρόδρομο, με ιλίγγους, εξακολουθεί να παίζει το παιχνίδι του χαμένου θησαυρού. Η απάντηση είναι στερεότυπα η ίδια: «Α, αυτό γυρεύεις; Είχαμε αλλά τέλειωσε».
Και φτάνει και στην Κρήτη, και βρίσκει ότι επιτέλους ένα μεγάλο νησί με μεγάλο πληθυσμό (όχι Κάσος-Κάρπαθος-Χάλκη, που κι εκεί βρήκε λύρες, ή έστω Λήμνος ή Αγία Ελένη Σερρών, αλλά τέσσερις νομοί ολάκεροι) έχει κρατήσει τη λύρα, και εκφράζεται σύσσωμο μ’ αυτήν. Και παράλληλα υπάρχει και το βιολί, σε ειρνηική συμβίωση μαζί της, εξίσου αγαπητό -απλώς σε κάποιες περιοχές του νησιού μπορεί το ένα ή το άλλο όργανο να έχει τα πρωτεία. «Ε», λέει, «εδώ δε θα την πατήσω. Το έχω ξαναδεί το έργο. Αρχίζουν με ειρηνική συνύπαρξη, και πάντα -ΠΑΝΤΑ- καταλήγει το νέο να εκτοπίσει το παλιό. Εδώ που το βρήκα το παλιό alive and kicking, δεν το αφήνω να υποχωρήσει, ο κόσμος να χαλάσει.»

Αν έκανα μια ταινία για τον Καρά (φίξιον, όχι ντοκιμαντέρ) κάπως έτσι θα τον έβαζα να σκέφτεται.

Πιστεύω ότι ήταν λιγάκι «απ’ έξω»: ήταν τα όργανα των επαγγελματιών, όχι αυτά με τα οποία ο ρεμπέτης διασκέδαζε ο ίδιος τον εαυτό του και την παρέα του. Αλλά θέλετε να το συζητήσουμε αυτό κάπου εκτός Κρήτης για να μην μπλέξουμε;