Το βιολί στην παραδοσιακή Κρητική μουσική

Ιστορία λαϊκού βιολιού: Στην Ελλάδα η λέξη βιολί συναντιέται για πρώτη φορά σε κείμενο του 17ου αιώνα, ενώ συχνά αναφέρεται στα δημοτικά τραγούδια.

Τεχνική: Το λαϊκό βιολί κουρδίζεται κατά πέμπτες ή “άλλα φράγκα” (ΜΗ - ΛΑ - ΡΕ - ΣΟΛ). Κουρδίζεται όμως και “αλλά τούρκα”, δηλαδή (ΡΕ - ΛΑ - ΡΕ - ΣΟΛ). Ο λαϊκός βιολιστής ακουμπάει το βιολί στον ώμο του, στηρίζοντάς το στον καρπό του αριστερού χεριού του και στην παλάμη του χωρίς να πιέζει το σαγόνι. Δεν χρησιμοποιεί όλο το δοξάρι αλλά μέρος του.
Μερικές φορές πάνω στο κέφι χτυπάει το πίσω μέρος του ηχείου με το δοξάρι του, χρησιμοποιώντας το βιολί και σαν ρυθμικό όργανο.

Υ.Γ. Δεν θυμάμαι την πηγή που διάβασα και αντέγραψα το παραπάνω κείμενο.

Ο γνωστός κλαρινίστας Τάσος Χαλκιάς (1914 - 1992) γεννημένος στο χωριό Φωτεινό - Ιωαννίνων, είχε πει μεταξύ άλλων σε συνέντευξή του:

- Πώς σου φαίνεται που το κλαρίνο δεν είναι τόσο παλιό όργανο…

  • Εκατόν τριάντα χρόνια…πόσα είναι…

- Πώς σου φαίνεται, λοιπόν, πού τόσο πολύ δέθηκε με την παραδοσιακή μουσική;

  • Ίσως…ίσως λόγω ότι το κλαρίνο είναι φωνακλάδικο όργανο. Γιατί με το βιολί δεν τ’ άκουγαν ο κόσμος, να πούμε. Στην ύπαιθρο που παίζαμε, στους γάμους και στα πανηγύρια, να πούμε… τι θα ακουγόταν; Το κλαρίνο και το ντέφι.

- Ναι. Μήπως όμως επειδή έχει κάποια σχέση και με την φλογέρα ως προς την εκτέλεση…επειδή πάνω κάτω έχουν σχέση οι δακτυλισμοί…

  • Ναι, είχαν τρία κλειδιά (γελάει)…τρία κλειδιά είχαν τα κλαρίνα. Έχω…έχω ένα, αλλά δεν το 'χω 'γώ. Το 'χει ο αδελφός μου, το 'παιζε ο αδελφός μου. Έχω κι άλλον αδελφό πιο μεγάλο από μένα…

- Μεταφέρανε δηλαδή τους δακτυλισμούς της φλογέρας στα πρώτα κλαρίνα με τα λίγα κλειδιά, και ή δεν τα χρησιμοποιήσαν αργότερα σιγά σιγά…Μήπως αυτή η σχέση με τη φλογέρα έκανε το κλαρίνο να δεθεί τόσο πολύ με την παραδοσιακή μουσική;

  • Ίσως…ίσως…ίσως…Μπορώ να σ’ πω, ότι μες στα Γιάννινα, δεν παίζαν ποτές κλαρίνο, δεν τα θέλαν τα κλαρίνα.

- Ποια εποχή;

  • Μιλάω για προπολεμικά, έ…; Προπολεμικά μιλάω…Στους γάμους παίρναν βιολί, ένα λαούτο κι ένα νάι, φλογέρα, μια μικρή φλογέρα σιδερένια, νάι τη λέγανε, νάι…και παίζανε. Όταν πατήσαμε εμείς, όμως, κι εγώ…έχω μείνει στα Γιάννενα… Και… παίζαμε κάθε βράδυ με το συγκρότημα το δικό μας, ήρθεν ο κόσμος…κάτι άλλο ακούσανε, κάτι άλλο τους τράβηξε, κι από τότε άρχισε, να πούμε…και δεν θέλαν… τη φλογέρα και θέλανε κλαρίνο, κι ήτανε μόνο ένα συγκρότημα τότε μές στα Γιάννενα από ‘παιζε όλες τις δουλειές. Ένα συγρότημα, ήταν αυτοί που λέγονταν τότε Μπολέδες, ναι. Ε… (εν) πάσει περιπτώσει, αυτοί κατάλαβαν, ήταν έξυπνοι άνθρωποι, και σ’ λέει, οι Χαλκιάδες ήρθαν τώρα δω; Θα μας την πάρουν τη δουλειά. Λοιπόν… βάστα να τους πάρουμ’ να κάνουμε συγκρότημα μαζί. Και μας παίρν’ και κάναμε συγκρότημα μαζί κι έτσ’ έφυγε η φλογέρα, να πούμε, και μετέπειτας μπήκε το κλαρίνο μες στα Γιάννενα, να πούμε, και 'μεινε…

Ο Βιολιστής Ιάκωβος Ηλίας γεννημένος το 1906 στα Μέγαρα Αττικής είχε αναφέρει τα εξής:

Όλη η γενιά η δικιά μου πάππου προς πάππου ήταν βιολιτζήδες… κι έχω ακούσει μάλιστα για τον προπάππο μου, ο οποίος είχε ένα βιολί με οχτώ χορδές, συμπαθητικές, κάτω από τις τέσσερις. Μ’ έκανε η τύχη και είδα τέτοιο στο Μουσείο του Μονάχου - είχαμε πάει με τον κύριο Ανωγειανάκη μαζί…Συμπαθητικές θα πει ότι ηχούν χωρίς να πατιόνται. Έχουν σωληνάκι από κάτω - ο μάνικας του βιολιού έχει σωληνάκια που περνάγανε οι τέσσερις χορδές. Το είδα αυτό το βιολί, λέγαν ότι είχε και ο παππούς μου ένα τέτοιο. Ο παππούς μου δε ήτανε από τα Λαγκάδια της Γορτυνίας και ήρθε εις τα Μέγαρα με συγκρότημα χτιστάδων διότι οι Λαγκαδιανοί είναι οι καλύτεροι χτίστες της Ελλάδας…παίζαμε τότε εις τους γάμους τα παλιά χρόνια, εδώ στην Αθήνα…θυμάμαι ήταν ένας κλαρινοπαίκτης από καλή οικογένεια ο οποίος ο άνθρωπος κόντευε να πεθάνει από την πείνα. Γιατί; Διότι το κλαρίνο μόλις το άκουγες, έτρεχες, το 'πιανες και του ‘λεγες απαγορεύεται. Έτσι, το θεωρούσανε…φασαριτζίδικο όργανο και δεν πήγαινε σε δουλειά ο άνθρωπος. Μετά ήρθε, όμως, σ’ ένα κέντρο στον “Έλατο” ένας Καρακώστας, ο οποίος έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο αυτός ο άνθρωπος.

Ερχόντουσαν από την Αμερική, μπορώ να σας πω, και δεν φεύγανε αν δεν ακούγανε τον Καρακώστα, τόσο οι Έλληνες όσο, μπορώ να σας πω και ξένοι - οι οποίοι χόρευαν και τους δημοτικούς χορούς τους ελληνικούς, οι ξένοι καλύτερα από εμάς.

Ετότε ξεσηκώθηκε το κλαρίνο, καταλάβατε; Μετά ήρθε ένας Κυριακάτης πάλι από την Αμερική και σιγά σιγά ήρθε το κλαρίνο. Παίζαμε λοιπόν παλιά βιολί και λαούτο. Και παίζαμε τις λεγόμενες πατινάδες, που λέμε - να πας να πάρεις τη νύφη, να πας να πάρεις τον κουμπάρο στα χωριά και τα λοιπά…

Υ.Γ. Νομίζω όμως με την τροπή πού πήρε η συζήτηση, θα ταίριαζε καλύτερα κάποιος άλλος τίτλος, π.χ. “Το βιολί στην Κρητική Παραδοσιακή Μουσική και στην Υπόλοιπη Ελλάδα” ή "Το βιολί στην Ελληνική Παραδοσιακή Μουσική.

είναι από το βιβλίο του γιώργου παπαδάκη “λαϊκοί πραχτικοί οργανοπαίχτες”, εκδ. επικαιρότητα 2003 (το αντίτυπο που πήρα πρόσφατα -το διάβασα μονορούφι!). φαίνεται να είναι ανατύπωση από την αρχική έκδοση, μάλλον τέλη '70 - αρχές '80.

Εξαιρετικές οι πληροφορίες που διαβάζω.
Μπορώ να ρωτήσω αν εχει δει κανείς βιολιά Ελλήνων κατασκευαστών για χρήση σε παραδοσιακή μουσική; Υπήρχε κάποια προσπάθεια κατασκευής βιολιών ή όπως με τα κλαρίνα τα φέρναν απο το εξωτερικό; (δεν νομίζω να κατασκεύαζε κανένας κλαρίνα στην Ελλαδά;)

Επεξεργασία:Μάλλον θα έπρεπε να πω, υπάρχουν ακόμα βιολιά παλιών Ελλήνων κατασκευαστών; Χρησιμοποιούνται σήμερα Ελληνικά βιολιά απο κανέναν;

Εδώδιάβασα κάποια πράγματα που έχουν σχέση με το βιολί στην Κρητική παράδοση. Εντύπωση μου κάνει, δεν το είχα ξανακούσει αυτό που αναφέρεται, ότι από το 1954 -1955 και για 40 χρόνια είχε απαγορευτεί να παίζεται στα ραδιόφωνα και στην τηλεόραση, από τον τότε διευθυντή του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ) Σίμωνα Καρά και ότι μέχρι τότε είχε μεγαλύτερη διάδοση στο νησί απ’ ότι η λύρα. Φαντάζομαι ότι γι’ αυτό ήταν παραγκωνισμένο τόσα χρόνια, ενώ τελευταία άρχισε να παίρνει λίγο τα πάνω του.

Τώρα το είδα αυτό, πώς και από πού έβγαλες αυτό το συμπέρασμα; Στα διάφορα νησιά υπάρχουν κάποιοι “θαλασσινοί” παίκτες που στα νησιώτικα δεν τους φτάνει ούτε ο Γκουβέντας ούτε κανένας άλλος στεριανός παίκτης. Στα στεριανά μοτίβα δεν τον έχω ικανό να παίξει μόνος του σε γλέντι γιατί δεν τον έχω δει ποτέ πουθενά να στέκεται χωρίς κλαρίνο. Στη Θράκη μόνο τον έχω ικανό να σταθεί μόνος του, μιας και απο εκεί είναι η καταγωγή του, αν και έχω διαβάσει κάπου ότι έχει γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη. Αν τον είδες - δεις ποτέ σε σε γάμο ή πανηγύρι να παίζει χωρίς να υπάρχει κλαρίνο στην ορχήστρα, όπως κάποιοι άλλοι τοπικοί στην Ευρυτανία, Θεσαλλία, Γρεβενά και αλλού, ή αν τον ακούσεις ποτέ σε ηχογράφηση να σολάρει με το βιολί του τσάμικα, μπεράτια, σαρακατσάνικα, ηπειρώτικα κ.α., πέστο μου και τότε μπορεί ν’ αλλάξω γνώμη.

Στο μεγαλύτερο μέρος της παλιάς (-2006) συζήτησης έχουν συγκεντρωθεί απίστευτα ποσά άγνοιας.

Έχουμε δύο στρατόπεδα, που και των δύο οι στρατηγοί είναι μακαρίτες: ο αντιβιολικός Σίμων Καράς και ο αντιλυρικός Ναύτης. Ο καθένας μες στα τόσα καλά του έκανε και μία χοντράδα. Του καθενός οι οπαδοί κάνουν τη χοντράδα του ευαγγέλιο, και του αλλουνού τη χοντράδα την πολεμούν παραβλέποντας τα τυχόν σωστά του σε κάθε άλλο τομέα. Εντωμεταξύ από πηγές αναφέρονται αρχαίες, βυζαντινές και σημερινές. Ενδιαμέσως παιδιά δεν έγινε τίποτε; Πριν 80, 100, 150 χρόνια τι παίζανε στην Κρήτη; Και στην υπόλοιπη Ελλάδα;

Αν είναι να τεθεί το ζήτημα σε μια βάση τέτοια ώστε να επιδέχεται (ας μην πω λύση, αλλά τουλάχιστον-) κάποια διερεύνηση και πρόοδο, πρέπει να έχουμε υπόψη μας τα εξής:

1. Η λύρα δεν έχει καμία σχέση με ορισμένα άλλα όργανα που έχουν το ίδιο όνομα: ο κεμεντζές και ο κεμανές («φιαλόσχημες λύρες»), η lira da braccio (είδος βιόλας) και φυσικά η αρχαιοελληνική λύρα έχουν αγεφύρωτες οργανολογικές διαφορές με την κρητική λύρα, δηλαδή την αχλαδόσχημη.

2
. Η αχλαδόσχημη λύρα, σε παραλλαγές κοντινές προς αυτήν της Κρήτης, επιβεβαιωμένα παίζεται ή παιζόταν μέχρι πολύ πρόσφατα στα εξής μέρη: Κάσο, Κάρπαθο, Χάλκη, Ρόδο, Λέρο, Πάτμο, Σαντορίνη, Καρυστία, Ικαρία, Λήμνο, Δράμα, Βόρεια Θράκη (πρόσφυγες στα σημερινά αναστενάρικα χωριά της Μακεδονίας), Σέρρες (γύφτοι του Ποντισμένου, πρώην Ερνίκιοϊ). Λιγότερο σαφείς ή σαφέστατες μεν αλλά πιο παλιές μαρτυρίες έχουμε επίσης για: Νάξο, Κίμωλο, Μήλο, Άνδρο, Αμοργό, Νίσυρο, Κάλυμνο, Κω, Σάμο, Αίγινα, Κάβο Μαλιά και Ελαφόνησο, υπόλοιπη Πελοπόννησο (Κολοκοτρώνης), Μέγαρα Αττικής, Κέρκυρα, Δυτική και Ανατολική Θράκη.
Μας κάνει σχεδόν όλη την Ελλάδα. Επίσης Οινόη Πόντου (δεν πρόκειται για κεμεντζέ), καθώς και Βουλγαρία (γκαντούλκα), Σκόπια (το λένε κεμανέ αλλά δεν έχει σχέση με τον καππαδόκικο, είναι λύρα αχλαδόσχημη), Κροατία και Νότια Ιταλία (ελληνόφωνοι αλλά και κανονικοί Ιταλοί). Και βέβαια Τουρκία (πολίτικη λύρα).

Από αυτές η θρακιώτικη, η σαντορινιά, η καρυστινή, η σκοπιανή και η κροάτικη είναι ένας τύπος. Η σημερινή κρητική είναι ένας άλλος. Η δραμινή ένας τρίτος. Η πολίτικη ένας τέταρτος. Η ιταλική έρχεται κοντά στη θρακιώτικη αλλά με κάποιες διαφορές. Η βουλγάρικη είναι σούι γκένερις. Στα 12νησα έχουμε έναν επιπλέον τύπο. Οι υπόλοιπες ή εντάσσονται σ’ έναν από αυτούς τους τύπους ή δεν είναι γνωστές οι λεπτομέρειές τους.

Είναι γενικός κανόνας ότι ένα φαινόμενο που έχει ευρεία διάδοση σε περιοχές όχι συνεχόμενες είναι παλιότερο από ένα που απαντά σε συνεχόμενες. Άρα η παρουσία λύρας στην ευρύτερη περιοχή μας είναι αρκετά παλιά υπόθεση. Η ποικιλία τύπων συνηγορεί υπέρ αυτού του συμπεράσματος.

Το βιολί είναι εξίσου ή και περισότερο διαδεδομένο, αλλά είναι παντού το ίδιο. Οι μόνες παραλλαγές που είναι γνωστό να υπήρξαν είναι κάποιες σπάνιες αναφορές σε συμπαθητικές χορδές, και τα δύο κουρδίσματα (αλα φράγκα - αλά τούρκα). Άρα κατ’ αρχήν είναι πιο πρόσφατο.

3. Η λύρα είναι λαϊκό όργανο. Το βιολί είναι όργανο των ανώτερων τάξεων. Αυτό συνάγεται από δύο καίρια σημεία:
α) Τη λύρα μπορεί να τη φτιάξει ο καθένας με λίγη υπομονή και στοιχειωδη εξοπλισμό. Τη φτιάχνουν λοιπόν οι οργανοπαίχτες μόνοι τους. Στην Κάρπαθο ακόμα έτσι γίνεται. Μόνοι τους φτιάχνουν οι οργανοπαίχτες και όλα τα άλλα καθαυτού λαϊκά όργανα: τσαμπούνες, φλογέρες, ζουρνάδες, νταϊρέδες, τουμπάκια, νταούλια, κεμεντζέδες. Παλιά και τους σκαφτούς ταμπουράδες. Ο λαϊκός άνθρωπος δεν αγόραζε, έφτιαχνε (το σπίτι του, το φαϊ του, τα ρούχα του).
Αντίθετα το βιολί θέλει οπωσδήποτε εργαστήρι, δεν αρκεί η τέχνη για να το φτιάξεις. Το ίδιο ισχύει για το λαούτο, το σαντούρι, το ούτι, το μαντολίνο, γενικά ό,τι έχει ντούγες, μην πω για το κλαρίνο που σχεδόν αναπόφευκτα το εισάγεις από Ευρώπη. Αυτά τα όργανα τα φτιάχνουν επαγγελματίες κατασκευαστές, για να τα πουλήσουν σε μουσικούς. Η αγοραπωλησία είναι συνήθεια των οικονομικά ανώτερων τάξεων, και από αυτές μεταδίδεται και σε ορισμένους επαγγελματίες που έχουν πάρε-δώσε μαζί τους, όπως ο μουσικός.
β) Η μουσική για βιολί επίσης προέρχεται από τις ανώτερες τάξεις. Σε όλα σχεδόν τα Κυκλαδονήσια μαρτυρείται ότι παλιά οι φτωχοί γλεντούσαν με την τσαμπούνα και οι πλούσιοι με το βιολί. Ανάλογα στη Θράκη μεταξύ γκάιντας και κλαρίνου. Και πιο παλιά δεν υπήρχε καν βιολί και κλαρίνο, μόνο γκάιντα ή τσαμπούνα. Όταν λέω παλιά εννοώ μέσα στα τελευταία 100 ή λιγότερα χρόνια, όχι αιώνες πριν. Η λύρα ως μη-λαϊκό όργανο μόνο στην Κωνστ/πολη ξέρω να υπήρξε, και όχι από πολύ παλιά.

Αυτό δεν αναιρεί την πιθανότητα το βιολί να ήταν γνωστό στα αστικά κέντρα σχεδόν από τη στιγμή της πρώτης εφεύρεσής του στην Ευρώπη. Καθιστά όμως ελάχιστα πιθανή τη διάδοσή του στα χωριά ειδικά της Κρήτης αιώνες πριν συμβεί το ίδιο σε κάθε άλλο μέρος της Ελλάδας.

Τώρα, μετά από όλα αυτά, μπορούμε να δούμε τι πηγές υπάρχουν για την Κρήτη. Κατά τη γνώμη μου οι πιο πλούσιες πηγές δεν είναι τα παλιά κείμενα, η παλιά εικονογραφία ή οι προφορικές παραδόσεις-αναμνήσεις, αλλά η ίδια η μουσική. Ειδικότερα δε, κάθε θρύλο του τύπου «ο πεντοζάλης βγήκε μετά την τάδε μάχη», «τον πρώτο συρτό τον έβγαλε ο τάδε» μπορούμε να τους πετάξουμε στα σκουπίδια χωρίς δεύτερη σκέψη.
Η όχι πολύ πλήρης εικόνα που έχω για την κρητική μουσική είναι ότι τα βιολιά της Ανατολικής Κρήτης παίζουν μια μουσική με αρκετά έντονες αστικές επιρροές (και δεν αναφέρομαι στην αλλοίωση του Καλογερίδη). Για τα χανιώτικα δεν μπορώ να πω το ίδιο.
Αν κάποια στιγμή στην ανατολική Κρήτη δεν υπήρχε βιολί, τι άλλο μπορεί να υπήρχε; Στα ορεινά υπήρχε η ασκομαντούρα, αλλά αυτή παίζει άλλη μουσική.
Στη δυτική πάλι; Εδώ ούτε για ασκομαντούρα υπάρχει καμιά βέβαιη μαρτυρία.
Νομίζω ότι το ερώτημα αρχίζει από εδώ και πέρα.

Περικλή δεν είσαι Κρητικός αλλά hats off - αν πολλοί πατριώτες μου είχαν τη γνώση και την κριτική ικανότητα, θα τα έλεγαν όπως τα λες. Δεν την έχουν και τα χαϊρια μας φαίνονται.

Να προσθέσω μόνο ότι στην ανατολική Κρήτη υπήρχε πολλή, μα πάρα πολλή λύρα, και με ιδιότυπο ύφος, άμεσα συνδεδεμένο με το δωδεκανησιακό. Γαρεφαλλάκης (ο ιστορικής αξίας δίσκος του με σκέτο λυροντάουλο κυκλοφορεί αδέσποτος στο internet), Κιρλίμπας (μία εκπληκτική έκδοση με βιβλίο και CD από παρέα κυκλοφόρησε πρόσφατα), είναι μόνο μια αρχή, από τη Σητεία (το Δερμιτζογιάννη τον ξέρουν ασφαλώς όσοι έχουν τους Πρωτομάστορες, οπότε δεν τον αναφέρω). Ο Γιάννης “Λυραρογιάννης” Βάρδας, από τον Κρούστα Μεραμπέλλου, που είχα την ύψιστη τιμή να παίξει δυο σκοπούς στο γάμο μου, είναι μια συνέχεια.

Γιατί με κείμενα που λένε "…παραδοσιακή μουσική και μουσικό όργανο, όχι του τόπου όπου η αναφορά και οι εικόνες αλλά ξένη προς την τοπική παράδοση και ως προς την μουσική και ως προς το μουσικό όργανο. Δηλαδή τη λύρα με ανάλογη μουσική, στην καρδιά της Σητείας" στο τέλος θα ξεχάσουμε κι αυτά που ξέρουμε.

Ο Ναύτης για μένα δεν έκανε καμιά χοντράδα και δεν προκάλεσε κανένα κακό. Πώς θα μπορούσε να κάνει εξάλλου, δεν είχε καμιά θέση που να μπορεί να παίρνει αποφάσεις. Πρίν την απαγόρευση του βιολιού από τον διευθυντή της ΕΙΡ Σίμωνα Καρά το 1955, όπως μου είπε κάποιος Χανιώτης (λαουτιέρης), λυράρηδες και βιολάτορες δεν είχαν καμιά αντιπαλότητα (κάτι που είχε αναφέρει και ο λύραρης Μουντάκης). Πολλοί ήταν μεταξύ τους φίλοι και συνεργάζονταν σε πολλά γλέντια, ακόμη και ο Ναύτης είχε κάποιες συνεργασίες με τον λυράρη Μουντάκη, μέχρι τότε δεν ήταν αντιλυρικός. Τα στρατόπεδα και η αντιπαλότητα προέκυψαν μετά την απαγόρευση του βιολιού από τον Καρά, που για μένα αυτό δεν ήταν απλά μια χοντράδα αλλά κάτι παραπάνω. Ο Ναύτης σαν ένας γνωστός βιολάτορας του νησιού, ίσως να είπε - έγραψε κάποιες υπερβολές, που όπως φαίνεται έτρεφε μεγάλο μίσος για τον Καρά μετά από την απόφασή του αυτή.

Απ’ ότι φαίνεται και είναι αρκετά γνωστό, παίζονταν και λύρες, βιολιά, λαουτοειδή, διάφορα πνευστά και άλλα παραδοσιακά. Το κλαρίνο είναι το πιο νεόφερτο και σύγχρονο πνευστό, κατέχει σήμερα την πρώτη θέση ανάμεσα σε αυτά, στις περισσότερες στεριανές περιοχές της Ελλάδας.

Και μένα έτσι μου φαίνεται, γιατί το βιολί είναι και πιο ολοκληρωμένο σαν τοξοτό όργανο με μεγαλύτερες εκτελεστικές δυνατότητες. Η λύρα στην Κρήτη εδώ και κάποια χρόνια έχει δεχτεί κάποιες αλλαγές στην κατασκευή, που την κάνουν σύγχρονη, βάζουν π.χ. μηχανικά κλειδιά αντί για στριφτάρια (όχι όλες υπάρχουν και κάποιες εξαιρέσεις) κλπ. Βέβαια είμαι της άποψης ότι πρέπει να προβάλλονται και να παίζονται όλα τα όργανα στο νησί, μιας και υπάρχουν αρκετά, χωρίς να υπάρχει αντιπαλότητα, όπως γίνεται π.χ. στη Θράκη που κι εκεί παίζονται αρκετά όργανα. Δεν νομίζω εκεί, και όχι μόνο δηλαδή, να ενόχλησε ποτέ κανέναν το κλαρίνο που είναι σχετικά νεόφερτο και σύγχρονο πνευστό.

Νομίζω ότι σήμερα τουλάχιστον, οι λυράρηδες και οι βιολάτορες είναι της ίδιας τάξης, όπως και ο κόσμος που γλεντάει με αυτούς. Επίσης, το κόστος αγοράς αυτών των οργάνων σήμερα που παίζουν αυτοί οι οργανοπαίχτες - μουσικοί δεν αλλάζει, κυμαίνεται στα ίδια επίπεδα.

Φυσικά, Άταστε, δίκιο έχεις. Εννοούσα ιστορικά.

Βιολατορες οταν λεμε,εννουμε τους βιολιτζηδες?Προφανως…Αλλα ελεος ρε παιδια,αυτο μου θυμιζει το “μπουζουκιστας”…Απλα γελοιο…

O Μιχάλης Βιολάρης έδρασε κατά τη δεκαετία του ΄60. Το λιγότερο ο πατέρας του (Κύπρος γαρ), αλλοιώς ο παπούς ή ακόμα πιο πίσω, ήταν επαγγελματίας βιολάρης. Τότε, μπουζουκίστες δεν υπήρχαν, είτε στην Κύπρο είτε στην Ελλάδα.

Δηλαδη ο Μιχαλης Βιολαρης ηταν βιολιτζης…

Υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος κανόνας βάσει του οποίου η (τουρκικής προέλευσης) κατάληξη -τζης είναι πιο δόκιμη ή πιο ορθή από την (ελληνικής προέλευσης) κατάληξη -άτωρ/-άτορας; Π.χ. τη λέξη “παιγνιδιάτορας” που σε πολλές περιοχές σημαίνει (ακόμα) τον οργανοπαίκτη, θα έπρεπε να τη λένε “παιγνιτζή”;

Η γλώσσα έχει ένα βασικό κανόνα: «Πώς το λένε οι άνθρωποι;».

Στην Κρήτη λένε βιολάτορας, και μάλιστα στον πληθυντικό γίνεται οι βιολατόροι. (Δεν είναι ελληνική κατάληξη, είναι λατινική).
Στην Κύπρο λένε βκιολάρης.
Στα περισσότερα άλλα μέρη λένε βιολιτζής.

Στην Κρήτη λένε λυράρης, ενώ στην Κάρπαθο λένε λυριστής (που ακούγεται σαν υπερδιορθωμένος τύπος, όπως το μπουζουκίστας, αλλά δεν είναι: είναι εντελώς γνήσιο), και στη Θράκη λύρατζης -πληθυντικός λύρατζηδες με τον τόνο στην αντιπροπαραλήγουσα.

Στην Κάλυμνο λένε τσαμπουνιστής, στη Σάμο τσαμπουνιάρης (τσαμπ’νιάρ’ς), στη Νάξο καμιά φορά τζαμπουνάτορας, στα περισσότερα άλλα μέρη τσαμπουνιέρης.

Σάζια δεν είχαμε στην Ελλάδα. Τα πρωτομάθαμε μέσα από μορφωμένους, ωδειακούς κύκλους (Ρος-Δυνάμεις), γι’ αυτό επικράτησε η μορφωμενίστικη λέξη σαζίστας. Ούτια είχαμε, τα έπαιζαν οι ουτζήδες, αλλά είχαν μείνει τόσο λίγοι που κι αυτωνών η γλώσσα χάθηκε σαν σταγόνα στον ωκεανό των ωδειακών μουσικών, οπότε και πάλι επικράτησε το ουτίστας.

Με το μπουζούκι υπάρχει ένα πρόβλημα φωνητικής: κανονικά ο παίχτης είναι μπουζουκ-τζής. Αλλά επειδή αυτό είναι δυσπρόφερτο, άλλοι το λένε μπουζουκτσής, άλλοι μπουζουξής. Υποθέτω ότι σε μέρη όπου η επαφή με την τούρκικη γλώσσα είναι ακόμη ζωντανή, π.χ. Κωνστ/πολη, πιθανόν να λένε κανονικά μπουζουκτζής.

Τέλος, συχνά, ακόμη και στις κλασικές ορχήστρες, λένε απλώς τη λέξη για το όργανο εννοώντας και τον παίχτη, π.χ. ο τάδε είναι καλό βιολί.

Υ.Γ. Τώρα που τα 'γραψα, διαπιστώνω ότι το τούρκικο -τζης δε συνηθίζεται πολύ στα νησιά, και συγκεκριμένα στην Κρήτη δε λέγεται καθόλου. Πράγματι, ακόμη και το κλαρίνο στη Νάξο παλιά το έπαιζε ο κλαρινεθιάρης. Αλλά αυτό απέχει από του να βγάλουμε στατιστικώς ασφαλή κανόνα.

Thumbs up - θα ορκιζόμουν ότι είναι ελληνικής προέλευσης. Σε κάθε περίπτωση, συμφωνώ με αυτό που λες: όπως το λένε οι άνθρωποι είναι και ο κανόνας για την εκάστοτε περιοχή. Δεν έχω υπόψη μου προσωπικά κάποιον ευρύτερο κανόνα που να βγάζει στον αφρό το “βιολιτζής” ή το “βιολιστής” ή το “βιολάτορας” έναντι των υπολοίπων όρων, τόσο ώστε να πρέπει να καταργήσουμε ντε και καλά τους υπόλοιπους.

Σπάνια συναντιόταν και το “λυρατζής” στην Κρήτη (“άσε το δίσκο λυρατζή και κρέμασε τη λύρα”), αλλά επ’ουδενί τόσο όσο το “λυράρης” (μια ένδειξη είναι και η μικρή συχνότητα του επιθέτου “Λυρατζάκης” έναντι του “Λυραράκης”). Ακόμα πιο σπάνια, και το “λυριτζής”.

Βιδία, την ώρα που έγραφες έγραφα κι εγώ, διορθώνοντας το προηγούμενο! Τώρα θα πρέπει να το ξαναδιορθώσω. Αλλά όχι, το αφήνω έτσι για την ιστορία της συζήτησης…

κι όμως

Για την μουσική παράδοση της Κρήτης έχουν γραφτεί πάρα πολλά, όπως το ακόλουθοάρθρο.

Απελπισία μαύρη. Τυπικό δείγμα πρόχειρων και ανακόλουθων κειμένων για την κρητική μουσική. Είναι ντροπή μια τέτοια μουντζούρα να κυκλοφορεί, έστω και στη Βικιπαίδεια που δε θεωρείται ό,τι πιο έγκυρο.

…αλλά είναι σημείο αναφοράς για πολύ κόσμο, δυστυχώς/ευτυχώς. Πάντως όποιος θέλει μια ουσιώδη επαφή με την κρητική μουσική, μπορεί να πάει εδώ, όπου συμπυκνώνεται και το περιεχόμενο του ιστορικού website Cretan Music.

Εδώ τα πράγματα είναι σαφώς βελτιωμένα. Διάβασα κάμποσα άρθρα και ξεχώρισα τα εξής:

Κρητική λύρα: η ιστορία της, του Θοδωρή Ρηγινιώτη και του Κωστή Βασιλάκη. Μια κανονική οργανολογική μελέτη, σύντομη βέβαια αλλά πλήρης. Αντίθετα από άλλα παραληρήματα που πετάγονται από τους Κουρήτες στον Δασκαλογιάννη με ολίγη από Ερωτόκριτο, εδώ τόσο ο χώρος (περιοχές της Κρήτης < η Κρήτη < ο Ελληνισμός και η ανατολική Μεσόγειος < η ευρύτερη Ανατολή και ο κόσμος) όσο και ο χρόνος οριοθετούνται ορθολογικά και εξετάζονται μεθοδικά, μέσα από ένα πλήθος πηγών που η αξιοπιστία τους αξιολογείται μέσα στο ίδιο το κείμενο χωρίς να θεωρείται αξιωματική.
Στοιχειώδη πράγματα δηλαδή, εδώ που τα λέμε. Όποιος δεν ξέρει αυτά δε διανοείται καν να κάτσει να γράψει. Αλλά δυστυχώς αυτό δεν είναι αυτονόητο.

Στραβά κι ανάποδα στη μουσική της Κρήτης, του Κωστή Βασιλάκη: Ανασκευή των ανακριβειών στη θεωρία του Ναύτη και ενός σημερινού οπαδού του, του Ι. Τσουχλαράκη, σχετικά με διάφορα θέματα της κρητικής και ιδιαίτερα της χανιώτικης μουσικής: όχι τόσο για τη διαμάχη «βιολί vs λύρα» όσο κυρίως για την προέλευση ορισμένων χορών. Παρόλο που το κείμενο δε διακρίνεται από την ίδια φλεγματική αποστασιοποίηση όπως το προηγούμενο, που είναι υποδειγματικά απαλλαγμένο από κάθε υπόνοια συναισθηματισμού -φαίνεται ότι εδώ ο συντάκτης τα ‘χει πάρει με τον Τσουχλαράκη πιο χοντρά απ’ όσο αντέχει-, ωστόσο κι εδώ η λογική και η μέθοδος κατατροπώνουν τον οπαδισμό και την προχειρότητα. Στην εισαγωγή δίνεται με κάθε αμεροληψία το πλαίσιο όπου εγγράφονται αυτές οι μυθοπλασίες, δηλαδή η ιστορία των ακροτήτων του Ναύτη και του Καρά και της μεταξύ τους κόντρας.

Λύρα ή βιολί; Όχι εδώ, του ιδίου. Εδώ δεν έχουμε επιστημονικό άρθρο. Ένα σύντομο κείμενο που στην ουσία λέει «δε μας ενδιαφέρουν οι κόντρες ανάμεσα σε δύο στρατόπεδα που στην πραγματικότητα ποτέ δεν υπήρξαν, η μουσική είναι για να γλεντάμε, ιδού τι έλεγαν και οι παλαιοί».