Το Αρχοντορεμπέτικο

Όσον αφορά στο αρχοντορεμπέτικο.

Ο όρος απαντάται για πρώτη φορά στο τραγούδι
«Καστανή» [αρ. δίσκου: Χ-80032, απ. μήτρας:70008, Pathe Γαλλίας],
τραγούδι του Μ. Μιχαηλίδη με τον Αντ. Νταλγκά, το 1928.

Μαζί υπάρχει και το «Αλανάκι», χαρακτηρισμένο και αυτό ως αρχοντορεμπέτικο, του 1929.

Ακολουθεί με τον ίδιο χαρακτηρισμό, η «Αρχόντισσα», του Ιακ. Μοντανάρη, 1931, με τον Κ. Ρούκουνα
[DG 113, wG – 153, Columbia, Ελλάδας].

Νομίζω πως ο όρος «αρχοντορεμπέτικο» χρησιμοποιήθηκε στην αρχή συμβατικά και αργότερα οι εταιρείες τον εκμεταλλεύτηκαν και έστρεψαν το ενδιαφέρον σε αυτό το μόρφωμα, για να προσεγγίσουν τους αστούς και τα νέα ήθη της εποχής.
Έτσι προέκυψαν μια σειρά από τραγούδια / εκτρώματα τις περισσότερες φορές, τα οποία προσπαθούν να μιμηθούν δυτικές μελωδίες και ήχους ρεμπέτικους, παραποιώντας όμως το ύφος και των δυο και πάνω σε στίχους που στην καλύτερη περίπτωση θα χαρακτηρίζαμε μελό.
Κάλυπταν τις ανάγκες μιας επιπόλαια γλεντζέδικης διάθεσης των αστών και τροφοδήτησαν τα επιθεωρησιακά νούμερα της εποχής.

Το τραγούδι που έβαλα σε προηγούμενο post:
“Πες μου πότε θα σε δω”, Κοφινιώτη - Μουζάκη, 1948.

“Βαρέθηκα Σοπέν και Μπαχ
δεν θέλω πια τα αχ και βαχ
μια σάμπα απόψε προτιμώ.
Απόψε όλα τα ρεμπέτικα απαγόρευ΄τα
και τα φλαμένκο σου τραγούδα τα και χόρευ΄τα
ολέ, ολέ, ολέ, ολέ,
μοιάζεις με κρέμα καραμελέ…” :112:

Aχ Κώστα γέλασα με την ψυχή μου :019: , μου άρεσε πολύ το πορδοβούλομα :019:και περισώτερο το Aρχοντομαλάκας :019::019::019: . Ευχαρηστώ όλους γιά τις εξηγήσεις . Γιά να δούμε εάν το κατάλαβα : Το αρχοντορεμπέτικο είναι ένα πορδοβούλωμα από Aρχοντομαλάκες συνθέτες γιά κακηούς (Gay) μάγκες …

Υπάρχει καί ο πουδρόμαγκας :087:

Η συνεισφορά μου στην κουβέντα είναι να βάλω το παρακάτω κομμάτι του Τόνυ Μαρούδα σε στίχους Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Ερμηνεύει η Μαρίκα Νίνου. Δε με νοιάζει αν είναι (ή όχι) αρχοντορεμπέτικο, με νοιάζει που είναι απλά καταπληκτικό. Φτάνει το κόλλημα/κώλυμα με τις ετικέτες! Ας μείνουμε στην ουσία.

Λόγια ανταλλάξαμε βαριά, την τελευταία τη βραδιά
και ρίζωσε το μίσος στην ψυχή μας,
γι’ αυτό το σκέφτηκα πολύ κι εις το εξής δεν ωφελεί,
να συνεχίσουμε με τέτοια τη ζωή μας.

Θα’ ταν καλύτερα θαρρώ, να βασιστούμε στον καιρό,
που όλα τα σβήνει απαλά και αγάλι-αγάλι
κι αν ξεχαστούν καμιά φορά, τα λόγια εκείνα τα βαριά,
ίσως, αγάπη μου, να σμίξουμε και πάλι.

Μα τώρα και προς το παρόν, ανήκει πια στο παρελθόν,
ο έρωτάς μας που μας είχε βασανίσει,
γιατί τα λόγια τα βαριά, μας την πληγώσαν την καρδιά
και κινδυνεύει η αγάπη μας να σβήσει.

Αυτό κύριοι λέγεται απόλυτη κατανόηση και εκλαΐκευση της θεωρητικής γνώσης!

Θα προσπαθήσω να απαντήσω σοβαρά …

  1. Όπως σωστά επισημαίνει η Ελένη, ο όρος “αρχοντορεμπέτικο” είναι αρκετά παλιός, αν και απαντάται κατάτι νωρίτερα, το 1925 (“Η ΞΕΛΟΓΙΑΣΤΡΑ” του Σακελλαρίδη με τον Τέτο Δημητριάδη στην Αμερικάνικη Columbia CO-7023F/105964)

  2. Ο όρος δεν επικράτησε στα προπολεμικά χρόνια (ελάχιστες ηχογραφήσεις ονομάστηκαν έτσι), αλλά χρησιμοποιήθηκε ευρέως μετά τον πόλεμο

  3. Μετά τον πόλεμο, κάποιοι συνθέτες του “ελαφρού” χρησιμοποίησαν ρυθμούς του “λαϊκού” στα τραγούδια τους, αποφεύγοντας το μπουζούκι όσο μπορούσαν. Αυτό το μίγμα ονομάστηκε “αρχοντορεμπέτικο”

  4. Λέει ο Άρης: “Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στα μετεμφυλιακά χρόνια, όταν οι ρεμπέτες γράφουν βαριά κι ασήκωτα, οι “αρχοντορεμπέτες” βρίσκονται μέσ’ στην τρελή χαρά, γράφοντας ένα σωρό …χαριτωμενιές”. Σωστό, αλλά σου διαφεύγει κάτι βασικό: το “Στης φυλακής τον ίσκιο” δεν το άκουσε κανείς τότε (μεταξύ μας, ούτε και μετά), το “Που θα με πας, που θα με πας” το τραγουδάνε ακόμα. Αναρρωτήθηκες γιατί; Σου απαντώ (από το παλιό άρθρο μου στο TAR): Αν και άνωθεν επιβληθέν, το «ελαφρό» τραγούδι γνώρισε σημαντική απήχηση στα μεσαία και χαμηλά κοινωνικά στρώματα της εποχής του, τα οποία έβρισκαν σ’ αυτό ένα μέσο για να ωραιοποιούν και έτσι να «ελαφραίνουν» τη δύσκολη ζωή που είχαν. Και ναι, δεν είναι κακό να θες να ξεσκάσεις ούτε είναι υποχρεωτικό για να είναι ένα τραγούδι καλό να σου πλακώνει την ψυχή.

  5. Λέει η Πελαγία: “Κοινως τα “Αρχοντορεμπετικα” εφευρεθηκαν για να “σνομπαρουν” τα “ρεμπετικα” και την κοινωνικη ταξη απο την οποια προηλθαν”. Όχι, λάθος και πάλι. Ο Σουγιούλ, ο Σακελλάριος και όλοι αυτοί απευθύνονταν στο ίδιο μεταπολεμικό κοινό που απευθύνονταν ο Τσιτσάνης, ο Παπαϊωάννου και οι λοιποί. Η διαφορά είναι ότι οι μεν πουλούσαν μεταξύ άλλων και (ενδεχομένως ανάλαφρη) ευχαρίστηση ενώ οι δε περισσότερο κοινωνικό προβληματισμό (ενδεχομένως πασπαλισμένο και με ολίγη μιζέρια-“μαυρίλα”).

  6. Ένα μεγάλο κεφάλαιο είναι οι συνεργασίες των “μεν” με τους “δε”. Εντελώς ενδεικτικά: η Βέμπο λέει τον “Ναύτη” του Μητσάκη με συνοδεία τον βαρύτονο Νίκο Μοσχονά και την ίδια εποχή ο Πρόδρομος το “Θα γυρίσει κι ο τροχός” του Σουγιούλ. Θα πρέπει κάποτε να τις δούμε αυτές τις σχέσεις και να πάρουμε θέση πιο αντικειμενική και πιο σοβαρή από το απλοϊκό δίπολο "ρεμπέτες = καλοί, “ελαφροί” = κακοί που υποβόσκει ή και διατυπώνεται ρητώς κατά καιρούς.

Αυτά προς το παρόν. Αν χρειαστεί, θα επανέλθω

1 «Μου αρέσει»

Στο δίσκο ΑΡΧΟΝΤΟΡΕΜΠΕΤΙΚΑ/ΤΟ ΤΡΑΜ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ με την Μοσχολιού (ενορχήστρωση Κηλαηδόνη αν θυμάμαι καλά), προσωπικά βρίσκω πολλά τραγούδια που θα ήθελα να τραγουδάω και να ακούω στην παρέα μου ή σε ένα μαγαζί (άσε που σε αυτη την ηχογράφηση βρίσκεις αυθεντικό ήχο λαϊκής κιθάρας , μιας και τα θέματα δεν τα παζουν μπουζούκια αλλά κιθαρόνια).

Επίσης, το άσμα “Εγώ θα κόψω το κρασί” στην εκτέλεση με τον Τώνη Μαρούδα (όχι, δεν θα βάλω!!!) θα μπορούσε να αποτελεί υλικό μελέτης για λαϊκούς κιθαρίστες.
Και στο ελαφρό τραγούδι και στο αρχοντορεμπέτικο και στις παλιές καντάδες υπάρχουν αριστουργήματα και καλλιτεχνάρες.
Ασχέτως αν εμείς επιμένουμε “ρεμπέτικα”

Υπονόησα πουθενά κάτι τέτοιο; Οι λαϊκοί δημιουργοί κοντά στο “Ξυπνώ και βλέπω σίδερα” έγραφαν και το “Απόψε κάνεις μπαμ”, σε μια αντιστοιχία που μικρή σημασία έχει αν είναι “60-40” ή “40-60”. Στους “ελαφρούς” όμως το “3-97” οδηγεί σε άλλα συμπεράσματα.
Και μη μου πεις ότι παίζω με τους αριθμούς.

Φρανκ, φίλε μου, ευχαριστώ για την καταπληκτική ευκαιρία να τσακωθούμε, να ξυπνήσουν λίγο τα αίματα γιατί πολύ καναπέ βάλαμε στη σάλτσα και βάρυνε:

Φωτογραφίζεις την Καλομοίρα ή μου φάνηκε;

Για να συνεχίσουμε την κουβέντα μας…
Ο Φραγκίσκος μας θυμίζει την εκτέλεση του “Κάποια μέρα” από τον Πρόδρομο Τσαουσάκη.
Αυτή η εκτέλεση έχει τη γνησιότητα του λαϊκού.
Καμιά σχέση με το ίδιο τραγούδι ειπωμένο από το Φ. Πολυμέρη και χορωδία και με αλλαγμένο τον τίτλο: “Θα γυρίσει ο τροχός”.

Όπως και η “Ταμπακιέρα” στην εκτέλεση με τη Νίνου και τον Τσιτσάνη δεν έχει καμιά σχέση με την εκτέλεση από τη Βέμπο.

Γενικά, η “ρεμπέτικη εκφορά” έσωσε πολλά αρχοντορεμπέτικα από τη γλυκερότητα… με αποτέλεσμα να αντέξουν στο χρόνο μερικά από αυτά, ακριβώς γι΄αυτό το λόγο.

Πιστεύω όμως πως έγινε μόδα το είδος αυτό, ειδικά μεταπολεμικά, με τη βοήθεια και των δισκογραφικών, για να λειτουργήσουν αποπροσανατολιστικά από τα τεράστια προβλήματα της εποχής.
Τραγούδια όπως “Ώπα, η καρδιά μου η σορόπα…” πρόσφεραν μια τεχνητή ωραιοποίηση της ζωής και μια πρόσκαιρη φυγή από την πραγματικότητα, όχι προβληματισμό και διεξόδους.

Το γνήσιο λαϊκό τραγούδι - και εδώ διαφωνώ - δεν πιστεύω πως “πλακώνει την ψυχή”.
Αντίθετα, προσφέρει εκτόνωση δημιουργική, κινητοποιεί σε αντίδραση και σε αναζήτηση διεξόδων.

Όχι. Η αντιστοιχία θα ήταν με την Άλκηστη Πρωτοψάλτη ή με την Τσαλιγοπούλου. Το αντίστοιχο της Καλομοίρας μετά τον πόλεμο ήταν ας πούμε η Ντέννις (δηλ. τραγουδιστές με αποκλειστικά δυτικές μελωδίες και ενορχηστρώσεις, ενίοτε δε με αμερικάνικους στίχους). Προσοχή: αυτοί ούτε επιτυχία σοβαρή είχαν, ούτε “αρχοντορεμπέτικα” ή έστω λαϊκίζοντα είπαν ποτέ…

Πάντως, αν έγραφα τη ίδια φράση για το 2008, την Καλομοίρα θα εννοούσα :112:

Αυτό ακριβώς κάνεις. Διότι τα νούμερα αλλάζουν από συνθέτη σε συνθέτη. Θα σου πω για τους λαϊκούς που ξέρεις καλύτερα: ας πούμε πως για τον Τσιτσάνη και τον Παπαϊωάννου ισχύουν τα νούμερά σου στο περίπου. Για τον Μπακάλη? Για τον Δερβενιώτη? Για τον Κλουβάτο? Για τον Τζουανάκο? Για τον Λαύκα?

Δεν είναι αλλαγμένος ο τίτλος ούτε τίθεται θέμα “γνησιότητας”. Δηλ. αμα το λέει ένα τραγούδι ο Τσαουσάκης με μπουζούκι είναι γνήσιο ενώ άμα το λέει το Τρίο Κιθάρα είναι … τι? Και τι να πούμε για τα λαϊκά που είπαν οι ελαφροί? Για να το πω πιο απλά, το “σκαλοπάτι” του Τσιτσάνη με τον Πολυμέρη είναι “γνήσιο” για όχι?

Λάθος. Τα “αρχοντορεμπέτικα” που άντεξαν στον χρόνο είναι κυρίως αυτά που δεν είχαν ρεμπέτικη εκφορά: “Άλα”, “Η παλιοπαρέα”, “Που θα με πας”, “Ένα βράδυ πούβρεχε”, κλπ κλπ κλπ

Η τοποθέτησή σου έχει τεράστιο περιθώριο συζήτησης το οποίο όμως θα κάνουμε από κοντά διότι δεν μπορώ να πληκτρολογώ κατεβατά. Sorry.

Τράβα ρε κι ασχολήσου με τα γλυκανάλατα που -ευτυχώς, μεταξύ άλλων- ακούς! Που θα σου αλλάξω εγώ γνώμη στα γεράματα. Κάτσε και τίναζε ανθισμένες αμυγδαλιές…

ΥΓ. Ακου κει “σορόπα”.

Ό,τι μπορέσουμε να πούμε πληκτρολογώντας…

Αν δεν κάνω λάθος, πρόκειται για το ίδιο τραγούδι.
Με τίτλο “Θα γυρίσει ο τροχός” το είπε ο Πολυμέρης και με παραλλαγή του τίτλου “Κάποια μέρα” ο Τσαουσάκης.

Λαϊκό τραγούδι δεν σημαίνει απαραίτητα μπουζούκι, γιατί αν ήταν έτσι, θα έπρεπε να βγάλουμε έξω απ΄αυτή την κατηγορία πολλά τραγούδια που εκτελέστηκαν με σαντουροβιόλια ή μόνο με κιθάρα.
Μερικά “αρχοντορεμπέτικα” - κατά τη γνώμη μου πάντα - κέρδισαν πόντους στις επανεκτελέσεις τους από λαϊκούς καλλιτέχνες για πολλούς λόγους και όχι μόνο γιατί υπήρχε μπουζούκι.
Όσο για την εκτέλεση λαϊκών τραγουδιών από “ελαφρούς”, εδώ μιλάμε για ανοσιούργημα μεγάλης έκτασης… Όπου για παράδειγμα η “Συννεφιασμένη Κυριακή” ακούγεται σαν … καντάδα,
αλλά και το “Σκαλοπάτι” (μια και αναφέρθηκε) χωρίς το στακάτο της φωνής του Τσιτσάνη χάνει αυτή την αίσθηση της τραγικότητας και αποκτά μια ελαφράδα…

Εκείνο που - νομίζω - θα έπρεπε να μας προβληματίζει εδώ, είναι γιατί - ενώ το “ελαφρό” τραγούδι ήταν παντοδύναμο για πάρα πολλά χρόνια, έχοντας τη στήριξη της επίσημης πολιτείας και τη μονοπώληση από τα ραδιόφωνα της εποχής - δεν επιβίωσε μέχρι τις ημέρες μας.
Πόσες επανεκτελέσεις έγιναν;
Πόσοι νιώθουν την ανάγκη να αναλωθούν σε συζητήσεις γι΄αυτό, στην εποχή μας;

Η απάντηση δεν είναι μόνο στην ποιότητα των στίχων - μελό ή γλυκερών ή ανούσιων, όπως κι αν τους χαρακτηρίσουμε - ούτε στην ξενόφερτη μελωδία, κακέκτυπο της δυτικής, αλλά περισσότερο στη νοοτροπία που τα συνόδευε, σ΄αυτό τον καθωσπρεπισμό, τον κομφορμισμό, την επίφαση σοβαρότητας, την απουσία κοινωνικού προβληματισμού που τα διακατείχε.

Αντίθετα, το λαϊκό / ρεμπέτικο παρά το διωγμό του από την επίσημη πολιτεία, την ίδια εποχή που μεσουρανούσε το “ελαφρό”, επιβίωσε, ξεσήκωσε συζητήσεις, έγινε σημείο αναφοράς …
και έγινε αιτία ύπαρξης ενός ρεμπέτικου φόρουμ… για να συζητάμε εμείς σήμερα. :089:

Ασφαλώς, υπάρχουν και τραγούδια αυτής της κατηγορίας που αρέσουν, θα συμφωνήσω με την Πελαγία και το Φραγκίσκο.

το “Ας ερχόσουν για λίγο” έχει γνωρίσει πολλές επανεκτελέσεις και θα γνωρίσει κι άλλες. Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε κι άλλα ελαφρά τραγούδια (“Πάμε σαν άλλοτε”, “Ρεζεντά”, “Λίγα λουλούδια” κι αρχοντορεμπέτικα).
Μπορεί σε λίγα χρόνια να γίνει ένα “μπαμ” και να ξαναγεννηθούν π.χ. μπουάτ και να παίζονται πολύ και τα ελαφρά τραγούδια.
Η επίσημη στήριξη της πολιτείας έχει σχέση με το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της τέχνης, αλλά όχι με το αμιγώς αισθητικό. Ένα τραγούδι εάν είναι καλό ξεχωρίζει ασχέτως… προέλευσης.

Το “Ελαφρό Φόρουμ” δεν έχει ακόμα ανοίξει, αλλά μόνο και μόνο για πλάκα θα γραφόμουνα μέλος… Φανταστείτε στις υπογραφές μελών
“… Μαραθήκαν τα γιούλια κι οι βιόλες…”

“…Γύρισε, σε περιμένω, γύρισε…”

“…Τιριτόμπα, τιριτόμπα, το φιλί σου είναι ζάχαρη γλυκειά…”

:019::019::019::019::019::019::019:

… άσε που πάω και μερικές δεκαετίες πιο μπροστά από το θέμα μας.

Η Νάντια Κωσταντοπούλου τραγουδάει ακόμα;

Τα αρχοντορεμπέτικα κατ’ αρχήν δεν τα γουστάρω! Ούτε έχω και γνώσεις πιο ειδικές, ούτε το’ χω ψάξει ποτέ αφού δεν με ενδιέφερε το θέμα. Νιώθω ότι δημιουργήθηκαν εξ’ ανάγκης εμπορικής, για να πλησιάσουν την φόρμα του ρεμπέτικου, τις λαϊκές επιτυχίες του Τσιτσάνη, του Μητσάκη κλπ.

Ωστόσο και ο Γούναρης και ο Σουγιούλ και ο Πολυμέρης κ.α. ήταν εξαιρετικοί μουσικοί, με υψηλή αισθητική, και έγραφαν συμπαθητικά. Ο “Τραμπαρίφας” πχ με την Μπέλλου έχει ενδιαφέρον, θα μπορούσε να είναι ένα εξωστρεφές τραγουδάκι του Μητσάκη σαν την “Βαλεντίνα” πχ. Ο Σουγιούλ ήταν λάτρης της κλασικής μουσικής, “τζαζίστας”, μέχρι εκεί θα μπορούσε να το φτάσει το “σενάριο”, δεν ήταν ο Μάρκος ο “εκδοροσφαγεύς”. Και τα “άρχισαν τα όργανα”, “το τραμ” είναι “συμπαθητικούλια”, αλλά μέχρι εκεί!

Πάντως, πέραν από τις σαχλαμάρες (τα τραγούδια-σαχλαμάρες) που ανέφεραν οι προλαλήσαντες και ομολογώ ότι αγνοούσα, δεν συντρέχει λόγος για να τους ρίξουμε με πάθος στο πύρ το εξώτερον. Ο Γούναρης για παράδειγμα, ήταν ένας ταλαντούχος μουσικός και τραγουδιστής. Δεν μπορώ ποτέ να τον δω ως σκουπίδι, ούτε έχω την αίσθηση ότι ήταν εχθρός της λαϊκής μας μουσικής, απλά ήταν σε άλλη διάσταση. Πέρα από τις ανθρώπινες κόντρες (λαϊκοί-του ελαφρού) και αδυναμίες, που ενδεχομένως να συνδέονται με τα ιστορικά φυσικά πρόσωπα, μένει η καλή μουσική. Και κάποια τραγουδάκια είναι καλαίσθητα (πλην όμως ελαφρά και “σοροπιαστά”-“μπουλκουμέ”).

Βεβαίως, οι καλές μου προθέσεις σταματούν εκεί που ξεκινούν οι κακόβουλες επιθέσεις κατά του μπουζουκιού (παρελθούσες, Μεταξικής αισθητικής, με “πασπάλισμα” Ζ. Παπαντωνίου ή σύγχρονες).

Άσε Άρη , ἡ ῥησις μου:089: που ανάφερες δεν την πιστεύω εντελός ,εμπνεύτηκα από τον φιλόσοφο Κώστα :109:, έτσι γιά ψυχαγογήα :019:. Συνφωνώ με τον Τριτσιβήδα πως Φώτης Πολυμέρης , Νίκος Γούναρης , καί πρωσθέτω Σοφία Βεμπού , δεν μπορώ να πώ πως είναι σκουπίδια αλλά όπως στο έργο του Φέρρη , στην ομηλία του Γιώργάκη για τα τραγούδια του Μπάμπη στο μαγαζί του “Ξαρχάκου” : "Ωραία τα τραγούδια του Μπάμπη μα μάγκικα δεν είναι¨ . . . Οπότε δεν είναι ρεμπέτικα … η λέξη αρχοντορεμπέτικο στο μυαλό μου είναι κατι σαν αΐπαρθενοπουτάνα . . .

Γνωστές επίσης ήταν οι αμοιβαίες συμπάθειες και ο θαυμασμός μεταξύ Νίκου Γούναρη και πολλών «ρεμπέτηδων».
Όμοια και ο θαυμασμός για τη φωνή και η φιλία Τσιτσάνη - Φώτη Πολυμέρη, με τον οποίο μάλιστα είχε ηχογραφήσει μέχρι και…Ηπειρώτικο !
(Στέλλα μωρΣτέλλα, κακιά κοπέλα δεν τόπραξες καλά. Παράτησες τον άντρα σμωρ` Στέλλα
μέσα στα Δολιανά.)
Θεωρώ επίσης καταπληκτικό τον τρόπο που καταφέρνει να δέσει τη δεύτερη φωνή που κάνει ο ίδιος, με τη φωνή του Πολυμέρη στο «Σκαλοπάτι» και τις « Αραπίνες».