Ταμπουράδες και πρώιμα μπουζούκια - Πηγές πληροφοριών

Ακριβώς αυτός είναι ο ασφαλέστερος τρόπος! Να το θυμόμαστε και με άλλες φωτογραφίες τέτοιου τύπου.

4 «Μου αρέσει»

Υπήρχαν και μικρασιάτες εθελοντές, και άλλοι, π.χ. ο κύπριος που του πήρε συνέντευξη ο Νέαρχος Γεωργιάδης, θα υπήρχαν και αιγυπτιώτες.

Ας βάλουμε εδώ άλλο ένα βασικό κείμενο του Ανωγειανάκη (“Ένα βυζαντινό μουσικό όργανο”, ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ 3 [1962-1963], Περίοδος Δ’• Σελ. 115-125, ΑΘΗΝΑ 1964)

https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/deltion/article/view/4451/4227

2 «Μου αρέσει»

Πράγματι, πολύ ενδιαφέρον εύρημα! Τζουραδάκι βέβαια, κι ας το ονομάζει (σωστά, για τις ανάγκες του άρθρου) ο Α. μπαγλαμά της οικογένειας πανδουρίδος / τριχόρδου. Εντύπωση μου κάνει, αλλά βέβαια δεν διαθέτω τις γνώσεις να τεκμηριώσω κάτι, ότι από το καπάκι δεν απέμεινε απολύτως τίποτα. Μα ούτε στο σημείο που ακουμπούσε στο χέρι, ούτε στα σημεία που υπήρχαν καβίλιες δεν γλύτωσε έστω ένα μικρό κομμάτι ξύλου του; Και η κάθετη χαραγή στο χέρι, ημιτελής; Μήπως, σκέφτομαι, το όργανο δεν απέκτησε ποτέ καπάκι , χορδές και στριφτάρια αλλά ξεκίνησε κάποιος την κατασκευή του, πέθανε κατά πάσαν πιθανότητα (ή πήγε σε κανένα πόλεμο) αφήνοντας το όργανο μισοτελειωμένο, έσπασε από κάποιαν αβλεψία και το χέρι, οπότε το εναπομείναν κομμάτι πετάχτηκε, λογικότατα, σε ένα παλιοπήγαδο;

Θα έλεγα πως όχι, αφού υπάρχει χορδοστάτης και μάλιστα στερεωμένος με καβίλιες στη θέση του. Αλλά λίγο μετά συνειδητοποίησα ότι δεν καταλαβαίνω τα του χορδοστάτη. Τον εκάλυπτε, λέει, το καπάκι. Πώς δηλαδή;

Περίπου στο ίδιο σημείο (σελ. 119, η 6η του πδφ) λέει:

Ό τρόπος αυτός της κατασκευής, ή κάλυψη δηλ. τής σκάφης με ξύλινο καπάκι, πού χροχωρεΐ ώς τήν αρχή του χεριού, πρέπει να σημειωθεί δτι διατηρείται εως σήμερα στην 'Ελλάδα σε ορισμένα λαϊκά ό’ργανα, δπως στή λύρα ( τύπου rebec ) ή σε μερικούς τύπους οργάνων τής οικογενείας τοΰ λαγούτου

Τι εννοεί; Δεν είναι αυτονόητο ότι το καπάκι καλύπτει όλο το σκάφος και φτάνει μέχρι το χέρι; Θα μπορούσε να είναι και αλλιώς;

Το όλο κείμενο μου δίνει την εντύπωση ότι ο Ανωγειανάκης δεν εννοεί, με τη λέξη «μπαγλαμάς», τον γνωστό μας μπαγλαμά. Φυσικά δεν αγνοεί τον ρεμπέτικο μπαγλαμά, απεναντίας βλ. υποσ. 4 της σελ. 121 (9ης στο πδφ), λέει όμως και ότι υπάρχει όργανο που στην Ελλάδα και την Τουρκία ονομάζεται μπαγλαμάς: ποιο όργανο υπάρχει στην Τουρκία και εκεί ονομάζεται μπαγλαμάς; Το σάζι. Και πράγματι, για διάφορα σαζο-ταμπουροειδή δημοτικά (όχι αστικολαϊκά) όργανα, χαμένα σήμερα, αναφέρεται η ελληνική ονομασία μπαγλαμάς. Απλώς τελικά κατέληξε στο όργανο που λέμε σήμερα μπαγλαμά.

(Θυμίζω και την εντύπωση που μου έχουν δώσει -το έχω ξανααναφέρει- αφηγήσεις Βαμβακάρη, Γενίτσαρη, ότι ο παλιός μπαγλαμάς ήταν ένα όχι κατ’ ανάγκην πολύ μικρό όργανο, σίγουρα όχι απλή μικρογραφία του 3χ μπουζουκιού αλλά ξεχωριστό με δικά του κουρδίσματα και τεχνική, και που αν ήταν όντως πολύ μικρό το έλεγαν τζουρά.)


Πάντως μου κάνει εντύπωση η επίμονη προσπάθειά του να επαινέσει τη σπουδαία κατασκευή ενός θεόστραβου οργάνου.

Το σκεπτικό μου είναι ότι ο χορδοστάτης, αφού είναι πρόσθετο κομμάτι και πρέπει να τοποθετηθεί στη θέση του πριν το καπάκι, μπαίνει πρίν μπει το καπάκι και το καπάκι ίσως να μην μπήκε ποτέ. Το λογικό θα ήταν, η καβίλια που συνδέει καπάκι και χορδοστάτη με τη σκάφη να σφηνωθεί τελευταία.

Για το καπάκι, θεωρώ ότι κοβόταν ως ένα ενιαίο κομμάτι λεπτής σανίδας που ακολουθεί τα εξωτερικά όρια της σκάφης και προεκτείνεται στο χέρι μέχρι το «σκαλοπάτι» και στην άλλη άκρη ακολουθώντας τα περιμετρικά όρια του χορδοστάτη.

(edit) Λάθος: «Η μία καβίλια, που υπάρχει ακόμα, ενώνει στερεά το χορδοστάτη με τη σκάφη (σχ. Αρ. 1, Μ)». Άρα, μπαίνει ο χορδοστάτης, στερεώνεται στο σκάφος με καβίλια που σταματάει στο ύψος του χορδοστάτη και, όταν μπεί και το καπάκι, ίσως συνδέεται η προέκταση του καπακιού με τον χορδοστάτη μέσω καινούργιας καβίλιας, τί να πώ; Δεν υπήρχε σύρμα να δεθούν σφιχτά τα δύο ξύλα.

Οκέι, θαρρώ πως το κατάλαβα τώρα. Με μπέρδευε το γεγονός ότι ο χορδοστάτης, μ’ αυτό το σχήμα σαν ποδαράκι, είναι τελείως διαφορετικός απ’ ό,τι ξέρω από σημερινά ταμπουροειδή όργανα. Οι λύρες έχουν βέβαια ποδαράκι, που στις πιο πρωτόγονες κατασκευές εκτελεί και χρέη χορδοστάτη, αλλά ανήκει στο μονοκόμματο σκάφος, όχι πρόσθετο όπως εδώ. Πάντως καλύπτεται και από το καπάκι, επομένως Νίκο καταλαβαίνω το σκεπτικό σου και νομίζω ότι στέκει. Το αν η μύτη στην κάτω άκρη του καπακιού θα στερεωνόταν με καβίλια ή μόνο με κόλλα δε νομίζω πως είναι τόσο σημαντικό (υποθέτω βέβαια ότι τεχνολογίες για κατασκευή ισχυρής ξυλόκολλας θα υπήρχαν ήδη από τότε).

Το σκάφος είναι τόσο ασύμμετρο ώστε όχι μόνο δεν είναι σχεδιασμένο με μισό χνάρι, αλλά μάλλον δεν είναι σχεδιασμένο ολωσδιόλου. Μάλλον πήρε ένα κομμάτι ξύλο και άρχισε κατευθείαν να πελεκά. Κάποιος με τόσο ανύπαρκτη τεχνογνωσία πιθανόν να μην έφτασε καν ποτέ στο καπάκι!

Παλατιανός μουσικός πάντως, σίγουρα δεν ήταν…

Ψαρόκολλα σίγουρα θα υπήρχε, αλλά νομίζω τίποτα άλλο.

Αν υπήρχε παλατιανός μουσικός τέτοιου επιπέδου, μάλλον θα τον βρίσκαμε κι αυτόν στο πηγάδι μαζί με τον ταμπουρά του.

Ο Ανωγειανάκης τονίζει αρκετά το ότι οι μουσικοί έφτιαχναν μόνοι τους τα όργανά τους. Προφανώς, όχι οι παλατιανοί όμως. Και η διάκριση δεν είναι μόνο μεταξύ μιας ελάχιστης ανώτατης ελίτ και των υπολοίπων, αλλά μεταξύ αγροτών-ποιμένων κλπ. ανθρώπων της πρωτογενούς παραγωγής, και ανθρώπων που πορεύονταν με χρήματα.

Ξαναπιάνω γνωστό μου ρεφρέν:

Στην ύπαιθρο οι άνθρωποι συνήθιζαν να καλύπτουν μόνοι τους όποια ανάγκη είχαν. Παρήγαν την τροφή και τα ρούχα τους, έχτιζαν τα σπίτια τους. Έσκαβαν και ισοπέδωναν τις πλαγιές μετατρέποντάς τες σε καλλιεργήσιμους αναβαθμούς, και έχτιζαν τις ξερολιθιές που τους συγκρατούσαν, και τα συντηρούσαν όλα αυτά εις το διηνεκές. Στο να σκάψουν έναν ταμπουρά θα κόλωναν;

Όμως ο Ανωγειανάκης μοιάζει να θεωρεί ότι, αφού ο κατασκευαστής αυτού του ταμπουρά ήταν τέτοια περίπτωση, ας μην του γυρεύουμε πολλές ορθογραφίες όπως από έναν ειδικευμένο οργανοποιό: ντάξει, εδώ δεν είναι τελειως (τι τελείως; καθόλου!) συμμετρικό, εκεί πάλι δεν είναι συμμετρικό, ο πάτος είναι χοντρός σαν της βάρκας, αλλά και πάλι μαρτυρείται επιμελημένη κατασκευή.

Δεν πάει καθόλου έτσι. Δε θα έλεγε ο Ανωγειανάκης «τους αναβαθμούς τούς παρέσυρε η πρώτη ψιχάλα και το βουνό επανήλθε στην φυσική του διαμόρφωση, αλλά τι περιμένεις, απλοί αγρότες τούς είχαν φτιάξει, και πολύ επιμελημένα μάλιστα για αγρότες, δεν ήταν ειδικοί τεχνίτες». Δε θα το έλεγε γιατί δε συνέβαινε αυτό. Είτε πρόκειται για αναβαθμούς είναι για οργανοποιία, παντού και πάντα μαρτυρείται ένα απίστευτο επίπεδο τεχνογνωσίας. Ένα επίπεδο που δεν κατακτήθηκε με τον ίδιο τρόπο όπως στους χώρους της οργανωμένης επαγγελματικής εξειδίκευσης, αλλά πάντως κατακτήθηκε.

Φυσικά υπήρχαν και αρχάριοι, καθώς και ανεπίδεκτοι που κάναν καλαμπόρτσικες δουλειές. Ο ταμπουρατζής μας εδώ είναι μια από αυτές τις δύο περιπτώσεις.

Κακώς μάλιστα λέει ο Ανωγειανάκης το 1965 ότι αυτή η παράδοση της ιδιοκατασκευής οργάνων είχε διακοπεί. Μισόν αιώνα αργότερα συνεχίζεται σε διάφορα μέρη, άλλα που τα έχω δει με τα μάτια μου και άλλα που τα ξέρω από ντοκιμαντέρ κλπ.

Δεν είμαι και τόσο σίγουρος για το κατά πόσον τον 11ον αιώνα υπήρχαν καθαροί επαγγελματίες οργανοποιοί, που δεν ήταν και μουσικοί.

Εδώ θα συμφωνήσω «μετ’ επιτάσεως»! Οτιδήποτε άλλο παρά επιμελημένη, δείχνει η συγκεκριμένη κατασκευή…

Χμ, ίσως να έχεις δίκιο Νίκο.

Χωρίς να έχω διαβάσει εξειδικευμενα, έχω ακουστά ότι μέχρι πολύ μεταγενέστερους αιώνες οι ζωγράφοι έφτιαχναν μόνοι τους τα χρώματά τους (και ότι μάλιστα κάποια σπάνια και ιδιαίτερα χρώματα αποτελούσαν και πεδίο ανταγωνισμού). Και οι ζωγράφοι βέβαια, και παλατιανοί να μην ήταν, πάντοτε συνδέονταν με κάποιον μαικήνα, είτε ήταν άρχοντας, είτε η Εκκλησία κλπ.

Το αν υπήρχαν συντεχνίες οργανοποιών και από πότε, εγώ μεν δεν το ξέρω, αλλά πιστεύω ότι δε θα είναι και άγνωστο…

Σχετικά με την κατασκευαστική επιμέλεια του οργάνου, πιστεύω ότι μόνο συγκριτικά μέσα στην εποχή του θα μπορούσε να βγει συμπέρασμα. Υπάρχει άραγε ανάλογο εύρημα διατηρημένης ιδιοκατασκευής ξύλινου οργάνου εκεί γύρω στα 1000 μ.Χ.;
Ή μήπως πάλι θα χρειαζόταν μια πιο λεπτομερής σύγκριση πχ με τα όργανα των δυο γιαγιάδων από το Άγκιστρο Σερρών;
Και φυσικά και ως προς το καπάκι, η εκδοχή ότι το όργανο δεν είχε ολοκληρωθεί, είναι μόνο μια ανάμεσα σε πολλαπλές πιθανές εκδοχές. Πχ μια άλλη εκδοχή: Αυτό ήταν το πρώτο χοντροφτιαγμένο όργανο του παίχτη, κι όταν έφτιαξε δεύτερο καλύτερο, πήρε το καπάκι από το παλιό και το έβαλε στο νέο. Ενώ το παλιό το αποθήκευσε μαζί με τα αγεία όπου και βρέθηκε.
Επίσης αν κατάλαβα καλά, όταν λέει ότι το καπάκι φτάνει στην αρχή του χεριού, μάλλον εννοεί ότι καλύπτει ένα σχετικά μεγάλο τμήμα του χεριού, δηλ. ως το σημείο όπου το μπράτσο έχει σκαφτεί και χαμηλώσει. .

Αν το δεις επί λέξη δεν λέει: η παράδοση της ιδιοκατασκευής έχει διακοπεί.
Λέει, ότι μεταπολεμικά έχει διακοπεί η “απρόσκοπτη συνέχιση” αυτής της παράδοσης “σε πολλές πλευρές της”. Κάτι αρκετά διαφορετικό, και κατά τη γνώμη μου ορθό, το οποίο μάλιστα εν προκειμένω διαπιστώνεται κατά κάποιο τρόπο και σε πραγματικό χρόνο (και όχι εκ των υστέρων όταν δηλαδή αυτή η “διακοπή της απρόσκοπτης συνέχισης” έχει κάνει πιο φανερά τα αποτελέσματά της). Βλ. και αναφορά στην τουριστική “καλλιέπεια”. Σε αυτήν μπορούμε εμείς να προσθέσουμε τη διαδικασία των πολύπλευρων μεταβολών που υπέστη μεταπολεμικά η ύπαιθρος.
Πιστεύω, ότι αυτά που έχεις δει (ή αντίστοιχα πράγματα που νόμιζα “τελειωμένα” αλλά ξαφνικά τα είδα μπροστά μου), αποτελούν μόνο ένα ελάχιστο δείγμα της “παλιάς” ζωής.

Προσωπικά διατηρώ μια επιφύλαξη για την κατακλείδα του κειμένου, και με την εξής έννοια: Η εύρεση του οργάνου στην Κόρινθο αποδίδεται στην αδιάκοπη πολιτισμική ανταλλαγή με τους μουσουλμανικούς λαούς. Ωστόσο αυτός ο τύπος οργάνου, όπως αναφέρεται και στο κείμενο, απαντάται στον ελλαδικό χώρο από την προχριστιανική, κλασική αρχαιότητα. Επομένως υπάρχουν και “πρωτογενείς” λόγοι για την ύπαρξή του στην Κόρινθο του 1000 μ.Χ., εκτός αν πρέπει να δεχτούμε ότι από τον 4ο π.Χ. έως τον 9ο-10ο μ.Χ. αι. υπήρξε κάποιο πολιτισμικό χάσμα.
Αυτό που μπορώ ωστόσο να κατανοήσω, είναι ότι το ελλαδικό “πρόσωπο” προς την ανατολή συνέτεινε στη διατήρηση αυτού του τύπου οργάνου, ενώ μια μονομερής δυτική επιρροή μπορεί να είχε συμβάλει στον περιορισμό της ύπαρξής του (όπως άραγε και συνέβη αργότερα μάλλον).

Ναι, τη 2η ή 3η φορά που το ξανασκέφτηκα αυτό κατάλαβα κι εγώ. Όταν δεν υπάρχει ταστιέρα, έχεις κυρίως το σκέτο μανίκι αλλά, προς το τέλος του, και την προέκταση του καπακιού που «καπακώνει» το σκαμμένο, χαμηλωμένο μανίκι.

Όντως, αντίφαση. Μπορούμε βέβαια να δεχτούμε ότι εννοεί «είτε για τον ένα λόγο είτε για τον άλλο…»

Μπορεί να είναι και λίγο αυτολιβάνισμα: είμαι ο ερευνητής που διασώζει το τελευταίο ίχνος της παράδοσης πριν χαθεί οριστικά κλπ.

Συγγνώμη που επιμένω, αλλά νομίζω ότι ο Ανωγειανάκης δεν λέει “περίπου” κάτι, αλλά ακριβολογεί σε αυτό που λέει.
Και συγκεκριμένα, δεν λέει “η παράδοση αυτή έχει διακοπεί”, αλλά: “έχει διακοπεί η απρόσκοπτη συνέχιση αυτής της παράδοσης”.
Αυτά είναι δυο διαφορετικά πράγματα.
Στη μια περίπτωση θα είχαμε μια παράδοση που υπήρχε και που διακόπηκε.
Στην άλλη περίπτωση γίνεται λόγος για μια παράδοση που συνεχιζόταν απρόσκοπτα και πια δεν συνεχίζεται απρόσκοπτα.

1 «Μου αρέσει»

Τέλος πάντων, δε θα ξαναγυρίσω στο κείμενο να δω μήπως άλλο ένα σημείο χρειάζεται προσεχτικότερο διάβασμα. Είχα μείνει με την εντύπωση ότι λέει αυτό που είπα. Αν κάνω λάθος, γράψτε λάθος.

Γεγονός είναι ότι όταν ο ίδιος έβλεπε τούριστ λύρες στα μαγαζιά των πόλεων (της Κρήτης βέβαια), σε πολλά άλλα μέρη οι λυράρηδες εξακολουθούσαν να τις πελεκούν μόνοι τους. Και πιθανότατα και στα χωριά της ίδιας της Κρήτης. (Χώρια που οι εμπορεύσιμες και εκσυγχρονισμένες λύρες στην Κρήτη επ’ ουδενί δεν ήταν μόνο τούριστ, ο Σταγάκης που τις καθιέρωσε θεωρείται αξεπέραστος μάστορας και τομή στην ιστορία του οργάνου. Κι εγώ, όπως ο Ανωγειανάκης, συμπαθώ πιο πολύ τις χωριάτικες, αλλά άλλο τα γούστα.)

Δεν ξέρω αν έχει ξανανέβει, αλλά βρήκα πολύ ενδιαφέρον το παρακάτω ιστολόγημα (“Μπουζούκι και μπουζουξήδες πριν τον μέγα Μάρκο κλπ”. ) Κάποιες φωτογραφίες με παλιούς μπουζουκτσήδες δεν τις είχα ξαναδεί.

4 «Μου αρέσει»

Πρέπει να έχει βάλει το χέρι του ο Σταύρος Κουρούσης σε κάποια από αυτά τα στοιχεία!

Μα ναι, αναφέρεται ονομαστικά και δίνεται και φωτογραφία του βιβλίου του.