Συζήτηση για τη λέξη "πούφι"

Καλημέρα με αρκετή καθυστέρηση, αλλά σήμερα έτυχε να “πετύχω” τη συγκεκριμένη δημοσίευση-το συγκεκριμένο ερώτημα.
Όσον αφορά τη λέξη “πούφι” (που υπήρξε η αφορμή για να συναντήσω την συγκεκριμένη δημοσίευση) σας παραθέτω τη λεζάντα γελοιογραφίας του 1899, που δημοσιεύεται στην εφημερίδα ‘Ακρόπολις’. Η γελοιογραφία, αρχικά, δείχνει δύο επαρχιώτισσες γυναίκες να συζητούν για το κυριακάτικο παράρτημα της εν λόγω εφημερίδας, λέγοντας:

“-Καλὲ, αὐτὴ ἡ κόρη μου λύσσαξε μὲ τὴν «Κυριακάτικη».
-Καὶ ποῦ νὰ ᾽στὰ ᾽πῶ τί ἔπαθα ἐγὼ μὲ δαύτη. Ἄκουγα πῶς ἔχει μόδαις. Λέω μαθὲς κ᾽ ἐγὼ κἄνα νέο κοντογοῦνι θὰ βγῆκε ἢ καινούργια φούντα γιὰ τὰ φέσα. Τὴν παίρνω καὶ τὶ νὰ ἰδῶ, κυρά μου; Οὕλο καπελῖνα καὶ πούφια. Οὔξω λέω!”

Προφανώς, η συγκεκριμένη γελοιογραφία θέλει να σατιρίσει την υιοθέτηση τρόπων και ντυσίματος από τις Αθηναίες και τους Αθηναίους, προερχόμενα από τη Γαλλία, που ήταν μόδα στην Αθήνα εκείνης της περιόδου (και υπήρξε αφορμή για άπειρη σάτιρα). Το “πούφι” υπήρξε χαρακτηριστικό μέρος της γαλλικής ενδυμασίας της “Belle-époque”, όπως σωστά ανέφερε κάποιος χρήστης/κάποια χρήστρια. Αν δούμε, άλλωστε, το λήμμα pouf του λεξικού του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών της Γαλλίας διαβάζουμε: " À la fin du xixes., rembourrage sur le bas du dos qui faisait bouffer la jupe; arrangement de tissu formant une masse au bas du dos." [Μεταφράζω (πρόχειρα): Στα τέλη του 19ου αιώνα, επένδυση στη μέση που έκανε τη φούστα να φουσκώνει- σ.σ., διάταξη υφάσματος που σχηματίζει μια μάζα στη μέση.]

Μήπως, επομένως, το πούφι στο στίχο είναι δίσημο; Δηλαδή, εννοεί ότι σκέφτεται το πούφι της (λόγω του σημείου εννοεί τον κώλο της), αλλά παραπέμπει και στο πουφ του καπνίσματος;

1 «Μου αρέσει»