Αυτό που ξέρω εγώ ως τσάκισμα είναι λόγια ή στίχοι ή και ολόκληρα δίστιχα (με λιγότερες συλλαβές από τους στίχους του κυρίως τραγουδιού) που παρεμβάλλονται χωρίς να έχουν λογική συνέχεια, χωρίς να ανήκουν στο κείμενο του τραγουδιού. Δηλαδή λόγια που τσακίζουν (κόβουν στη μέση) το κυρίως κείμενο - αν το δεις έτσι έχει τη λογική του. Πράγματι, η ίδια λέξη σημαίνει και μια φωνητική τεχνική.
Γύρισμα είναι μάλλον ένας δεύτερος σκοπός που μπαίνει μετά από έναν άλλο, π.χ. τσάμικο και γύρισμα σε συρτό (=δύο κομμάτια χωρίς παύση, είτε έχει καθιερωθεί τα συγκεκριμένα δύο να παίζονται πάντοτε ενωμένα είτε είναι επιλογή της στιγμής). Στο πλαίσιο της ίδιας γενικής έννοιας, γύρισμα λένε και το κάθε μέρος ενός τραγουδιστού σκοπού (ο τάδε σκοπός έχει δύο ή τρία γυρίσματα), ή το κάθε μέρος εκτός από το πρώτο.
Δηλαδή γύρισμα είναι όρος σχετικός με τη μελωδία, και τσάκισμα είναι όρος σχετικός με τα λόγια.
Αλλά όταν λέμε “όρος” μη φανταστεί κανείς ότι έχει πανελλήνια ισχύ με απόλυτα συγκεκριμένη και αποδεκτή απ’ όλους σημασία. Σε κάθε τόπο έχουν τη δική τους ορολογία.
Παράδειγμα:
Έχεις τον πασίγνωστο Κυρ-Κωστάκη. Τα κυρίως λόγια λένε:
Εμένα με το είπανε ανθρώποι μερακλήδες
πως την καλύτερη ζωή την κάνουν οι μπεκρήδες.
Τα τσακίσματα είναι: σε κάθε 1ο ημιστίχιο, η στάνταρ φράση “κυρ Κωστάκη έλα κοντά”, και σε κάθε τέλος στίχου ένα δίστιχο, άλλο κάθε φορά (τα μελιντζανιά / να μην τα βάλεις πια κλπ.).
Το ίδιο δίστιχο που στον Κυρ-Κωστάκη είναι τσάκισμα, σε άλλο τραγούδι μπορεί να ανήκει στους κυρίως στίχους.
Τώρα, το παράδειγμά μου είναι αιγιοπελαγίτικο και εσύ ρωτάς για στεριανές, πιο δυτικές περιοχές. Η γενική λογική η ίδια είναι. Οι ονομασίες όχι κατ’ ανάγκην.
Μπορεί ένα άρρυθμο τραγούδι να έχει ρυθμικό τσάκισμα, ή να είναι και τα δύο ρυθμικά αλλά σε διαφορετικούς ρυθμούς (εδώ, στο 1:45 τσάκισμα σε άλλο ρυθμό, μετά επανέρχεται, στο 3:05 δεύτερο γύρισμα του σκοπού, και στο 4:35 τρίτο γύρισμα).
Μπορεί ακόμα ένα [στιχουργικό] τσάκισμα να έχει δικό του [μουσικό] γύρισμα.