Σαν πεθάνω τι θα πούνε (Ελληνική Απόλαυσις)

Ποιά μελωδία, ζειμπέκικος ή συρτός;

δεν ξερω φιλε μου διοτι δεν γνωριζω να παιξω απο παρτιτουρα. ηταν να παω σε καποιον να μου το δειξει αλλα δυστηχως το αμελησα και τωρα εχω ολα τα βιβλια πακεταρισμενα. ο κατσαρος ελεγε το εμαθε απο τον παππου του στο νησι. τα λεει στις συνεντευξεις του κουναδη στην σελιδα του. επισεις, (νομιζω στον σχορελη?) ελεγε οτι το λεγανε και οι παλιοι μικρασιατες ως παλιο σμυρνεικο. τωρα σε τι μουσικη, δεν ξερω. καπου πρεπει να εχει τους στιχους μεσα στο βιβλιο.

ευχαριστώ, και εγώ κάπου το έχω σε ένα βιβλίο με κυπριακούς χορούς και τραγούδια, θα το βρω και θα επανέλθω.

1 «Μου αρέσει»

Η κυπριακή παραλλαγή είναι το νούμερο 84 από τα «Δημοτικά τραγούδια και λαϊκούς χορούς της Κύπρου» του Γεώργιου Αβέρωφ: Από τα ψηλά πετένια. Βλέπω ότι υπάρχει ηχογράφηση του Βάσου Κωνσταντίνου που δεν την έχω ακούσει.
Η μουσική είναι σαν πολύ απλοποιημένη μορφή του συρτού αλλά με μελωδία σε τέταρτα και ο Αβέρωφ δεν το βάζει με τους χορευτικούς συρτούς. Νομίζω έχει στιχουργικό ενδιαφέρον, γιατί από το «σαν πεθάνω» παράγονται καινούρια δίστιχα, πρακτική που τη συναντούμε και σε άλλα κυπριακά τραγούδια:

Σαν πεθάνω θάψετε με στην αυλήν τ’άη Γιωρκού,
νά 'ρκουνται για να με κλαίσιν οι κοπέλλες του χωρκού.
Σαν πεθάνω θάψετε με μες το σταυροπάζαρο,
να περνούν τζιαι να λαλούσιν: αχ! τον κακομάζαλο.

Δεν νομίζω να υπήρξε ποτέ άνθρωπος, στις παλιές παραδοσιακές κοινωνίες, που να μην ήταν 1.000% σίγουρος ότι κάπου θα ταφεί, όταν πεθάνει. Οπότε, στίχοι όπως «σαν πεθάνω θάψτε με εκεί κι εκεί, να γίνεται τούτο κι εκείνο» θα πρέπει να ήταν πάρα πολύ συνηθισμένοι σε ολόκληρο τον ελληνόφωνο χώρο.

ππέφτω για να σκοτωθώ, υποθέτω;

;Σαν αποθάνω θάφτε με κάτω από την ταβέρνα,
να με πατεί η ταβερναριά κι η κόρη που μ’ εκέρνα.

Σαν αποθάνω το πρωί, ποτέ να μη βραδιάσει
σαν κλείσω εγώ τα μάτια μου, ο κόσμος ας χαλάσει.

Δε συνδέονται με τα προηγούμενα, γιατί είναι σε άλλο μέτρο και άρα λέγονται σε άλλους σκοπούς. Οπότε επιβεβαιώνεται η υπόθεση του Νίκου: τέτοια δίστιχα βγαίναν ακόμη και ανεξάρτητα από άλλα ομοειδή. (Εγώ τα έχω ακούσει στον σκοπό της Αντριάνας.)

Επίσης:

(Όπου εδώ έχουμε το ίδιο μέτρο με το Σαν πεθάνω στο καράβι και με τα κυπραίικα, άρα δυνητικά συνδέονται.)

(Ανέβασα το βιντεάκι έτσι.)

Αλλά και σε κανονικό δημοτικό τραγούδι (πολύστιχο): Ο ναύτης μας αρρώστησε στου καραβιού την πλώρη, και αφού τον έβαλαν για τελευταία φορά να διαβάσει τους καιρούς που μόνο αυτός ήξερε τόσο καλά, αφήνει τελευταία παραγγελιά:

Θωρείτε κείνο το βουνό το πιο ψηλό ‘πού τ’ άλλα,
που ‘χει ανταρίτσα στην κορφή και καταχνιά στη μέση;
Εκεί να πά’ ν’ αράξουμε, που 'ναι καλός λιμιώνας,
να βγουν οι ναύτες για νερό κι ο μάγειρας για ξύλα
και τα μικρά ναυτόπουλα να σκάψουν έναν λάκκο.
Να μην τον σκάψουσι βαθιά, κάτου στο περιγιάλι,
να μου χτυπάει η θάλασσα απάνω στο κεφάλι

Και σε άλλα. Δε θυμάμαι ποιος ήρωας αφήνει παρόμοια παραγγελιά, και ζητάει το μνήμα του φαρδύ πλατύ για το σπαθί, μακρύ για το κοντάρι.

Αλλά και σε ρεμπέτικα βέβαια: σε μια γωνιά μονάχο, με το μπουζούκι του, με τον ναργιλέ του, με μια καναβουριά, και διάφορες άλλες παραλλαγές. Στη δε «Αληθινή Αγάπη», δυο στεφάνια πικροδάφνη μες στο μνήμα μου να βρω.

Στην Κάρπαθο, τον αείμνηστο Ηλία Μηνατσή, έναν σημαντικό τσαμπουνιέρη της Ολύμπου, τον είχα ακούσει αυτοπροσώπως να τραγουδεί «Θ’ αφήσω μια παραγγελιά να μην τη λησμονάτε: θέλω με λυροτσάμπουνα στον τάφο να με πάτε» (δεν ξέρω αν πραγματοποιήθηκε), ενώ βιβλιογραφικώς ξέρω και μια παρόμοια κάποιου λυριστή, «Στον τάφο το λυράκι μου κι η κόρδα ταιριασμένη, μη θέλουν να γλεντήσουσι και οι αποθαμένοι».

Μάλλον δεν έχει τελειωμό η θεματική.

1 «Μου αρέσει»

Ναι, το ένα δίστιχο είναι αυτό, μαζί με τα δύο που παράθεσα και το γνωστό σαν πεθάνω στο καράβι. Εμένα η στιχουργική πρακτική πάντως με παραπέμπει και σε άλλα τραγούδια όπου η κοινή αρχή του στίχου δεν είναι κατ’ανάγκην το θέμα, π.χ. όλα τα δίστιχα ξεκινούν «τρεις ελιές» αλλά το τραγούδι είναι ερωτικό και όχι γαστριμαργικό :slight_smile:

Οι ελιές και η ντομάτα, και ό,τι άλλο, επελέγησαν όχι για μεζέ, αλλά για ομοιοκαταληξία…

Το έγραψα, χωρίς να διερωτηθώ από πού το ξέρω. Θα μου πεις, πιθανόν από πολλές μεριές. Πάντως ακούω τώρα μια ηχογράφηση που έκανα το 2005 από ένα γλέντι στην Τήλο, και κάποιος είπε ακριβώς αυτή τη μαντινάδα, άρα μάλλον από κει την πρωτοάκουσα.

Η απάντηση:

Άμα πεθάνω θάφτε με μ’ ένα σταυρό να λέει
«εδώ ετάφη μερακλής», κι όποιος περνά να κλαίει.

2 «Μου αρέσει»

Βλέπω από το άρθρο του μακαρίτη του Νέαρχου Γεωργιάδη για την Εβραιοπούλα, ότι υπάρχει τραγούδι
«Από τα μπετένια πέφτω» στα χειρόγραφα του Φωριέλ από την εποχή της ελληνικής επανάστασης, δε ξέρω αν μετά συμπεριλαμβάνει και τα δίστιχα «σαν πεθάνω στο καράβι» κλπ.

Όχι πάντα! Ολόκληρο το καταγεγραμμένο τμήμα:
(Δίστιχα, αρ. 1)

1 Ήθελα να ΄ρθώ το βράδυ, κι έπιασε ψιλή βροχή.
Το θεό παρακαλούσα, για να σ’ εύρω μοναχή.

2 Από τα πατέμνια πέφτω* σαν η πάπια στο γιαλό,
σαν το ψάρι λαχταρίζω στα βυζάκια σου τα δυό.

3 Από τα πατέμνια πέφτω, πέφτω για να σκοτωθώ.
Η αγάπη μου φωνάζει: “Πιάστε τον για το θεό!”
Πιάστε τον τον ορφανό!
.

( * ) ΄ένα π

1 «Μου αρέσει»

Από το χειρόγραφο του Φωριέλ; Ευχαριστώ.

Ναι, εννοώ την καταγραφή των μη εκδεδομένων κομματιών, τα κατάλοιπα που λέμε, όπως καταγράφηκαν στον Β΄τόμο της ελληνικής έκδοσης. Δεν είναι ακριβώς χειρόγραφο, το πιθανότερο είναι να το έχει γράψει κάποιος άλλος και να κρατήθηκε από τον Φ.

1 «Μου αρέσει»

Να κι άλλη περίπτωση όπου γιαλός=πέλαγος

Δουλεύω χρόνια θερμαστής
σε θάλασσες στα ξένα
μα δε φοβάμαι τους γιαλούς
όσο φοβάμαι εσένα
(“Ο θερμαστής” 1940, Γ. Ογδοντάκη)

2 «Μου αρέσει»

Στην ελληνική κιθάρα στις 78 στροφές περιλαμβάνεται το «Από τα πεδένια», Αγιασματζής, Σκαρβέλης και άγνωστος στην αρμόνικα, ηχογράφηση Κωνσταντινούπολης γύρω στο 1906. Εκτός από το συγκεκριμένο δίστιχο έχει και το «ήθελα να ρθώ το βράδυ», η μουσική πάντος είναι διαφορετική από την κυπριακή εκδοχή του Αβέρωφ.

1 «Μου αρέσει»

Μήπως παλαιότερα λέγοντας γιαλό εννοούσαν και το πέλαγος;

Βλέπω π.χ. στον «Ερωτόκριτο» ο Κορνάρος ταυτίζει το γιαλό με το πέλαγος:

Ωσάν το ναύτη όντεν ιδεί κακόν καιρόν, κι αρχίσει (στ. 651)
η θάλασσα ν’ αρματωθεί να τον επολεμήσει,
κ’ έχει άνεμον εις τ’ άρμενα άγριον και θυμωμένον,
και το γιαλό άσπρον και θολό, βαθιά ανακατωμένον•
και πολεμούν τα κύματα και δίδουσίν του ζάλη,
μπαίνοντας απ’ τη μιά μερά, σκορπώντας εις την άλλη,
κι ώρες στο νέφος τ’ Oυρανού με το κατάρτι ‘γγίξει,
κι ώρες στα βάθη του ο γιαλός να θέ’ να το ρουφήξει,
να χαμηλώνει η συννεφιά, να βρέχει, να χιονίζει,
ν’ αστράφτει, να βροντά [ο] Oυρανός, κι ο Kόσμος να μουγκρίζει… (στ. 660)

1 «Μου αρέσει»

Πάντως σήμερα (για την ακρίβεια χτες που ήταν εργάσιμη) που βρήκαμε τη φράση «γιαλό γιαλό» σ’ ένα κείμενο του σχολείου, ήταν σαφές στα παιδιά ότι μπορεί να σημαίνει εξίσου «διά ξηράς παραλιακά» όσο και «διά θαλάσσης κοντά και παράλληλα στη στεριά» και ότι άρα πρέπει να βρούμε από τα συμφραζόμενα τι εννοεί εδώ. Πρώτη Γυμνασίου, μια τάξη με όχι ιδιαίτερα ψηλό μέσο επίπεδο λεξιλογίου και γλώσσας γενικότερα. Άρα, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η συγκεκριμένη δισημία παραμένει ζωντανή κοινή γνώση.

Ο σκέτος γιαλός ως πέλαγος, ναι, έχω την αίσθηση ότι είναι κάπως πεπαλαιωμένος. Ιστορικά δε νομίζω να χωράει αμφιβολία πως:

…, σήμερα όμως θα έλεγα ότι όποτε χρησιμοποιείται, δηλαδή σχετικά σπάνια στον τρέχοντα λόγο, σημαίνει κυρίως το τελευταίο από τα τρία.

φαίνεται πως χρησιμοποιούνται και οι δυο
έννοιες πχ

<… σαν πεθάνω στο καράβι
ριξτε με μεσ’ το γιαλό.(δηλαδή ανοιχτά, στο πέλαγος) >

ενα Ηπειρώτικο λέει.

<γιαλό, γιαλό
ψαράκια κυνηγώ (δηλαδή παραλιακά) >

η το Επτανησιακό
<γιαλο να πας,
γιαλό να’ ρθεις(ακρη άκρη με ασφάλεια) >

1 «Μου αρέσει»

Δεν είναι δύο, είναι τρία. Γιαλό να πας, δηλαδή με τη βάρκα από τα ρηχά κοντά στη στεριά ή το αντίστροφο, από τη στεριά παραλιακά;

Τέλος πάντων, επειδή ανακυκλώνουμε όσα ξαναειπώθηκαν ήδη, ας συμφωνήσουμε ότι ο γιαλός δεν είναι καταμεσής της στεριάς, ούτε στον αέρα. Οπουδήποτε αλλού όμως, μπορεί να είναι.

Η στραβος ειναι ο γιαλος η στραβα αρμενιζουμε