Ρεμπέτικο και περιθώριο

Μου είναι κουραστικό να επανέρχομαι σε πράγματα χιλιοειπωμένα και χιλιοσυζητημένα αλλά, μπροστά στον (δυστυχώς πάντα υπαρκτό) κίνδυνο να αναγορευτεί ο Πετρόπουλος σε “αδιαμφισβήτητη Κορυφή” για όλα ανεξαιρέτως τα θέματα που σχετίζονται με το αστικό λαϊκό τραγούδι (σε αυτό και μόνο αναφέρομαι), δεν θα κουραστώ ποτέ να επαναλαμβάνω ότι:

ΠΡΙΝ ΥΙΟΘΕΤΗΣΟΥΜΕ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΤΟ ΕΧΕΙ ΓΡΑΨΕΙ Ο ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ (αλλά και οποιοσδήποτε άλλος), ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΟΥΜΕ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΑ.

Ευτυχώς, σήμερα η διασταύρωση αυτή είναι πλέον δυνατή στην πλειοψηφία των περιπτώσεων. Αν δεν βρίσκονται άλλες πηγές για διασταύρωση, ας σημειώνεται τουλάχιστον “κατά τον Πετρόπουλο (ή, κατά τον χψω), το θέμα έχει έτσι και έτσι”.

σας προτεινω να διαβασετε το τουμπεκι του πετρου πικρου εκδοσεις κακτος τα καλιαρντα του ηλια πετροπουλου εκδοσεις νεφελη και αυτο και τους αθλιους των αθηνων του ιωαννη κονδυλακη

Διαπιστώνω τελευταία πως εκδηλώνεται μεγάλο ενδιαφέρον για τη συσχέτιση ρεμπέτικου και “περιθωρίου” και μάλιστα όχι μόνο από Έλληνες.
Μέχρι και γερμανόφωνα περιοδικά ζητούν συνεργασία στο συγκεκριμένο θέμα και εξετάζουν συγκριτικά την κοινωνία που γέννησε το ρεμπέτικο στην Ελλάδα και τα φάντος στην Πορτογαλία π.χ. εστιάζοντας και στην πολυσυζητημένη έννοια του “περιθωρίου”.
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας αρχικά πώς ορίζεται η έννοια “περιθώριο” στην “επίσημη” (ας το πούμε έτσι) βιβλιογραφία και αν η κατάσταση στην Ελλάδα το 19ο και τον 20ο αιώνα δικαιολογεί ακόμα και την αναφορά στον όρο “περιθώριο” στη χώρα μας.
Επίσης, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τα κοινωνικά αίτια στα οποία οφείλεται η όποια “ανομική” ή “αποκλίνουσα” συμπεριφορά απαντώντας στο ερώτημα αν ο άνθρωπος στρέφεται από τη φύση του στην παραβατικότητα ή αν τον ωθούν σ’ αυτήν εξωγενείς παράγοντες.
Χρειάζεται μια σφαιρική ματιά στην κοινωνία αυτής της εποχής (και βιβλιογραφία υπάρχει προσεγμένη και άφθονη) για να δούμε το θέμα της κοινωνικής ληστείας στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο.
Και κυρίως, να κατανοήσουμε πως ξενόφερτοι και εχθρικοί προς τον ελληνικό λαό μηχανισμοί στον τόπο μας πρωτοχάραξαν την έννοια του κράτους και οριοθέτησαν τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη “νομιμότητα” και στην “παρανομία” εξυπηρετώντας αλλότρια προς τον ελληνικό λαό συμφέροντα.
Από εκεί και μετά, ο ιστορικός ή ο κοινωνιολόγος μελετά εκείνες τις δραστηριότητες που άλλοι (τα κυρίαρχα στρώματα και οι θεσμοί της κοινωνίας) έχουν κατονομάσει ως εκτρεπόμενες της ορθής συμπεριφοράς, διαιωνίζοντας έτσι το μύθο του “περιθωρίου” συνδέοντάς το μάλιστα στην περίπτωσή μας με αυτό το σημαντικότατο κομμάτι του λαϊκού μας πολιτισμού, που επικράτησε με την ονομασία ρεμπέτικο.

1 «Μου αρέσει»

Ελένη, σε ποιά γερμανόφωνα περιοδικά αναφέρεσαι?
Ευχαριστώ πολύ.

Στο πολυσυζητημένο θέμα της σχέσης ρεμπέτικου και περιθωρίου κατ’ εμέ το πιο ενδιαφέρον σημείο βρίσκεται στο πώς αυτό το μουσικό είδος, που στην αρχή φαίνεται ως έκφραση ιδιαίτερων κοινωνικών ομάδων, σχεδόν εν τη γενέσει του θα ΄χει μοναδική διεισδυτικότητα κι απήχηση σ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα.
Είναι χαρακτηριστικότατο ότι,πέραν της δεδομένης διείσδυσης του ρεμπέτικου στην επιθεώρηση και την οπερέτα,σε μορφές δηλαδή καλλιτεχνικής έκφρασης δυτικοευρωπαϊκής και μη λαϊκής προέλευσης,εφόσον ισχύει η ταύτιση Α.Κωστή και Κώστα Μπέζου,ερμηνευτής ή και δημιουργός των πλέων βαρέων προβαμβακαρικών ρεμπέτικων δεν είναι κάποιος λαϊκής προέλευσης μάγκας, αλλά ένας πολυπράγμων και μορφωμένος καλλιτέχνης.
Ο Μπέζος,προφανώς,επιλέγει αυτή την ‘‘περιθωριακή’’ κουλτούρα συνειδητά,σ’ άλλους βέβαια,όπως ο Μάρκος,που βιώνουν τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό καθημερινά, δυνατότης επιλογών δεν υπάρχει,ο κοινωνικός καταναγκασμός είναι πρόδηλος.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι το ρεμπέτικο εξαρχής θα αγγίξει χορδές της συλλογικής μας συνείδησης και παρά τις αρχικά έκδηλες αντικοινωνικές του όψεις, τον ηθικό πανικό που προκάλεσε σε ποικίλους κοινωνικούς και πολιτικούς χώρους ,θα γοητεύσει ευρύτατα κοινωνικά στρώματα.
Η διαχρονική αυτή απήχηση κι αποδοχή του ρεμπέτικου, ακολουθώντας τον Δαμιανάκο, μπορούμε να πούμε ότι οφείλεται και σε στοιχεία του,όπως το πνεύμα ανυποταξίας κι αμφισβήτησης,ο ελευθεριάζων τρόπος ζωής των φορέων του.Εδώ εντάσσεται κι η γοητεία,που απ’ ό,τι φαίνεται ανέκαθεν ασκούσαν οι μάγκες ως δομημένη ομάδα,που έμπρακτα διαφοροποιούταν από τις κρατούσες αντιλήψεις και τη συμβατική ηθική.Η περιθωριακή τους υπόσταση,οι παράνομες δραστηριότητές τους δεν σήμαιναν κατ’ ανάγκην και την κοινωνική τους απόρριψη,αφού τρόπον τινά εξέφραζαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια κι εναντίωση προς τους επίσημους θεσμούς.
Βέβαια η περιθωριακότητα,όπως εκφράζεται μέσα στο ρεμπέτικο,δε σημαίνει μόνο απειθαρχία κι ανυποταγή,που πιθανώς υπό προϋποθέσεις να λάβουν μια πιο συνειδητή μορφή,αλλά και παθητικότητα,ενίοτε κι αυτοκαταστροφικότητα.Στοιχεία νομίζω κι αυτά εμφανή στο λαϊκό μας τραγούδι.
Εν πάση περιπτώσει το ρεμπέτικο αποτελεί κεντρικό στοιχείο της λαϊκής μας κουλτούρας και κατ’ εμέ ό,τι σημαντικότερο έχει παραγάγει αυτός ο λαός εντός του άστεως.Μέσω αυτού θα εκφραστεί κατά τρόπο μοναδικό η επώδυνη μετάβαση από την παραδοσιακή κοινότητα στη σύγχρονη κοινωνία.Και όχι άδικα,πέρα από οποιαδήποτε ιδεολογήματα λαϊκότητας ή ελληνικότητας,το ρεμπέτικο από έκφραση ετερότητας θα γίνει κατ’ εξοχήν έκφραση της νεοελληνικής ταυτότητας.

Παναγιώτη μήπως, στον (δικαιολογημένο) ενθουσιασμό σου υπερβάλλεις και λιγάκι; εντάξει όλα, αλλά και κατʼ εξοχήν έκφραση της νεοελληνικής ταυτότητας το ρεμπέτικο, πάει λιγάκι μακρυά. Παράλογο δεν είναι, μόνο κάπως υπερβολικό το βλέπω…

Σωστή και δεκτή η επισήμανση.Ήμουν όντως υπερβολικός, επειδή ήθελα να τονίσω την απήχηση του ρεμπέτικου σε όλη την κοινωνική κλίμακα και ότι εκφράζει κάποια βασικά στοιχεία του νεοελληνικού ήθους.

συμφωνώ απόλυτα με τον Παναγιώτη, και δεν υπερβάλει καθόλου κατά τη γνώμη μου …
υπάρχουν εξετάσεις ότι το φαινόμενο αυτό υπάρχει και σε άλλες κοινωνίες, προπάντον στο μεσόγειο. Τι μας λέει αυτό? Κατά τη γνώμη μου ότι με αυτό το στοιχείο πλησιάζουμε στους λόγους για την γοητεία γύρω από τους μάγκες> φαίνεται ότι πρόκειται για μια νοσταλγία για το παρελθόν με τον ανδρισμό του.

Βασική παράμετρος πρώτη:Ρεμπέτικο ίσον άκυρο.Λαϊκό τραγούδι ναι!
παράμετρος δεύτερη!Ρεμπέτικο και υπόκοσμος δεν ταυτίζονται σε ένα, που να μπορούμε να πούμε οτι είναι το ίδιο. Το οτι στις φυλακές, στους τεκέδες, απο τους εργάτες των λιμανιών, τους μάγκες,τους γυρολόγουςδημιουργήθηκε αυτό το είδος, δεν παυει να μην είναι λαικό. Λαός ήταν και αυτοί. Το αναφέρατε και πιο πρίν οι περισότεροι απο τους δημιουργούς δεν είχαν σχέση με το περιθώριο.(περιθώριο υπάρχει και σήμερα στην μουσική). Κανείς δεν ντρέπεται για τίποτα. Αρκεί κάποιος να συνητοποιήσει για τι πράγμα μιλάμε.
Το μόνο που μπορεί να τους κάνει λούμπεν, είναι η στηριξη στην θεματολογία τουλάχιστον του υποκόσμου, του χασίς κ.α
η στάση που πέρναγαν, και πάλι οχι εξ ολοκλήρου το απο μέρα σε μέρα, παθητικά να περνάει και όπως πάει.
Τέλος,γιατι κάπου εχασα την συνέχεια της σκέψησ μου, το λαϊκό τραγούδι ανηκει σε οσους το δημιουργούν, το ακούν, το διαδίδουν. Και ας είναι οτι θέλουν αυτοί. Απο ιστορικής σκοπιάς καλά κάνουμε και αναλύουμε αλλα οχι να στρουθοκαμιλίζουμε,και να να κρύβουμε τον μικροαστισμό μας.

Πρόλογος. Αν βαριέστε τον παρακάμπτετε.

Το παρόν θέμα είναι τεράστιο. Τόσο με την κανονική έννοια της λέξεως (θέμα = αντικείμενο συζήτησης) όσο και ως ιντερνετική ορολογία (thread) - 151 δημοσιεύσεις πριν την παρούσα.

Επειδή, όπως πολλοί, αυτό που σκέφτομαι θέλω να το πω, αλλά πρόλαβα και να αναρωτηθώ μήπως το έχει ήδη πει κάποιος, έκατσα και το διάβασα όλο. Άλλωστε έχω ήδη συμμετάσχει σε παρόμοιες συζητήσεις που παρεισέφρησαν λάθρα μέσα σε άλλα «θέματα» (threads) και που όποιος τις ψάξει σε όλο το φόρουμ θα πελαγώσει. Καλύτερα λοιπόν να είναι όσο μπορούμε μαζεμένες σε μια μεριά, κι ας είναι πολλές. Αναπόφευκτα, από κάποιο σημείο και πέρα διάβαζα διαγώνια.

Στις προηγούμενες σελίδες:

Έχουν ήδη γίνει ιστορικές και κοινωνιολογικές αναφορές στην έννοια του «περιθωρίου» και ειδικότερα στο περιθώριο της ελληνικής κοινωνίας κατά τη χρονική περίοδο που μας ενδιαφέρει.
Έχει συζητηθεί αρκετά ο ρόλος του Ηλία Πετρόπουλου στη δημιουργία της συσχέτισης ρεμπέτικου και περιθωρίου. Είναι γεγονός ότι ο Πετρόπουλος επί τουλάχιστον μία γενιά κυριάρχησε στη ρεμπετολογική φιλολογία, και ότι οι απόψεις του έχουν αφήσει ένα στίγμα ανεξάρτητα από το αν σήμερα επιβεβαιώνονται ή όχι.
Έχει γίνει μια προσπάθεια άρσης της ταύτισης περιθωρίου και χρήσης ναρκωτικών: αναφέρθηκε ότι το χασίσι (αγαπημένο θέμα πολλών ρεμπέτικων και υπεύθυνο για μεγάλο μέρος της «λαγνείας» που ασκεί το είδος σε πολλούς ακροατές) δεν ήταν ούτε κοινωνικά ούτε νομικά αυτό που είναι τώρα.
Έχει συζητηθεί το ενδεχόμενο να προκαταλαμβανόμαστε υπέρ ή κατά του συσχετισμού ρεμπέτικο-περιθώριο για λόγους συναισθηματικούς («μήπως ντρεπόμαστε για το περιθώριο;» / «μήπως αντίθετα έχουμε κάποια κάψα να το παίζουμε κι εμείς περιθωριακοί;») και νομίζω ότι αυτή η περιοχή πλέον ξεκαθαρίστηκε αρκετά.
Έχουν συζητηθεί άλλες πτυχές του ζητήματος, τις οποίες προς το παρόν παρακάμπτω γιατί δεν έχουν σχέση μ’ αυτό που θέλω να πω.
Και φυσικά πολλά από αυτά τα παρακλάδια της συζήτησης έχουν αναπτυχθεί αυτόνομα.

Κυρίως θέμα.

Νομίζω ότι, στο ζήτημα της σχέσης του συγκεκριμένου μουσικού είδους με την κοινωνία γύρω του, η σημαντικότερη τομή ιστορικά είναι όταν τα τραγούδια αυτά άρχισαν να παίζονται επαγγελματικά σε μαγαζιά και να ηχογραφούνται. Είναι εύλογο ότι η γνώση μας γι’΄αυτά προέρχεται κυρίως από το διάστημα μετά από αυτή την τομή. Όμως υπάρχουν και κάποια σπαράγματα πληροφοριών από πιο πριν: πληροφορίες, περιγραφές, και τραγούδια της προδισκογραφικής ουσιαστικά περιόδου που από σπόντα δισκογραφήθηκαν κι αυτά. Τα μουρμούρικα.
Από τη στιγμή που τα ρεμπέτικα βγήκαν στη μουσική αγορά, το ρεμπέτικο είναι κυρίως ένα ρεπερτόριο τραγουδιών. Χαρακτηρίζεται από ορισμένα όργανα, ορισμένους ρυθμούς και κλίμακες, ορισμένες θεματικές και τεχνικές στο στίχο, κλπ. Σ’ όποιον αρέσουν, τα ακούει, ενώ σ’ όποιον δεν αρέσουν το ράφι προσφέρει και άλλες επιλογές.
Φυσικά η επιλογή «θα πάω στα ρεμπέτικα / δε θα πάω στα ρεμπέτικα» δε γινόταν 100% με μουσικά κριτήρια. Υπήρχαν και κοινωνικά κριτήρια: από το αν το σηκώνει η τσέπη μου να πάω σε άλλου είδους διασκέδαση μέχρι το αν με εκφράζει αυτή η διασκέδαση και αν γουστάρω τους άλλους που θα είναι στο ίδιο μαγαζί. Αλλά αυτό ισχύει και τώρα: άλλοι άνθρωποι πάνε στα σκυλάδικα, άλλοι στις ροκ συναυλίες, άλλοι στις μουσικές σκηνές. Άλλοι στο Άλφαβιλ και άλλοι στα Βίλατζ.
Πριν από αυτή την τομή, ίσχυαν άλλα. Οι σωζόμενες περιγραφές και τα ίδια τα μουρμούρικα τραγούδια δείχνουν ότι μέχρι κάπου στις αρχές του 20ού αιώνα το ρεμπέτικο δεν είχε ακροατήριο. Μαζευόταν μια παρέα και τραγουδούσαν όλοι μαζί για όλους μαζί. Ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά τραγούδια από την «Τετράδα»: Τι είναι το «Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα»; Μισοεπαινετικά, μισοκοροϊδευτικά στιχάκια για τα μέλη μιας παρέας. «Κάν’τονε Σταύρο»: το ίδιο. Δεν μπορώ να φανταστώ αξιοπρεπή επανεκτέλεση αυτού του τραγουδιού όπου ο επανεκτελεστής να μη ρίξει και ένα-δυο καινούργια στιχάκια για τη δική του παρέα. «Σου ‘χει λάχει»: μοιάζει για ασυνάρτητο συνονθύλευμα σκόρπιων στίχων, που δεν ερμηνεύεται παρά ως προσπάθεια του Μπάτη, μέσα στις άξενες συνθήκες του στούντιο, να αναπαραγάγει μόνος του τη διαδικασία ανταλλαγής στίχων ανάμεσα σε πολλούς συμμετέχοντες που γινόταν σ’ ένα μουχαμπέτι. «Βάρκα μου μπογιατισμένη»: πάλι το ίδιο, ακόμη πιο ξεκάθαρα εδώ αφού χρησιμοποιούνται και στίχοι που τους ξέρουμε στην ίδια ακριβώς χρήση από τη ζωντανή σήμερα δημοτική παράδοση. Στον Μπάτη το στοιχείο της πλάκας (που διασταυρώνεται και από μαρτυρίες, π.χ. στην Αυτοβιογραφία του Μάρκου, ότι τον χαρακτήριζε ως τύπο) είναι πιο έντονο, ενώ στον Μάρκο αυτό το είδος ημιαυτοσχεδιασμού είναι πιο αγέλαστο. Όχι όμως λιγότερο ελεύθερο.

Δε θα προχωρήσω σε παράθεση δεκάδων παραδειγμάτων, ούτε θα εξηγήσω τη γνωστή σε όλους έννοια του μουρμούρικου (τα τραγούδια που ανέφερα συνήθως δεν εντάσσονται ακριβώς στα μουρμούρικα). Αξίζει όμως να επισημάνω μια πηγή που ίσως δεν είναι γνωστή σε όλους: το κείμενο του Κ. Φαλτάιτς (από το Μπουκέτο, 1929) για τα δίστιχα του μπαγλαμά. Το αναδημοσιεύει ο Λ. Λιάβας στο πρόσφατο έργο του «Το ελληνικό τραγούδι 1821 -1950». Παραθέτει μερικές δεκάδες δίστιχα, χωρίς να τα διακρίνει σε τραγούδια -άλλωστε κανένα τους δεν προϋποθέτει το προηγούμενο ή το επόμενο για να στέκει με ολοκληρωμένο νόημα-, καθιστώντας τελείως σαφές ότι αυτά εναλλάσσονταν ελεύθερα.

Νομίζω λοιπόν ότι εδώ η πολυσυζητημένη φράση «το ρεμπέτικο είναι τρόπος ζωής» αποκτά νέο φως. Έχουμε να κάνουμε με τραγούδια που δεν απευθύνονται σε κανένα είδος καταναλωτών μουσικής, αλλά δημιουργούνται, αναδημιουργούνται και κυκλοφορούν μεταξύ μιας «κάστας» ανθρώπων που τα μοιράζονται. Αυτό ναι, είναι τρόπος ζωής. Δεν επηρεάζει ίσως την κάθε στιγμή της ημέρας σου και της ζωής σου, αλλά είναι κάτι που δεν το κάνουν όλοι, το κάνουν ορισμένοι. Ως γενική περιγραφή το «πετάμε δίστιχα ο ένας στον άλλο» καλύπτει σημαντικό μέρος της μουσικής μας παράδοσης, πολύ πέρα από το ρεμπέτικο. Όμως οι περιπτώσεις που αναφέρει ο Φαλτάιτς (ο οποίος δε χρησιμοποιεί πουθενά τη λέξη ρεμπέτικο), όπως και τα περισσότερα ηχογραφημένα παλιά μουρμούρικα, είναι σαφές ότι αποτελούν ένα ειδικό υποσύνολο αυτής της παράδοσης, το οποίο με την ισχύουσα ορολογία δεν είναι μαντινάδες, δεν είναι κοτσάκια, δεν είναι τσιαττιστά, είναι ρεμπέτικο.
Κατά τη γνώμη μου λοιπόν το ερώτημα περί συνδέσεως του ρεμπέτικου με το περιθώριο πρέπει να εστιαστεί σ’ αυτή τη συγκεκριμένη εκδοχή του ρεμπέτικου. Αυτοί οι άνθρωποι ήσαν περιθωριακοί ή όχι;
Για τις μεταγενέστερες και πολύ πιο γνωστές φάσεις του ρεμπέτικου το ερώτημα μάλλον περιττεύει. Άνθρωπος που παίζει σ’ ένα νόμιμο μαγαζί έναντι μεροκάματου κι έρχεται κόσμος και τον ακούει δεν είναι περιθωριακός, ακόμη κι αν έχει βγει από τη φυλακή για παράβαση του κοινού ποινικού δικαίου, ακόμη κι αν ξεκίνησε από το περιθώριο. Η αρχόντισσα Ρόζα, θρυλικοί σταρ σαν τον Κατσαρό και τον Σαλονικιό, τίμιοι επαγγελματίες σαν τον Παπαϊωάννου, ήταν το άκρο αντίθετο του περιθωρίου. Ο Μάθεσης μπορεί να ήταν υποκοσμικός, αλλά είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.
Το ερώτημα είναι αν οι άγνωστοι ρεμπέτες της εποχής της ανώνυμης δημιουργίας ήταν περιθωριακοί. Επ’ αυτού, ο Φαλτάιτς (που βέβαια δεν είναι η μοναδική πηγή) είναι κατηγορηματικός. Ο τίτλος του άρθρου του είναι «Πώς τραγουδούν οι φυλακισμένοι, οι λωποδύται και οι χασισοπόται». Το κείμενο είναι εντυπωσιακά απαλλαγμένο από οποιαδήποτε προκατάληψη εναντίον αυτών των κοινωνικών ομάδων, και καταγράφει ορισμένα από τα τραγούδια τους (από τα σκόρπια δίστιχα για την ακρίβεια) επειδή είναι κρίμα τέτοια ποίηση να μείνει άγνωστη. Ορισμένα από αυτά είναι καθαρώς χασισοποτικά, δηλαδή χασισοποτικής θεματολογίας. Άλλα επιγράφονται καθ’ αυτό της φυλακής, αλλά υπάρχει και μία ομάδα ερωτικών και αστείων και άλλη μία καθαρώς ερωτικών. Βλέπουμε δηλαδή ότι δεν προσγράφονται στους περιθωριακούς αποκλειστικώς όσα τραγούδια μιλάνε για περιθωριακές δραστηριότητες, αλλά όσα τραγούδια τραγουδιούνται από αυτούς. Αυτονόητο, έτσι δεν είναι; Δεν περιμέναμε όλοι οι μανάβηδες να τραγουδάνε το Χοντρό μπιζέλι, όλοι οι βοσκοί το Μπήκαν τα γίδια στο μαντρί και όλοι οι εφοριακοί το Taxman.

Αν νομίζετε ότι έχει νόημα να συνεχιστεί η συζήτηση, προτείνω να εξετάσουμε το ενδεχόμενο να τεθεί σ’ αυτή τη νέα βάση.

Βασικά το πράμμα κατεμέ έχει ως εξής:

  1. υπάρχουν ανθρώπινες οντότητες που γράφουν στίχους και συνθέτουν μουσική

  2. δεν υπάρχουν και άρα δε χρειάζεται να εξηγηθούν οι λόγοι και οι αφορμές που ωθούν στη δημιουργία. Υπάρχει μονάχα ο Λόγος του δημιουργού.

  3. τα παραπάνω συμβαίνουν ανεξάρτητα από τις καταβολές των δημιουργών (πχ το λεγόμενο «περιθώριο»).

  4. στον αντίποδα βρίσκονται οι ανθρώπινες οντότητες-ακροατές, που είτε τους αρέσουν είτε δεν τους αρέσουν οι δημιουργίες.

Τόσο απλά, όσο κι ο ήλιος που ανατέλλει. Καλήμερα σας με δημιουργίες!

Προσωπικά η θέση μου, όσο πιο απλά μπορεί να διατυπωθεί είναι η εξής:

  1. Υπάρχει μία μεγάλη παρανόηση όσον αφορά το λεγόμενο περιθώριο και τους περιθωριακούς. Οι περιθωριακοί και οι μουσικοί τους αποτελούν ένα ισχυρό μεν, αλλά μικρό τμήμα της μουσικής που ονομάζουμε σήμερα ρεμπέτικο. Ο Πετρόπουλος ταύτισε τη μουσική αυτή με τους περιθωριακούς για τους δικούς του λόγους και αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

  2. Υπάρχουν πολλές ρίζες της μουσικής που ονομάζουμε σήμερα ρεμπέτικο: Ενδεικτικά μερικές: Οι πολεις της Μικράς Ασίας, η τούρκικη λαϊκή παράδοση, η ρωμέικη λαϊκή παράδοση, το νέο ελληνικό κράτος. Από όλα αυτά, αυτός που ταυτίζει το ρεμπέτικο με το περιθώριο, κρατάει μόνο τους τεκέδες και τις φυλακές.

  3. Η ρεμπέτικη μουσική δεν μπήκε σε εθνικά καλούπια και εθνικές ή πολιτικές ιδεολογίες (πλην ολίγων εξαιρέσεων). Αυτό του διασφάλισε ελευθερία στα εξής:

  • Να ενσωματώνει επιδράσεις από άλλα έθνη χωρίς εθνικά κόμπλεξ
  • Να λειτουργεί ως φορέας παλιών παραδόσεων.

Ολα αυτά αρχίζουνε και φθίνουνε στην τελευταία φάση του, με την “ιδεολογική” αστικοποίηση του. Κατά μία έννοια, η ρεμπέτικη μουσική ελλαδοποιείται πλήρως διότι οι επιδράσεις από την ρωμέικη και τούρκικη ανατολή φθίνουν στο ελάχιστο, και μεταμορφώνεται σιγά σιγά σε αυτό που ονομάζουμε σήμερα λαϊκό τραγούδι.

Απλουστευτικά παρουσιασμένη η σκέψη μου, μέσα στις άκρες όμως κάτι τέτοιο πιστεύω ότι ισχύει.

Υ.Γ.: Το περιθώριο; Για μένα η καραμέλα που κρύβει ένα φαινόμενο πολύ βαθύτερο. Μελετώντας και εστιάζοντας μόνο εκεί, χάνουμε την ουσία.

Συμφωνω στα πιο πολλα Διονυσε…Επισης ετσι πρεπει να παρουσιαζονται ολονων οι αποψεις και σκεψεις.Συνοπτικα…Μια ερωτηση…Λες “(πλην ολίγων εξαιρέσεων)”,τι εννοεις?

Για παράδειγμα τα τραγούδια του Μάρκου για το 1912, για τον βασιλιά, κάποια άλλα για τον Μουσολίνι, που εμπίπτουν σε ιδεολογικές τοποθετήσεις και σε εθνικά ιδεώδη ή στόχους. Θα σταματήσω εδώ, για να μην γυρίσει πολιτικά το θέμα…

Ναι ναι…Οκ…Ο,τι να 'ναι καταλαβα γι’αυτο ρωτησα…

Την ονομασία ρεμπέτικο, ποιός την έδωσε στο είδος αυτό;

Προσωπικά δεν μου αρέσει και πιστεύω για πολύ κόσμο, αυτή η λέξη περιέχει αρνητικά χαρακτηριστικά.

Θα έλεγα ότι αυτό είναι η συμπύκνωση των όσων είχαν ήδη ειπωθεί στις παλιότερες φάσεις της συζήτησης. Ωστόσο επιτρέψτε μου να επιμείνω στο εξής:
Πριν από κάποια δεδομένη χρονική στιγμή, το ρεμπέτικο υπήρχε αποκλειστικά ως συμμετοχικό τραγούδι της παρέας, έξω από επαγγελματικούς μουσικούς κύκλους, ως όντως τρόπος ζωής (με μια πολύ συγκεκριμένη και όχι αόριστα ρομαντική έννοια) και όχι ως ρεπερτόριο. Μιλάμε για εποχές και για συνθήκες όπου δεν υπήρχαν «οι Χ και οι μουσικοί τους», αλλά μόνο ομάδες που από κοινού παρήγαν και κατανάλωναν τη μουσική. Αυτές οι ομάδες κάτά πόσον ήταν περιθωριακές; (Ότι υπήρχε και το περιθωριακό στοιχείο είναι αναμφισβήτητο. Τι ποσοστό όμως καταλάμβανε;)

Φυσικά. Αλλά άλλο οι ρίζες και άλλο το ίδιο το ρεμπέτικο. Δεν μπορούμε να τα εξετάσουμε όλα ταυτόχρονα, μια κατάτμηση είναι μεθοδολογικά απαραίτητη.

Κάθε άλλο. Το να συζητάμε για το ρόλο ή την τεχνική ενός οργάνου δε σημαίνει ότι παραγνωρίζουμε την ύπαρξη άλλων οργάνων, απλώς ότι τα εξετάζουμε ένα-ένα. Έτσι κι εδώ: σ’ ένα φόρουμ με τόσα θέματα, πιάνουμε ένα (ρεμπέτικο και περιθώριο) για να ξεκαθαρίσουμε επιτέλους ποια ακριβώς είναι η αλήθεια, στο μέτρο φυσικά που μας είναι δυνατό.

Περικλή, αυτό το θέμα (thread) είναι ίσως ένα από τα πιο όμορφα που έχουν ανοιχτεί στο Ρεμπέτικο Φόρουμ. Και λόγω του θέματος του, και λόγω των προσώπων που συμμετέχουν. Για να είμαι ειλικρινής, δεν βλέπω πως μπορώ να προσθέσω, ή να αφαιρέσω κάτι. Μάλλον θα αναμασήσω, ας είναι…

Μπορώ να σου μιλήσω προσωπικά, για τις εικόνες και τους ήχους που έχω γι’ αυτό το λεγόμενο “περιθώριο”:

Σαν εικόνα έχω αυτόν τον μπαγλαμά από καύκαλο χελώνας που είδα στο μουσείο λαικών οργάνων στην Πλάκα, και σαν ήχο έχω τα τραγούδια του Ιωαννίδη, με τα περίεργα ντουζένια και τις απλές νότες σε κιουρντί ή ουσακ… Οταν σκέφτομαι τους ανθρώπους σκέφτομαι φουστανελάδες και μάγκες μέσα στις φυλακές και ανθρώπους ταλαιπωρημένους. Και όλα αυτά πριν το 1900, τότε που η ρημάδα η εξουσία προσπαθούσε να δώσει στην Αθήνα την εικόνα “ευρωπαϊκής” πόλης, πετώντας μουσικές και ανθρώπους στο πλάι ή στο υπόγειο, όπως το πάρει κανείς…

Πόσοι να ήτανε; Σε σχέση με τον πληθυσμό της Ελλάδας όχι πολλοι, αυτό είναι σίγουρο. Ειχανε το χρόνο ή τη διάθεση να συνθέτουνε; Δε νομίζω, παλιά τραγούδια παίρνανε ή κάνανε κανένα καινούργιο απλό τραγουδάκι, βασισμένο στα παλιά. Απλές στρωτές μελωδίες, για να μπορούνε όλοι να ακολουθούν ή να μουρμουρίζουν. Και αυτό φαίνεται, στα τραγούδια που ξέρουμε ότι προέρχονται από αυτόν τον χώρο.

Ο Μάρκος για μένα τα βρήκε όλα έτοιμα. Ηταν τυχερός γιατί είχε ταλέντο και βρέθηκε την κατάλληλη στιγμή στον κατάλληλο τόπο. Διαισθητικά όμως είμαι σίγουρος ότι οι περισσότερες από τις πρώτες του ηχογραφήσεις δεν είναι δικές του συνθέσεις. Σε κάποιες από αυτες είναι και σίγουρο, όπως για παράδειγμα στο “αντιλαλούν οι φυλακές”. Αρα, η ρίζα είναι ταυτόχρονα και καρπός μερικές φορές, Περικλή.

Οσο για το ποσοστό… Κλαδιά είναι που μπερδεύονται. Αν θεωρήσεις ένα κλαδί τον Μάρκο που βούτηξε αυτούσια σε αυτόν τον χώρο τον “περιθωριακό”, παίρνεις ένα άλλο κλαδί τον Σκαρβέλη και ένα άλλο τον Περιστέρη και εκεί είναι που χάνεις τα αυγά και τα πασχάλια, εκεί που τρεις διαφορετικοί κόσμοι ενώνονται σε ένα τραγούδι.

Θα τελειώσω με ένα μικρό τέστ: Ξέρεις πια μουσική ακούνε οι αλβανοί μαφιόζοι στην Ελλάδα; Ξέρεις πια μουσική ακούνε οι πακιστανοί περιθωριακοί στην Αθήνα; Αν σοκάρεσαι με την ερώτηση (δεν το νομίζω) να είσαι σίγουρος ότι την ίδια απορία για την ερώτηση θα είχανε και οι Αθηναίοι αστοί στο τέλος του 19ου αιώνα που είχανε βάλει τα πιάνα στο σαλόνι τους αν τους ρωτούσανε για τους μάγκες του Ψυρρή. Βέβαια οι περιθωριακοί του σήμερα είναι ακόμα πιο περιθωριακοί απ’ ότι τότε. Γι’ αυτούς μάλλον δεν θα βγει ένας Μάρκος, ούτε και θα ασχοληθούμε ποτέ μαζί τους γιατί δεν είναι δικά μας παιδιά.

Το περιθώριο είναι περιθώριο, αυτό τείνουμε να το ξεχάσουμε, όταν το ωραιοποιούμε μέσα από το Ρεμπέτικο. Αμόρφωτο, βίαιο, ντόμπρο, δύσκολο, απωθητικό, για μας τους αστούς, όταν τύχει και το ζήσουμε από μέσα.

Υ.Γ. Αταστε δεν ξέρουμε. Υπάρχουν αναφορές στις ετικέτες κάποιων πρώιμων τραγουδιών που σήμερα όμως δεν τα θεωρούμε ρεμπέτικα. Οι αναφορές στον Ριζοσπάστη το 36, αν θυμάμαι καλά, φαίνεται να παγιώνουν τον όρο.

Να γιατί είναι λάθος λοιπόν να ταυτίσεις το περιθώριο με το “ρεμπέτικο”. Γιατί ένα μεγάλο μέρος καλλιτεχνών απο το 1922 και μετά δεν συμμετέχει σε αυτό που έχουν περιγράψει φολκλορικά ως ρεμπέτικο περιθώριο.
Υπήρχε περιθώριο και ήταν λογικό - στο μέρος που ανδρώθηκε το λαϊκό τραγούδι- να συμμετέχει ο κόσμος και να το κάνει κτήμα του, να δημιουργήσει μέσα απο αυτό.
Παράλληλα όμως το ίδιο τραγούδι ήταν κι έξω απο αυτό που λένε περιθώριο.
Περιθώριο εννοούμε τα ναρκωτικά, την φυλακή, την οικονομική εξαθλίωση στις παράγκες και γενικά την εργατιά.
Καλό είναι να κοιτάμε την εξέλιξη του, παράλληλα και συνδετικά όμως με τον κόσμο που άκουγε - συμμετείχε στο τραγούδι αυτό.

Κατ’ αρχήν, Διονύση, μάλλον μιλάς για τη γνωστή “μίνι” αντιπαράθεση στον Ριζοσπάστη,που ξεκίνησε με άρθρο του Φοίβου Ανωγειανάκη (“Το ρεμπέτικο τραγούδι”), που σχολιάστηκε από τον Αλέκο Ξένο σε επιστολή του, που και αυτή σχολιάστηκε από τον Νίκο Πολίτη με δική του επιστολή. Αυτά έγιναν το 1947. Οι όροι που χρησιμοποιούνται στην αντιπαράθεση αυτή μας δημιουργούν την εντύπωση ότι ο όρος Ρεμπέτικο είχε ήδη επικρατήσει, στους λογίους τουλάχιστον. Όμως, δύο χρόνια αργότερα, ο Μάνος Χατζιδάκις τιτλοφορεί την περίφημη διάλεξή του στο Θέατρο Τέχνης ως “Ερμηνεία και θέση του σύγχρονου Λαικού τραγουδιού (Ρεμπέτικο)”, αποδεικνύοντας ότι ο όρος δεν είχε σίγουρα και κατά κράτος επικρατήσει.

[b]Εδώ[/b], γίνεται μία ανίχνευση μήπως και απαντηθούν κάποια καίρια σχετικά ερωτήματα. Αλλά και στο φόρουμ έχει επανειλημμένα συζητηθεί το θέμα, δυστυχώς χωρίς να βγεί απάντηση. Η πιο πρόσφατη, και με φιλοδοξίες για κάποιες απαντήσεις προσπάθεια έγινε [b]εδώ[/b]. Ούτε και αυτή κατέληξε κάπου. Το “Δεν ξέρουμε” συνεχίζει να ισχύει μέχρι σήμερα.