Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Δεν είναι καθόλου απλά τα πράγματα, όταν θέλεις να φτιάξεις γλωσσάρι για λέξεις και εκφράσεις που χρησιμοποιήθηκαν σε άλλες εποχές και σήμερα είναι ξεχασμένες ή, η σημασία τους έχει αλλάξει. Βασική παραδοχή, που θα μας γλυτώσει από πάρα πολλές κακοτοπιές: ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΒΡΕΘΕΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΣΩΣΤΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΓΙΑ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ, άρα πρέπει κάποτε να λέμε και “δεν ξέρω”. Φυσικά πάντα θα προσπαθήσουμε, αυτά τα “δεν ξέρω” να είναι όσο πιό λίγα γίνεται. Όμως πολύ συχνά, κάποιοι προτιμούν να ερμηνεύσουν λανθασμένα κάποια λέξη ή έκφραση, από το να πούν “εγώ δεν ξέρω να απαντήσω” (το λάθος αυτό πάντως είναι συχνότερο στους άσχετους).

Επίσης σημαντικό είναι να μην περιοριζόμαστε, ψάχνοντας για κάποιαν ερμηνεία, σε ένα συγκεκριμένο τραγούδι. Είναι πάρα πολύ πιθανό, σε κάποιον άλλο στίχο η ίδια ακριβώς έκφραση να έχει διαφορετική σημασία. Από την άλλη, μία έκφραση μπορεί να χρησιμοποιείται σε ένα στίχο τελείως ξεκρέμαστα, ή με τρόπο που να μην μας δίνει καμμία απολύτως ένδειξη για τη σημασία της έκφρασης. Παράδειγμα ο στίχος του “Με πιάνουνε ζαλάδες” του Μπέζου:
Την κάπα μου τη κρέμασα, ρε σπλάχνο, στη στρατώνα
και όποιος πεί για σένανε θα τονε φάει το χώμα.

Και ο Μάθεσης χρησιμοποιεί την έκφραση κανονικά, στο δικό του στίχο, αλλά… :
Την κάπα του την κρέμασε, εδώ και λίγα χρόνια,
γιαυτό και τον εβγάλανε Τρελλάκια τα κορόιδα.

Δύο εμφανίσεις, βοήθεια μηδέν. Το ότι σήμερα ξέρουμε τη σημασία της έκφρασης, οφείλεται μόνο στο ότι κατά τύχη, κάποιοι θυμούνταν ακόμα τη σημασία της όταν κάποιοι άλλοι ρώτησαν.

Συμφωνώντας απόλυτα με το Νίκο, θα πρόσθετα ότι καλό θα ήταν να είχαμε και τα συμφραζόμενα, σε μερικές φράσεις.

Όσα προλαβαίνω…

- τα παιδιά της μπάτσικας=τα αλάνια, τα παιδιά της πιάτσας, τα βλαμάκια.
“μπάτσικα” [από το ιταλικό bazzica] είναι και παιχνίδι με χαρτιά της τράπουλας.
Για το αν προέρχεται από την ιταλική αυτή λέξη, δεν μπορούμε να πούμε με καμιά σιγουριά.
Όμως, αν αυτό σημαίνει κάτι, στο χαρτοπαίγνιο αυτό γίνεται μνεία στη χώρα μας από το 1934.

- “γεμάτο ζάρι” είναι το “πειραγμένο”, το λιμαρισμένο, το κούφιο, το “καραγκιοζάκι” όπως το ονομάζει ο Τσιφόρος.
Λεγόταν και “καραγκιόζης” και είχε δεχτεί επεξεργασία το ζάρι αυτό, ώστε με την κατάλληλη εξάσκηση ο παίκτης να πετυχαίνει το σωστό πέταγμα, άρα και τον επιθυμητό αριθμό.

  • “στρώνω κουβέρτα” σημαίνει αυτό που λέει κυριολεκτικά η φράση: στα πρόχειρα χαρτοπαίγνια που στήνονταν, έστρωναν μια κουβέρτα κατάχαμα και έστηναν το παιχνίδι, ενώ αυτό φυσικά δεν γινόταν στις επίσημες μπαρμπουτιέρες.

-“μανίτσα” (από το “μάνα”) είναι κατ’ αρχήν τρυφερή έκφραση για τη μάνα και
κατ’ επέκταση γλυκόλογο, κοπλιμέντο, εκδήλωση ερωτικού θαυμασμού του άντρα προς τη γυναίκα.

-"(μ)προυσαλιό" έλεγαν την καλύτερη ποικιλία χασίς που προερχόταν από την περιοχή που έδωσε και το όνομα, την Προύσα.

  • “αντάρα” είναι η φασαρία, η αναστάτωση, η ταραχή (από το “αναταράσσω”)

-“ντιγκιντάν” και “ντιγκιντάγκας” και “ντιντής” σημαίνει “μαλθακός” άντρας, θηλυπρεπής.

-“παντόφλα” είναι το “πορτοφόλι”, άρα κυριολεκτικά πρέπει να λέγεται και σ’ αυτή τη φράση.

- “κουνενές” είναι το νεογέννητο μωρό, ο ξεμωραμένος, ο μαμόθρεφτος, αλλά και ο “κουνιστός”.

- “φιρμάνι” ( περσική “farmβn” “διάταγμα”}
λέξη που μπήκε στην ελληνική επί τουρκοκρατίας και σήμαινε το διάταγμα του σουλτάνου
και κάθε εντολή που έρχεται άνωθεν και προς την οποία δεν μπορεί να φέρει κάποιος αντιρρήσεις.

- “μαρμάγκα” είδος δηλητηριώδους αράχνης.
Όταν λέγεται για κάποιον “τον έφαγε…” σημαίνει “εξαφανίζεται”, “χάνεται”, “καταστρέφεται”
[αλβ. merimange]

  • “κάνω κορδελάκια” σημαίνει κάνω το δύσκολο", “φέρνω αντιρρήσεις” αλλά και “κάνω καμώματα”.

“…Όλους τους μάγκες αγαπάς
και όλους τους νταήδες
και ζούλα ζούλα κυνηγάς
τους φιόγκους και ντιντήδες…”

Το τετράστιχο αυτό που συνοδεύει το λήμμα “Ντιντής” από ποιο τραγούδι είναι παρμένο;

Νομίζω ότι το ντιντής δε σχετίζεται άμεσα με τα άλλα δύο. Ντιντής ήταν υποκοριστικό του Κωνσταντίνος. Είτε επειδή τέτοια υποκοριστικά (όπως και Κοκός, Τοτός, Λούλης και άλλα που σήμερα θα ήταν καταγέλαστα, αλλά και μερικά όπως Μίμης που τα ψιλοακούμε ακόμη) τα συνήθιζαν οι ανώτερες τάξεις, οι μοσκαναθρεμμένοι, είτε λόγω παρετυμολογικής επίδρασης από το “ντιγκιντάγκας”, έφτασε από κύριο όνομα να γίνει προσηγορικό και να σημαίνει αυτό που σημαίνει.

Επιπλέον, νομίζω ότι ντιντής σημαίνει ακριβώς αυτό που γράφεις, Ελένη, μαλθακός και θηλυπρεπής (φλώρος θα λέγαμε σήμερα), ενώ το ντιγκιντάγκας είναι ευθεία αναφορά στη σεξουαλική κατεύθυνση και σημαίνει θηλυπρεπής ομοφυλόφιλος (αδερφή - δεν είναι όλοι οι ομοφυλόφιλοι θηλυπρεπείς, ούτε το αντίστροφο). Με την επιφύλαξη ότι πριν καμιά 80ριά χρόνια μπορεί να ήταν άλλες οι εννοιολογικές αποχρώσεις.

Είναι ένα αδέσποτο το οποίο έχει καταγραφεί σε γραπτές πηγές αλλά και τραγουδιόταν στα πάλκα.

Πάντως, “ντιντήδες” συναντάμε και σε τραγούδι του [b][u]Χιώτη[/b][/u].

Απ’ ό,τι φαίνεται, στην αργκό, ειδικά εκείνης της εποχής, οι εννοιολογικές αποχρώσεις δεν είναι απόλυτα διαχωρισμένες και αυτό φαίνεται όχι μόνο από τη χρήση τους στα συγκεκριμένα τραγούδια, αλλά και από άλλες γραπτές πηγές, ευθυμογραφήματα κ.λπ.

Χμ… εμένα μου δίνει την εντύπωση “αδέσποτου”=επινοημένου/πεποιημένου, για αυτό νομίζω ασφαλέστερο θα ήταν να ταυτοποιούνται τα λήμματα από δισκογραφημένα τραγούδια. Προτιμώ δηλ. το “Θέλω άντρα ν’ αγαπάει” του Χιώτη (1950), που είναι δισκογραφικώς χειροπιαστό και μας δίνει και ένα χρονολογικό στίγμα ενδεχομένως για την εμφάνιση της λέξης.
Τώρα για την σημασιολογική γειτονία “ντιγκιντάγκα” και “ντιντή”, λέω να το ξανασκεφτούμε, συμφωνώντας με τοποθέτηση pepe. Σε επίρρωση και ο Σαραντάκος (Λέξεις που χάνονται, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου 2011: σελ. 191-2): “Ντιντής είναι ο αβροδίαιτος νέος της καλής κοινωνίας, ο μαλθακός και καλοαναθρεμμένος, σε αντιδιαστολή με τον μάγκα ή το εργατόπαιδο…[…]Ωστόσο ο ντιντής δεν είναι θηλυπρεπής…”.
Έτσι και ο Ζάχος (Λεξικό της ελληνικής αργκό, Κάκτος 1999: σελ. 374): “κοροϊδευτικά άτομο λεπτεπίλεπτο και αναθρεμμένο κατά τον δυτικοαστικό τρόπο”.
Βλ. και ωραίο χρονογράφημα στην εφημερίδα Εμπρός, 5-2-1953, “Με τους ντιντήδες μετά τα μεσάνυχτα” (από την πολύτιμη ψηφιακή βιβλιοθήκη της Εθνικής Βιβλιοθήκης [ΕΒΕ])

Βλέπετε σχέση του “ντιντής” με το “δανδής” (dandy);

Όχι Γρηγόρη, άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Μην τα μπλέκουμε.

Θα συμφωνήσω με το Νίκο.
“Δανδής” δεν ήταν μόνο ο φιλάρεσκος, ο καλοβαλμένος, ο αριστοκράτης, αλλά και ο άνθρωπος ο εκλεπτυσμένος, ο κατασταλαγμένος, ο ανατρεπτικός, αυτός που επίσης διέθετε χιούμορ.

Ο “Ντιντής”, ενδεχομένως μπορεί να ξεκίνησε ως υποκοριστικό ονόματος, να σήμαινε αρχικά “φιλάρεσκος” και “καλοβαλμένος”, αλλά - με το πέρασμα των χρόνων - έφτασε να σημαίνει “άνθρωπος χωρίς έκδηλο ανδρισμό” και “θηλυπρεπής”, τουλάχιστον στα λαϊκά αναγνώσματα.

Τώρα όσον αφορά στα λήμματα που παρέθεσε ο Γιώργος.

  • “βάρδα” ως προστακτική, σημαίνει “κοίταξε”, “πρόσεξε”, “φυλάξου”.
    (βενετ. varda, vardar=απομακρύνομαι)

- “δουλικά” = υπηρέτες (νομίζω ότι χρησιμοποιούμε και σήμερα τη λέξη με την ίδια ακριβώς σημασία).

- “Γαλατάς” = παράλια περιοχή της Κων/πολης, στη βόρεια πλευρά του Κεράτιου κόλπου.

- “μπύρα” = η μπυραρία

  • “δεν μασάω” = δεν πείθομαι, δεν φοβάμαι, δεν τσιμπάω, δεν ψαρώνω, “καταλαβαίνω την απάτη”.

  • “μπάζα” 1. γενική ονομασία για άχρηστα υλικά (χώμα, πέτρες, τούβλα, ξύλα) που προέρχονται ιδίως από κατεδάφιση οικοδομής.

  1. κάρτες (στα χαρτιά) κερδισμένες από τον αντίπαλο, πετυχημένο κόλπο.
  2. Επίσης, μεγάλα συνήθως οικονομικά κέρδη, μεγάλο οικονομικό όφελος, χαρτωσιά.
    " δεν πιάνω μπάζα" = δεν μπορώ να συγκριθώ με κάποιον, είμαι πολύ κατώτερος από αυτόν.
    [αντιδ. < παλ. ιταλ. basa = “βάση, θεμέλια”, από το λατιν. basis < αρχ. βάσις]

- “τρώω σακούλα”= περιφρονούμαι, απορρίπτομαι, δεν υπολογίζομαι.

- “κολλάω τις φωτιές” = ανάβω τον αργιλέ

  • “γαζέτα” = εφημερίδα, αλλά και νόμισμα μικρής αξίας.

  • “τη μάπα του την πήραν” = τις έφαγε, έπεσε ξύλο

  • “Γκαζοχώρι” = το Γκάζι, η περιοχή όπου το εργοστάσιο φωταερίου, κακόφημη και μνημονευμένη και από άλλους (π.χ. “…και η κόρη του Γιαβρή στο Γκάζι…”, Κ. Βάρναλης)

- " (ν)τρίτσα κάτσα" 1. δεν συμμορφώνομαι, δεν έχω διάθεση να υποχωρήσω, δεν ακολουθώ οδηγίες.
2. Τα μισόλογα, οι υπεκφυγές
[Η φράση αναφέρεται αρκετές φορές στα έργα του Τσιφόρου και ο Ζάχος υποστηρίζει πως είναι αρβανίτικης προέλευσης].


Προσθέτω και άλλη μια λέξη, με την ευκαιρία.

“μπάνικα” = ωραία, με εντυπωσιακό τρόπο

[Μπανίζω και μπανιστήρι, από το “μπάνιο”, από τη συνήθεια των αντρών να κρυφοκοιτάζουν τις γυναίκες όταν έκαναν μπάνιο στη θάλασσα με τα μαγιό, σε μια εποχή που τα μπαιν - μιξ ήταν απαγορευμένα.]

Από το τραγούδι [b]“Είμαι μαγκάκι”[/b]του Καλδάρα (1948) με τους Παγιουμτζή και Χάρμα.

Οι δικές μου παρατηρήσεις:

“βάρδα”: ετυμολόγηση από το guardare (=προσέχω), η “βάρδια” από την ίδια ρίζα: ανεβαίνω στο καλάθι του άλμπουρου και προσέχω γύρω γύρω.
“μπάζα”: για άχρηστα υλικά, ουδέτερο άρθρο και πληθυντικός: Τα μπάζα. Και παράγωγο ρήμα: Μπαζώνω. Για “χαρτωσιά” χαρτοπαιγνίου, θηλυκό άρθρο: Η μπάζα.
“τη μάπα του την πήραν”: τον φωτογράφησαν για το αρχείο τους.

Ότι η μπάζα, στη φρ. «δεν πιάνω μπάζα», είναι ακριβές συνώνυμο της χαρτωσιάς, δε χωράει αμφιβολία. Ή, με άλλα λόγια, ότι και οι δύο εκφράσεις προέρχονται από το χαρτοπαικτικό λεξιλόγιο.
Τώρα όμως ανάμεσα στην μπάζα και στα μπάζα δε βλέπω πολλές ομοιότητες. Μια λέξη που να έχει άλλο γένος και ακριβώς αντίθετη σημασία από μιαν άλλη, γιατί να θεωρούμε ότι συγγενεύει μαζί της; Αν η ετυμολογία της Ελένης τεκμηριώνεται -αν, με άλλα λόγια, υπάρχει ήδη στα ιταλικά η λέξη basa με σημασία σχετική με το χρηματικό κέρδος- μου φαίνεται πολύ πιθανότερη.

Τελικά, πρέπει να λέει : “τη μάπα του τη δείραν”, όχι “πήραν”.
Δείτε και μια παλιότερη συζήτησή μας.

Γενικά, έχει μεγάλη σημασία να έχουμε στη διάθεσή μας καλές ηχογραφήσεις, για να μην παραποιούμε το νόημα.

Ένα άλλο σημείο που με προβληματίζει (και όποιος έχει πρόσβαση σε “καθαρή” ηχογράφηση, ας βοηθήσει)
Στο τραγούδι «Η χασικλού» Π. Τούντα, ο Γιώργος δίνει το στίχο:“θάμαι καλέ σου”
Εγώ έχω την εντύπωση πως λέει ο στίχος εκεί:
"…Θα’ σαι ντερβίσης μου εσύ
κι εγώ θαμ’ η καλή σου…"

Και ένα ακόμα λήμμα.

"του Κουλού η βρύση" βρισκόταν στη Δραπετσώνα, όπως λέει και ο Μάρκος στην αυτοβιογραφία του:

"…«Μετά απʼ αυτό το μακελειό, καταλαβαίνεις με τη λαχτάρα έπαιρνα το δρόμο για τον τεκέ. Μια φορά έτρεξα στη σπηλιά του Κουλού που ήταν μια ακτή εδώ της Δραπετσώνας, η οποία ονομάζεται “Απαγορεύεται”. Από τότες το λέγανε “Απαγορεύεται”, διότι εκεί πέρα εφάγανε τα σκυλόψαρα δυο-τρεις ανθρώπους. Λοιπόν εκεί στο “Απαγορεύετα” υπήρχε ένα απόκρημνο μέρος, το οποίο κατεβαίναμε κάτω και πηγαίναμε και φουμέρναμε….»

Σύμφωνα και με τον Κουνάδη,“του Κουλού η βρύση” ήταν δημόσιος κρουνός ύδρευσης στη Δραπετσώνα.

Ας δούμε και μια λέξη που δεν προέρχεται από τραγούδι, αλλά που αφορά άμεσα το ρεμπέτικο παρά ταύτα:

Ο Νίκος θα θυμάται από πού παραδίδεται αυτή η λέξη. Εγώ όχι. Έχω ωστόσο μια πολύ ισχυρή υπόνοια ότι στην πραγματικότητα η λέξη δεν υφίσταται, παρά οφείλεται σε σπασμένο τηλέφωνο.

Δε βλέπω από πού κι ως πού το υποκοριστικό της μέσης θα σήμαινε «μεσαίο». Επίσης, δεν έχω ακούσει ποτέ (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) να το λένε έτσι οι φορείς καμιάς προφορικής παράδοσης. Αντίθετα, αυτό που έχω ακούσει είναι το «μεσ(ι)ακή» / «μεσ(ι)ακιά». Μια λέξη που σαφώς βγάζει νόημα, αφού υπάρχει και ανεξαρτήτως χορδών και οργάνων και σημαίνει το ίδιο πράγμα όπως και στις χορδές, δηλαδή μεσαία.

Κατόπιν τούτου πιστεύω ότι το «μεσάκι» πρέπει να προέρχεται από κάποιον συγγραφέα που το διάβασε σε άλλον, ξένο συγγραφέα, ο οποίος θα άκουσε μεσακή, θα το έγραψε (ορθώς) messaki, και αυτό διαβάστηκε από τον δεύτερο συγγραφέα εσφαλμένα.

Δυστυχώς, Περικλή, δεν μπορώ να θυμηθώ πού και υπό ποιές συνθήκες έχω βρει τη λέξη. Σίγουρα την έχω απαντήσει περισσότερες από μία φορές, δεν μπορώ να πώ όμως πως είναι τόσο καθιερωμένη όσο το καντίνι και η μπουργκάνα. Τώρα για το θέμα με το “χαλασμένο τηλέφωνο”, λογική φαντάζει η θεωρία σου αλλά, μένει να αποδειχτεί.

Η λέξη όντως είναι «καλέ» στη «Χασικλού», και γιατί ακούγεται καθαρά, και γιατί ριμάρει με τον αργιλέ, και γιατί υπάρχει τέτοια λέξη, όπως επιβεβαιώνεται τόσο στον Δαγκίτση όσο και στον Βρ. Καπετανάκη: η καλέ=η ερωμένη/φιλενάδα/γκόμενα.

«Θάσαι ντερβίσης μου εσύ κι εγώ θάμαι καλέ σου
και θα σ΄ανάβω μάγκα μου εγώ τον αργιλέ σου»

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 20:18 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 19:39 —

Τη μάπα του την “πήραν”, όπως και τη φάτσα μου την “πήραν” πρέπει να είναι το ορθό,αλλιώς φαντάζει και
α-νόητο (δεν λέμε ποτέ “θα σου δείρω τη φάτσα”, “θα σου δείρω τη μάπα”…), ενώ ως “με φωτογράφησαν ανφάς και προφίλ για το αρχείο της σήμανσης” παρίσταται νοηματικά ευλογότερο, όπως φαίνεται και στο παράθεμα:

Σ. Γαβαλά: Απ’ του Μεμέτη το νερό
“Στη σήμανση με πήγανε
τη φάτσα μου την πήρανε”

Εκεί στο λήμμα “δεφτέρια” ίσως δεν ήμουν σαφής: ο στίχος δεν είναι από τη “Διπρόσωπη” του 1938 αλλά από άλλη
‘’ Διπρόσωπη ‘’ (Στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Μουσική: Αντώνης Ρεπάνης, Πρώτη εκτέλεση: Αντώνης Ρεπάνης 1970)

Κάτι άλλο, αναφορικά με το τελευταίο λήμμα από το Ρεμπέτικο Γλωσσάρι.
Οι αγροτικές φυλακές δεν στεγάστηκαν στον Ωρωπό το 1933, όπως αναγράφεται στο σχετικό λήμμα. Η «περιπετειώδης» διαδρομή των πραγμάτων έχει ως εξής: η αγροτική φυλακή ιδρύεται με Διάταγμα της 29/9/1926 («Περί ιδρύσεως εν Ωρωπώ αγροτικής φυλακής ως παραρτήματος των φυλακών Αβέρωφ», ΦΕΚ Α΄ 347). Τρία χρόνια μετά θα καταργηθεί με άλλο διάταγμα στις 12/3/1929 («Περί καταργήσεως της αγροτικής φυλακής Ωρωπού», ΦΕΚ Α΄ 105). Ακολούθως στις 5/2/1932 με σχετικό Διάταγμα ιδρύεται εκεί επανορθωτική φυλακή («Περί ιδρύσεως επανορθωτικής φυλακής εν Σκάλα Ωρωπού», ΦΕΚ Α΄ 95), η οποία μετά από λίγους μήνες, στις 9/8/1932, με νεότερο Διάταγμα θα μετατραπεί σε εγκληματική φυλακή, ενώ σε χωριστό διαμέρισμα αυτής λειτουργεί «ίδιον τμήμα αγροτικόν, προς καλλιέργειαν των εις την φυλακήν ταύτην αγροτικών κτημάτων» («Περί μετατροπής της επανορθωτικής φυλακής Σκάλας-Ωρωπού εις εγκληματικήν», ΦΕΚ Α΄ 273).

Πρώτα - πρώτα, η φυλακή την οποία “φωτογραφίζει” ο Μπάτης στο τραγούδι του (όπως και ο Μίκης, αργότερα) είναι η φυλακή Ωρωπού, δηλαδή το πρώην Αμαλίειο Ορφανοτροφείο Κορασίδων, το οποίο κτίστηκε το 1909 και λειτούργησε ως ορφανοτροφείο, έως το 1933, οπότε άλλαξε χρήση και στέγασε εκεί τις Αγροτικές φυλακές Ωρωπού.
Οι χρονολογίες είναι βεβαιωμένες από πολλές γραπτές πηγές.

Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι άλλο θέμα είναι το πότε ιδρύεται δια νόμου κάτι και άλλο πότε ετοιμάζεται και πότε λειτουργεί ως τέτοιο.
Και το Αμαλίειο ιδρύθηκε το 1855, το 1897 κληροδότησε σ’ αυτό ο Συγγρός τη δασική έκταση στον Ωρωπό, αλλά κτίστηκε και λειτούργησε αργότερα, το 1909.

Για το πότε λειτούργησε αγροτική φυλακή στον Ωρωπό δεν έχουμε άλλη μαρτυρία, εκτός από αυτήν που τη συνδέει με το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο.
Όταν αυτό έκλεισε ως ορφανοτροφείο, το 1933, σύμφωνα με τις πηγές, λειτούργησε εκεί αγροτική φυλακή αρχικά, μετά ποινική (και χώρος εκτόπισης πολιτικών κρατουμένων) και στη συνέχεια, αναμορφωτήριο ανηλίκων, έως το 1973, οπότε και έκλεισε, για να στεγάσει στον ίδιο χώρο μετά από μια 6ετία, σχολείο.

Τι σημαίνει αγροτική φυλακή;

Κοίταξε [b][u]εδώ[/b][/u], Περικλή.