Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Διαλέγει κανείς και παίρνει (έχοντας κατά νου τα άλματα να είναι…λογικά)

Κάτι άλλο να ρωτήσω τους υπεύθυνους: το ρεμπέτικο γλωσσάρι έχει κλείσει ή επιτρέπονται παρατηρήσεις;

Περικλή, έχουμε έστω μία καταγραφή του ρήματος καλιάζω; Και μία ερώτηση:

Το γιώτα, πώς αναφύεται;

Η ετυμολογία που δίνει ο Μπαμπινιώτης (και πρωτύτερα αυτού οι Χατζιδάκις και Σταματάκος) είναι η πιο πιθανή, στην περίπτωση της φράσης “πάω καλ(ε)ιά μου”, το να προέρχεται δηλαδή από σύντμηση της φράσης “άμε κά[νε τη δου]λειά σου” .
Και ετυμολογικά αλλά και ερμηνευτικά ταιριάζει απόλυτα.

Ρήμα “καλλιάζω” υπήρχε, με την έννοια “ασκώ ιερά καθήκοντα”, “υπηρετώ ιερές λειτουργίες”, ενώ σε νεότερες αναφορές το “καλλιάζω” σημαίνει “ταιριάζω”, “έχω τύχη” και το “εκάλλιασε” σημαίνει “έτυχε”, “συμβαίνει”.
“Καλιάσου” έτσι, σε μια λέξη, δεν εντοπίζεται, αλλά και γενικότερα δεν βλέπω πώς μπορεί να συσχετιστούν οι παλιότερες, αλλά και οι νεότερες έννοιες που είχε ή έχει το ρήμα αυτό με τη φράση που αναζητούμε.

Σ’ αυτό το νήμα συζητούμε και καταθέτουμε τους προβληματισμούς μας για λέξεις και φράσεις που απαντώνται στο λαϊκό μας τραγούδι και στη συνέχεια, μετά την αποδελτίωση, μεταφέρονται στο ρεμπέτικο γλωσσάρι.
Παρατηρήσεις και επισημάνσεις, όσες θέλεις!
Το γλωσσάρι δεν κλείνει ποτέ, διημερεύει και διανυκτερεύει! :slight_smile:

Πρωτοάκουσα τη λέξη αυτή, όπως την αναφέρει η Ελένη, πριν από 35 χρόνια, από κάποιο φιλαράκι και τη χρησιμοποίησα κι εγώ με αυτή την έννοια πάντα.
Σ.Σ.: “Συνέβη” αντί “συμβαίνει”

Όλη την ερμηνεία που μας μεταφέρει ο Γιώργος Π. την αγνοούσα πλήρως (αλλιώς θα την είχα αναφέρει). Μόνο την κάλω ήξερα, το παλαμάρι. Όταν λέω «καλιάζω = δένω το πλοίο» εννοώ ότι μου φαίνεται πολύ λογικό, όχι ότι το ήξερα κιόλας.

Όχι, δεν έχω προσωπικά υπόψη μου καμία αναφορά αυτού του ρήματος. Η Ελένη αναφέρει το καλλιάζω, που προφανώς είναι άλλο. Ο Μίμης Πομόνης όμως, τον οποίο μάς μεταφέρει ο Γιώργος Π., ίσως την έχει ακούσει και πιθανώς να αναφέρει κάτι σχετικά.

Το - ι - ανήκει στην παραγωγική κατάληξη -ιάζω: αράδα > αραδιάζω , περίδρ ομος >περιδρομιάζω και πλείστα άλλα.

Ερμηνευτικά εντάξει, αλλά ετυμολογικά πώς ταιριάζει, και μάλιστα απόλυτα; Πού αλλού έχουμε παραδείγματα όπου να κόβονται στην τύχη συλλαβές;


Παραίνεση προς άπαντας: Όταν κινούμαστε σε χώρους πέραν του ευρέως γνωστού και αυτονόητου, καλό είναι να παραθέτουμε πηγές. Για παράδειγμα, Ελένη, όταν λες «ο τύπος καλιάσου δεν εντοπίζεται», υπάρχει κάποιο ευρετήριο που να περιλαμβάνει κάθε μαρτυρημένη ν/ελλ. λέξη σε όλους τους γραμματικούς τύπους;

Σπεύδω υπείκων στην παραίνεση να παραθέσω συμπληρωματικές πηγές:

Γ. Χατζιδάκις Γλωσσολογικαί έρευναι, τ. Α΄ (επανέκδοση Ακαδημίας Αθηνών, 1980): σ.525-528

Ν. Ανδριώτης, Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής (Γ΄ έκδοση 1983): σ. 142 (εδώ ο πρώτος πανεπιστημιακός που συνέγραψε ετυμολογικό λεξικό, αποδεχόμενος την χατζιδάκειο ετυμολόγηση, θεωρεί απίθανες τις παραγωγές από τον Α. Πάλλη [καλιά=φωλιά] και Πομόνη [καλιάσου, καλιάζω] )

Ο Πομόνης τώρα στη Νέα Εστία που προανέφερα, μνημονεύει παραδείγματα από το γλανιτσιώτικο ιδίωμα (Γορτυνία) με παραπομπές στο βιβλίο του Κώστα Μαρίνη, Αντίλαλοι από το χωριό μας, και από το ρουμελιώτικο ιδίωμα από το βιβλίο του Δ. Τσιτσιπή, Αδελφοποιτοί του Παρνασσού​.

Με πρόλαβε ο Γιώργος.
Πηγές αξιόλογες έχουμε τους 3 γλωσσολόγους μας.

Χρειάζεται πολλή προσοχή όταν παραθέτουμε την ντοπιολαλιά, για να τη λάβουμε ως πηγή αντικειμενική. Αντίθετα χρειάζεται διασταύρωση, πού αλλού υπάρχουν τέτοιες αναφορές, μήπως μεταφέρθηκε λάθος ένας τύπος γλωσσικός κ.λπ.
Ακόμα και αν δεχτούμε ότι υπάρχει “καλιάσου”, έτσι, ως μια λέξη, το καλιά μου" και το “καλιά του” που επίσης λέγονται σήμερα, πώς προήλθε;

Εκτός αν θεωρήσουμε ότι κατά κάποιον τρόπο κλείνεται “καλιάμου”, “καλιάσου” “καλιάτου”…

Μα είναι απλό: προήλθε από παρανόηση επειδή το μονολεκτικό καλιάσου (όπως δέσου, λύσου, θυμήσου κλπ.)είχε πάψει να είναι κατανοητό, οπότε ο ομιλητής άρχισε να θεωρεί ότι το -σου είναι ξεχωριστή λέξη. Είπαμε ήδη (1653) ότι τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν πολλές στη γλώσσα.

Πώς η αρχαία αντωνυμία εαυτού/εαυτόν, που ήταν μόνο γ’ προσώπου (=τον εαυτό του και μόνο) έφτασε στα νέα ελληνικά να αναφέρεται και στα τρία πρόσωπα (τον εαυτό μου/σου/του);

Πώς από το στίχο Ένα τραγούδι θε να πω απάνω στο κεράσει (= στο κέρασμα - απαρέμφατο που κάποια στιγμή έπαψε να είναι κατανοητό, και πλέον νόμιζαν ότι λέει κεράσι, το φρούτο) προέκυψαν τα διάφορα ένα τραγούδι θα να πω απάνω στο ρεβύθι / λεμόνι κλπ.;

Πώς διάφορες λέξεις συγχωνεύτηκαν με το τελικό -ν του άρθρου τους στην αιτιατική κι έχουμε, σε ιδιώματα, [i]ο νώμος /i, η νουρά (ουρά) κλπ.;

Πώς η αύξηση παύει να γίνεται αντιληπτή ως αύξηση και ξαναμπαίνει στο θέμα των ρημάτων, κι έτσι, π.χ., από το απαυδώ/απηύδησα λένε σήμερα πολλοί έχω απηυδήσει;

Πώς το βρώμα (=τροφή, εκ του βιβρώσκω = τρώω) έγινε η βρώμα (=μπόχα), μέσω της εκκλ. φράσης σκωλήκων βρώμα και δυσωδία; (Αν και ειδικά αυτή η περίπτωση νομίζω ότι δεν είναι ομόφωνα δεκτή).

Πώς έγινε να κλίνονται τα πατερημά και τα μπετά;

Πώς σ’ ένα δημοτικό τραγούδι η ακατανόητη, πλέον, φράση του ακράνη του (=του συντρόφου του) έγινε του ακράνητου κι απο κει του ακράτητου και τελικά του αήττητου; (Έχω γράψει ένα σχετικό άρθρο).

Είναι κλασικός μηχανισμός της γλώσσας: ένα κατάλοιπο (είτε λέξη είτε γραμματικός σχηματισμός) που προέρχεται από εποχή όπου ανήκε στη ζωντανή και καθολικά κατανοητή γλώσσα αλλά επιβίωσε και σε εποχές όπου πλέον δε γινόταν κατανοητό,ο ομιλητής που δεν το καταλαβαίνει προσπαθεί να το ερμηνεύσει και δημιουργεί υποχωρητικά νέες λέξεις ή γραμματικούς σχηματισμούς.


Καλά, φυσικά όλα αυτά δεν αποδεικνύουν ότι το πάω καλιά μου προέρχεται από εκεί που υποστηρίζω. Απλώς ότι, ελλείψει μιας ακράδαντα αποδεδειγμένης ετυμολογίας, η ετυμολογία καλιά σου < καλιάσου < καλιάζω/ομαι < κάλως δεν μπορεί να απορριφθεί ως αδύνατη.

Καμμιά παρανόηση, θαρρώ, δεν ήταν και δεν είναι δυνατόν να κάνουν οι ντόπιοι λαλητάδες σε Γορτυνία και Ρούμελη σε ό,τι αφορά το καλιάζω και τους εν χρήσει τύπους του, αλλά ας είναι: είπαμε, διαλέγει κανείς και παίρνει…

Τα υπόλοιπα ερωτήματα-παραδείγματα που παρατίθενται, πάντως, δεν αντιλαμβάνομαι πώς σχετίζονται με τον επικαλούμενο γλωσσικό μηχανισμό. Για παράδειγμα:

  1. Η αρχαία αυτοπαθής αντωνυμία είχε μια χαρά νομίζω τρία πρόσωπα (στις πλάγιες μόνο πτώσεις): π.χ. εμαυτού-σεαυτού-εαυτού. Στα νέα ελληνικά τώρα, η αυτοπάθεια δηλώθηκε με την περιφραστική χρήση μόνο του γ΄ προσώπου της αρχαίας αντωνυμίας, αποκτώντας και ονομαστική που δεν είχε στην αρχαία, μαζί με τη γενική της κτητικής αντωνυμίας μου-σου-του, για τη δήλωση των τριών προσώπων. Δεν βλέπω τι σχέση έχει το φαινόμενο αυτό με τα περί «καλιάσου» και τον επικαλούμενο γλωσσικό μηχανισμό…

  2. Το «έχω απηυδήσει» οφείλεται θαρρώ σε έλλειμμα γραμματισμού, (καλή ώρα σαν τις προστακτικές με αύξηση που μας έχουν ταράξει τα τελευταία χρόνια…)

  3. Μα με “το βρώμα” και “τη βρώμα”, ο καβγάς δεν ήτανε καμμία ακατανοησία βάσει του επικαλούμενου γλωσσικού μηχανισμού, αλλά αν θα το γράφουμε με “ο” ή με “ω”…Άσε που και αυτό το θεωρώ λυμένο και κακώς μπλέξαμε με το βρώμα και τη βρώμα, αφού έχουμε ήδη παρʼ αρχαίοις το ουσιαστικό «ο βρώμος» (και σπανιότερα «βρόμος»)=ενοχλητική μυρωδιά, δυσωδία, τραγίλα, άρα ανέτως νομίζω περάσαμε νεοελληνιστί στο θηλυκό βρώμα/βρόμα. («Οι δίκαιοι άλας θείον, οι αμαρτωλοί βρώμος και δυσωδίαι» Κύριλλος Αλεξανδρείας Περί εξόδου ψυχής και περί της δευτέρας παρουσίας)

Στην υπόλοιπη Ελλάδα όμως; Το καλιάζω είναι είτε τοπικός ιδιωματισμός είτε παλιά λέξη, ίσως κάποτε πανελλήνια αλλά σήμερα σε αχρησία. Το πάω καλιά μου είναι σημερινό και πανελλήνιο.

Μα αυτό ακριβώς είναι ο μηχανισμός! Δεν ξέρω τον κανόνα, επειδή δεν ανήκει στη μητρική μου γλωσσική μορφή, και άρα τα κάνω άλλ’ αντ’ άλλων, και αυτό καθιερώνεται, και το σημερινό λάθος γίνεται το αυριανό σωστό. Αλλιώς θα μιλάγαμε αρχαία.

(Ειδικότερα: Στο 1, δεν ξέρω ότι το «εαυτού» αφορά μόνο το γ’ πρόσωπο, το θεωρώ απρόσωπο, και προσθέτω και την κτητική αντωνυμία για να δηλώσω το πρόσωπο. Το 2 είναι προφανές. Για το 3 δε θα επιμείνω.)



Μα τι συζητάμε;

Συζητάμε ένα παρακείμενο λεκτικό μόρφωμα που ανέδειξαν κάποια μέλη, και προπαθήσαμε κατά δύναμη ο καθένας να διασαφήσουμε ό,τι μπορέσουμε και από αυτό.

Σε ό,τι με αφορά πάντως δεν έχω να προσθέσω κάτι άλλο (ακριβώς επειδή έχω πολλά …) και σταματώ. Εάν μάλιστα κριθεί ότι η παρέκβαση τράβηξε ανεπιτρέπτως σε μάκρος, παρακαλώ να σβηστούν τα σχετικά μηνύματά μου.

Αν έγραφα διαγώνισμα, έτσι θα απαντούσα εντελώς αυθόρμητα εξ όσων γνωρίζω…

καλιά μακριά = κάλλιο μακριά = καλύτερα από μακριά κι αγαπημένοι, λέμε σήμερα…

Συμφωνώ με την ερμηνεία του pepe που δώθηκε σε προηγούμενο μήνυμα:

καλιάζω = αράζω, βρίσκω αραξοβόλι (καλοζωία ή ενίοτε και τεμπελιά).

Τη λέξη την ξέρω από ναυτικούς, που την χρησιμοποιούν ευρύτατα.

Τώρα, ο στίχος του Τσιτσάνη είναι μάλλον ποιητική αδεία στη συγκεκριμένη θέση (κάλια=κάλλιο).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο τραγούδι η λέξη έχει την έννοια του «καλύτερα» και ότι ο τόνος είναι στη λήγουσα. Ο Σήφης έδωσε παραδείγματα ότι το «καλλιά» υπάρχει στην Κρήτη. Πράγματι, αν ψάξει κανείς στο net βρίσκει δεκάδες μαντινάδες με αυτή τη λέξη. Να προσθέσω Σιφναίικο δίστιχο από παραδοσιακό τραγούδι:
Καλλιά ʼχω ʼγω τζυ(λ)όροα* στον τοίχο κρεμασμένα
παρά κουδούνια μπρούτζινα στον κάμπο ξαπλωμένα
*εξαρτήματα του ζευγά
Αν και εκτός Κρήτης, το Σιφναίικο προέρχεται από τη γενικότερη επίδραση των Κρητικών στα νησιά του Αιγαίου.
Για γεωγραφικό-χρονικό εντοπισμό της λέξης «καλλιά» λένε τίποτα τα κιτάπια; Ως στιχουργός φέρεται να είναι ο ίδιος ο Τσιτσάνης. Από πού την ήξερε; Ήτανε, κάποτες, πανελλήνιας χρήσης; Ή, την ήξερε από τα Τρίκαλα; (Παρεμπιπτόντως, γνωστός μου από τα Τρίκαλα έχει ακριβώς αυτό το επίθετο (με δύο «λ» και τόνο στη λήγουσα). Ή, όπως λέει ο Πίκινος, τού βγήκε λόγω μέτρου και, χωρίς να το ξέρει, είναι σωστό;

Νομίζω ότι είναι πανελλήνιο.

Επίσης, νομίζω ότι είναι κάλλια. Σε τραγούδι, ή έστω σε στίχο που να λέγεται μιλητά, δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσεις πού προφέρεται ο τόνος. Επιπλέον στο παράδειγμά σου, Κουτρούφι, η δεύτερη συλλαβή παίρνει και λίγο από τον τόνο του [έ]χω, οπότε προφέρεται κάλλιά 'χω (δηλαδή, όχι πως το έχω ακούσει στη Σίφνο και θα σε διδάξω κιόλας, απλώς αυτή η λέξη πολύ συχνά ακολουθείται από το '[έ]χω). Να επαναλάβω και το κάλλιό 'ναι του Ρήγα, όπου ξέρουμε σαφώς ότι η λέξη είναι κάλλιο αλλά προφέρεται με τόνο και στη λήγουσα (χωρίς φυσικά να είναι τρισύλλαβη, κάλ-λϊ-ο). Ίσως η γλώσσα δεν ανέχεται ένα ρήμα να χάνει εντελώς τον τόνο του ακόμη και μετά από έκθλιψη της τονισμένης συλλαβής.

Όπα, θαρρώ πως χάνουμε τη μπάλα (εντός θέματος αυτή τη φορά…)
Αμφισβητεί κανείς από την παρέα ότι υπάρχουν και είναι εξίσου νόμιμοι και οι τρεις τύποι: καλλιά-κάλλια-κάλλιο;
Άλλο θέμα εάν ο ένας ακούει στο συγκεκριμένο τραγούδι κάλλια ή καλλιά να λέει η Νίνου…Εάν ακούει κάλλια, καλώς, διότι υπάρχει τέτοιος τύπος, εάν ακούει καλλιά, πάλι καλώς, διότι εξίσου υπάρχει τέτοιος τύπος.
Και από πηγές, κάργα: μόνο ο Δημητράκος στον έβδομο τόμο, σελ. 336 αφιερώνει ολόκληρο λήμμα στο καλλιά

Το αρχαίο καλλίων/καλλίων/κάλλιον (επίθετο, συγκρ. του καλός) έχει περάσει ολόκληρο -όχι μόνο το επίρρημά του- στα ν. ελληνικά, και λεγόταν μέχρι κάποια εποχή. Έτσι υπάρχει ο κάλλιος, η κάλλια, το κάλλιο: θυμάμαι ένα δημοτικό στίχο, θέλεις την κάλλια του χωριού γυναίκα να την πάρεις;
Το επίρρημα κάλλιο προέρχεται κατευθείαν από το αρχαίο κάλλιον (γιατί στα αρχαία τα επιρρήματα συγκριτικού βαθμού είναι κανόνας να έχουν κατάληξη σαν ουδέτερα επίθετα στον ενικό). Το κάλλια πάλι είναι εκ νέου παραγωγή επιρρηματικού τύπου από το κάλλιος-α-ο, σύμφωνα τώρα με τον ν/ελλ. κανόνα που θέλει τα επιρρήματα οποιυδήποτε βαθμού να έχουν κατάληξη σαν ουδέτερα επίθετα στον πληθυντικό.
Αν επιπλέον υπάρχει και αναγνωρισμένος τύπος καλλιά, δεν το ήξερα και πάω πάσο.

Για το «ρεμπέτικο γλωσσάρι» ο λόγος.
Κατʼ αρχάς συγχαρητήρια για την ωραία συλλογική και χρήσιμη αυτή δουλειά (ιδιαίτερα συγχαρητήρια στην Ελένη, που εκείνη φαίνεται να έχει πέρα από το ερευνητικό και μεγάλο «χειρονακτικό» μερίδιο). Παρατηρώ ότι ήδη το γλωσσάρι κυκλοφορεί από δω κι από κει στο διαδίκτυο (φοβάμαι χωρίς μνεία σχετική).

Έχω μια επιφύλαξη για λήμματα όπως «άφρα», «βέρτζινος», «καβουρμάς», «καρτούτσο», «ρεμπελιά/ρεβελιά» «τεμπεσίρι», «κασμάς/γκασμάς»(στιχουργός: Καλαμαριώτης), «βαλαντώνω», «σερμπέτι» (Λ. Παπαδόπουλος), «δραγουμάνος», «καλούμπα», «λούμπα» (Ν. Γκάτσος), «Κουταλιανός» (Α. Δασκαλόπουλος), «παγανιά» (Μ. Ελευθερίου) που κάπως εκφεύγουν θεωρώ από την επιγραφή «ρεμπέτικο γλωσσάρι». Μάλλον θα μπήκαν με τη λογική “Στο γλωσσάρι βάζουμε - προς το παρόν τουλάχιστον- μόνο τις λέξεις που απαντώνται σε ρεμπετολαϊκά τραγούδια. Στο γλωσσάρι, δεν μπαίνουν όλες οι λεξούλες του κόσμου, αλλά μόνο όσες συναντώνται στο λαϊκό τραγούδι.(Ελένη)”

Επί της περιπτωσιολογίας τώρα, σημειώνω σε παρένθεση κάποιες παρατηρήσεις, και ό,τι κρίνουν οι υπεύθυνοι:
Αγάντα “…αγάντα, θερμαστάκι μου,
και ρίξε τις φτυαριές σου…” (αντί: ρίχνε)
Αλμπάνης (έχουμε στίχο σχετικό;)
Ανφάν γκατέ “…Και όλο το ανφάν-γκατέ (αντί: και όλα τα ανφάν-γκατέ)
Βέρτζινος Aγνός, αθώος, παρθένος. (αντί:μπατίρης, απένταρος)
Γιλντίζ Αστέρι.
(εδώ πρόκειται για το ανάκτορο Γιλντίζ (τουρκ. Yıldız Sarayı), συγκρότημα κτιρίων και κήπων, άλλοτε κατοικία σουλτάνων οθωμανών, που βρίσκεται στην Πόλη)
Γκιζερίζω (γκεζερίζω-γκεζεράω)
Γκλάβα “…Δύο τάλιρα τον δίνεις, τρία θα σε δώσουμε» (αντί: πληρώσουμε)
Γρίβας Θεόδωρος (έχει θέση σε ρεμπέτικο γλωσσάρι;)
Δερβέναγας (υπάρχει στίχος;)
Δερβίσης
(3. Ο χρήστης χασίς (ντερβισάδες) ντερβίσης/δερβίσης=χασισοπότης )
Δεφτέρι
Ακούγεται στο τραγούδι:“Η διπρόσωπη” (1938) Στ., μουσ.: Λ. Παγκάλης Ερμηνεία: Περπινιάδης, Ρουμελιώτης”…σβήσε με, κυρά μου, απ’ τα δεφτέρια σου…” (αντί: Αντώνη Ρεπάνη-Ευτ, Παπαγιαννοπούλου)
Ζορμπάς(υπάρχει στίχος;)
Ζορμπαλίκι(υπάρχει στίχος;)
Καδέλι, Κάδος Μεγάλο μεταλλικό ή πλαστικό δοχείο στο οποίο τοποθετούνται βαριά αντικείμενα. Ακούγεται στο τραγούδι:“Ο Μάρκος ο πολυτεχνίτης” “…Το βράδυ το καδέλι μου το τσάκωνα στα χέρια…” (ο στίχος λέει: «κασέλι», αφού μάλιστα είναι λούστρος, οπότε όλο το λήμμα είναι λάθος)
Καπάνταης, Καμπάνταης (έχουμε στίχο;)
Κασαβέτι
Ακούγεται στο παραδοσιακό τραγούδι «Σαν πουλί πετώ» (Είναι -καταπληκτικό-τραγούδι του Αχιλλέα Ματζίρη 1983)
Κατσάρι(α)
Τα παλιά παπούτσια που χρησιμοποιούνταν αντί για παντόφλες. Επίσης, οι πλαστικές σαγιονάρες.
( παπούτσια κομμένα με το σουγιά για να αντικαταστήσουν τις παντόφλες) (Πικρός)
Κουρμπέτι (ζωή της πιάτσας-της μαγκιάς)
Λιμά

  1. Τα χαμηλής αξίας χαρτιά στην τράπουλα. (από 2-7)
  2. Τα λόγια χωρίς σημασία, λόγια χωρίς πειστικά επιχειρήματα. (παραπειστικό κουβεντολόι)
    Μανιτάρι, Μανίτα ( μανίτα= απάτη, παγίδα, πάσης φύσεως απάτη, μηχανή,)
    (Αρκετά διαφορετικά και λεπτομερέστερα περιγράφεται η «μέθοδος της μανίτας» στο πολύτιμο βιβλίο του Σπ. Παξινού, Έγκλημα-Κοινωνία-Αστυνομία, εκδ. 1940: σελ. 223-226)
    “…ρίχνανε το μανιτάρι (αντί: ρίξανε)
    μια βραδιά με το φεγγάρι,…”

Μέγκλα Ακούγεται στο τραγούδι:“Ελένη, Ελενάκι” (1946)Στ., μουσ.: Κ. Καρίπης
Ερμηνεία: Περπινιάδης"…θα σε μάθω ζεϊμπεκάκι/θα’ σαι μέγκλα και μεράκι…"
( δεν υπάρχουν τέτοιοι στίχοι)
Μετρέσα (υπάρχουν στίχοι;)
Μπέμπης Ο αργιλές. (διασταυρωμένο;)
Μπέτης (έχει θέση σε ρεμπέτικο γλωσσάρι;)
Μπουζουριάζω
( τρώγω, καταβροχθίζω, εξαφανίζω, σκοτώνω, αρπάζω, καθηλώνω, σκοτώνω)
Νταμίρα (η ερμηνεία πρέπει να οφείλεται σε παρεξήγηση: νταμίρα=ινδική κάνναβις (Καπετανάκης, Το λεξικό της πιάτσας), χασίσι (Δαγκίτσης, Λεξικό της λαϊκής), χασίσι (Πετρόπουλος, «Γλωσσάριο των ρεμπέτηδων»)
Ντιντής (υπάρχουν τέτοιοι στίχοι, και σε ποιο τραγούδι;)
Οντουλάρω«…Όταν τα μαλλιά (σου) οντουλάρεις
ΠαρλαμάςΔιακινδυνεύοντας τη ζωή του, με μια βαρκούλα…κλπ. (ήταν βενζινάκατος, αλλιώς πώς να τους γλύτωνε τόσους;)
Περαίας (και Πειραίας)
Πουλεύω

  1. Φεύγω κακήν κακώς (κυριολεκτικά).
  2. Μεταφορικά, “την πούλεψα “= την πάτησα, την έβαψα.
    ( φεύγω, αναχωρώ, δραπετεύω, εξαφανίζομαι) (Καπετανάκης)
    Πρέζα”…είμαι πρεζάκιας, μάθε το, κι όπου κι αν πάγω,οι φίλοι δε με θέλουνε…
    (αντί: μα όπου και αν πάω/όλοι φύγε με λέγουνε)
    …η πρέζα μου κατέστρεψε,για πάντα τη ζωή μου…” (αντί: η πρέζα με φαρμάκωσε/τελείωσʼ η ζωή μου)
    Ρεφάρω: ξανακερδίζω τα όσα έχω χάσει. (καλοπερνάω, ζω άνετα) (Δαγκίτσης)
    Ρολίνα
    (Η υπαίθριος ρολίνα παιζομένη διʼ ενός δίσκου ηριθμημένου και περιστρεφομένου περί άξονα, σταματά πάντοτε επί ενός αριθμού κερδίζοντος το επʼ αυτού εναποτεθέν ποσόν χρημάτων ή αντικείμενόν τι, ελειτούργει είτε εις τας οδούς της πρωτευούσης, καθʼ ωρισμένας ημέρας του έτους, ως π.χ. κατά την πρώτην του έτους ή και εις τα προάστεια κατά τας εμποροπανηγύρεις) (Σπ. Παξινού, Έγκλημα-κοινωνία-αστυνομία, εκδ. 1940: σ. 150)
    Σακουλεύομαι
    ( 3. Εννοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω αμέσως/προστακτική: σακούλα), (Πικρός)
    Από το τραγούδι:
    “Η κολπατζού” (1933)Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης"…Μην κάνεις κόλπα ψεύτικα
    και λες πως με λατρεύεις, γιατί σε σακουλεύτηκα, πως θες να μου τα παίρνεις…"
    ( οι στίχοι είναι από άλλο τραγούδι)
    Σβαρνίζω, Σβαρνώ (έχουμε στίχο;)
    Σκαλέτα
    "…με τα λιμά τον έμπλεξα, στο πόκερ, στην πασιέντα (αντί: πασσέτα)
    Σπηλιά του Δράκου
    Βρισκόταν πίσω από τον Κερατόπυργο στο Κερατσίνι,κλπ
    (Το πιθανότερο έως βέβαιο είναι ότι πρόκειται για τη σπηλιά στην Πειραϊκή, κάτω από την έπαυλη Σκουλούδη, βλ.:
    Ν. Μπελαβίλας, «Η Τρούμπα και τα πάθη της», Αυγή 3-10-2010 ( Ο Σκυλίτσης …«Επίχωσε τις σπηλιές στα βράχια της Πειραϊκής, και μαζί τους το αρχαίο Κονώνειο τείχος, σβήνοντας από το χάρτη ένα παμπάλαιο στέκι χασικλήδων, τη “Σπηλιά του Δράκου”».)
    Μπ. Αναστόπουλος, Όδεβεβού, 2013: σ. 107-108
    Κ. Μπίρης, Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών (1971): «Μεσαιωνική τοπωνυμία κατά την ανατολικήν πλευράν της Πειραϊκής χερσονήσου, περί την έπαυλιν Σκουλούδη και περί το Αντικαρκινικόν Ινστιτούτον, σημαίνουσα απλώς σπηλιά του Πειραιώς, από σπήλαιον το οποίον υπήρχεν εις την περιοχήν εκείνην της Πειραϊκής Χερσονήσου».)
    Σότος (σώτος: κερδισμένος στο χαρτοπαίγνιο, σώτα: τα χαρτιά που κερδίζουν)
    Τζελέπη ή Τσελέπη (τα αναγραφόμενα για το επίγραμμα δεν είναι έτσι ακριβώς, βλ. Αρθρογραφία για τον Πειραιά του Δημήτρη Κρασονικολάκη: Ο τάφος του Γιαννακού Τζελέπη στην Ανάσταση.)
    Τζιμάνι (είδα τη συζήτηση, αλλά νομίζω πρέπει να καταγραφεί και το τζεμάλι)
    [b]Τραβηχτό /b (Πικρός)
    Τσαγκλί (έχουμε στίχο;)
    Τσικ (δύο λέξεις: τσικ-λεβέντης=ο φημισμένος και διακρινόμενος για τη λεβεντιά του (Καπετανάκης),ξακουστός λεβέντης (Πετρόπουλος),λεβέντης πρώτης τάξεως, πραγματικός λεβέντης (Δαγκίτσης)
    Τσουβαλιάζεσαι
    “…Κι αφού δεν τσουβαλιάζεσαι άλλον να βρεις μικρή μου, κι αφού με σακουλεύεσαι τι θες να 'σαι μαζί μου…”
    (αντί: κι αφού δεν σακουλεύεσαι τι θες νάσαι μαζί μου/ κι αφού δεν τσουβαλιάζεσαι άλλον να βρεις μικρή μου)
    Φιντάνι
    "…του Περαία το φιντάνι (αντί «αλάνι», οπότε επηρεάζεται και το λήμμα…)

Τέλος, σημειώνω ενδεικτικά και κάποιες λέξεις που απαντούν σε ρεμπέτικα, προς κρίση και ενδεχόμενη συμπερίληψη στο γλωσσάρι:
παιδί της μπάτσικας/δουλικά/στρώνω κουβέρτα/Γαλατά/Καφεσλή σοκάκι/Σεβνταλή σοκάκι/μπύρα/μανίτσα/φιρμάνι/μαρμάγκα/βάρδα/θάμαι καλέ σου/κουνενές/αδειάζω την παντόφλα/μασάω/κρεμάω την κάπα μου/πιάνω μπάζα/μου τρώει τη σακούλα/τρώω τη γαζέτα/Ιτσεβί/τρίτσα κάτσα/μαντάρα/γεμάτο ζάρι/κολλάω-κολνάω τα ζάρια /Ταμπούρια /βολά/ζητάω πόντους/δοντιά/κολλάω τις φωτιές/τη φάτσα-μάπα μού την πήρανε/είμαι φέρτε/τη στρώνω/Του Κουλού η βρύση/καρύδα/κορδελάκια/Γκαζοχώρι/μου δείχνουν την πίτα και μου κρύβουν τη μανίτα/αντάρα/μερακλαντάν/αγόρια ντιγκιντάν /σπλάχνο /πούφι /Σπηλιά της Αρετούσας/Τα Κρητικά/γεμάτο ζάρι/κάνω πατάτα/ μπρουσαλιό/βίλα/τρώω στο καντάρι/τζερμπαλής

Γιώργο, κατ’ αρχήν, σ’ ευχαριστούμε πολύ για την παρέμβασή σου, για τις παρατηρήσεις και τις υποδείξεις σου.

Στο ρεμπέτικο γλωσσάρι εντάσσουμε λέξεις και φράσεις που απαντώνται γενικά στο λαϊκό τραγούδι και οι οποίες ίσως είναι αδιευκρίνιστες, ειδικά στους νεότερους ανθρώπους, με αποτέλεσμα την παραποίηση του νοήματος ή τη μη κατανόηση.
Επίσης, ονόματα ανθρώπων και τοπωνύμια τα εντάσσουμε και αυτά, για τους ίδιους ακριβώς λόγους.

Οι λέξεις, ονόματα και τοπωνύμια που παραθέτεις εσύ, φυσικά και έχουν θέση στο γλωσσάρι μας.
Θύμησέ μας μόνο σε ποια ακριβώς τραγούδια αναφέρονται, για να δούμε και τα συμφραζόμενα.

Όλες οι λέξεις, ονόματα και τοπωνύμια, που έχουν ενταχθεί ήδη στο γλωσσάρι, απαντώνται στα λαϊκά μας τραγούδια.
Απλά, λόγω φόρτου εργασίας, δεν έχουν ακόμα συμπεριληφθεί οι στίχοι, στους οποίους εντοπίζονται.

Προς το παρόν, σ’ ευχαριστώ και πάλι, προσωπικά, για τις υποδείξεις σου.

παιδί της μπάτσικας («Ο Μήτσουρας» Α. Νταλγκάς)
δουλικά («Ο βλάμης του Ψυρρή» Μ. Μιχαηλίδη)
στρώνω κουβέρτα («Μανωλάκης ο χασικλής» Ι. Ογδοντάκη) («Μανώλης χασικλής» Δραγάτση)
Γαλατά («Ζεϊμπέκικο πολίτικο»)
Καφεσλή σοκάκι(«Ζεϊμπέκικο πολίτικο»)
μπύρα («Αλανιάρα μερακλού» Μ. Μιχαηλίδη)
μανίτσα («Κουβέντα με το χάρο» Π. Τούντα)(«Το κουτσαβάκι» Τσάμα)
φιρμάνι(«Η Κούλα» Κ. Μισαηλίδη)
μαρμάγκα(«Η Κούλα» Κ. Μισαηλίδη)
βάρδα («Η Κούλα» Κ. Μισαηλίδη)
θάμαι καλέ σου («Η χασικλού» Π. Τούντα)
κουνενές («Ξύσου γέρο» Μιχαηλίδη)
αδειάζω την παντόφλα («Ξελογιάστρα» Ατραϊδη)
μασάω («Μάγκας σεβνταλής» Κ. Σκαρβέλη)
κρεμάω την κάπα μου(«Με πιάνουνε ζαλάδες» Α. Κωστή)
πιάνω μπάζα («Με πιάνουνε ζαλάδες» Α. Κωστή)
μου τρώει τη σακούλα («Απάχης» Α. Παπαδόπουλου)
τρώω τη γαζέτα («Δώς μου δέκα τάλαρα» Τέντη)
Ιτσεβί («Νάχα μάνα να με δει» Π. Κυριακού)
τρίτσα κάτσα(«Νάχα μάνα να με δει» Π. Κυριακού)
μαντάρα(«Μες τον τεκέ της Μαριγώς» Σ. Περιστέρη 1934) («Το μπαγλαμαδάκι σπάσε» Α. Διαμαντίδη)
γεμάτο ζάρι («Μπαρμπούτι» Π. Τούντα)
κολλάω-κολνάω τα ζάρια («Τεκετζής» Σ. Περιστέρη)(«Έχω μεράκι και νταλγκά» Α. Διαμαντίδη)
Ταμπούρια («Σεβνταλού» Μ. Φυστιξή)
βολά («Η διαθήκη του χασικλή» Γ. Καμβύση)
ζητάω πόντους(«Η διαθήκη του χασικλή» Γ. Καμβύση)
δοντιά («Μαστούρια» Ι. Μοντανάρη)
κολλάω τις φωτιές («Μες του Ζαμπίκου τον τεκέ» Κ. Τζόβενου)
τη φάτσα-μάπα μού την πήρανε («Το σακάκι» Α. Δελιά)(«Απʼ του Μεμέτη το νερό» Σ. Γαβαλά)
είμαι φέρτε («Τραγιάσκες» Μ. Βαμβακάρη
τη στρώνω («Χήρα και μάγκας» Ι. Μοντανάρη)
Του Κουλού η βρύση («Μόρτισσα χασικλού» Μ. Βαμβακάρη)
καρύδα («Έφοδος στον τεκέ» Γ. Καμβύση)
κορδελάκια «Οφ αμάν» Σπ. Περιστέρη)
Γκαζοχώρι («Μαρίκα χασικλού», Β. Παπάζογλου)
μου δείχνουν την πίτα και μου κρύβουν τη μανίτα («Ο Νικοκλάκιας» Β. Παπάζογλου)
αντάρα («Μες τον τεκέ της Μαριγώς» Σ. Περιστέρη)
μερακλαντάν («Ο ρεμπέτης» Κ. Ρουμελιώτη)
αγόρια ντιγκιντάν («Ο ρεμπέτης» Κ. Ρουμελιώτη)
σπλάχνο («Τσαχπίνα μαυρομάτα» Δ. Πολίτη)
πούφι («Σαν φουμάρω τσιγαρλίκι» Β. Παπάζογλου)
Σπηλιά της Αρετούσας («Στης Αρετούσας τη σπηλιά» Σ. Γαβαλά)
Τα Κρητικά(«Στης Αρετούσας τη σπηλιά» Σ. Γαβαλά)
γεμάτο ζάρι («Χτες το βράδυ στου Καρίπη» Γ. Κατσαρού)
κάνω πατάτα(«Χτες το βράδυ στου Καρίπη» Γ. Κατσαρού)
μπρουσαλιό («Λούλα μου Αθηνούλα μου» Π. Τούντα)
βίλα («Τσακωτό τον έπιασε» Μ. Χρυσαφάκη)
τρώω στο καντάρι(«Είναι δυο χρόνια» Ροβερτάκη-Μπαρούση)
Ζαχλωρού-κατουρελού («Το Παλαμήδι» Ι. Δραγάτση)