Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Αμάν! Παρδόν και λάθος. Και διορθώνω: Ηλίας Πετρόπουλος.

Φοβερό σαρδάμ; Τι μου φταιξε ο Ηλιόπουλος και τον αναστατώνω βραδιάτικα; Έλεος… :082:

Πάντως ενδιαφέρομαι ως προς την συγγραφή ενός τέτοιου ρεμπετολεξικού, θέλει όμως κουράγιο, υπομονή και εμπειρία μεγάλη στο αντικείμενο πάνω. Θα άξιζε πάντως η προσπάθεια… (Γεγονός είναι ότι πριν κάνω καμιά απόπειρα για την συγγραφή, να κοιτάξω καλύτερα τα σαρδάμ μου έτσι;)

Όσο για την προέλευση μια λέξης, πιστεύω ότι και αυτό είναι άξιο προσοχής. Έχει ένα ενδιαφέρον όπως και να το κάνεις… Βέβαια, όπως είπες, το σίγουρο είναι ότι δύσκολα καταλήγει κάποιος σε ένα ακριβές συμπέρασμα ως προς την αληθινή προέλευση και έτσι θα καταλήξει με ένα εκατομμύριο αβάσιμες εκδοχές.

Α, και επειδή ξέχασα, καλώς σας βρήκα!

Καλημέρα. Ψάχνω για τη λέξη λιτσκάρια. Δεν είμαι σίγουρος για την ορθογραφία. Και δεν είμαι και σίγουρος αν είναι αυτή η λέξη. Είναι αυτό που ακούω στο τραγούδι " Η τράτα μας η κουρελού", που δεν ξέρω που το βρήκα και ποιος το λέει. Το ανέβασα στο google drive μου, για να το ακούσει όποιος νομίζει ότι μπορεί να βοηθήσει. Η εκτέλεση φαίνεται να είναι παλιά, αλλά μπορεί να κάνω και λάθος.
https://drive.google.com/file/d/0B4amBw7mBRg6dU1oSm42cktqOW8/edit?usp=sharing

Εκ των υστέρων βρήκα τοποθεσία Δύο Λισκάρια στη Λέρο
http://www.lerostouristguide.gr/duoliskaria.html
Φαντάζομαι ότι πρέπει να είναι αυτή η τοποθεσία. Αλλά στο τραγούδι ακούγεται “Δυο Λιτσκάρια”.
Έψαξα επίσης για τη λέξη λισκάρι, αλλά η πιο κοντινή που βγήκε είναι λισγάρι.
http://el.wiktionary.org/wiki/λισγάρι

Μάλλον η απορία μου λύθηκε, αλλά αφήνω την ανάρτηση μήπως και είναι η λέξη κατάλληλη για το λεξικό εδώ.

Σε πάρα πολλές (παράλιες) τοποθεσίες απαντάται το τοπωνύμιο Γιαλισκάρι, Διαλισκάρι και παρόμοια. Την ετυμολογία του δεν την γνωρίζω, αλλά για εκείνη που βρήκες, Πέτρο, δεν είμαι και τόσο σίγουρος αφού ξέρω για “λισγάρι” ένα γεωργικό εργαλείο, ξύλινο, σαν πηρούνα με πλατειά άγκιστρα. Τώρα για τα “Δυό λισκάρια” θα έπρεπε να ψάξουμε την καταγωγή των συντελεστών της ηχογράφησης, μπας και κάποιοι από αυτούς είναι Λεριοί ή έχουν σχέση με Λεριούς. Νομίζω όμως ότι και το τοπωνύμιο στη Λέρο, μάλλον εντάσεται στη γενική “ομοταξία” των (δ)γιαλισκαριών.

Μάλλον «Δυο λιτσκάρια» λέει, αλλά δεν κόβω και το χέρι μου, μπορεί να λέει και «Διαλιτσκάρια». Πάντως το -τσκ- είναι ευκρινές. Θα παραξενευόμουν αν τέτοιο τοπωνύμιο ή λέξη υπήρχε στη Λέρο. Αυτό το παράξενο συμφωνικό σύμπλεγμα δε θυμίζει καθόλου Δωδεκάνησα.

Κατ’ αρχήν, το ποιοι παίζουν είναι ούτως ή άλλως ενδιαφέρουσα ερώτηση. Εγώ πάλι λέω: μήπως δεν είναι καθόλου Λεριοί, και έχουν ακούσει ένα λέργικο δίστιχο που ακριβώς λόγω άγνοιας της λέργικης τοπογραφίας το αλλοίωσαν από Λισκάρια σε Λιτσκάρια;

Πάντως πρόκειται για τραγούδι που όποιος κι αν έβγαλε το κάθε στιχάκι του, Λεριός, Σμυρνιός, Υδραίος, θα μπορούσε κάλλιστα να αναφέρεται σε κάποιο μέρος εκατοντάδες μίλια από τον δικό του τόπο, ακόμη και σε ξένη και ξενόγλωσση χώρα.

Όσο για το Λισγάρι, αναφέρεται και στο Ντιρλαντά (βρε τη Μαρία του Λισγάρη). Εκεί είναι παρατσούκλι κάποιου Καλύμνιου. Άλλο τραγούδι με εντελώς κρυπτικό νόημα…

Και η Τράτα και το Ντιρλαντά/ο Ντιρλαντάς είναι εργατικά τραγούδια, δηλαδή ούτε για χορό ούτε για διασκέδαση αλλά για άλλα πράγματα. Βλ. και για τα δύο -κυρίως για τον Ντιρλαντά αλλά παρεμπιπτόντως και για την Τράτα- εδώ, και ειδικότερα για την Τράτα και εδώ.

Μήπως αναγνωρίζει κανείς ποιος είναι ο ερμηνευτής?

Εγώ όχι. Εσύ, Πέτρο, μήπως έχεις κάποια στοιχεία της ηχογράφησης που ίσως να βοηθήσουν;

Όχι Νίκο. Τίποτα. Στο δίσκο μου το βρήκα στο φάκελο ΕΛΛΗΝΙΚΑ, που έχω διάφορα τραγούδια που δεν έχω κανένα άλλο στοιχείο.

Στο τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη “Που θα τα βρεις στρωμένα” έχει ένα στοίχο που λέει “τι μυαλό κρατάς και τι σε περιμένει και μου λες καλιά μακρυά κι αγαπημένοι”. Η λέξη καλιά από που προέρχεται?

Υ.Γ. Τι κομματάρα είναι αυτή αδερφάκι μου!!!

Κάλλια μάλλον είναι. Δηλαδή καλύτερα. Είναι σε πολλά τραγούδια: Κάλλιά 'χω γω δυο μαχαιριές /παρά τα λόγια που μου λες, κ.ά.

Από το αρχαίο καλλίων/καλλίων/κάλλιον, συγκριτικό του καλός (παρόλο που στ’ αρχαία καλός σήμαινε άλλο πράγμα). Το ουδέτερο κάλλιον έμεινε σε κάποιες ντοπιολαλιές ως κάλλιο (κάλλιό 'ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή)*, και έβγαλε και επίρρημα κάλλια.


(Το «καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή» δεν υπάρχει, το ξέρουμε αυτό, έτσι;)

Όπως τα λέει ο pepe. Μόνο που ο τύπος “καλιά” (τόνος στη λήγουσα) υπάρχει. “πάει καλιά του” ή “πήγε καλιά του” λέμε για κάποιον που έφυγε από τη ζωή ή το προσκήνιο.

Για το “κάλλια” του Τσιτσάνη συμφωνώ με τον Περικλή, και στον τονισμό της λέξης. Η έκφραση “πάει καλιά του” είναι εντελώς διαφορετική περίπτωση, αλλά αδυνατώ να ετυμολογήσω, άρα και να ορθογραφήσω. Για τη ζωή την έχω ακούσει, ποτέ για απόσυρση από το προσκήνιο χωρίς θάνατο.

Στο Μεσολόγγι είναι καθημερινή έκφραση το “Πα’ καλ(λ)ιά μας”, δηλ. πάμε να φύγουμε;

Κι εγώ ως “πεθαίνω” το ξέρω.

Ο Μπάμπης δίνει μια ετυμολογία που δε μου γεμίζει καθόλου το μάτι: ότι το «άμε καλειά σου» είναι συγκεκομμένη εκφορά του «άμε κά[με τη δου]λειά σου», δηλ. άει πάαινε. Μιας και δεν αναφέρει να υπάρχουν και άλλες απόψεις, υποθέτω ότι κανείς πριν από αυτόν δεν αποπειράθηκε να το ετυμολογήσει.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 13:20 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 13:15 —

…αλλά που συμφωνεί με τη μεσολογγίτικη έννοια.

Εγώ ακούω τη Νίνου στο τραγούδι να τονίζει “καλλιά”. Εάν αληθεύει, και δεδομένου ότι όντως υπάρχει τύπος “καλλιά” (μαζί με τα “κάλλιο”, “κάλλια”, βλ. Σταματάκου, Λεξικόν της νέας ελληνικής γλώσσης: σ. 1524), τότε είμαστε οκ με το “καλλιά”.

Ως προς το άλλο τώρα το “καλειά”, φαίνεται πως αυτή είναι η ετυμολόγησή του και πολύ προ του Μπαμπινιώτη, pepe: έτσι το έχει ετυμολογήσει (και έκτοτε όλοι τον ακολουθούν) ο πατέρας της ελληνικής γλωσσολογίας Γεώργιος Χατζιδάκις (βλ. πάλι Σταματάκου, ο.π.: σ. 1522)

“Κάλλια” αλλά και “καλλιά” (με τον τονισμό στη λήγουσα) και με τις έννοιες: “καλύτερα”, “περισσότερο”.

Απαντάται και η φράση “πάω καλ(λ)ιά μου”, με τις έννοιες: “πάω σπίτι μου”, “πάω στη δουλειά μου” και μεταφορικά, “πάω χαμένος”, “καταστρέφομαι”, “πεθαίνω”.

Ο Λιάπης πήγε καλιά του!

Βγήκε από το πολιτικό προσκήνιο, πέθανε πολιτικά…

Από την Κρήτη το ξέρω με την έννοια “καλύτερα”.

Καλλιά ‘χω ‘γώ στο σπίτι μας
μ’ ελιές και παξιμάδι,
παρά στο ξένο ζάχαρη
και να μ’ ορίζουν άλλοι.

"καλλιάς = καλύτερος

Απίς εβγήκενε το μπαρούτι, ο καλλιάς του καλλιά δεν κατέχεις ποιός είναι.

Χωρίς να είμαι ειδικός, νομίζω ότι το κάλλιο και το καλιά είναι διαφορετικές λέξεις. Το κάλλιο έχει την έννοια του καλύτερα. Κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέρει, κάλλιο αργά παρά ποτέ, κάλλιο γαϊδουρόδενε κλπ
Το πάει καλιά του (με ένα λ) έχει την έννοια του θανάτου, όπως το ξέρω κι εγώ. Βρίσκω επίσης εδώ: http://www.slang.gr/lemma/show/pao_kalia_mou_14658
1. πάω καλιά μου

Ορισμός: 10
Λήμμα: 11

Πεθαίνω, χάνομαι, αποδημώ εις Κύριον.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι η λέξη «καλιά» αρχικά σήμαινε τη φωλιά των πτηνών, αλλά αργότερα επικράτησε στη φράση τούτη, λειτουργώντας ως ευφημισμός σε περιπτώσεις που θα θέλαμε να πούμε με τρόπο ότι κάποιος «έφυγε» από τον μάταιο τούτο κόσμο, ότι επέστρεψε «στο σπίτι του», δηλαδή.
και

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ εδώ Μαρία
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα [b]πάω καλιά μου

[/b]

Η παραγωγή από το “καλιά” (φωλιά) οφείλεται στον Αλέξανδρο Πάλλη, όταν τού την “είπε” του Γ. Χατζιδάκι για την ετυμολόγηση από το “άμε κάμε δουλειά σου”.

Αλλά υπάρχει και τρίτη ετυμολογική εκδοχή…Ο Μίμης Πομόνης στη Νέα Εστία τχ. 631 (15-10-1953) απαγγέλλει μετά πάσης βεβαιότητος ότι το καλιά σου δεν είναι δύο αλλά μία λέξη: “καλιάσου”. Είναι η προστακτική του ρήματος “καλιάζω”=πορεύομαι, τα βολεύω, κρεμάζομαι, από το “κάλος”=παλαμάρι, καραβόσκοινο, με την έννοια δηλ. “όπου μας βγάλει το σκοινί, η άκρη”

Την ετυμολόγηση αυτή τη βρίσκω ευφάνταστη μεν αλλά και αρκούντως απίθανη, πόσο μάλλον που μας τα χαλάει όταν θέλουμε να πούμε “πήγε καλιά του” και δεν μας βγαίνει στο τρίτο ενικό…

Τουναντίον, εμένα μου φαίνεται η πιο πειστική από τις τρεις: κάλως (νομίζω με ωμέγα) το παλαμάρι, καλιάζω = δένω το πλοίο, άμε καλιάσου = άμε στο αραξοβόλι σου, στη θέση σου. Τα υπόλοιπα πρόσωπα, καλιά μου, καλιά του κλπ., από απλή παρανόηση όταν το καλιάζομαι είχε ξεχαστεί. (Τέτοιες περιπτώσεις έχουμε πολλές στη γλώσσα.) Και το πάει καλιά του = πέθανε, από επέκταση της έννοιας “φεύγω” σε “πεθαίνω”.

Το «άμε [στη δου]λειά σου» το βρίσκω εντελώς παράλογο. Το άλλο με την καλιά-φωλιά όχι παράλογο, αλλά κάπως δύσκολο (τη λέξη δεν την έχω ξανακούσει ποτέ, και λείπει και το «στην» - οι παλιοί δε λέγανε «πάμε πλατεία»!). Το τρίτο το βρίσκω απολύτως ομαλό, χωρίς λογικά άλματα.