Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Οπότε, αυτό μπορεί να θεωρηθεί διασταύρωση με την πληροφορία του sarant περί Λαπαθιώτη. Ψάχνουμε τώρα για το αν αποδίδεται κάποια σημασία στο “λάγιος” που να εξηγεί τη χρήση της λέξης στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αν όμως, Ελένη, ο γνωστός σου εννοεί αυτοσχεδιασμούς της σημερινής εποχής (π.χ. θα της βάλω και προπέλα, να πηγαίνει σαν κοπέλα), το πιθανότερο είναι να μη γνωρίζει ο δημιουργός του στίχου τη σημασία της λέξης στην αργκό. Και ποιάν αργκό; ποιάς εποχής; Του Λαπαθιώτη, ή της σημερινής; Στη σημερινή αργκό, που ως συλλογικός φορέας γνωρίζουμε αρκετά καλά εδώ, εγώ τουλάχιστον δεν έχω πετύχει τη λέξη σε αυτοσχεδιασμούς ή οπουδήποτε. Μόνο στο λαγιαρνί (το κλαπέν), που δεν είναι σημερινός αυτοσχεδιασμός.

Την λέξη την έχω συναντήσει στα γραφόμενα για τον Νίκο Μάθεση τον Τρελάκια από τον Χατζηδουλή.
Όποιον δεν “χώνευε” (F) τον χαρακτήριζε “λάγιο”.
Από τα συμφραζόμενα μου έβγαινε κυρίως η έννοια: “του πονηρού που σου παριστάνει τον φίλο”.

( F: Και ποιον “χώνευε” θα μου πεις;)

Μερικές ακόμα προσθήκες στα λεξιλογικά μας.

1. “Νταγερές” ή “νταϊρές” = το ντέφι από την αραβικής αρχικά προέλευσης και τουρκικής μετά λέξη daire.

Από το τραγούδι των Λ. Παπαδόπουλου - Απ. Καλδάρα με τη Χ. Αλεξίου “Βάρα νταγερέ”.

  1. Η λαϊκή μούσα είχε να πει ένα - δυο λογάκια εκτός από τους φυλακόβιους και για τους χωροφύλακες - δεσμοφύλακες της αντίστοιχης εποχής, περνώντας τους στην Aθανασία.

Για τον περιβόητο Καπετανάκη έχουμε ήδη μιλήσει.

Το θρυλικό Μπαϊρακτάρη (που έκοβε από τους μάγκες το ένα το μανίκι και μαζί και τον τσαμπουκά…) διέσωσε στη συλλογική μνήμη ο Μητσάκης.

Για δυο ακόμα χωροφύλακες τραγουδούσαν και έπαιζαν με το μπουζούκι τα δίστιχα:

“Που ʼσουνα και ήλθες πάλι
ρουφιανιά του Γαλιγάλη.
Η πουστιά μας του Μαρούδα
άσπρα μούρα μαύρα μούρα”

ή
"Πουστιά του Μαρούδα
και ρουφιανιά του Γαλιγάλη
έφυγες και ήλθες πάλι.

Όπως φαίνεται από τις πηγές (π.χ. Απομνημονεύματα του Μάθεση) υπήρχε μιας μορφής “συνεργασία” μεταξύ τεκετζήδων και χωροφυλακής, με την οποία κέρδιζαν και οι δυο: οι δεύτεροι μπορούσαν να συλλάβουν κάπως εύκολα κακοποιούς και οι πρώτοι εξασφάλιζαν το ακαταδίωκτο.
Όταν λοιπόν έμπαινε μέσα στον τεκέ ένα άτομο που δεν ήταν του σιναφιού αλλά αντίθετα γνωστός στο χώρο των θαμώνων ως κλέφτης, φονιάς ή έστω ύποπτος για σχετική πράξη, κάποιος πληροφορούσε τη χωροφυλακή.
Κατ’ άλλους, συχνά κάποιος καταδότης της χωροφυλακής σύχναζε στους τεκέδες. Αν εντόπιζε κάποιον “ξένο”, έπαιρνε τις πληροφορίες του από τον τεκετζή, έφευγε, μετέφερε τα νέα στη χωροφυλακή και επέστρεφε πάλι μετά ο ίδιος, μόνος του στο χώρο.
Σε λίγο, έκαναν την εμφάνισή τους και οι χωροφύλακες που έπιαναν κατ’ ευθείαν τον ή τους ύποπτο/ύποπτους για τα περαιτέρω.
Αυτήν ακριβώς την ατμόσφαιρα περιγράφουν τα δίστιχα αυτά.

Ο Ιωάννης Γαλιγάλης γεννήθηκε το 1879 στον Πύργο Ηλείας και υπηρέτησε ως υπομοίραρχος στη χωροφυλακή Πειραιά.
Λέγεται ότι έκανε τα στραβά μάτια (και όχι μόνο στην περιοχή του Πειραιά, όπου δεν τον έπαιρνε αλλιώς, μια και ήταν ζόρικα τα πράγματα) για τους τεκέδες και τους θαμώνες εκεί.
Λειτουργώντας με τον παραπάνω τρόπο, στέλνοντας δηλαδή τσιράκια και σε συνεργασία με τους χώρους αυτούς, κατάφερε κάπως να ξεκαθαρίσει την περιοχή από εγκληματικά στοιχεία.
Πέθανε το 1924.

Ο Ιωάννης Μαρούδας (που αναφέρεται στα δίστιχα), Μεσολογγίτης, έγινε αστυνομικός διευθυντής στην Αθήνα, διαδεχόμενος τον Μπαϊρακτάρη, για να προστατεύσει την πρωτεύουσα από τα εγκληματικά στοιχεία.
Εφάρμοζε ένα δικό του σύστημα ανάκρισης (κατά μερικούς αποτελεσματικό), συνεργάστηκε με μερίδα του υποκόσμου τους οποίους χρησιμοποιούσε ως καταδότες, ενώ έμεινε γνωστός και από τα μέτρα που έλαβε το 1911 απέναντι στις απεργιακές κινητοποιήσεις της εποχής. Πέθανε το 1935, σε βαθιά γεράματα, ενώ δεν είναι γνωστή η ακριβής ημερομηνία γέννησής του.

Επεσε στά χέρια μου ενα βιβλίο γραμμένο απο ενα Βέρο Πειραιώτη.Μέσα εχει πάρα πολλές πληροφορίες,και γεγονότα με ονόματα,απο τίς παλιές εποχές.
Λοιπόν λέει οτι Κασόμπραελεγαν τήν γερασμένη καί ασχημη γυναίκα.Οταν εχει περασει η μπογιά της πού λέμε σήμερα!!!

μπιρ ταμάμ νομίζω θα πει δικαίωμα…προσωπικά θεωρώ πως βγάζει κ κάποιο νόημα

Δικαίωμα, ως όρος της πόκας δηλαδή; και, τι νόημα θα έβγαινε; γιατί δεν σου ταιριάζει αυτή η ερμηνεία ( #1479):

μπιρ ταμαμ =? με μια συμφωνία (χωρίς παζάρι αδιαπραγμάτευτα)

δηλαδή:

εγώ πληρώνω με μια συμφωνία (μπιρ ταμαμ) όσα-όσα τα πλερώνω να σε βλέπω.

http://www.youtube.com/watch?v=KFJhFDiwZjQ [i]

Το τηλέφωνο στο χέρι, όλη νύχτα στο καρτέρι,
πες μου φίλε Καβαλλέρο, το τι γίνεται να ξέρω.

[…]

Ο Μπενίτο χρώμα αλλάζει και τον Γκάιντα του φωνάζει,
βάλε μπρος τη μηχανή σου και την όμορφη φωνή σου[/i].

Ποιοι είναι αυτοί;

Και εις ανταπόδοσιν, να σας πω για ένα άλλο σημείο του τραγουδιού που τυχαίνει να το ξέρω: [i]

Κένταυροι και Βερσαλιέροι, όλος ο ντουνιάς το ξέρει,
πως κι οι τρομεροί μας “Λύκοι”, κάθε μέρα και μια νίκη[/i].

Αυτά ήταν στρατιωτικά σώματα του Μουσολίνι. Οι τελευταίοι, γνωστοί κι από άλλο στίχο: κι οι Λύκοι της Τοσκάνης / τρέχουνε και δεν τους φτάνεις / όλοι γίνονται λαγοί (που νόμιζα ότι είναι από το Κορόιδο Μουσολίνι αλλά τελικά δεν είναι - τουλάχιστον όχι έτσι όπως ηχογραφήθηκε). Στην Ιταλία, τουλάχιστον τότε (δεν ξέρω για τώρα) οι μεραρχίες και τα σώματα στρατού έχουν ονόματα: Τζούλια, Τσαμουριά (!), Φεράρα, Σιένα κλπ…

Λοιπόν, ο (Ούγο) Καβαλλέρο ήταν στρατηγός, αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων της Ιταλίας, όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος κατά της Ελλάδας.

Ο Γκάϊντα ήταν δημοσιογράφος, υπηρετούσε τη φασιστική προπαγάνδα διαστρεβλώνοντας τα γεγονότα, ανάλογα με το τι συνέφερε την Ιταλία κατά πρώτον και τις δυνάμεις του Άξονα, έπειτα.

Καλά, είσαι απίστευτη!

…όπως πάντα

Αντιγραφω απο το γλωσσαρι:

Κουλαντρίζω
Χειρίζομαι επιδέξια, χρησιμοποιώ, καταφέρνω κάτι, τα βγάζω πέρα, “τα ρίχνω” σε κάποιον ή κάποια.

“άδικα με κουλαντρίζεις
μπαρμπεράκι μου χρυσό…”
[τουρκ. kullandi, kullanmak= χρησιμοποιώ, οδηγώ].

Το <<κουλαντρίζω>> έχει αλβανική προέλευση, αν και απαντάται και στα τουρκικα.

Δε γνωρίζω την ετυμολογία, αλλά το «κουλαντρίζω» το γνωρίζω σαν «ενοχλώ», «κολλάω σε κάποιον» με περιπαιχτική διάθεση κ’ εκνευρίζω επίτηδες επιμένοντας.

Στην Κρήτη έχει την έννοια του “εξουσιάζω - μεταχειρίζομαι”.

Απού 'ναι νιός και δεν πατεί,
το μάρμαρο να τρίζει,
ήντα τη θέλει τη ζωή
κι ήντα την κουλαντρίζει.

Ταξίδεψε άλλο ένα μήνα το παλικάρι. Στο δρόμο του παρουσιάστηκε πάλι ένα παλάτι. Εκεί καθόταν η πιο μικρή από τις τρεις αδερφές. Τ’ όνομά της ήταν Γκιουλμπαχάρ. Της είπε κι αυτηνής ότι στο γυρισμό θα περάσει να την πάρει. Δέχτηκε κι αυτή, όπως και άλλες αδερφές της.*

Στο τούρκικο λαϊκό παραμύθι «Ο αετός του κάτω κόσμου», που σε αρκετά παρόμοια εκδοχή υπάρχει και ως ελληνικό, σ’ ένα από τα επεισόδια στην πορεία του ήρωα προς την επίτευξη των ορισμένων από την αρχή του παραμυθιού άθλων εμπλέκονται τρεις αδελφές, ονόματι Γκιουλπερί, Γκιουλιζάρ και Γκιουλμπαχάρ. Κάποιος τουρκογνώστης θα μπορούσε να καταλάβει τι σημαίνουν, αλλά ότι κάτι σημαίνουν το καταλαβαίνω και μόνος μου.

Όταν ο Τσιτσάνης έγραφε την Γκιουλμπαχάρ δεν ήξερε υποχρεωτικά τι σημαίνει, ούτε βέβαια το παραμύθι. Πιθανόν βέβαια να ήξερε αυτή την ιστορία για μια μισοπραγματική-μισομυθική Γκιουλμπαχάρ, Ελληνίδα σουλτάνα του 15ου αιώνα.Το μόνο όμως που μπορούμε να είμαστε απόλυτα βέβαιοι ότι ένιωθε είναι αυτό που νιώθει ο καθένας ακούγοντας το όνομα: ότι ξυπνά συνειρμούς εξωτικούς, παραμυθένιους, λάγνους, αρωματισμένους με ανατολίτικα μπαχάρια.


*Ανδρεάδης, Ερμόλαος (επιμ.), Τούρκικα Λαϊκά Παραμύθια, Αθήνα (Κάκτος) 2006, σελ. 129 («Ο αετός του κάτω κόσμου»).

Γκιούλ είναι το τριαντάφυλλο. Μπαχάρ είναι (εκτός απ’ τα μπαχαρικά και) η άνοιξη, Ρόδον της άνοιξης επομένως, αλλά το λεξικό μου έχει και ιδιαίτερο λήμμα gulbahar που επεξηγεί ως “ροδοκόκκινο”. Από ΄κεί και πέρα, όλα είναι εύκολα και πιθανά.

Α, ισχύει το «ρόδο της άνοιξης»; Αυτή τη μετάφραση δίνει και η Βίκυ (στο λινκ που δίνω για τη σουλτάνα). Υπάρχει ως κανονικό όνομα;

Πολύ πιθανόν, αλλά δεν το ξέρω. Και οι Τούρκοι τα συνηθίζουν αυτά, όχι μόνο εμείς με Γαρουφαλιές, Ροδιές κλπ. Ξέρω μάλιστα και όνομα “Μαράλ”, που σημαίνει Ελαφίνα.

Το “Γκιουλμπαχάρ” περισσότερο ως μετονομασία βλέπω να υπάρχει, παλιότερα τουλάχιστον.

Ανατολή, Ανατολή, (και) δική σου είμαστε φυλή… :slight_smile:

Γνωρίζω πως η προέλευση της λέξης “σύρμα” έχει συζητηθεί αμφότερα στο συγκεκριμένο θέμα, όμως παρόλη την “ξερόλα”, παραθέτω το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του Ν.Τσιφόρου “Παραμύθια πίσω απ’ τα Κάγκελα” για να συνησφέρω κι εγώ επι το έργον.

Πάνω, λοιπόν, στην περιγραφή μιας κλεψιάς σε χαρτοπαίγνιο(Παπάς)ο συγγραφέας αναφέρει:

“… Οι αβάντες καθόντουσαν στον καφενέ απέναντι κι άμα ήθελε βοήθεια ο Στέλιος φώναζε ‘φέρε νερό’ κι ερχόντουσαν οι αβάντες και γι΄αυτό τις λένε νερά… Κι άμα λάχαινε πάλι να του φάνε το μπαγιόκο κανενός κορόιδου, κοίταζε ψηλά ο Στέλιος κι έλεγε ‘αμάν το σύρμα’ και κοίταζε και το κορόιδο ψηλά, και τότες έβρισκε την ευκαιρία και το΄βαζε στα πόδια ο Στέλιος με τα κερδισμένα και από κει λένε ‘σύρμα’ τον κίνδυνο οι μάγκες.”

Κι ερωτώ: Είναι ολοκληρωτικά σωστή η άποψη του Ν. Τσιφόρου; Τι λέτε;

Επίσης δεν γνωρίζω μήπως τυγχάνει και υπάρχει λεξικό, ή κάτι παρόμοιο για την φρασεολογία του Ρεμπέτικου από τον Ηλιόπουλο ή κάποιον άλλο που να έχει εντρυφίσει στην “Ρεμπετολογία”. Πάντως η δουλειά που γίνεται εδώ μπορεί να αποδώσει καρπούς σε κάτι πιο ολοκληρωμένο. Ένα βιβλίο, ας πούμε, που να εμπεριέχει όλα ή τουλάχιστον τα περισσότερα από τις λέξεις και γιατί όχι φράσεις. Ωραία ιδέα δεν είναι αυτή;

ΥΓ Πρώτο μήνυμα στο Φόρουμ. Είμαι καινούριος…:090:

Καλώς ήρθες και καλές συζητήσεις. :slight_smile:

Γενικά η λέξη “σύρμα” έχει καταγραφεί ως συνθηματική που σηματοδοτεί κίνδυνο, άρα προτροπή για επαγρύπνηση, φυγή κ.λπ.

Τώρα για το πώς προέκυψε αυτή η σημασία, θέλει διασταύρωση σε πάρα πολλές γραπτές πηγές και δεν είναι και σίγουρο ότι θα καταλήξουμε και κάπου.
Ίσως να έχει δίκιο ο Τσιφόρος.
Αλλά, μόνο μετά από αναζήτηση ίσως καταλήξουμε σε κάτι πιο διαφωτιστικό.

Όσο για το ρεμπετολεξικό εδώ, όλο και προστίθενται στοιχεία και τροποποιούνται λήμματα και βέβαια είναι ελεύθερο λογισμικό, για χρήση.

Αρκεί, όταν αναπαράγεται ολόκληρο και αυτούσιο - να αναφέρεται και η πηγή, [b]το ρεμπέτικο φόρουμ.[/b]

Μάλλον εννοείς τον Ηλία Πετρόπουλο, έτσι;