Με το πρώτο, εφόσον υπογραμμίσουμε (εγώ το έκανα ήδη!!) το «νοηματική». Η ετυμολογική σχέση δεν έχει αποκλειστεί, αλλά σαφώς απέχει από του να θεωρηθεί δεδομένη.
Με το δεύτερο συμφωνώ τηρουμένων των αναλογιών. Δηλαδή η ετυμολογική σχέση της κασόμπρας με όλες τις υπόλοιπες αρχαίες λέξεις που αναφέραμε μου φαίνεται απίθανη, ενώ με την κασαλβάδα όχι απίθανη.
Με το τρίτο απλώς συμφωνώ, άνευ όρων.
Πάντως θεωρώ ότι το ενδεχόμενο να πρόκειται για νεότερο δάνειο συγκεντρώνει περισσότερες πιθανότητες. Δεν έχει μεν εντοπιστεί μέχρι στιγμής καμία ξένη λέξη από την οποία θα μπορούσε πειστικά να προέρχεται το νεοελληνικό κασόμπρα, αλλά αν το καλοσκεφτούμε θα ήταν πολύ δύσκολο να εντοπιστεί ακόμη κι αν υπάρχει: δεν ξέρουμε σε ποια γλώσσα να το αναζητήσουμε, δεν ξέρουμε τι μορφή και ορθογραφία θα μπορούσε να έχει σ’ αυτή τη γλώσσα, ούτε τι θα σήμαινε, δεν είμαστε καν σίγουροι ποια απ’ όλες τις νεοελληνικές σημασίες είναι η πιο κυριολεκτική και η αρχική. Μόνο αν κατά σύμπτωση βρεθεί κάποιος που ξέρει ότι στην τάδε γλώσσα υπάρχει η λέξη με τη δείνα μορφή και παρόμοια σημασία θα βρεθεί μια άκρη.
[Έκανα ήδη μια αναζήτηση στο διεθνές Γκούγκλ για λέξεις με διάφορες πιθανές ορθογραφίες σε λατινική γραφή. Έκανα όλους τους συνδυασμούς που μπορούσα να φανταστώ για το πώς άραγε να γράφεται το [κ], πώς το [σ], τι άλλη κατάληξη να υπήρχε εκτός από -α. Δεν έβγαλα τίποτε. Αλλά το cache ombre του Σαραντάκου δεν το σκέφτηκα! Θα μπορούσα, γιατί ξέρω γαλλικά και καταλαβαίνω τι θα σήμαινε αν υπήρχε (αυτό που κρύβει τις σκιές), αλλά θέλει και λίγη φαντασία. Ο Σαραντάκος είχε μεγαλύτερη από μένα. Αν είχε βρει μιαν άκρη με το cache ombre , θα αναφωνούσα «μα είναι προφανές!!». Μπορεί λοιπόν να υπάρχει μια εξίσου εξίσου προφανής σχέση με κάτι άλλο που απλώς δεν πάει ο νους μας.]
Δεν ξέρω ακριβώς, ιδού όμως όσα σχετικά στοιχεία έχω υπόψη μου:
α) Γιουφ λένε την τρυπίτσα στη γυάλα του ναργιλέ που, άμα την ξεταπώσεις (κανονικά είναι κλειστή), φυσάς και αδειάζει από τα ντουμάνια.
β) Μάλλον κατ’ επέκταση της έννοιας αυτής, γιουφ έχω ακούσει επίσης να λένε την τρυπίτσα στο πλάι του ηχείου των πολύ μικρών μπαγλαμάδων. Όταν το όργανο είναι τόσο μικρό ώστε στο καπάκι να μη χωράει παρά μια τρυπίτσα στοιχειωδών διαστάσεων, ανοίγουν και μια δεύτερη στο ηχείο για να απελευθερώνεται λίγο περισσότερος ήχος.
γ) Επίσης, “κάνε ένα γιουφ” σημαίνει “τράβα μια μυτιά”. Πηγή: αυτό το ηρωικό ηχογράφημα, δεν ξέρω πόσοι άλλλοι έχετε συνοδέψει μ’ αυτό την εφηβεία σας.
δ) Ο Πετρόπουλος νομίζω ότι αναφέρει ως “γιουφ” (ή “γιουφάτο”; έναν εκκεντρικό τρόπο καπνίσματος του χασισίου, όπου με κάποιο τρόπο που δε θυμάμαι ακριβώς ο καταναλωτής δεν καπνίζει ακριβώς αλλά μάλλον το αφήνει να καίγεται μόνο του και ρουφάει τους καπνούς που βγαίνουν στον αέρα.
ε) Το ρεφρέν του «γνωστού τραγουδιού» υπάρχει και σ’ αυτό το λιγότερο γνωστό τραγούδι, όπου παραμένει εξίσου αινιγματικό.
Δεδομένου ότι η λέξη γιουφ μοιάζει να συνδέεται με την τρυπίτσα, το ρουθούνι, την εισπνοή, την εκπνοή, και ότι ταυτόχρονα είναι επαρκώς αργκό ώστε να μην έχει μια πολύ συγκεκριμένη κυριολεξία, μένω με την εντύπωση ότι γιαφ-γιουφ πρέπει να είναι κάποια ονοματοποιία που υπαινίσσεται το μανιώδες κάπνισμα χασισίου ή σνιφάρισμα ναρκωτικών (όπως λέμε παφ-πουφ για τα τσιγάρα). Για του γιουφ-αμάν δεν μπορώ να πω τίποτε, ίσως να είναι απλό επιφώνημα.
Είπαμε να δοκιμάσεις μόνο, εσύ το πήρες εργολαβία!
Επισης αν λαβουμε υποψιν, περα απο την πιο γνωστη εκτελεση με την Παπαγκικα, την λιγο πιο παλια του Τετου Δημητριαδη http://www.youtube.com/watch?v=gYh0cxYSxzQ το ολο πνευμα του “πρωτοτυπου” αδεσποτου τραγουδιου ειναι πιο κοντα σε αυτο που λεει ο Παπαζογλου (που ειναι και η πιο αγαπημενη μου και πιο γνωριμη εκτελεση). Απο οτι φαινεται δηλαδη η πλοκη του τραγουδιου ειναι: εχουμε εναν νεο ο οποιος ειναι ναρκομανης -και γενικοτερα μποεμ τυπος- ο οποιος ομως θελει να ξεκοψει, οποτε απευθυνεται στον εμπορα ο οποιος προσπαθει να τον δελεασει με ενα γιουφ, ετσι για τη δοκιμη -ωστε να ξανακυλησει. Η αποκριση “γιαφ-γιουφ” οποτε θα μπορουσε να ειναι τυπικο δειγμα εμφασης (πχ “-Θελω pepsi max” λεει ο μικρος Αντωνης, “-Μαξ, μουξ… τωρα ο,τι εχει θα παρεις!” του απανταει η μανα του. true story). Εμβολιμα στο τραγουδι μπαινει και το παραπονο του μαγκα γιατι το κοριτσι που αγαπαει και η οικογενεια της δεν τον θελουν επειδη εχει αυτο το θεμα. Ολο αυτο στην εκδοχη της Παπαγκικα εξευγενιζεται και η αναφορα στο χασις περναει σε εντελως δευτερη μοιρα.
Εγώ, πάλι, έχω πεζότερη άποψη: τα λόγια απευθύνονται στον χρήστη από την (κατά την άποψη του ίδιου) υποψήφια νύφη, που απλά δεν τον γουστάρει με τον εθισμό του.
Κατά τα λεγόμενα ενός Τούρκου που ζει στα μέρη μου, το “γιαφ-γιουφ” είναι έκφραση γενικά πόνου και απελπισίας.
Στα τραγούδια, μικρασιατικής προέλευσης όπου και απαντάται η φράση, [“γιαφ, γιουφ, δεν σε θέλω πια”, γιουφ, αμάν" ]
παρατηρώ ότι δεν έχει άμεση - τουλάχιστον - σχέση με ουσίες, κάτι που επιβεβαιώνει τα λόγια του.
Σε άλλο γραπτό κείμενο, ελληνικό τουλάχιστον, δεν τη θυμάμαι την έκφραση αυτή.
Μπορεί κάποιος να διασταυρώσει αυτή την πληροφορία και με άλλους γηγενείς Τούρκους;
Από την άλλη, ειδικά το “γιουφ” έχει καταγραφεί σε λεξικό της οθωμανικής αργκό, με πρώτη έκδοση το έτος 1915, ως ένα από αρκετά λαϊκά ιδιώματα, με τα οποία αποδίδεται το χασίσι.
Στη δική μας αργκό, όπως ήδη ειπώθηκε, αποδίδει την τρύπα του ναργιλέ, το σωληνάκι για το ρούφηγμα της ηρωίνης, αλλά και την τρύπα στο ηχείο του μπαγλαμά.
Προφανως και ειναι υποκειμενικες ολες αυτες οι αναγνωσεις του τραγουδιου, αλλα πιστευω οτι παιζει σημαντικο ρολο και η… “αδεσποτη” φυση του και οι διαφορες εκδοχες του. Προσωπικα εχω αυτην την οπτικη, που δε διαφερει και πολυ απο το υφος του Πεπε, διοτι ειμαι περισσοτερο εξοικειωμενος με την εκδοχη του κομματιου απο το Γιωργη Παπαζογλου, την οποια και θεωρω πιο κοντα στο αρχικο, αδεσποτο μοτιβο. Οι πληροφοριες επισης που παραδιδονται κατα την εισαγωγη προερχονται προφανως απο τον ιδιο το Γιωργη Παπαζογλου, ο οποιος -αν και οικοδομος το επαγγελμα- στα συγγραφικα του εργα δε μας εχει συνηθισει σε αστηρικτες πληροφοριες. Η εκδοχη του Τετου Δημητριαδη ειναι πιο κοντα στο μαγκικο υφος του Παπαζογλου. Αντιθετα της Παπαγκικα ειναι εντελως αλλη υποθεση -μαλλον πιο κοντα σε αυτο που λετε εσεις. Για καποιον δηλαδη που “εχει στα αφτια του” κυριως την εκδοχη της Παπαγκικα, ειναι λογικο να ξενιζει η δικη μου οπτικη. Για την πιο ανετη συζητηση παραθετω ολους τους στιχους
Γιαφ Γιουφ - Μ. Παπαγκικα, 1928
Στη φυλακή με βάλανε στο νούμερο το ένα
κι αδίκως με δικάσανε γιατί αγαπώ εσένα
Γιαφ γιουφ δε σε θέλω πια
δε σε θέλω μην περνάς
Τράβα μάγκα στη δουλειά σου
γιατί θα 'βρεις τον μπελά σου
γιατί μου 'γινες μπελάς
Στη φυλακή με βάλανε στο νούμερο το πέντε (δις)
κι αδίκως με δικάσανε χρονάκια δεκαπέντε
Γιαφ γιουφ δε σε θέλω πια
δε σε θέλω μην περνάς
Τράβα μάγκα στη δουλειά σου
γιατί θα 'βρεις τον μπελά σου
με εκείνη με εκείνη που αγαπάς
Τράβα μάγκα στη δουλειά σου
γιατί θα 'βρεις τον μπελά σου
γιατί μου 'γινες μπελάς
πορτοκαλιά εφύτεψα στην φυλακή σαν μπήκα
και πορτοκάλια έφαγα
κι ακόμα δεν εβγήκα
Γιαφ γιουφ δε σε θέλω πια
δε σε θέλω μην περνάς (δις)
Τράβα μάγκα στη δουλειά σου
γιατί θα 'βρεις τον μπελά σου
με εκείνη με εκείνη που αγαπάς
Τράβα μάγκα στη δουλειά σου
γιατί θα 'βρεις τον μπελά σου
το ξύλο που θα φας
Κρασί χασίσι και σεβντάς με κάναν να χτικιάσω (δις)
22 χρονών παιδί τα νιάτα μου να χάσω (δις)
Γιαφ γιουφ δε σε θέλω πια
δε σε θέλω μην περνάς (δις)
Τράβα μάγκα στη δουλειά σου
γιατί θα 'βρεις τον μπελά σου
με εκείνη με εκείνη που αγαπάς
Τράβα μάγκα στη δουλειά σου
γιατί θα 'βρεις τον μπελά σου
το ξύλο που θα φας
Γιαφ Γιουφ - Γ. Παπαζογλου, αγνωστου
Τα κούναγα, τα κούναγα τα ρίχνω φέρνω εξάρες (δις)
κι αμέσως ηπλακώσαμε εικοσιπέντε αράδες
γιαφ γιουφ δε σε θέλω πια, θα με βάλεις σε μπελά
τράγα σπάγγο στη δουλειά σου κια πό 'μένα δε μασάς (δις)
Τα κούναγα, τα κούναγα τα ρίχνω φέρνω ντόρτια (δις)
κι οι μπάτσοι ηπλακώσανε από την πίσω πόρτα
γιαφ γιουφ τι κακό ειν’αυτό, μόνο 'γω θα σ’αγαπώ
η μαμά σου δε με θέλει κακοχράγετε* κι οι δυό (δις)
Ούζο νταμίρα και σεβντάς με κάναν να χτικιάσω
ούζο χασίσι και σεβντάς με κάναν να χτικιάσω
δεκαοχτώ χρονώ παιδί τα νιάτα μου να χάσω
γιαφ γιουφ δε σε θέλω πια, θα με βάλεις σε μπελά
τράγα σπάγγο στη δουλειά σου κια πό 'μένα δε μασάς (δις)
Μεσ’ τα Σπιτάλια με’χουνε στο νούμερο το τρίο (δις)
κι απ’το χασίσι πού πινα μου είπανε να φύω
Γιαφ γιουφ τι κακό ειν’αυτό μονό γω θα σ’αγαπώ
η μαμά σου δε με θέλει κακοχράχετε κι οι δυό (δις)
κακό χρόνο να 'χετε
Γιαφ Γιουφ - Τ. Δημητριαδης, 1925
Πιοτι χασισι και σεβντας με καναν να χτικιασω
εικοσιδυο χρονω παιδι τα νιατα μου να χασω
Γιαφ γιουφ δε σε θελω πια γιατι εγινες μπελας
αιντε τραβα στη δουλεια σου να μην ευρεις το μπελα σου
στο διαβολο να πας
Στη φυλακη με βαλανε στο νουμερο το δυο
κι απ το χασισι που επινα με ειπανε να φυγω
Γιαφ γιουφ δε σε θελω πια γιατι εγινες μπελας
αιντε τραβα στη δουλεια σου να μην ευρεις το μπελα σου
στο διαβολο να πας
Φίλε Αδουάν, καλός βέβαια και ο πλουραλισμός! Δεν μπορώ όμως να συμφωνήσω μαζί σου ότι μπορεί να προσδιοριστεί “αρχικό μοτίβο” στους στίχους ενός αδέσποτου τραγουδιού που συμπιλείται και τραγουδιέται ξανά και ξανά, με ανακατέματα κάθε φορά των στίχων και προσθαφαιρέσεις, πάντα με την αυθαιρεσία της “σύμπηξης στίχων” από μία μεγάλη δεξαμενή πρώτων υλών. Καμμία λογική θεώρηση δεν μπορεί εδώ να έχει εφαρμογή: αυτοί που τραγούδησαν το τραγούδι δεν είχαν πρόθεση να περιγράψουν ένα γεγονός, φανταστικό ή πραγματικό, όπως γίνεται π.χ. με δημοτικά τραγούδια των ειδών παραλογής ή ιστορικών κλπ. Να γεμίσουν με λόγια το χρόνο ανάμεσα σε στάνταρ μελωδικά μοτίβα που παίζονται από το όργανο ήθελαν, για το χαβαλέ τους και μόνο, χωρίς να τους ενδιαφέρει ποσώς το αν τα λεγόμενά τους έχουν κάποια λογική συνέπεια και ακολουθία. Γι αυτό και νομίζω, εγώ τουλάχιστον, ότι δεν υπάρχει κανένα νόημα στο να χάνουμε τον καιρό μας προσπαθώντας, έναν αιώνα αργότερα και με στοιχεία απείρως φτωχότερα από εκείνα που υπήρχαν τότε, να βρούμε λογική και νόημα σε στιχουργικά συμπιλήματα της στιγμής.
Δεν ξέρω για τη συζήτηση, πάντως εμένα προσωπικά μου συνεισφέρεις το εξής σημαντικό: δεν ήξερα ότι υπάρχει τέτοιο τραγούδι σε δίσκο, νόμιζα ότι το οφείλουμε στον Γιώργη Παπάζογλου και την προφορική του κληρονομιά.
Κατά τα άλλα συμφωνώ με τον Νίκο Π. ότι δεν υπάρχει “αρχικό μοτίβο” -τα τραγούδια με παράθεση σκόρπιων δίστιχων είχαν εξαρχής αυτή τη ρευστή μορφή, δεν είναι “συγκεκριμένα” τραγούδια που διαλύθηκαν και ξανασυντέθηκαν. Διαφωνώ δε μαζί του ως προς το ότι λέγαν ό,τι να 'ναι για το χαβαλέ και το πασατέμπο, για λόγους που επιφυλάσσομαι να εκθέσω (αν δεν το έχω ήδη κάνει πλειστάκις) σε προσφυέστερο χώρο, μιας κι εδώ ο λόγος είναι περί λεξιλογίου.
Τέλος, οι πληροφορίες της Ελένης για τη λέξη γιουφ στα τούρκικα και μας φώτισαν λίγο (αν σημαίνει χασίσι, έστω και στην αργκό, πάει να πει ότι είναι κανονική λέξη, όχι ηχομιμητική) αλλά και μας συσκότισαν (αφού η ίδια λέξη σημαίνει και χασίσι [ουσιαστικό] αλλά είναι και επιφώνημα).
Μια πρόοδο την κάναμε, αλλά την απάντηση δεν την έχουμε ακόμα.
Α, και να επισημάνω ότι το σλανγκ.γκρ αφενός μεν το εκτιμώ όλως ιδιαιτέρως για το συνολικό του επίπεδο (όχι μόνο των γνώσεων), και άλλωστε παλιότερα συμμετείχα κι εγώ και έχω γράψει μερικά λήμματα και σχόλια, αφετέρου όμως δεν είναι βίβλος: δε συντάσσεται από άτομα που κατέχουν «Την» απάντηση στο κάθε ερώτημα, αλλά από μερακλήδες ερασιτέχνες που την αναζητούν.
Μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για αργκό, όπου πολλά επιφωνήματα μπορεί να είναι ηχομιμητικές λέξεις και αυτές - - ειδικά στην αργκό - - δεν είναι μόνο περιγραφικές, εκφράζουν και νοητική κατάσταση, είναι δηλαδή “κανονικές” λέξεις.
Χρειάζεται - νομίζω - ψάξιμο να δούμε αν η έκφραση “γιαφ - γιουφ” έχει χρησιμοποιηθεί και σε άλλη γραπτή πηγή, εκτός από τα τραγούδια αυτά.
Επίσης, διασταύρωση για να δούμε πώς (και αν) χρησιμοποιείται η φράση αυτή στην τουρκική slang.
Τυχαία βρήκα τη συζήτηση από το γκουγκλ και είπα να γραφτώ στο φόρουμ να πω κι εγώ τις δυο δεκαρίτσες μου, αν και το “γιαφ γιουφ” δεν με απασχολεί και τόσο, το θεωρώ πιθανό να είναι ηχομιμητική λέξη, όπως τόσα άλλα επιφωνήματα. Περισσοτερο με ενδιαφέρει το υπόλοιπο ρεφρέν, δηλ. το “δε σε θέλω πια” και η συνέχειά του.
Στο φόρουμ έχετε αποδελτιώσει το “Γιαμ γιουμ δε σε θέλω πια / στο διάολο να πας / κι εσύ και η μαμάκα σου / κι ο ναύτης π’ αγαπάς”, που το γράφει ο Καραγάτσης το 1946 στον Γιούγκερμαν. Να προσέξουμε ότι ο Καραγάτσης το τοποθετεί γύρω στα 1920 αν θυμάμαι καλά, όταν ο Γιούγκερμαν καταφθάνει στον Πειραιά.
Το τετράστιχο το έλεγε ο παππούς μου (γενν. 1903) που έζησε στον Πειραιά από 8 χρονών. Μόνο που έλεγε “κι ο μάπας π’ αγαπάς στον τελευταιο στίχο”, και δεν έλεγε “γιαμ γιουμ” αλλά κάτι άλλο που δεν το θυμάμαι, μάλλον “Μπαμ μπουμ”.
Υπάρχει κι άλλη λογοτεχνική μαρτυρία για το τετράστιχο αυτό, που δεν ξέρω αν την έχετε προσέξει, στο διήγημα Φεγγάρι του Λαπαθιώτη (υπάρχει εδώ, και στο βιβλίο Τα μαραμένα μάτια εκδ. Ερατώ σε δική μου επιμέλεια). Εκεί παρουσιάζεται μια παρέα που τα πίνει, κάπου στου Γκύζη ή σε άλλη γειτονιά της Αθήνας και τραγουδάνε:
νταμ! ντουμ! ντουμπαντουμπαντούμ!
στο διάβολο να πας,
κι εσύ και η μαμάκα σου,
κι ο λάγιος που αγαπάς…
Το “Φεγγάρι” δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο του 1922 σε ένα περιοδικό, άρα πριν έρθουν οι πρόσφυγες.
Καλώς μας ήρθες στο φόρουμ, Νίκο. Χαίρομαι ιδιαίτερα για τη συμμετοχή σου στη συζήτησή μας.
Πολύ σωστή η επισήμανσή σου για το ρεφρέν και τις παραλλαγές του.
Άλλη μια λέξη: “λάγιος”
Μάλλον αρβανίτικη, παρατσούκλι για άνθρωπο μελαμψό [λάγιο πρόβατο=αυτό με το σκούρο τρίχωμα], συναντάται και ως επώνυμο.
Έχει όμως στην αργκό και αρνητική σημασία, σημαίνει τον κακό, τον δόλιο.
Δεν ξέρω αν ο ποιμενικός λάγιος είναι η ίδια λέξη με τον λάγιο του Λαπαθιώτη και της αργκό (χρησιμοποιείται πολύ π.χ. από τον Μάνεση στην αυτοβιογραφία του), με την αρνητική σημασία. Θα μπορούσε (το μαύρο χρώμα γενικά έχει αρνητικές συνδηλώσεις), αλλά από την άλλη είναι σπάνιο μια ποιμενική λέξη να υιοθετηθεί από τη μάγκικη αργκό. Οπότε, δεν θα εκπλησσόμουν αν ήταν δυο διαφορετικές, ομόηχες λέξεις.
Πάντως, οι μαρτυρίες που επισημαίνει ο sarant επιβεβαιώνουν ότι τα δίστιχα και τετράστιχα ταξιδεύουν ταχύτατα, από Μικρασία σε Πειραιά ή οπουδήποτε και το αν θα συνδεθούν με χρήση ευφορικών ουσιών ή όχι, είναι δευτερεύον. Επαφίεται αποκλειστικά στον δημιουργό του στίχου που θα προκύψει κάθε φορά για κάθε συγκεκριμένη χρήση.
ΟΚ, πάω πάσο. Οι συντάκτες αυτών των αναρτήσεων έχουν καταβάλει προσπάθεια να καταστήσουν σαφές αυτό που οι ίδιοι γνωρίζουν εμπειρικά. Εγώ που δεν το γνωρίζω, λογικό είναι να δυσκολεύομαι. Ο βοσκός ζει και τριγυρνά με άνεση στις πτυχές και τις γωνίτσες ενός πολυσχιδούς κόσμου που εμένα μου είναι εντελώς άγνωστος και απροσπέλαστος. Το πλήθος αυτών των ονομασιών δίνει μια ιδέα για το τι σημαίνει το κοινώς λεγόμενο ότι οι Εσκιμώοι έχουν 77 λέξεις για το χιόνι (φυσικά, αν οι ονομασίες διαφοροποιούνται κατά το χρώμα, την πυκνότητα, τη φορά της χιονόπτωσης κλπ. κλπ.).
Για τα καραμάνικα όμως (τα και καραμανλίδικα) εγώ ξέρω πως είναι εκείνα με μία παχιά πλακέ και τριγωνική ουρά, ανεξάρτητα από το χρώμα τους, που εγώ μόνο άσπρα έχω δεί. Προφανώς, η ράτσα τους κρατάει από κεντρική ανατολία.
Σωστά.
Μάλλον, άλλη ποικιλία το “καραμάνα” και άλλη τα “καραμάνικα”.
Επανέρχομαι στο θέμα της λέξης “λάγιος”, όχι με την κυριολεκτική της σημασία, την οποία διασταυρώσαμε (ευχαριστώ, Δημήτρη), αλλά όπως χρησιμοποιείται στην αργκό.
Γνωστός μου είπε πως η λέξη χρησιμοποιείται σε αυτοσχεδιασμούς πάνω σε ρεμπέτικα τραγούδια.
Π.χ., “έμαθα κυρά πως έχεις… έναν λάγιο που αγαπάς…”