Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

  1. εποστειρώξαν = στέγνωσαν [<αποστειρώνω=αποξεραίνω, στεγνώνω]
  2. θρουλίζω <αρχ. θρυλίσσω =συντρίβω, τσακίζω [και θρουλί= κομμάτι, θρύμμα, λίγο, πολύ μικρή ποσότητα]
  3. Σιμώνω=πλησιάζω, ζάβαλης= δυστυχής, καημένος, φτωχός <zavallı, τούρκικη λέξη
  4. μπλιό [ < πλιο(ν) < πλέον] = πλέον.

Περι της λέξης μουρμούρης. Έψαχνα στο τουρκικό λεξικό και βρηκα αυτες τις δυο σημασίες για την λεξη “mırmır”, που μπόρει να εχει ενδιαφέρον:

  1. παθητικός ομοφιλόφιλος, 2) “μάγκας”.

Φυσικά, δεν ειναι απαραίτητα η ίδια λεξη, ομος έχω παρατηρήσει οτι το τουρκικο “ı” σύχνα αντιστοίχει στο ελληνικό “ου”. Απ’ οτι κατάλαβα (χρησιμοποιώντας Google), αυτη η λέξη με την παραπάνο σημασία ειναι σπάνιο. 'Ισως πρόκειται για παλιο σήμασια. Εχω δύο πηγες μόνο:

Είχε προβληματίσει σ’ αυτό το νήμα, παλιότερα, η ετυμολογία της λέξης “κασόμπρα”.
Ακούγεται στο τραγούδι:

“…Ποια κυρία,
ποια κασόμπρα του συρμού,
ένα κόμητα τοιούτο
θα τον περάσει γι’ αλεπού;…”

Α. Κωστής, «Τουμπελέκι - τουμπελέκι» (παλιό αδέσποτο, ηχογραφημένο περίπου το 1930)

Και στον “Τσακατσούκα”, με τον Π. Κυριακό επίσης συναντάμε τη λέξη “κασόμπρα”.

Θεωρήθηκε ξένο δάνειο η λέξη αυτή και από μένα.
Η αναζήτηση όμως δεν είχε αποδώσει τίποτε, όσο και αν είχα ψάξει.

Τελικά, είναι …ελληνικής προέλευσης η λέξη.
Ψάχνοντας για άλλο θέμα, βρήκα στα λεξικά Liddell - Scott, στον Ησύχιο, αλλά και στον Αριστοφάνη (Εκκλησιάζουσες, Ιππείς) αναφορές στις λέξεις :

κασαλβάς, κασαύρα, κασαυράς, κασωρίς, κασώρα, με την έννοια της εταίρας, της πόρνης.

Και: κασωρίτις, κασώριον : το χαμαιτυπείο, το πορνείο.

Η σημασία της λέξης αυτής “κασαύρα” ή τα συναφή, όπως χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα και όπως με παραφθορά της λέξης, ως “κασόμπρα”, τη χρησιμοποιούμε σήμερα, διαπιστώνουμε πως δεν έχει αλλάξει.
Η νεότερη, παραφθαρμένη, λέξη “κασόμπρα” διατηρεί αναλλοίωτη κυρίως αυτή την ερμηνεία και αργότερα.

Επομένως, η νεότερη λέξη “κασόμπρα” ετυμολογείται από την αρχαιότερη “κασαύρα”, από την οποία φαίνεται να προήλθε με παραφθορά, διατηρώντας την αρχική της σημασία, ανάμεσα και στις άλλες, τις υποτιμητικές που της προσδώθηκαν, με το πέρασμα των χρόνων.

Μιά στιγμή όμως, Ελένη μου! Πολύ σωστός ο συλλογισμός σου ως τώρα, μάλιστα κι εγώ ξαναθυμήθηκα τη λέξη. Έχουμε, όμως, έστω και μία μαρτυρία για χρήση της λέξης σε κείμενο, από τον Αγάπιο και μετά, στο σύνολο της ελληνικής γραμματείας και μέχρι το 1932 που την συναντάμε σε ένα στίχο, μία και μοναδική φορά; Ο συλλογισμός μου είναι, μήπως κάποιος απ’ την (μορφωμένη) παρέα Δημητριάδηδες, Μπέζος, Καμβύσης κλπ. “ανέσυρε” τη λέξη απ’ το χρονοντούλαπο και την επανέφερε σε χρήση, κάτι που ήταν πολύ συνηθισμένο γιατί το εξασκούσαν κατά κόρον εκατοντάδες καθαρευουσιάνοι καλαμαράδες. Μήπως, λέω.

Δεν έχω συναντήσει τη λέξη “κασόμπρα” σε κανένα κείμενο έως τώρα, εκτός από τα αναφερόμενα τραγούδια.
Πάντως, συνεχίζω την αναζήτηση.

Το πιο πιθανό είναι να συνέβη αυτό ακριβώς που λες και εσύ, Νίκο.


Με την ευκαιρία, δυο πολύ καλά λεξικά, για αναζήτηση σημασίας, ετυμολογίας κ.λπ.

[b][u]Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς, “Λεξικόν”[/b][/u]
[b][u]Liddell - Scott[/b][/u]

Ελένη, δεν εγγυώμαι για την πηγή, πάντως δεν είσαι η μόνη που υποστηρίζει αυτήν την εκδοχή:

Από τό κάσας ή κασάς ή κασής (ο) (κν. κετσές): Τό δερμα ή
χονδρόν ύφασμα που τοποθετείται επι της ράχεως του ζώου και επ
αυτό τίθετεται η σέλλα ή το σάγμα (κν. σαμάρι). Εις την
Λατινικήν καλείται scortum αλλά μεταφορικώς σημαίνει πόρνη. Η
κακόφημος μεταφορά οφείλεται εις το οτι και τον κασά τον
καβαλάμε και την πόρνη την καβαλάμε.
o Παραγωγα : Κασωρίς, κασωράς, κασώρα, κασαλβάς (η, γενική
κασαλβάδος)= ολα σημαίνουν πόρνη. Ενδεχομενως και εκειθεν
και η κν. “κασόμπρα”. Αποτην κασαλβάδα παράγεται το ρήμα
κασαλβάζω σημαίνον υβρίζω ως πορνη δηλ. χυδαίως, αναιδώς.

Όσοι θέλουν να διαβάσουν άλλα για τις “παστρικιές” και τα πορνεία, να ρίξουν μια ματιά εδώ:

http://www.stougiannidis.gr/AENAON/ASY/36.pdf

Ο συγχωρεμένος ο πεθερός μου χρησιμοποιούσε καμιά φορά τη λέξη “παρδαλή” -νομίζω ότι σημαίνει περίπου γυναίκα “ελευθέρων ηθών”, δηλαδή όχι ακριβώς παστρικιά, αλλά “floozy” όπως λέγεται στα αγγλικά. Μήπως η “κασόμπρα” δηλώνει κάτι παρόμοιο; Πάντως, είναι αξιοσημείωτο πως στον άντρα που χαίρεται τον ελεύθερο έρωτα δεν του κολλάνε καμιά φορά τέτοια επίθετα!

Εύα

Φωνολογικά δε δικαιολογείται. Η κασαύρα και οι διάφορες παραλλαγές δεν έχουν ούτε β ούτε άλλο χειλικό σύμφωνο. Η εμφάνιση ενός -μπ- στη θέση του -υ- θα ήταν δυνατή μόνο αν έχει μεσολαβήσει κάποια άλλη γλώσσα (αντιδανεισμός) που να έχει δικούς της φωνολογικούς νόμους, ανεξάρτητους από της ελληνικής, και πάλι μετά πολλών επιφυλάξεων και μόνο εκτός αρχαιότητος.

Χειλικό υπάρχει στην κασαλβάδα. Εντός των πλαισίων της αρχαίας ελληνικής η κασαλβάς φαίνεται να είναι άσχετη από την κασαύρα / κασαυράδα / κασωρίδα κλπ., για τον ίδιο λόγο: δε μας ενοχλεί η αλλαγή μεταξύ -λ- και -ρ-, ούτε η αντιμετάθεση, το -β- όμως με το -υ- (του -αυ-) είναι φθόγγοι χωρίς καμία συγγένεια και χωρίς δυνατότητα αλληλοαντικατάστασης. Το LSJ τα έχει μεν μαζί, αλλά χωρίς κανένα ετυμολογικό σχόλιο και χωρίς να λέει ευθέως ότι έχουν άλλη σχέση μεταξύ τους εκτός από τη σημασιολογική εγγύτητα.

Η μόνη πιθανή λογική που βλέπω που θα μπορούσε να συνδέει την κασόμπρα με την κασαύρα θα ήταν αν σε μτγν. χρόνους η λέξη είχε περάσει σε κάποιον άσχετο λαό -Άραβες, Τούρκους, Σλάβους- και πάλι πίσω στα ελληνικά. Ανάμεσα στην κασαύρα και την κασαλβάδα, καμία. Ανάμεσα στην κασόμπρα και την κασαλβάδα, δεν το αποκλείω.

Ελένη (και λοιπή παρέα), ξέρουμε αν έχει ασχοληθεί με τη λέξη ο Σαραντάκος; Για τέτοιες περίεργες περιπτώσεις «ταπεινών» λέξεων είναι η κατεξοχήν πηγή που θα εμπιστευόμουν.

Στη λέξη “κασαύρα” β ακούγεται, όταν το προφέρουμε, “κ α σ ά β ρ α”, πέρα από τη γραφή.
Στην ομιλία λοιπόν, το β ακουγόταν, όχι το υ της κανονικής γραφής (το οποίο βεβαίως δεν θα αντικαθίστατο με μπ).
Και στην ελληνική γλώσσα η εναλλαγή β και μπ είναι συνηθισμένη, π.χ. (βαμβάκι - μπαμπάκι, βάζω - μπάζω κ.λπ.)

Και εγώ τον θεωρώ σημαντική πηγή, αλλά, όχι, δεν έχει ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη λέξη.

Εύα, πολύ κατατοπιστικά αυτά στο link που παραθέτεις !

Σήμερα. Στην αρχαία εποχή, μέχρι τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους, η προφορά ήταν κάτι σαν ου και πράγματι, γλωσσολογικά δεν στέκει η μετάπτωση. Βέβαια, η κασαλβάς θα μπορούσε να αναγραμματιστεί σε κασαβλάδα, το λ να γίνει ρ (γλήγορα – γρήγορα) αλλά και πάλι κολλάμε στην τρίτη κλίση: Δεν λαμβάνεται η ονομαστική στους γλωσσολογικούς κανόνες, το δ δεν μπορεί να χαθεί. Άρα η κασόμπρα δεν μας προκύπτει.

Περισσότερο απ’ όλα όμως, εγώ κολλάω στο ότι οι λέξεις αυτές, όλες, μα όλες, δεν εμφανίζονται παρά μόνο στην αρχαία ελληνική. Δεν επιβίωσαν σε μεταγενέστερους χρόνους, ούτε πέρασαν ως δάνεια σε άλλες γλώσσες, ώστε να επιστρέψουν ίσως ως αντιδάνεια. Και την λέξη κασόμπρα δεν τη βρίσκουμε πουθενά, στη νεοελληνική γραμματεία, εκτός από τους στίχους του Μπέζου και του Καμβύση, που σίγουρα γνωρίζονταν μεταξύ τους.

Ενδοελληνικά (αν δηλαδή δε μεσολαβήσει άλλη γλώσσα) δεν υπάρχει τέτοιο φαινόμενο.

Αυτό που όντως υπάρχει είναι η τροπή του -μβ- σε -μπ- : γαμβρός > γαμπρός, βαμβάκι > βαμπάκι, εμβάλλω > μπάζω κλπ. Που μάλιστα κατά μια κάπως σχολαστική ερμηνεία δεν αποτελεί εξέλιξη αλλά ίσα ίσα διατήρηση της αρχαίας προφοράς του -μβ- ως [mb] (δεδομένου ότι το αρχαίο βήτα προφερόταν [b] ούτως ή άλλως).

Το μπαμπάκι είναι από το βαμπάκι κατ’ αφομοίωση. Το βάζω και το μπάζω δεν είναι το ίδιο ρήμα (μπάζω = βάζω μέσα, ενώ βάζω = βάζω οπουδήποτε, πάνω, κάτω, μέσα, έξω)

Αλλά όλα αυτά αφορούν συγκεκριμένα περιβάλλοντα και δεν έχουν σχέση με την περίπτωσή μας.

Σκέτο βήτα δε γίνεται μπ.

Κι εμένα μου τα χαλάει αυτό. Και καλά, το νεοελληνικό κασόμπρα είναι αργκό που πιθανόν να λεγόταν ευρέως και να μην έτυχε να καταγραφεί. Οι αρχαίες όμως λέξεις, αν καταλαβαίνω καλά το λήμμα του LSJ, είναι όλες σπάνιες: είτε εμφανίζονται μία μόνο φορά στα κείμενα, είτε καμία παρά μόνο στο λεξικό του Ησυχίου (που είναι ακριβώς συλλογή λεξιλογικών curiosites).


Βρήκα και το κάτωθι, εδώ (χωρίς ετυμολογία):

Κασόμπρα: Καναρίνι θηλυκό (κανάρα) η οποία όμως δε κελαιδάει, άρα είναι άχρηστη.

Διασταυρώνεται και από ένα φόρουμ καναρινοφίλων.

Και λίγο πιο κάτω διαβάζουμε, ως “πηγή”:

Α. Κωστής, «Τουμπελέκι - τουμπελέκι» (μουρμούρικο ρεμπέτικο), περίπου 1930.

Έτσι δημιουγούνται οι μύθοι: Μας βγήκε τώρα και το “τουμπελέκι τουμπελέκι” μουρμούρικο!

[FONT=times new roman]Δεν έχει άμεση σχέση, αλλά η λέξη κασαλβάδα κι οι παραλλαγές της φαίνεται πως ήταν αρκετά συνηθισμένες στην αρχαιότητα. Παραθέτω ένα σχόλιο από το βιβλίο “Greek Prostitutes in the Ancient Mediterranean, 800 B.C.-200 CE”:

kasalbas (alternative forms: kasalba [Suda k 446], kassabas[Etym. gud. k 301; EM s.v.], kassaura [Hsch. k 2], kasaura [Hsch. k 960], kasauras [Hsch. k 961], kassa [Michael Psellos Poemata 6.425; Etym. gud. k302], katakasa [Etym. gud. k 304; EM s.v.], kas [Ps. Zonaras s.v.], kasoris [Lycoph. 1385], kassoris [Suda k 459], kasoritis [Hipponax, according to Eus.Com. Od. 2.678; Antiphanes fr. 310 PCG]; the related verb is kasalbazein [Ar.Eq. 355] or kasoreuein [Lycoph. 772]): Forms with one sigma are found in classical authors, and forms with double sigma first appear in the Byzantine lexicographers. The profusion of forms suggests that these were common terms in oral discourse. With the notable exception of Lycophron (1385), they only appear in comedy or the lexicographers and thus were likely slang terms denoting low-class prostitutes. Suda specifies that kasalbas (or kasalba) refers to prostitutes established in brothels (k 446; cf. Sch. Ar. Eq. 355a).Suetonius confirms that Antiphanes used kasoritis for a common prostitute established in a brothel. Aristophanes used kasorion for a brothel (Eq. 1285; see also under the list of terms for brothel). Particularly interesting for our understanding of the socioeconomic background of these terms is the comment of Artemidoros that if one dreams of someone established in a kasorion, this means embarrassment and expense is in his or her future (1.78). The etymology is somewhat unclear; Suetoniusʼs naive interpretation of kasalbas as “someone who first invites the lovers and then pushes them away” in order to take other lovers was adopted by Byzantine lexicographers and scholars (Hsch. k 957; Sudak 447; Sch. Ar. Eccl. 1106). Eustathios awkwardly surmises that the word means a woman who calls to her lovers wearing makeup. Suetoniusʼs interpretation of kasoris as someone who adorns herself inappropriately is another false etymology adopted by Eustathios (Com. Il. 2.678). Perhaps we should relate the word to kases (Hdn. Gr. 1.63) or kasas (Xen. Cyr. 8.3.8) or kassas (Poll. 7.68 referring to Xenophon), a thick skin or cover used as a saddle. It would make sense if a word meaning “saddle” provided the basis for a series of colloquial terms used to indicate the common, lowbrow prostitute, the one whom everybody “rides,” but there is no conclusive evidence to support this suggestion.Chantraine connected it to kasas but left unexplained some important questions regarding the precise process of the formation of the word. The rather cryptic note of Frisk (1:797 s.v.) also connects these vulgar words somehow with kasas (cf. Latin scortum, skin, which means “low prostitute”).[/FONT]

Η σύγχρονη προφορά μπορεί να φτάνει σε μερικές περιπτώσεις μέχρι και τον 5ο αιώνα π.Χ.
Δεν μπορούμε, επομένως, να πούμε με καμιά σιγουριά πότε ακριβώς διαβαζόταν ξεχωριστά η δίφθογγος και πότε όχι
ούτε ξέρουμε πότε (αν δεχτούμε φυσικά αυτή την ετυμολογία) διαμορφώθηκε η λέξη “κασόμπρα”.

Υπάρχει η εναλλαγή β και μπ στη γλώσσα μας.
“Βακαλάος” και “μπακαλιάρος”, λέμε, και οι 2 τύποι απαντούν, είτε δεχτούμε τον 1ο ως εξευγενισμένο είτε ότι προέκυψαν από διαφορετική ρίζα οι 2 λέξεις. 'Οπως και τα “βαμβάκι” και “μπαμπάκι”.

Τέλος πάντων, νομίζω ότι και δεν γίνεται η συζήτηση αυτή πληκτρολογώντας και φοβάμαι ότι θα ξεφύγουμε αν συνεχίσουμε, σε κουβέντα του τύπου πώς βέλαζαν τα πρόβατα στην αρχαιότητα: “βη” κ.λπ. κ.λπ. :019:

Υ.Γ. Η συσχέτιση καναρινιού άφωνου με την κασόμπρα, μόνο μεταφορικά μπορεί να γίνει, με την έννοια ότι κάτι είναι άχρηστο, για πέταμα.
Έχω δει παρόμοιο χαρακτηρισμό και για άλογα που δεν σημείωσαν τις προσδοκούμενες επιδόσεις όσων ποντάριζαν σε αυτά στον ιππόδρομο.

Ιδού η κασόμπρα…λέτε να άκουσε ο φιλαράκος το τραγούδι του Μπέζου;:089:

[LEFT]Γεια χαρά φιλιππάκια…[i]«Κασόμπρα είναι …» …λέει ένας φίλος όταν δεν του αρέσει κάποιος ίππος την ώρα της επίδειξης. Αν αναζητήσετε την ερμηνεία της έννοιας πιθανόν και να δυσκολευτείτε να την βρείτε ακόμα και σε εκτενή λεξικά. Η ερμηνεία που βρήκα όταν έψαξα ήταν …κακοφτιαγμένη, κακοντυμένη, αγράμματη και με πολύ άσχημους τρόπους γυναίκα. Μεταφορικά ναι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έτσι ένας ίππος στην επίδειξη που είναι νευρικός , κακόκεφος και χωρίς να είναι αυτό που λέμε «κουφέτο» . Εξάλλου το «κασόμπρα» ηχεί και κάπως ιπποδρομιακά, ταιριάζει.

[/i]Σόρρυ, μετά από αυτό θα αφήσω κι εγώ την καημένη την κασόμπρα![/LEFT]

Μπράβο, λοιπόν κι εγώ μόλις προ ολίγου το βρήκα με την ίδια έννοια προκειμένου για μηχανές (μοτοσικλέτες): η άχρηστη, σαράβαλη, κάπως έτσι το κατάλαβα.

Για το καναρίνι, εγώ κατάλαβα ότι η έννοια «κασόμπρα = άφωνη κανάρα» είναι κυριολεκτική και δεν αποτελεί αξιολογικό χαρακτηρισμό αλλά απλή περιγραφή. Αν ισχύει αυτό, είναι αρκετά λογικό να γίνει (μεταφορικά φυσικά, όπως λες Ελένη) η μετακίνηση προς την έννοια της γυναίκας που είναι βάρος. Αντίστροφα φυσικά όχι. Άρα η σχέση με το καναρίνι μπορεί να ισχύει αν απορρίψουμε (όπως είμαστε υποχρεωμένοι) τη σχέση με την κασαύρα, αλλά εξακολουθεί να αφήνει ακάλυπτη την ετυμολογία.

Το β δεν εναλλάσσεται με το μπ -παρά μόνον υπό συγκεκριμένους όρους- και δεν έχει καμία συνάφεια με το υ των διφθόγγων, αυτά είναι λυμένα. Δε χρειάζεται να τα αποδείξουμε.

Ο βακαλάος (ιτ. baccalaro, πορτογ. bacalhau κλπ.) είναι προϊόν μιας τάσης μιας συγκεκριμένης εποχής, που επέτασσε η προσαρμογή ξένων λέξεων να γίνεται με την αντίστροφη πορεία όπως ο εκλατινισμός των ελληνικών λέξεων. Βεκρής, Βακαλόπουλος, Βέης. Ιγμόρειο (Highmore), Γοίθειος, Βύρων, Βάκων. Είναι καθαρά λόγιο και χρονικά προσδιορισμένο. Αυτό εννοώ «υπό συγκεκριμένους όρους».

Ψιλοάσχετο με το θέμα,απλά να πούμε ότι καμμία θηλυκή κανάρα δεν κελαιδά , εκτός από ένα “τσιρ” που κάνει όταν είναι πυρωμένη , δηλαδή σε εποχή αναπαραγωγής.Την λέξη κασόμπρα την μεταχειρίζονται οι “πουλάδες”, (στο παζάρι στο Σχιστό του Κερατσινίου κάθε Κυριακή θα δείτε πολλούς),για την κακοντυμένη θηλυκιά,αυτή που δεν έχει ντυθεί καλά,είναι ακόμα σε πτερρόρια,άρα αργεί να ντυθεί και να έρθει η εποχή ζευγαρώματος.

Θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη ότι η αργκό δεν ακολουθεί σχεδόν καθόλου τους κανόνες εκφοράς μιας λέξης.
Η παραφθορά λέξεων και εννοιών ακόμα είναι κάτι συνηθισμένο στη συνθηματική γλώσσα.

Αν αποκλειστεί το ενδεχόμενο προέλευσης της λέξης κασόμπρα από ξένη γλώσσα, ταιριάζει και νοηματικά, κυρίως, με τις λέξεις κασαύρα, κασαυρίς κλπ. που αναφέρθηκαν.

Να υποθεσω οτι αναφερεστε στο τραγουδι του Π.Κυριακου?

Οταν το ειχα πρωτοακουσει πριν 2 χρονια περιπου, ειχα ψαξει να βρω κι εγω τι σημαινει αυτο το “κασοφρα-κασοβρα-κασομπρα”. Καπου ειχα βρει οτι η λεξη χρησιμποιουνταν κυριολεκτικα για να περιγραψει μια γιδα που εχει γεννησει πολλες φορες. Μεταφορικα χρησιμποιειται οπως και στο τραγουδι, για να περιγραψει γυναικα ασχημη, κακοφτιαγμενη. Δυστυχως δεν εχω συγκρατησει την πηγη.

Επικοινωνησα με τον Σαραντάκο και ζήτησα τη βοήθειά του. Διάβασε τις σελίδες μας, και η γνώμη του είναι περιληπτικά η εξής:

(α) Κατ’ αρχήν, η απάντηση σίγουρα δεν είναι εύκολη.
(β) Εντελώς απίθανη η σύνδεση με το αρχαίο κασαύρα. Όχι μόνο για φωνητικούς λόγους, αλλά και επειδή δεν πιστεύει ότι η λέξη διέτρεξε ακατάγραπτη τόσους αιώνες.
(γ) Η ιδέα ότι την επινόησε κάποιος μορφωμένος επιθεωρησιογράφος είναι κάπως καλύτερη, αλλά ακόμα απίθανη. Έχει συμβεί κάποιες φορές αλλά συνολικά ελάχιστες.
(δ) Ο ίδιος θα στρεφόταν στην κατεύθυνση του δανείου. Έχει δοκιμάσει το cache-ombre αλλά δεν τον οδήγησε πουθενά. Επίσης θα κοιτούσε ανάλογα κείμενα της εποχής, δηλ. επιθεωρησιακά και τα (ψευτο)βλάμικα στιχάκια, που δημοσίευαν προπολεμικά τα λαϊκά περιοδικά. Αλλά είναι ψύλλος στ’ άχερα.

Να προσθέσω (ως Πέπε) ότι πέρα από ζώα -κανάρες, γίδες, άλογα και μοτοσικλέτες- η λέξη, και με την έννοια που έχει στο τραγούδι, δεν είναι εντελώς άγνωστη σήμερα. Γκουγκλάροντάς την όλο και κάτι βρίσκει κανείς που να σημαίνει το ίδιο. Τα πρώτα αποτελέσματα παραπέμπουν στο τραγούδι, αλλά παρακάτω έχει και άλλα σημερινά κείμενα.

Συζήτησα με έγκριτους φιλόλογους και γλωσσολόγους τη γνώμη τους για το θέμα αυτό.

Κατά πρώτον, η νοηματική συσχέτιση της λέξης [κασαύρα, κασαλβάς κ.λπ] με τη νεότερη λέξη [κασόμπρα] είναι δεδομένη απ’ ό,τι φαίνεται από τα παραδείγματα που αναφέραμε για τη χρήση της, και κατά τη νεότερη εποχή.

Έπειτα, θεωρούν πιθανότερο να προήλθε η νεότερη λέξη, πιο συγκεκριμένα, από το “κασαλβάς”.

Ο προβληματισμός τους είναι περισσότερο στην έλλειψη παρουσίας της λέξης αυτής επί πολλά χρόνια, μέχρι την εμφάνισή της γύρω στο 1930, στα τραγούδια που αναφέραμε.
Το αν την βρούμε και σε άλλες πηγές γραπτές , με την ίδια εκφορά λόγου και σημασίας, δεν νομίζω πως θα μάς διαφωτίσει περισσότερο.

Μια εξήγηση είναι να επανήλθε η λέξη αυτή ως αντιδάνειο στη χώρα μας.
Επομένως, να αναζητήσουμε τη λέξη με άλλη εκφορά λόγου [κασάλβα; κασάβρα; κ.λπ.] και σε άλλες γλώσσες…