Πρόβλημα με Χορδές/Πένα

Δεν μπορείς να την πεις πρόδρομο, γιατί χρησιμοποιήθηκε για αρκετές δεκαετίες, πριν (ευτυχώς) απαγορευτεί. Πρόδρομος είναι, για τα ταμπουροειδή γενικότερα, το … λιόφυλλο!:
Να κόψω κι ένα λιόφυλλο, να παίξω το γιογγάρι
(γιογκάρι ή και λιογκάρι, όργανο της οικογένειας του ταμπουρά)

3 «Μου αρέσει»

Ε εντάξει, ποιητική έκφραση προφανώς. Η σύγχρονη πένα του σαζιού μοιάζει κάπως στο σχήμα με λιόφυλλο, οπότε υποθέτω ότι και παλιότερα θα έφτιαχναν, από φυσικά υλικά, κάτι παρόμοιου σχήματος. Αλλά το λιόφυλλο δίνει περίπου τον ίδιο ήχο όπως αν, αντί να χτυπάς τις χορδές, τις φυσάς!

Δεν ήθελαν και πολύ περισσότερη ένταση… άλλωστε, αν συγκρίνουμε τον ήχο ενός σημερινού μπουζουκιού με τον ήχο ενός σαζιού, δεν είμαστε και πολύ μακρυά από αυτό που περιγράφει ο Περικλής!

Ψαχνόμουν ξανά με το φτερό που είχα αναφέρει το Σεπτέμβρη του '20, βρήκα πρόσφατα κάποια ενδιαφέροντα πράματα.
Αντιγραφή αποσπάσπατος από την πτυχιακή εργασία «ΑΚΟΥΣΤΙΚΕΣ Ι∆ΙΟΤΗΤΕΣ ΞΥΛΟΥ – ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
ΕΓΧΟΡ∆ΟΥ ΜΟΥΣΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ», των Κυριάκου Σαρδη και Μαρίας Παπαχριστοπούλου (http://www.wfdt.teilar.gr/papers/ptyxiakes/Sardis_Papachristopoulou.pdf) :

“…Η πένα ή το πλήκτρο όπως συνήθιζαν να το λένε οι οργανοπαίχτες,
γίνεται από φτερό αρπακτικού πουλιού, συνήθως γύπα, αετού ή γερακιού και
στην ανάγκη από φτερό διάνου ή πλαστικό. Καλύτερες πένες θεωρούνται αυτές
που γίνονται από φτερό όρνιου, γιατί είναι µεγαλύτερης αντοχής, µαλακότερες
και δίνουν γλυκύτερο ήχο. Οι πένες από φτερό αετού είναι πιο σκληρές και
σπάνε ευκολότερα. Το στέλεχος του φτερού ενός όρνιου έχει δύο πλευρές. Η
µία, η από πάνω, έχει σκούρο χρώµα, σχεδόν µαύρο ενώ η κάτω πλευρά του
είναι άσπρη. Αφού µαδήσουν το φτερό χωρίζουν τη µαύρη από την άσπρη
πλευρά µε ένα µαχαιράκι. Τα δύο αυτά κοµµάτια γίνονται δύο πένες. Κάθε πένα
τη διπλώνουν στα δύο έτσι ώστε ο οργανοπαίχτης παίζοντας να χτυπά τις
χορδές και προς τα επάνω και προς τα κάτω πάντα µε τη λεία κοκάλινη πλευρά
τις πένας. Καλύτερη πένα θεωρείται η άσπρη, είναι µαλακότερη και
περισσότερο ευλύγιστη και δίνει γλυκύτερα ήχο. Παλαιότερα οι καλοί
οργανοπαίχτες χρησιµοποιούσαν άσπρη πένα, όταν ήθελαν µαλακό παίξιµο για
λίγους µε µεράκι γλεντοκόπους, και µαύρη πένα για σκληρό πολύωρο παίξιµο
που απαιτούταν στα πανηγύρια. Ένας οργανοπαίχτης κρατάει πάντα µαζί του
µία ή δύο εφεδρικές πένες. Εάν έχει και άλλες, που δεν πρόκειται να
χρησιµοποιήσει σύντοµα, τις φυλάει στο λάδι για να διατηρηθούν µαλακές και
ευλύγιστες. Κάτι ανάλογο κάνει όταν έχει πολλά φτερά και θέλει να τα διατηρήσει µαλακά για να τα κάνει αργότερα πένες. Κόβει λίγο το κάτω κούφιο
µέρος του, αυτό που βρισκόταν µέσα στη σάρκα της φτερούγας, τα γεµίζει λάδι
τα γυρίζει ανάποδα και τα κρεµάει. Το λάδι ποτίζει σιγά – σιγά την εντεριώνη
που έχει από ένα σηµείο και έπειτα το στέλεχος και κρατάει µαλακό το φτερό…”

3 «Μου αρέσει»

Αυτό μοιάζει σαν παράθεση, ίσως μάλιστα και ακριβής, του Ανωγειανάκη, κεφάλαιο Λαούτο. Αναφέρουν κάτι τέτοιο;

Πάντως δεν είναι μέθοδος κατασκευής. Είναι απλώς κάποιες πληροφορίες. Χρειάζονται κι άλλες, π.χ.:

Άμα πιάσεις στο χέρι σου το φτερό βλέπεις ότι αυτό δεν είναι κάτι το αυτονόητο. Τα περισσότερα υλικά είναι είτε τόσο σκληρά ώστε αν τα λυγίσεις (μιλάμε για 360 μοίρες) σπάνε, ή τόσο μαλακά ώστε επανέρχονται. Το χαρακτηριστικό μπλε πλαστικό για τις πένες του λαούτου έχει τέτοια σύσταση ώστε ούτε σπάει ούτε επανέρχεται, αν και δεν το κάνουν 360 μοίρες, αφήνουν λίγη γωνία ανάμεσα στα δύο σκέλη (αναγκαστικά δηλαδή - όχι επειδή έτσι πρέπει για σωστό παίξιμο, αλλά γιατί πάνω σ’ αυτό το αμετακίνητο δεδομένο έχει διαμορφωθεί το παίξιμο). Με το φτερό τι γίνεται;

Γίνεται κάτι με μια φλόγα, νομίζω, που θερμαίνοντας το μαλακώνει για λίγο, το λυγίζεις, και κρυώνοντας σταθεροποιείται εκεί, και μάλιστα ίσως το σημείο που είχε μαλακώσει να γίνεται και πιο σκληρό απ’ όσο ήταν αρχικά.

Αλλά αυτό, και άλλες λεπτομέρειες της κατασκευής, ή το βλέπεις με τα μάτια σου να το κάνει κάποιος που ξέρει ή ψάχνεις να το βρεις αν έχεις αρκετά φτερά για «κάψιμο» σε δοκιμές.

2 «Μου αρέσει»

Παραπομπές γενικά δεν υπάρχουν πουθενά μέσα στο κείμενο, επομένως ούτε σε αυτό το απόσπασμα (σελ. 48). Στη βιβλιογραφία τον αναφέρουν: Ανωγειανάκης Φ. Ελληνικά λαϊκά µουσικά όργανα
(Μπράβο, από έξω τα ξέρεις Περικλη;!!)

Α, θυμήθηκα να προσθέσω και το εξής:

Το ξαναδοκίμασα έκτοτε και τα αποτελέσματα δεν είναι πάντα εντυπωσιακά. Εκείνη η πρώτη φορά θυμάμαι ότι ήταν με πένα πολύ στενή. Τώρα έχω δύο πιο φαρδιές, πειραματικές κατασκευές εκείνου του φίλου που μάδησε τον ψόφιο γύπα, και δεν είναι καλές, εκτός αν θέλουν κάποιο κόλπο στο παίξιμο που δεν το 'χω βρει. Πάντως εκ πρώτης όψεως κάνουν πολλή φασαρία και χορδίλα, ενώ η λεπτή έπαιζε ωραία, ισορροπημένα, δυνατά και με ευκρίνεια, χωρίς να κάνω κάποια ειδική προσπάθεια.

Το φάρδος είναι φυσικά συνάρτηση του μεγέθους του φτερού. Το στέλεχος του φτερού είναι ένας σωλήνας, η πένα είναι το μισό από αυτό τον σωλήνα, και όπως είναι λογικό τα πιο μακριά φτερά έχουν και πιο χοντρό στέλεχος, άρα δίνουν πιο φαρδιά μισά. Ή, μπορεί και η στενή να ήταν από μεγάλο φτερό αλλα΄όχι από την κάτω άκρη, στη ρίζα του, αλλά από πιο ψηλά που στενεύει το στέλεχος.