Έχω την εντύπωση ότι το πραγματικό «ποιμενικό μινόρε» είναι άλλο από το νιγρίζ. Είναι αυτό που προκύπτει αν πάρουμε ένα Ουσάκ, ή μάλλον ορθότερα Χουσεϊνί, π.χ. ρε-μι-φα-σολ-λα, και βάλουμε δίεση στην 4η (ρε-μι-φα-σολ#-λα). Το σχετικό νιγρίζ θα ήταν ντο-ρε-μιb-φα#-σολ, που σημαίνει ίδια μεν διαστηματική σειρά αν παίξουμε συγκερασμένα, κι όμως πολύ διαφορετικό πεντάχορδο. Η ουσιώδης διαφορά είναι ότι κάτω από την τονική Ρε έχουμε τόνο (ντο), άρα συγγένεια με όλα τα ουσακο-χουσεϊνοειδή, με όλα τα χιτζαζοειδή, με το σαμπάχ, το καττζιγιάρ και με ό,τι άλλο έχει βάση το Ρε (Πα, Δουγκιάχ), ενώ κάτω από την τονική Ντο έχουμε ημιτόνιο (Σι), άρα συγγένεια με τα ραστοειδή.
Ο Περιστέρης, που μιλάει για τρόπους του Ντο (διατονικό, το Ραστ, και χρωματικό, το Νιγρίζ), του Ρε (διατονικό, το Ουσάκ και το Χουσεϊνί, και χρωματικό το Χιτζάζ) κλπ., μιλάει επίσης για χρόες των διατονικών τρόπων. Στον τρόπο του Ρε πρώτη χρόα είναι η βάρυνση της 2ης βαθμίδας (Κιουρδί: Ρε, μιb, φα, σολ, λα), δεύτερη χρόα η βάρυνση της 4ης βαθμίδας (Σαμπάχ: Ρε, μι, φα, σολb, λα), τρίτη η όξυνση της ίδιας βαθμίδας (Ρε, μι, φα, σολ#, λα - δηλαδή αυτή που συζητάμε) και τέταρτη η βάρυνση της 5ης (Καρτζιγάρ: Ρε, μι, φα, σολ, λαb).
Δεν είναι πολύ συνηθισμένος τρόπος, αλλά υπάρχει. Ίσως μάλιστα να είναι και ιδιαίτερα προσφιλής σε ορισμένες περιοχές (κάπου προς κεντρική Ελλάδα; δεν το ‘χω ψάξει). Καθώς μάλιστα στη φλογέρα μπορεί να προκύψει από το Χουσεϊνί μ’ έναν πολύ απλό δακτυλισμό, θα μπορούσε να είναι ο αρχικός τρόπος των κυριολεκτικών σκάρων (σκοποί της φλογέρας του βοσκού), και ο τρόπος των κλαριντζήδικων σκάρων να προέκυψε από συμφυρμό ανάμεσα σ’ αυτό και στο νιγρίζ (ή νιαβέντ;) του ρουμανόφερτου ρεπερτορίου (υπάρχει και ο όρος τσιγγάνικο μινόρε, ενώ ο σκάρος λέγεται και ντόινα, που είναι ρουμάνικη λέξη για τη φλογέρα).